Ο Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε το έτος 949 μ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας απὸ γονείς ευσεβείς καὶ εύπορους, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος του Βασίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλὴ θέση στον αυτοκρατορικὸ οίκο της Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρὶς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήταν φυσικό, έτυχε καλής παιδείας. Όμως ο Όσιος δεν έδινε προσοχὴ και δεν έδειχνε ενδιαφέρον για μάθηση.
Κατὰ την εποχὴ αυτὴ ο Συμεών γνωρίστηκε με έναν μοναχὸ της περιωνύμου μονής Στουδίου, ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο μοναχὸς αυτὸς έγινε απὸ την αρχή ο πνευματικός του πατέρας. Όταν κατὰ το έτος 963 μ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών προσήλθε στη μονὴ του Στουδίου, όπου ζητούσε «τον εκ νεότητος αυτού χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν και διδάσκαλον». Ό ίδιος ο Όσιος Συμεών παρομοιάζει τον θείο του με τον Φαραώ, τη διαμονή του στον αυτοκρατορικὸ οίκο με την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και τον πνευματικό του πατέρα με τὸν Μωϋσή.
Κάποτε ο Γέροντάς του, του έδωσε ένα βιβλίο με τα συγγράμματα των Αγίων Μάρκου του Ερημίτου και Διαδόχου Φωτικής. Ζωηρὴ εντύπωση του προξένησε το ακόλουθο απόφθεγμα απὸ το βιβλίο του Αγίου Μάρκου του Ασκητού, που είχε τον τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικού»:
«Εὰν ζητάς ωφέλεια, επιμελήσου τη συνείδησή σου,κάνε όσα σου λέει και θα εύρεις την ωφέλεια».
Ο Όσιος Συμεών ήταν σαν να άκουσε το λόγο αυτὸ απὸ το στόμα του Θεού και άρχισε αμέσως να κάνει ότι τον πρόσταζε η συνείδησή του. Και αυτή, που
είναι κάτι θεϊκό, τον παρακινούσε συνεχώς στα ανώτερα, έτσι ώστε αύξησε την προσευχή και την μελέτη του μέχρι την ώρα που άρχιζε να λαλεί ο πετεινός, δηλαδὴ μέχρι τα χαράματα. Σε αυτὸ τον βοηθούσε και η συνεχὴς νηστεία. Έτσι, ακόμα και πριν φύγει απὸ τον κόσμο, ζούσε σχεδὸν ασώματο βίο. Δεν του χρειάστηκε λοιπὸν πολὺς καιρός, για να εκδημήσει εντελώς απὸ τα ορώμενα και να εισδύσει στα αόρατα θεία θεάματα.
Κάποια νύχτα, λοιπόν, που προσευχόταν και με καθαρὸ νού επικοινωνούσε με τον Θεό, είδε ξαφνικὰ να λάμπει άπλετο φώς απὸ τούς ουρανοὺς και να κατεβαίνει πρὸς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα μετέβαλε σε μία ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος απὸ αυτὸ το φώς, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε ολόκληρη η οικία μαζὶ με το δωμάτιό του, ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα, νιώθοντας σαν να μην είχε καθόλου σώμα. Κατάπληκτος απὸ το μέγα τούτο μυστήριο κραύγαζε με μεγάλη φωνὴ το «Κύριε, ελέησον». Καθώς βρισκόταν μέσα σε αυτὸ το θείο φώς, βλέπει στα ύψη του ουρανού μία ολόφωτη νεφέλη, άμορφη και ασχημάτιστη, γεμάτη απὸ την άρρητη δόξα του Θεού. Στα δεξιά της έστεκε ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Έμεινε σε αυτὴ την εκστατικὴ κατάσταση για πολύ, χωρὶς να αισθάνεται, καθὼς βεβαίωνε αργότερα, εάν ήταν μέσα στο σώμα ή εκτὸς του σώματος. Όταν κάποτε εκείνο το φώς σιγά – σιγά αποχώρησε, ήλθε στον εαυτό του και κατάλαβε πως βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο.
Μετὰ απὸ αυτή τη θεωρία, ο Όσιος Συμεών ικέτευε συνεχώς το Γέροντά του να τον κείρει μοναχό.
Αλλὰ ο πνευματικός του πατέρας τον αναχαίτισε, επειδὴ ήταν νέος στην ηλικία και έτσι ο Όσιος επέστρεψε στην οικία του θείου του, όπου άρχισε με επιμέλεια να μελετά. Βαθιά εντύπωση απεκόμισε απὸ τα έργα των Αγίων Μάρκου του Ασκητού και Διαδόχου Φωτικής, τα οποία έλαβε απὸ τα χέρια του πνευματικού του.
Κατά το έτος 970 μ.Χ. ο Συμεὼν επισκέφθηκε τους γονείς του και τους ανακοίνωσε την κλίση του για τον μοναχικὸ βίο. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να μεταβάλλουν την απόφαση του μονάκριβου υιού τους. Η Απόφαση του Συμεών ήταν σταθερή. Αρνήθηκε εγγράφως την πατρικὴ περιουσία που του ανήκε και κατέφυγε στη μονὴ του Στουδίου. Λίγο αργότερα μεταβαίνει στη μονὴ του Αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου, υπό τον ηγούμενο Αντώνιο, που βρισκόταν κοντὰ στη μονὴ του Στουδίου. Μετὰ απὸ μία διετία εκάρη εδώ μοναχός, για να φωτίζει όλους τους πιστοὺς με το φώς της γνώσεως, που φώτιζε τον εαυτό του. Όταν μετὰ απὸ λίγο πέθανε ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος Συμεών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και με την ευλογία του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη (984 – 995 μ.Χ.) και την έγκριση των μοναχών του Αγίου Μάμαντος, έγινε ηγούμενος της μονής.
Ώς ηγούμενος ο Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλὲς δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι μόνο την κατεστραμμένη μονή, αλλὰ προ πάντων το ανθρώπινο στοιχείο. Η μονὴ παρομοιαζόταν με κατάλυμα κοσμικών και νεκρών σωμάτων. Και η μεν μονή ώς οικοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, η πνευματική όμως συγκρότηση των μοναχών απαιτούσε πολλὲς ανυπέρβλητες προσπάθειες. Η διδασκαλία του συνάντησε την μεγάλη αδιαφορία ορισμένης ομάδας μοναχών, οι οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατὰ την διάρκεια μία πρωϊνῆς κατηχήσεως, να επιτεθούν κατὰ του Γέροντός τους. Κατὰ την ώρα της επιθέσεως ο Όσιος, «τας χείρας δεσμεύσας πρὸς εαυτὸν και είς ουρανὸν όρας αυτού την διάνοιαν, επὶ χώρας άσειστος έστη, υπομειδιών και φαιδρὸν ατενίζων προς τους αλάστορας».
Αυτὸ ήταν αρκετὸ να αφοπλίσει τελείως τους τριάντα εκείνους μοναχούς, οι οποῖοι επέδειξαν αυτὴ την συμπεριφορά. Ο Πατριάρχης Σισίννιος ο Β’ (996 – 998 μ.Χ.) προς τον οποίον κατέφυγαν αμέσως, για να δικαιωθούν προφανώς απὸ αυτόν, εξεπλάγη απὸ την μανία και τον φθόνο των ασύνετων μοναχών και διέταξε να ἐξορισθούν. Όμως ο Όσιος Συμεὼν παρακάλεσε θερμώς τον Πατριάρχη να τους συγχωρέσει.
Ο Όσιος, παρὰ τα πολλὰ καθήκοντά του στη μονή, εύρισκε καιρὸ να γράφει «των θείων ύμνων τους έρωτες», τους «λόγους των εξηγήσεων», τους «κατηχητικοὺς λόγους», τα «Πρακτικά, Γνωστικὰ και Θεολογικὰ Κεφάλαια».
Δυσάρεστα ζητήματα εναντίων του Οσίου δημιούργησε ο σύγκελλος του Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Αφορμὴ γι’ αυτὸ ήταν η αγαθὴ φήμη του Οσίου. Επειδὴ ο σύγκελλος δεν μπορούσε να βρεί στον βίο του Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε προς το πρόσωπο του κοιμηθέντος ήδη Γέροντός του. Η κατηγορία του σύγκελλου ήταν ότι ο Όσιος υμνοῦσε τον πνευματικό του πατέρα ώς Άγιο. Τελικὰ έπεισε την Σύνοδο να διερευνήσει το ζήτημα. Και μετά την διαδικασία αυτή, όλοι αναγνώρισαν, εκτὸς του σύγκελλου, το δίκαιο του Συμεών. Τότε ο σύγκελλος συνεργάστηκε με μοναχοὺς που εχθρεύονταν τον Όσιο και έκλεψε απὸ τη μονὴ την εικόνα επὶ της οποίας είχε αγιογραφηθεί ο πνευματικὸς πατέρας του Οσίου μαζὶ με τον Χριστὸ και άλλους Αγίους.Ο Όσιος διατάχθηκε να προσέλθει στη Σύνοδο, για να απολογηθεί. Και πάλι βρέθηκε αθώος.
Ο Όσιος παρέμεινε επὶ είκοσι πέντε χρόνια ώς ηγούμενος και το έτος 1005 αποσύρθηκε σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερημόκαστρο της Χρυσουπόλεως, ποὺ εκαλείτο Παλουκητὸν και ησύχαζε στη μονὴ της Αγίας Μαρίνας. Στην ηἡγουμενία τον διαδέχθηκε ο μαθητής του Αρσένιος. Κοιμήθηκε με εἰρήνη το ἔτος 1022.
Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη μονὴ του Στουδίου, στη μονὴ του Αγίου Μάμαντος και στη μονὴ της Αγίας Μαρίνας.
Ο Όσιος Συμεὼν εδίδασκε ότι η πρὸς Θεὸν ειλικρινής αγάπη και η μετάνοια ήσαν ασφαλείς οδοὶ πρὸς τη θέωση. Η τριαδολογικὴ βάση της θεώσεως του ανθρώπου απολήγει ιστορικὰ στα χριστολογικὰ πλαίσια της σωτηρίας και της λυτρώσεως, με σαφείς εκκλησιολογικὲς αλλά και εσχατολογικὲς προεκτάσεις πρὸς την ολοκλήρωση και πλήρωση της τελειώσεώς του. Το φώς της Αγίας Τριάδος αποκαθαίρει την καρδιά του ανθρώπου, διαστέλει «τον μέτοχον αυτού» απὸ τον κόσμο του σκότους και της πτώσεως και δημιουργεί τὶς προϋποθέσεις, ώστε οι πιστοὶ απὸ τώρα να αρχίσουν να γεύονται τη μέλλουσα δόξα τους. Γράφει χαρακτηριστικὰ ο Όσιος Συμεών: «Το φώς της Αγίας Τριάδος φανον εν καθαρά καρδία παντός αφιστά του κόσμου και τον μέτοχον αυτού απ’ εντεύθεν ήδη εμφορείσθαι περὶ της μελλούσης δόξης». Εδώ η θέωση σχετίζεται άμεσα με το ιστορικὸ και εσχατολογικὸ έργο της Θείας Οικονομίας, αφού τελικὸς σκοπὸς είναι η σωτηρία και η δοξοποίηση του ανθρώπου. Αυτού τού σωτηριολογικού έργου «απαρχή», «μεσότης» και «τελειότης» είναι ο Χριστός.
Η τελείωση και η θέωση ολοκληρώνεται στη Βασιλεία του Θεού. Αναφέρει σχετικὰ ο Όσιος ότι ο Χριστὸς είναι η Βασιλεία και η Εδέμ. «Σὺ βασιλεία ουρανών, σὺ γή, Χριστέ, πραέων, σὺ χλόης παράδεισος, σὺ ο νυμφὼν ο θείος».
Για τη θεολογική του κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συμεὼν ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ο Θεολόγος του φωτός» ή «ὁ Άγιος του φωτός». Κατὰ τις πνευματικὲς αναβάσεις του Αγίου, επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν απὸ την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους ύμνους, γινόταν ολόκληρος πύρ, ολόκληρος φώς και θεωνόταν κατὰ χάριν. Άλλοτε, μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη και έχοντας τα χέρια υψωμένα και προσευχόμενος, ήταν «όλος φωτός και όλος λαμπρότητος».