Όταν ο καιρός ήταν άσχημος κι έβρεχε ή χιόνιζε, πάλι η ακολουθία γινόταν στο κελλί. Έλεγε όμως στο νεωκόρο:
- Παιδί, χτύπα την καμπάνα.
- Μα, πατέρα, ποιος θα έρθει τώρα με τόσο άσχημο καιρό; Έξω χιονίζει…
- Παιδί, δεν θα έρθει κανένας, αλλά όταν χτυπήσει η καμπάνα, θα την ακούσουν και κάποιος χριστιανός θα σηκώσει το χέρι του να κάνει το σταυρό του!
Όταν ερχόταν η Μ.Εβδομάδα με καλούσε και μου έλεγε:
- Παιδί, πρέπει να μαζέψουμε χρήματα για να πάρουμε λουλούδια και να στολίσουμε τον Χριστούλη μας, να μην τον αφήσουμε παραπονεμένο.
Κι εγώ έκανα έρανο. Μαζεύονταν πολλά χρήματα. Μια φορά συγκέντρωσα 700 δρχ. (ποσό πολύ μεγάλο για κείνη την εποχή). Ο Γέροντας είχε διπλή χαρά:
- Πω-πω παιδί! θα στολίσουμε τον Χριστούλη και θα δώσουμε και στους φτωχούς.
Πριν πει το «Μετά φόβου Θεού…», πάντα θα προετοίμαζε τους ανθρώπους που θα κοινωνούσαν, με απλά λόγια:
- Προσέξτε παιδιά. Να μην πλησιάσετε αν δεν είσαστε έτοιμοι, αν είσαστε αξομολόγητοι. Μην πλησιάσετε όπως ο Ιούδας. Η Θεία Κοινωνία είναι φωτιά. Και όποιος έρχεται ανέτοιμος «κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου. Διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί». Σας το λέω για να μην έχω ευθύνη και για να μην πάθουμε κανένα κακό. Γι’ αυτό «δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω».
Η κατάθεση του μακαριστού Φώτη Κόντογλου είναι σημαντική:
- Μια λειτουργία του π.Αθανασίου ισοδυναμεί με μια μετάγγιση αίματος στον οργανισμό.
«Η μεγαλυτέρα δύναμις την οποίαν έχομεν διά να επαναφέρωμεν ψυχάς εις τον Θεόν, είναι η δύναμις της προσευχής. Και το υψηλότερον όπου ημπορεί τις να κάμη είναι να προσεύχεται. Όταν το άγιον Πνεύμα εγγίζη την καρδίαν ενός ανθρώπου, πάντοτε εμπνέει θερμήν αγάπην εις την καρδίαν του. Οδηγεί την ψυχήν να ανακαλύψη το μυστικόν ότι όλα πηγάζουν από την προσευχήν. Η υπηρεσία και η πράξις ό,τι είμεθα και ό,τι επιθυμούμεν να είμεθα, εξέρχονται από την συνάφειαν με τον Θεόν».
«Να προσεύχεσαι θερμά και να εμπιστευθής την υπόθεσίν σου εξολοκλήρου εις τον Κύριόν μας και να τον παρακαλέσης να σου χορηγήση τα καλά και τα συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένη μετέωρος… η ψυχή η παραδιδομένη εις τον Κύριον έχει να κερδίση τα μέγιστα, διότι ειρηνεύει, γαληνεύει, δύναται να προσεύχεται, έχει τον νουν διαυγή, την καρδίαν καθαράν και εαυτόν σχετικώς αμόλυντον… Η επιμονή και υπομονή διά την επιτυχίαν του θελήματος του Θεού, η εγκαρτέρησις εις την ιεράν προσευχήν θα φέρη τα καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι ημείς ζητούμεν προηγουμένως. Θα φέρη προπαντός την ειρήνην της ψυχής “ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον”. Έχετε ανάγκην μεγάλης προσοχής και εγκαρτερήσεως εν τη προσευχή. Αλλά διά να εισακουώμεθα, πρέπει να έχωμεν την μεγίστην των αρετών, την ταπείνωσιν, η οποία είναι η βάσις και το κορύφωμα πασών των αρετών. Επίσης εν τη προσευχή να λησμονονώμεν ει τι έχωμεν κατά τινος. Να ζητούμεν αγάπην , συγχώρησιν και μετάνοιαν διά τους διώκοντας ημάς, να αποφεύγωμεν την κατάκρισιν…»
Κοντά στην Νερατζιώτισσα ζούσε μια οικογένεια που ασχολείτο με την κτηνοτροφία. Τα αδέλφια ήταν αρκετά οξύθυμα. Θύμωναν, έβριζαν, αισχρολογούσαν, βλαστημούσαν. Ο π.Αθανάσιος κάποια μέρα αποφάσισε να επέμβει. Φώναξε τον έναν αδελφό και του μίλησε με πολύ καλοσύνη:
- Παιδί, εσείς δόξα τω Θεώ έχετε μια εργασία από την οποία ζείτε. Δεν είναι σωστό να τσακώνεστε έτσι και να βλαστημάτε. Γιατί το κάνετε αυτό, αφού είσαστε καλοί άνθρωποι…
Ο νεαρός ντράπηκε, έσκυψε το κεφάλι και ο Γέροντας συνέχισε:
- Έλα, έλα μέσα να σε φιλέψω κάτι.
Ο νεαρός πέρασε και ο Γέροντας τον κέρασε γλυκό. Του είπε λίγα λόγια ακόμη. Στο τέλος τον ξεπροβόδισε.
- Πήγαινε, παιδί, στο καλό και να μην το ξανακάνετε, έτσι;
- π.Αθανάσιε, σου δίνω το λόγο μου, ότι θα προσπαθήσω να μην ξαναγίνει.
Και πράγματι τα αδέλφια ειρήνευσαν από κείνη τη μέρα.
Σε κάποια επίσκεψή μου του μιλούσα για τα βάσανά μου και τις στενοχώριες μου. παραπονιόμουν για τις δοκιμασίες που με είχαν βρει. Ο Γέροντας με άκουγε υπομονετικά. Αφού τέλειωσα κούνησε το κεφάλι και μου είπε: «Αχ, παιδί. Εσύ θέλεις να κάθεσαι σταυροπόδι και να πας και στον παράδεισο!».
«Ο Κύριός μας δεν θα μας αφήση να δοκομασθώμεν υπέρ την δύναμίν μας, αλλά θα μας δώση την δύναμιν να ανταπεξέλθωμεν και κατά την δοκιμασίαν αυτήν. Όσο μεγαλυτέρα είναι η δοκιμασία μας τόσον και τα βραβεία θα είναι μεγαλύτερα τα οποία ετοιμάζει ο Κύριος διά τους αγωνιζομένους».
«Η θεία Κοινωνία μας ενώνει με τον Κύριόν μας, καίει τα αγκάθια της ψυχής μας, δίδει υπομονήν και μας προετοιμάζει διά την βασιλείαν των ουρανών».
Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας νέος που πήρε απόφαση να αυτοκτονήσει. Διαμείφθηκε ο εξής διάλογος:
- Τι σου συμβαίνει, παιδί;
- Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα και αποφάσισα να τερματίσω τη ζωή μου.
- Ε! όχι παιδί, δεν είναι σωστό αυτό! Να δώσεις την ψυχή σου στον σατανά; Τι ακριβώς σου συμβαίνει;
- Είμαι τριάντα χρονών και αγαπώ μια κοπέλα. Η μητέρα μου αντιδρά. «Όχι, δεν είναι κατάλληλη για σένα». «Θα πάω να αυτοκτονήσω» της λέω. Κι αυτή μου απαντάει: «Καλύτερα να αυτοκτονήσεις παρά να την πάρεις!» Καταλαβαίνετε την κατάστασή μου.
- Άκουσε παιδί! Κατ’ εντολή δική μου, δηλαδή του Κυρίου, δεν θα ακούσεις την μητέρα σου, γιατί δεν έχει δίκιο. Να νυμφευθείς την κοπέλα. Πήγαινε να βγάλεις άδεια, να φέρεις τα στέφανα και ένα κερί ν’ ανάψουμε, τιποτ’ άλλο. Και θα ‘ρθειτε, αν γίνεται αύριο κιόλας, για να σας στεφανώσω εγώ!
Ο νέος του φίλησε πολλές φορές το χέρι. Τακτοποίησε τα χαρτιά του και ο Γέροντας τέλεσε το μυστήριο. Έκανε μάλιστα και πολύ καλή οικογένεια.
«Παιδιά, το ευχέλαιο, δεν αντικαθιστά την εξομολόγηση».
«Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια».
Κατά την ώρα της μετάληψης, αν οι γονείς έλεγαν στο παιδάκι, «έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι», ο Γέροντας τους διόρθωνε: «Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις».
Η μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που αντιδρούσε σφόδρα για την Εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον π.Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
-Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει.
Κάποια μέρα άνοιξε στο Μαρούσι ένας κινηματογράφος. Ο π. Αθανάσιος στο κήρυγμά του μίλησε με σκληρά λόγια. Εγώ αντέδρασα. Πήγα αμέσως να τον συναντήσω.
-Πάτερ, γιατί να μην πάω στον κινηματογράφο;
Η απάντησή του έδειξε πόση διάκριση είχε.
-Παιδί, δεν σου λέω να μην πας. Να πας, αλλά θα το σκεφθείς και θα κάνεις επιλογή. Εγώ αυτά που είπα, τα είπα για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν να κάνουν επιλογή και μπορεί να του βλάψει…
«Ο πιστός άνθρωπος έχει το Θεόν οδηγόν εις πάντα δρόμον, και δεν πλανάται ποτέ, ο δε υπερήφανος άπιστος και ματαιόφρων ακολουθεί τους ιδίους λογισμούς, και δεν ηξεύρει που υπάγει… Η πλάνη εισήχθη εις τον κόσμον πρώτον υπό του διαβόλου, έπειτα διά τας ατόπους επιθυμίας τούτου του κόσμου υπερίσχυσε και επλήθυνεν εις τους ανθρώπους τας κακοδοξίας και τας αιρέσεις».
«Παιδιά, εδώ κοντά άνοιξε ένα μαγαζί του διαβόλου. Να ‘χετε το νου σας. Μην σας παραπλανήσει και αρχίσετε να την επισκέπτεσθε, για να σας πει τον καφέ ή να σας ρίξει τα χαρτιά. Σας προειδοποιώ ότι όλ’ αυτά είναι εκ του πονηρού. Μακρυά απ’ αυτά».
Ο Γέροντας εξομολογούσε κάτω από το πεύκο. Το δέντρο περιέργως, χωρίς αιτία, είχε αρχίσει να ξεραίνεται από κάποια άκρη του. Τον ρώτησε κάποιος:
-Πάτερ, τι έπαθε το πεύκο και ξεραίνεται;
-Τόσες πολλές και μεγάλες αμαρτίες που έχει ακούσει, πώς να μην ξεραίνεται; «Πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει…».
Συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά: «Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».
Ζούσε στο Μαρούσι μια φτωχή οικογένεια, που δοκιμάστηκε από αλλεπάλληλες συμφορές. Εκείνη την περίοδο είχε μείνει μόνον η χήρα μητέρα, μ’ ένα γιο, νέο παλικάρι γύρω στα τριάντα χρόνια. Το παιδί αυτό ήταν η μόνη ανθρώπινη παρηγοριά για τη φτωχή και άρρωστη μητέρα. Οικονομικά βρίσκονταν σε πολύ κακή κατάσταση. Δυστυχώς μια νέα συμφορά ήρθε να χτυπήσει το φτωχό αυτό σπίτι. Ο γιος βρέθηκε σε μια παρέα. Ξεκίνησε κάποια διαφωνία, οι εγωισμοί και τα νεύρα τεντώθηκαν και το κακό δεν άργησε να γίνει. Το νέο παληκάρι, πάνω στη συμπλοκή σκοτώθηκε. Ο δράστης συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή.
Ο πόνος για τη χαροκαμένη μάνα αβάσταχτος. Ξαφνικά έμεινε μόνη, χωρίς καμιά ανθρώπινη παρουσία. Σε λίγο πήρε το δρόμο για τη Νερατζιώτισσα, να αποθέσει το δράμα της στον π.Αθανάσιο. Ο Γέροντας συμμάζεψε τον πόνο της. Έκλαψε μαζί της. Στάλαξε το βάλσαμο της ουράνιας παρηγοριάς. Και προχώρησε πιο πέρα. Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Πόνεσε όχι μόνον το θύμα, αλλά και το θύτη που βρισκόταν στη φυλακή. Θυμήθηκε το «εν φυλακη ήμην, και ήλθετε προς με», τον άγιο Διονύσιο Ζακύνθου που συγχώρεσε το φονιά του αδελφού του. Και πρότεινε αυτό το δρόμο των αγίων στην πονεμένη μάνα. Της ζήτησε όχι μόνο να συγχωρήσει τον εγκληματία, αλλά και κάτι ακόμη παραπάνω,
-Παιδί, σκέψου και αυτό τον άνθρωπο τώρα εκεί που βρίσκεται στη φυλακή. Θα υποφέρει από τύψεις συνειδήσεως, θα κρυώνει, θα πεινάει. Ο Χριστός μας έδωσε εντολή να συγχωρούμε τους εχθρούς μας. Γι’ αυτό και συ να του πλέξεις μόνη σου μια φανέλα, να του πάρεις και λίγα τρόφιμα και να του τα πας στη φυλακή.
Η απλή αυτή γυναίκα, που δεν ήξερε να διαβάσει, που δεν γνώριζε «θεολογία», αλλά ζούσε στην πράξη την εκκλησιαστική ζωή, δεν αντέδρασε. Έκανε υπακοή στο Γέροντα. Γύρισε σπίτι και με τα ίδια της τα χέρια έπλεξε φανέλα. Όταν την ετοίμασε αγόρασε από το υστέρημά της τρόφιμα, γλυκά κλπ. τα έβαλε σε μια μεγάλη τσάντα και ξεκίνησε για τη φυλακή. Ζήτησε τον άνθρωπο αυτόν και όταν εκείνος ήλθε, αντίκρυσε έκπληκτος το πρόσωπο της μάνας, που σήκωσε ένα τόσο βαρύ σταυρό. Του παρέδωσε με καλοσύνη την τσάντα και γύρισε αναπαυμένη.
«Γυμνός εξήλθον και γυμνός απελεύσομαι και είμαι γι’ αυτό ευχαριστημένος».
Τα χρήματα δεν ήθελε ούτε να τα αγγίζει. «Αυτά σταύρωσαν τον Χριστο» έλεγε συχνά.
Ήταν εχθρός της φιλαργυρίας, αλλά και της τσιγκουνιάς, της απληστίας, της σπατάλης, της πολυτέλειας. Κάποτε που βρέθηκε σ’ ένα νεκροταφείο, είδε ένα πολυτελέστατο μνήμα. Λυπήθηκε για την άσκοπη σπατάλη και μονολόγησε: «Σ’ αυτό το μνήμα χορεύουν οι δαίμονες».
Κάποια πολυμελής οικογένεια έφτασε σε έσχατη ένδεια. Ο Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Δεν του είπαν τίποτα. Όταν το έμαθε λυπήθηκε αφάνταστα, κάλεσε το ένα από τα παιδιά και του είπε με παράπονο: «Παιδί, γιατί δεν μου το είπες; Δεν έχω πολλά κι εγώ, αλλά ένα γιαουρτάκι μπορώ να σας το πάρω». Από τότε αυτό το σπίτι μπήκε υπό την προστασία του.
«Τι φοβούνται οι άγιοι; Την επιτυχίαν εις το έργο των η οποία δύναται να προκαλέσει τους επαίνους. Εν συμπεράσματι: Εκείνη η ψυχή είναι περισσότερον αγία, η οποία προσπαθεί περισσότερον να κρύπτεται».
«Δίνε για να σου δίνει ο Θεός».
«Παιδί, ξέρεις τι γίνεται με την ελεημοσύνη; Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει Παράδεισο!».
Λίγο πιο πάνω, έμενε ένα αντρόγυνο. Ο άνδρας μέθυσος. Ό,τι χρήματα έβγαζε τα σπαταλούσε στο ποτό. Η γυναίκα του ήταν παράλυτη και κατάκοιτη. Το μόνο που λειτουργούσε ήταν ο λόγος. Εκτός από το να μιλάει δεν μπορούσε καμία άλλη κίνηση να κάνει. Λόγω της αρρώστιας της λερωνόταν. Όμως και η γυναίκα αυτή είχε βρει το δικό της «άγγελο». Κάποια μέρα την επισκέφθηκε μια αδελφική της φίλη. Είδε με έκπληξη μια στίβα από ρούχα πλυμένα, σιδερωμένα.
-Ποιος τα έπλυνε; ρώτησε απορημένη.
-Αν σου πω ποιος! Αλλά με επιτίμησε να μην το πω σε κανένα. Όμως σε αισθάνομαι σαν αδελφή μου και θα στο πω.
-Δεν χρειάζεται να μου το πεις. Κατάλαβα ποιος είναι. Ο π.Αθανάσιος!
-Ακριβώς. ήλθε τη νύχτα. Καθάρισε το σπίτι, έπλυνε τα ρούχα, τα στέγνωσε, τα σιδέρωσε και έφυγε!
«Η ταπείνωση είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάμε για να ανεβούμε στην κλίμακα των υπολοίπων αρετών και έτσι να οικοδομήσουμε τον οίκο της ψυχής μας. Την ταπείνωση τρέμει ο διάβολος. Όποιος την αποκτήσει θα βαδίζει με ασφάλεια, γιατί τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού».
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
«Μόνο μια φροντίδα και έννοια χρειάζεται να έχουμε: Τη δόξα του Θεού. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιζόμαστε συνεχώς. Τις δικές μας φιλοδοξίες πρέπει να τις καταπατούμε».
«ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΑΜΑΚΙΩΤΗΣ», Αρχ. Ν.Αντωνόπουλου- Παιδί, χτύπα την καμπάνα.
- Μα, πατέρα, ποιος θα έρθει τώρα με τόσο άσχημο καιρό; Έξω χιονίζει…
- Παιδί, δεν θα έρθει κανένας, αλλά όταν χτυπήσει η καμπάνα, θα την ακούσουν και κάποιος χριστιανός θα σηκώσει το χέρι του να κάνει το σταυρό του!
Όταν ερχόταν η Μ.Εβδομάδα με καλούσε και μου έλεγε:
- Παιδί, πρέπει να μαζέψουμε χρήματα για να πάρουμε λουλούδια και να στολίσουμε τον Χριστούλη μας, να μην τον αφήσουμε παραπονεμένο.
Κι εγώ έκανα έρανο. Μαζεύονταν πολλά χρήματα. Μια φορά συγκέντρωσα 700 δρχ. (ποσό πολύ μεγάλο για κείνη την εποχή). Ο Γέροντας είχε διπλή χαρά:
- Πω-πω παιδί! θα στολίσουμε τον Χριστούλη και θα δώσουμε και στους φτωχούς.
Πριν πει το «Μετά φόβου Θεού…», πάντα θα προετοίμαζε τους ανθρώπους που θα κοινωνούσαν, με απλά λόγια:
- Προσέξτε παιδιά. Να μην πλησιάσετε αν δεν είσαστε έτοιμοι, αν είσαστε αξομολόγητοι. Μην πλησιάσετε όπως ο Ιούδας. Η Θεία Κοινωνία είναι φωτιά. Και όποιος έρχεται ανέτοιμος «κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου. Διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί». Σας το λέω για να μην έχω ευθύνη και για να μην πάθουμε κανένα κακό. Γι’ αυτό «δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω».
Η κατάθεση του μακαριστού Φώτη Κόντογλου είναι σημαντική:
- Μια λειτουργία του π.Αθανασίου ισοδυναμεί με μια μετάγγιση αίματος στον οργανισμό.
«Η μεγαλυτέρα δύναμις την οποίαν έχομεν διά να επαναφέρωμεν ψυχάς εις τον Θεόν, είναι η δύναμις της προσευχής. Και το υψηλότερον όπου ημπορεί τις να κάμη είναι να προσεύχεται. Όταν το άγιον Πνεύμα εγγίζη την καρδίαν ενός ανθρώπου, πάντοτε εμπνέει θερμήν αγάπην εις την καρδίαν του. Οδηγεί την ψυχήν να ανακαλύψη το μυστικόν ότι όλα πηγάζουν από την προσευχήν. Η υπηρεσία και η πράξις ό,τι είμεθα και ό,τι επιθυμούμεν να είμεθα, εξέρχονται από την συνάφειαν με τον Θεόν».
«Να προσεύχεσαι θερμά και να εμπιστευθής την υπόθεσίν σου εξολοκλήρου εις τον Κύριόν μας και να τον παρακαλέσης να σου χορηγήση τα καλά και τα συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένη μετέωρος… η ψυχή η παραδιδομένη εις τον Κύριον έχει να κερδίση τα μέγιστα, διότι ειρηνεύει, γαληνεύει, δύναται να προσεύχεται, έχει τον νουν διαυγή, την καρδίαν καθαράν και εαυτόν σχετικώς αμόλυντον… Η επιμονή και υπομονή διά την επιτυχίαν του θελήματος του Θεού, η εγκαρτέρησις εις την ιεράν προσευχήν θα φέρη τα καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι ημείς ζητούμεν προηγουμένως. Θα φέρη προπαντός την ειρήνην της ψυχής “ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον”. Έχετε ανάγκην μεγάλης προσοχής και εγκαρτερήσεως εν τη προσευχή. Αλλά διά να εισακουώμεθα, πρέπει να έχωμεν την μεγίστην των αρετών, την ταπείνωσιν, η οποία είναι η βάσις και το κορύφωμα πασών των αρετών. Επίσης εν τη προσευχή να λησμονονώμεν ει τι έχωμεν κατά τινος. Να ζητούμεν αγάπην , συγχώρησιν και μετάνοιαν διά τους διώκοντας ημάς, να αποφεύγωμεν την κατάκρισιν…»
Κοντά στην Νερατζιώτισσα ζούσε μια οικογένεια που ασχολείτο με την κτηνοτροφία. Τα αδέλφια ήταν αρκετά οξύθυμα. Θύμωναν, έβριζαν, αισχρολογούσαν, βλαστημούσαν. Ο π.Αθανάσιος κάποια μέρα αποφάσισε να επέμβει. Φώναξε τον έναν αδελφό και του μίλησε με πολύ καλοσύνη:
- Παιδί, εσείς δόξα τω Θεώ έχετε μια εργασία από την οποία ζείτε. Δεν είναι σωστό να τσακώνεστε έτσι και να βλαστημάτε. Γιατί το κάνετε αυτό, αφού είσαστε καλοί άνθρωποι…
Ο νεαρός ντράπηκε, έσκυψε το κεφάλι και ο Γέροντας συνέχισε:
- Έλα, έλα μέσα να σε φιλέψω κάτι.
Ο νεαρός πέρασε και ο Γέροντας τον κέρασε γλυκό. Του είπε λίγα λόγια ακόμη. Στο τέλος τον ξεπροβόδισε.
- Πήγαινε, παιδί, στο καλό και να μην το ξανακάνετε, έτσι;
- π.Αθανάσιε, σου δίνω το λόγο μου, ότι θα προσπαθήσω να μην ξαναγίνει.
Και πράγματι τα αδέλφια ειρήνευσαν από κείνη τη μέρα.
Σε κάποια επίσκεψή μου του μιλούσα για τα βάσανά μου και τις στενοχώριες μου. παραπονιόμουν για τις δοκιμασίες που με είχαν βρει. Ο Γέροντας με άκουγε υπομονετικά. Αφού τέλειωσα κούνησε το κεφάλι και μου είπε: «Αχ, παιδί. Εσύ θέλεις να κάθεσαι σταυροπόδι και να πας και στον παράδεισο!».
«Ο Κύριός μας δεν θα μας αφήση να δοκομασθώμεν υπέρ την δύναμίν μας, αλλά θα μας δώση την δύναμιν να ανταπεξέλθωμεν και κατά την δοκιμασίαν αυτήν. Όσο μεγαλυτέρα είναι η δοκιμασία μας τόσον και τα βραβεία θα είναι μεγαλύτερα τα οποία ετοιμάζει ο Κύριος διά τους αγωνιζομένους».
«Η θεία Κοινωνία μας ενώνει με τον Κύριόν μας, καίει τα αγκάθια της ψυχής μας, δίδει υπομονήν και μας προετοιμάζει διά την βασιλείαν των ουρανών».
Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας νέος που πήρε απόφαση να αυτοκτονήσει. Διαμείφθηκε ο εξής διάλογος:
- Τι σου συμβαίνει, παιδί;
- Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα και αποφάσισα να τερματίσω τη ζωή μου.
- Ε! όχι παιδί, δεν είναι σωστό αυτό! Να δώσεις την ψυχή σου στον σατανά; Τι ακριβώς σου συμβαίνει;
- Είμαι τριάντα χρονών και αγαπώ μια κοπέλα. Η μητέρα μου αντιδρά. «Όχι, δεν είναι κατάλληλη για σένα». «Θα πάω να αυτοκτονήσω» της λέω. Κι αυτή μου απαντάει: «Καλύτερα να αυτοκτονήσεις παρά να την πάρεις!» Καταλαβαίνετε την κατάστασή μου.
- Άκουσε παιδί! Κατ’ εντολή δική μου, δηλαδή του Κυρίου, δεν θα ακούσεις την μητέρα σου, γιατί δεν έχει δίκιο. Να νυμφευθείς την κοπέλα. Πήγαινε να βγάλεις άδεια, να φέρεις τα στέφανα και ένα κερί ν’ ανάψουμε, τιποτ’ άλλο. Και θα ‘ρθειτε, αν γίνεται αύριο κιόλας, για να σας στεφανώσω εγώ!
Ο νέος του φίλησε πολλές φορές το χέρι. Τακτοποίησε τα χαρτιά του και ο Γέροντας τέλεσε το μυστήριο. Έκανε μάλιστα και πολύ καλή οικογένεια.
«Παιδιά, το ευχέλαιο, δεν αντικαθιστά την εξομολόγηση».
«Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια».
Κατά την ώρα της μετάληψης, αν οι γονείς έλεγαν στο παιδάκι, «έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι», ο Γέροντας τους διόρθωνε: «Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις».
Η μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που αντιδρούσε σφόδρα για την Εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον π.Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
-Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει.
Κάποια μέρα άνοιξε στο Μαρούσι ένας κινηματογράφος. Ο π. Αθανάσιος στο κήρυγμά του μίλησε με σκληρά λόγια. Εγώ αντέδρασα. Πήγα αμέσως να τον συναντήσω.
-Πάτερ, γιατί να μην πάω στον κινηματογράφο;
Η απάντησή του έδειξε πόση διάκριση είχε.
-Παιδί, δεν σου λέω να μην πας. Να πας, αλλά θα το σκεφθείς και θα κάνεις επιλογή. Εγώ αυτά που είπα, τα είπα για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν να κάνουν επιλογή και μπορεί να του βλάψει…
«Ο πιστός άνθρωπος έχει το Θεόν οδηγόν εις πάντα δρόμον, και δεν πλανάται ποτέ, ο δε υπερήφανος άπιστος και ματαιόφρων ακολουθεί τους ιδίους λογισμούς, και δεν ηξεύρει που υπάγει… Η πλάνη εισήχθη εις τον κόσμον πρώτον υπό του διαβόλου, έπειτα διά τας ατόπους επιθυμίας τούτου του κόσμου υπερίσχυσε και επλήθυνεν εις τους ανθρώπους τας κακοδοξίας και τας αιρέσεις».
«Παιδιά, εδώ κοντά άνοιξε ένα μαγαζί του διαβόλου. Να ‘χετε το νου σας. Μην σας παραπλανήσει και αρχίσετε να την επισκέπτεσθε, για να σας πει τον καφέ ή να σας ρίξει τα χαρτιά. Σας προειδοποιώ ότι όλ’ αυτά είναι εκ του πονηρού. Μακρυά απ’ αυτά».
Ο Γέροντας εξομολογούσε κάτω από το πεύκο. Το δέντρο περιέργως, χωρίς αιτία, είχε αρχίσει να ξεραίνεται από κάποια άκρη του. Τον ρώτησε κάποιος:
-Πάτερ, τι έπαθε το πεύκο και ξεραίνεται;
-Τόσες πολλές και μεγάλες αμαρτίες που έχει ακούσει, πώς να μην ξεραίνεται; «Πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει…».
Συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά: «Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».
Ζούσε στο Μαρούσι μια φτωχή οικογένεια, που δοκιμάστηκε από αλλεπάλληλες συμφορές. Εκείνη την περίοδο είχε μείνει μόνον η χήρα μητέρα, μ’ ένα γιο, νέο παλικάρι γύρω στα τριάντα χρόνια. Το παιδί αυτό ήταν η μόνη ανθρώπινη παρηγοριά για τη φτωχή και άρρωστη μητέρα. Οικονομικά βρίσκονταν σε πολύ κακή κατάσταση. Δυστυχώς μια νέα συμφορά ήρθε να χτυπήσει το φτωχό αυτό σπίτι. Ο γιος βρέθηκε σε μια παρέα. Ξεκίνησε κάποια διαφωνία, οι εγωισμοί και τα νεύρα τεντώθηκαν και το κακό δεν άργησε να γίνει. Το νέο παληκάρι, πάνω στη συμπλοκή σκοτώθηκε. Ο δράστης συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή.
Ο πόνος για τη χαροκαμένη μάνα αβάσταχτος. Ξαφνικά έμεινε μόνη, χωρίς καμιά ανθρώπινη παρουσία. Σε λίγο πήρε το δρόμο για τη Νερατζιώτισσα, να αποθέσει το δράμα της στον π.Αθανάσιο. Ο Γέροντας συμμάζεψε τον πόνο της. Έκλαψε μαζί της. Στάλαξε το βάλσαμο της ουράνιας παρηγοριάς. Και προχώρησε πιο πέρα. Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Πόνεσε όχι μόνον το θύμα, αλλά και το θύτη που βρισκόταν στη φυλακή. Θυμήθηκε το «εν φυλακη ήμην, και ήλθετε προς με», τον άγιο Διονύσιο Ζακύνθου που συγχώρεσε το φονιά του αδελφού του. Και πρότεινε αυτό το δρόμο των αγίων στην πονεμένη μάνα. Της ζήτησε όχι μόνο να συγχωρήσει τον εγκληματία, αλλά και κάτι ακόμη παραπάνω,
-Παιδί, σκέψου και αυτό τον άνθρωπο τώρα εκεί που βρίσκεται στη φυλακή. Θα υποφέρει από τύψεις συνειδήσεως, θα κρυώνει, θα πεινάει. Ο Χριστός μας έδωσε εντολή να συγχωρούμε τους εχθρούς μας. Γι’ αυτό και συ να του πλέξεις μόνη σου μια φανέλα, να του πάρεις και λίγα τρόφιμα και να του τα πας στη φυλακή.
Η απλή αυτή γυναίκα, που δεν ήξερε να διαβάσει, που δεν γνώριζε «θεολογία», αλλά ζούσε στην πράξη την εκκλησιαστική ζωή, δεν αντέδρασε. Έκανε υπακοή στο Γέροντα. Γύρισε σπίτι και με τα ίδια της τα χέρια έπλεξε φανέλα. Όταν την ετοίμασε αγόρασε από το υστέρημά της τρόφιμα, γλυκά κλπ. τα έβαλε σε μια μεγάλη τσάντα και ξεκίνησε για τη φυλακή. Ζήτησε τον άνθρωπο αυτόν και όταν εκείνος ήλθε, αντίκρυσε έκπληκτος το πρόσωπο της μάνας, που σήκωσε ένα τόσο βαρύ σταυρό. Του παρέδωσε με καλοσύνη την τσάντα και γύρισε αναπαυμένη.
«Γυμνός εξήλθον και γυμνός απελεύσομαι και είμαι γι’ αυτό ευχαριστημένος».
Τα χρήματα δεν ήθελε ούτε να τα αγγίζει. «Αυτά σταύρωσαν τον Χριστο» έλεγε συχνά.
Ήταν εχθρός της φιλαργυρίας, αλλά και της τσιγκουνιάς, της απληστίας, της σπατάλης, της πολυτέλειας. Κάποτε που βρέθηκε σ’ ένα νεκροταφείο, είδε ένα πολυτελέστατο μνήμα. Λυπήθηκε για την άσκοπη σπατάλη και μονολόγησε: «Σ’ αυτό το μνήμα χορεύουν οι δαίμονες».
Κάποια πολυμελής οικογένεια έφτασε σε έσχατη ένδεια. Ο Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Δεν του είπαν τίποτα. Όταν το έμαθε λυπήθηκε αφάνταστα, κάλεσε το ένα από τα παιδιά και του είπε με παράπονο: «Παιδί, γιατί δεν μου το είπες; Δεν έχω πολλά κι εγώ, αλλά ένα γιαουρτάκι μπορώ να σας το πάρω». Από τότε αυτό το σπίτι μπήκε υπό την προστασία του.
«Τι φοβούνται οι άγιοι; Την επιτυχίαν εις το έργο των η οποία δύναται να προκαλέσει τους επαίνους. Εν συμπεράσματι: Εκείνη η ψυχή είναι περισσότερον αγία, η οποία προσπαθεί περισσότερον να κρύπτεται».
«Δίνε για να σου δίνει ο Θεός».
«Παιδί, ξέρεις τι γίνεται με την ελεημοσύνη; Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει Παράδεισο!».
Λίγο πιο πάνω, έμενε ένα αντρόγυνο. Ο άνδρας μέθυσος. Ό,τι χρήματα έβγαζε τα σπαταλούσε στο ποτό. Η γυναίκα του ήταν παράλυτη και κατάκοιτη. Το μόνο που λειτουργούσε ήταν ο λόγος. Εκτός από το να μιλάει δεν μπορούσε καμία άλλη κίνηση να κάνει. Λόγω της αρρώστιας της λερωνόταν. Όμως και η γυναίκα αυτή είχε βρει το δικό της «άγγελο». Κάποια μέρα την επισκέφθηκε μια αδελφική της φίλη. Είδε με έκπληξη μια στίβα από ρούχα πλυμένα, σιδερωμένα.
-Ποιος τα έπλυνε; ρώτησε απορημένη.
-Αν σου πω ποιος! Αλλά με επιτίμησε να μην το πω σε κανένα. Όμως σε αισθάνομαι σαν αδελφή μου και θα στο πω.
-Δεν χρειάζεται να μου το πεις. Κατάλαβα ποιος είναι. Ο π.Αθανάσιος!
-Ακριβώς. ήλθε τη νύχτα. Καθάρισε το σπίτι, έπλυνε τα ρούχα, τα στέγνωσε, τα σιδέρωσε και έφυγε!
«Η ταπείνωση είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάμε για να ανεβούμε στην κλίμακα των υπολοίπων αρετών και έτσι να οικοδομήσουμε τον οίκο της ψυχής μας. Την ταπείνωση τρέμει ο διάβολος. Όποιος την αποκτήσει θα βαδίζει με ασφάλεια, γιατί τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού».
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
«Μόνο μια φροντίδα και έννοια χρειάζεται να έχουμε: Τη δόξα του Θεού. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιζόμαστε συνεχώς. Τις δικές μας φιλοδοξίες πρέπει να τις καταπατούμε».
http://sotiriapsixis.blogspot.com/