Ο Άγιος Βασίλειος έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (360-363). Τον κατήγγειλαν στον έπαρχο Σατουρνίνο, ότι ειρωνευόταν και κατηγορούσε τις ενέργειες του Ιουλιανού κατά της Εκκλησίας. Τότε διατάχθηκε από τον έπαρχο να δηλώσει δημόσια άρνηση του Ιησού Χριστού. Ο πιστός Ιερέας χαμογέλασε στην απαίτηση αυτή του έπαρχου και δήλωσε ότι ή ζωή του όλη άνηκε στο Ευαγγέλιο και το Σωτήρα των ψυχών. Όταν ο έπαρχος απείλησε ότι θα τον βασανίσει σκληρά αν δεν αρνηθεί το Χριστό, τότε αυτός απάντησε: «Πώς δε, ενόμισας ότι εγώ θα ήρνούμην τον Χριστόν, αφού και ο τελευταίος εκ των πιστευόντων εις Αυτόν λαϊκών της ενορίας μου, είναι πρόθυμος να χύση το αίμα του δια την αγίαν μας πίστιν;». Ο Σατουρνίνος, τότε, τον βασάνισε και τον φυλάκισε. Μετά από μερικές ήμερες, πέρασε από την Άγκυρα ο Ιουλιανός. Πληροφορήθηκε για τον πρεσβύτερο Βασίλειο και διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Άλλα διαπίστωσε ότι η πίστη του χριστιανού Ιερέα ήταν ακόμη ισχυρότερη. Τότε έδωσε διαταγή και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό τρόπο. Έτσι μαρτύρησε ο Άγιος Βασίλειος, το έτος 362 μ.Χ. και έλαβε το αμαράντινο στέφανο της δόξας του Θεού.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τὴ ἐπινεύσει, χρῖσμα ἅγιον, ἱεροσύνης, ἐπαξίως ὑπεδέξω Βασίλειε, ὅθεν ὡς θῦμα βασίλειον ἔθυσας, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων τοὺς ἄθλους σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.