Ο Ιερομάρτυρας Ευφρόσυνος (Σινοζέρσκιυ), κατά κόσμο Εφραίμ, γεννήθηκε σε ένα χωριό της Καρελίας, κοντά στην λίμνη Λάντοζσκοε, κατά το δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα μ.Χ. Αρχικά μόνασε στη μονή του Βάλαμο της Φιλανδίας, έπειτα στην περιοχή Ντολόκ της επαρχίας Νόβγκοροντ της Ρωσίας και στην συνέχεια κοντά στην λίμνη Σινίτσε. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στη μονή Ουσπένσκι της πόλεως Τιχβίν και το έτος 1600 μ.Χ. άρχισε την ερημική ζωή στους άγριους βάλτους της λίμνης Σινίτσε. Ο Όσιος έσκαψε ένα σπήλαιο, τοποθέτησε ένα Σταυρό και έζησε εκεί δύο χρόνια. Τρεφόταν μόνο με άγρια χόρτα. Όταν οι χωρικοί αντιλήφθηκαν την παρουσία του, άρχισαν να τον επισκέπτονται και να τον συμβουλεύονται για πνευματικά θέματα.
Το έτος 1612 μ.Χ. τα Πολωνικά στρατεύματα λεηλατούσαν την Ρωσία. Πολύς κόσμος βρήκε καταφύγιο στη μονή του Οσίου, ο οποίος προέβλεψε την επίθεση των Πολωνών στη μονή του και προέτρεψε τους ανθρώπους να φύγουν. Και όταν τον ρώτησαν: «Εσύ, γιατί δεν φεύγεις;» ο Γέροντας απάντησε: «Εγώ ήλθα εδώ να πεθάνω για τον Χριστό». Αυτοί που άκουσαν την συμβουλή του Οσίου σώθηκαν. Όσοι παρέμειναν βρήκαν τρομερό θάνατο.
Κοντά στον Όσιο Ευφρόσυνο ζούσε και ο μοναχός Ιωνάς. Τρομαγμένος από την προφητεία του Οσίου θέλησε και αυτός να φύγει. Όμως ο Όσιος τον σταμάτησε λέγοντας: «Αδελφέ Ιωνά, όταν θα αρχίσει η μάχη, πρέπει να δείξουμε την ανδρεία μας. Εμείς δώσαμε υπόσχεση να ζήσουμε και να πεθάνουμε ως ερημίτες. Οφείλουμε να κρατήσουμε την υπόσχεση την οποία δώσαμε στον Θεό. Μόνο ο θάνατος φέρνει ηρεμία. Άλλη περίπτωση οι λαϊκοί. Αυτοί δεν δεσμεύτηκαν με μοναχικές υποσχέσεις και πρέπει να προστατεύσουν τον εαυτό τους για την οικογένεια και τα παιδιά τους».
Μετά από αυτό ο Όσιος φόρεσε το μοναχικό σχήμα και όλη τη νύχτα προσευχόταν. Την επόμενη ημέρα, 20 Μαρτίου, οι Πολωνοί επιτέθηκαν κατά της μονής. Ο Όσιος φορώντας το μοναχικό σχήμα βγήκε έξω και στάθηκε δίπλα στον Σταυρό, που είχε τοποθετήσει όταν πρωτοπήγε στην περιοχή αυτή. Οι εχθροί ζήτησαν από τον Όσιο την περιουσία της μονής. «Όλη η περιουσία της μονής και η δική μου, επίσης, βρίσκεται στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου», είπε ο Άγιος, εννοώντας την αγάπη του προς τον Θεό, την οποία δεν μπορεί κανένας να αφαιρέσει από την καρδιά του πιστού. Οι κατακτητές δεν κατάλαβαν τα λόγια του και ένας από αυτούς τον χτύπησε με το ξίφος στον λαιμό. Ο Όσιος έπεσε νεκρός. Όταν οι Πολωνοί, οργισμένοι από το ότι δεν βρήκαν τίποτε, γύρισαν, ο δήμιος του Οσίου, σαν να μην ήταν αρκετό το πρώτο θανατηφόρο χτύπημα, άνοιξε την τίμια κεφαλή του Οσίου με τσεκούρι.
Στη μονή βρισκόταν, επίσης και ένας χωρικός που ονομαζόταν Ιωάννης Σουμά. Όταν οι εχθροί εισέβαλαν στη μονή, αυτός βρισκόταν στο κελί του Οσίου. Παρ' όλα τα βαριά τραύματα έμεινε ζωντανός και διηγήθηκε αργότερα στον υιό του αυτά που συνέβησαν.
Ο Όσιος Ευφρόσυνος ενταφιάσθηκε με τιμή και ευλάβεια στις 28 Μαρτίου και στον τόπο του ενταφιασμού του, μετά από τριάντα τέσσερα χρόνια, κτίσθηκε ναός προς τιμή της Αγίας Τριάδος. Με την ευλογία του Μητροπολίτη Νόβγκοροντ Μακαρίου, στις 25 Μαρτίου του έτους 1655 μ.Χ., τα ιερά λείψανα του Οσίου Ευφροσύνου μετεκομίσθησαν κάτω από το κωδωνοστάσιο του ναού.