Καταγωγή
Ο Άγιος Κλήμης καταγόταν από την περίφημη Ρώμη, έζησε δε στα χρόνια της βασιλείας του Δομετιανού, που βασίλευσε το 81 μ.Χ. και των διαδόχων του Νέρβα και Τραϊανού.
Καταγόταν από βασιλικό γένος και ήταν σοφότατος, όπως φαίνεται από τα συγγράμματα του και τους λόγους του, επειδή έμαθε όλη την Ελληνική παιδεία και έγινε θαυμαστός
φιλόσοφος. Τον πατέρα του τον έλεγαν Φαύστο και την μητέρα του Ματθιδία. Μια ημέρα ενώ ταξίδευε μαζί με άλλους ναυάγησε. Διασώθηκε όμως με θαυμαστό τρόπο.
Μαθητής του Αποστόλου Πέτρου
Κατόπιν βρήκε τον Απόστολο Πέτρο, διδάχθηκε από αυτόν την αληθινή πίστη του Χριστού και έγινε ένας επιμελέστατος κήρυκας του Ευαγγελίου. Συνέγραψε δε και τις Διαταγές
των Αποστόλων. Το 91 μ.Χ. έγινε τρίτος κατά σειρά Επίσκοπος Ρώμης (μετά από το μαρτύριο των Αποστόλων). Σαν καλός δε μαθητής του Αποστόλου Πέτρου και άξιος διάδοχος
του θρόνου εμιμείτο τις αρετές του διδασκάλου του, τα ήθη, τους τρόπους και τους αγώνες του, διδάσκοντας Ιουδαίους και Έλληνες.
Δίδασκε με σοφία
Στο τέλος κάθε διδασκαλίας του ο μακάριος Κλήμης κήρυττε πάντοτε την μεγάλη ευσπλαχνία του αληθινού Θεού και το άπειρον έλεος του, παρακινώντας τους σε μετάνοια
και υποσχόμενος, ότι η βασιλεία των ουρανών είναι ανοικτή για αυτούς που επιστρέφουν, αρκεί να σταματήσουν από τα προηγούμενα αμαρτήματα. Για τους Χριστιανούς δε
ενδιαφερόταν πολύ φροντίζοντας κάθε μέρα για τους πτωχούς να μη τους λείψει τίποτε από όλα τα αναγκαία του σώματος.
Η στάση κατά του Αγίου
Βλέποντας αυτό ο πονηρότατος Πούπλιος, ο οποίος ήταν κόμης εκείνον τον καιρό, δυστροπούσε βλέποντας ότι αύξανε η πίστη. Έβαλε λοιπόν στο μυαλό του να θανατώσει τον
Άγιο Κλήμη, ο οποίος ήταν αίτιος για όλα αυτά. Και αφού πλήρωσε μερικούς ανθρώπους με αργύρια, τους συμβούλευσε να κάνουν στάση και σύγχυση προς τον έπαρχο και να
τον παρακινήσουν να θανατώσει το γρηγορότερο τον Κλήμη. Πήγαν λοιπόν και τον συκοφάντησαν ως πλάνο και μάγο, ότι βλασφήμησε τους θεούς, κατεδάφιζε τους βωμούς εκ
βάθρων και ότι προσκυνούσε νέο Θεό, του οποίου έκτιζε παντού Εκκλησίες και θυσιαστήρια. Άλλοι δε, οι όποιοι δεν πήραν αργύρια, επαινούσαν τον Άγιο, διηγούμενοι τα
θαύματά του και τις ευεργεσίες του, τις όποιες έκανε σε ολόκληρη την πόλη. Βλέποντας λοιπόν ο έπαρχος την μεγάλη φιλονικία του λαού και την αναστάτωση, κάλεσε κρυφά τον
Άγιο και δοκίμασε με κολακείες να τον οδηγήσει προς την ασέβεια. Όταν είδε όμως ότι ήταν γενναίος και ανίκητος, ανέφερε στον νέο βασιλέα Τραϊανό, ο οποίος διαδέχθηκε τον
Νερούα ότι γινόταν μεγάλη στάση στην πόλη για τον Κλήμη. Έτσι ο βασιλεύς έγραψε εναντίον του απόφαση να τον εξορίσουν «πέραν του Πόντου σε κάποια έρημη πόλη»
ευρισκομένη κοντά στην Χερσώνα. Ακολούθησαν δε τον Άγιο πολλοί ευλαβείς και όταν έφθασαν στην εξορία, βρήκαν δύο χιλιάδες Χριστιανούς, τους οποίους είχαν
καταδικασμένους να κόβουν τα μάρμαρα. Αυτοί με την παρουσία του μακαρίου Κλήμη χάρηκαν και αφού τον προσκύνησαν, ασπάσθηκαν με ευλάβεια τα χέρια του. Του
διηγήθηκαν δε τις συμφορές και τις στεναχώριες τους, την στέρηση των αναγκαίων και το χειρότερο από όλα, ότι δεν είχαν νερό σε μια τέτοια κοπιαστική και πολύμοχθη εργασία,
για να δροσίσουν την δίψα τους, αλλά πήγαιναν και το έφερναν από μακριά σαράντα πέντε στάδια (45Χ181μ.=8145μ.). Τους συμπόνεσε ο Άγιος, δάκρυσε, και πολύ τους
παρηγόρησε λέγοντας ότι το θέλημα του Θεού ήταν να εξοριστεί για να συμμετέχει και αυτός στα βάσανα και στα παθήματά τους.
Κάνει πολλά θαύματα
Κατόπιν είπε σε όλους να κάνουν προσευχή μαζί του και να παρακαλέσουν τον παντοδύναμο Θεό να τους δώσει νερό επειδή είναι εύσπλαχνος. Καθώς προσευχόταν ο Άγιος,
κοίταξε γύρω - γύρω και βλέπει από μακριά ένα αρνί, να σηκώνει το δεξί του πόδι και να του δείχνει την γη, που ήταν μπροστά του. Το αρνί αυτό δεν το έβλεπε άλλος κανείς,
παρά μόνο ο Άγιος. Αμέσως πήγε εκεί με τρεις ανθρώπους και τους είπε να σκάψουν σε αυτόν τον τόπο, όπου στεκόταν το αρνί. Εκεί έκανε μικρό λάκκο, κτύπησε ελαφρά με
έναν γκασμά και είπε: Εις το όνομα του Δεσπότου μας Ιησού Χριστού, να βγει γλυκύτατο νερό σε αυτόν τον τόπο. Και, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ, Παντοδύναμε, βγήκε τόσο
νερό, ώστε όλοι δόξαζαν τον Θεό όταν έπιναν.
Πολλοί μετανοούν
Από αυτό το θαυμάσιο γεγονός πήραν αφορμή οι ντόπιοι Έλληνες και έτρεχαν κάθε μέρα και άκουγαν την γλυκύτατη διδασκαλία του και επέστρεφαν πολλοί στην ορθή πίστη και
βαπτίζονταν στο όνομα της Άγιας Τριάδος, κτίζοντας Εκκλησίες και γκρεμίζοντας τους βωμούς. Μέσα δε σε ένα χρόνο όπου έμεινε ο Άγιος εκεί, έκτισαν εβδομήντα πέντε Ναούς.
Το τέλος τον Αγίου
Όταν έμαθε αυτά ο βασιλεύς, έστειλε έναν ηγεμόνα, πού τον έλεγαν Αφειδιανό, και του έδωσε εντολή με κάθε τρόπο να εξαφανίσει την πίστη των Χριστιανών. Όταν αυτός
έφθασε στην Χερσώνα βασάνισε πολλούς με διάφορα βασανιστήρια. Έπειτα όμως όταν είδε ότι όλοι ήσαν σύμφωνοι να μαρτυρήσουν και πολύ πρόθυμοι, σκέφθηκε να
θανατώσει μόνον τον αίτιον. Βασάνισε λοιπόν τον μακάριο Κλήμη με φοβερά βασανιστήρια. Έπειτα, βλέποντας ότι όσο πιο πολύ εκείνος υπέφερε, τόσο πιο πολύ στερεώνονταν
οι υπόλοιποι, εξέδωσε εναντίον του την τελευταία απόφαση, να δέσουν στο λαιμό του άγκυρα και να τον βυθίσουν στο πέλαγος, για να μη βρουν οι Χριστιανοί το τίμιο λείψανο.
Αυτό όταν έγινε εστέκοντο πολλοί Χριστιανοί στο πέλαγος και θρηνούσαν πικρά τον διδάσκαλο τους. Ό Κορνήλιος δε και ο Φοίβος, μαθητές του, φώναζαν και πενθούσαν
απαρηγόρητοι και είπαν στους υπόλοιπους να κάνουν όλοι κοινή παράκληση προς τον Θεό, για να βγει στη γη το λείψανο του Αγίου.
Ο θειος τάφος
Ενώ λοιπόν έκλαιγαν και προσευχόντουσαν, συνέβη εξαίσιο φαινόμενο. Η θάλασσα σύρεται πίσω είκοσι στάδια και εκεί οι Χριστιανοί, ω της αρρήτου σου, Χριστέ, και
παντοδυνάμου Χάριτος!, ευρίσκουν μία μεγάλη πέτρα σκαλισμένη σαν Εκκλησία και κατασκευασμένη από την απόρρητο σοφία του Θεού με εξαίσια τέχνη. Μέσα δε στον
αχειροποίητο αυτό ναό ευρίσκετο με λαμπρότητα το άγιο λείψανο, κοντά δε στην πέτρα ευρίσκετο η βαρύτατη εκείνη άγκυρα. Θέλοντας οι μαθητές του Αγίου, Φοίβος και
Κορνήλιος να πάρουν το άγιο λείψανο, άκουσαν φωνή από τον ουρανό που έλεγε:
«Αφήστε τον αυτόν εκεί που ο Κύριος θαυμάσια τον ενταφίασε, με την δύναμιν του οποίου κάθε χρόνο θα σύρεται η θάλασσα πίσω προς τιμήν του στην μνήμη του και θα μένη
έτσι επτά μέρες, για να έρχονται οι πιστοί να εορτάζουν την πανήγυρι».
Όταν άκουσαν αυτό δόξασαν τον Θεό και αφού ασπάστηκαν το σεβάσμιο λείψανο, επέστρεψαν χαρούμενοι. Όχι δε μόνο τότε έγινε αυτό το φρικτό και θαυμάσιο γεγονός αλλά
και κάθε χρόνο κατόπιν στην μνήμη του Ιερομάρτυρα εσύρετο, όπως είπαμε, η θάλασσα, και έδινε την ευκαιρία στους πιστούς να εορτάζουν την μνήμη του, στην οποία εγίνοντο
πολλά θαύματα σε όσους ήταν άρρωστοι. Όσοι δε έπιναν νερό από την θάλασσα εκείνη που ήταν ο Ναός του Αγίου θεραπεύονταν από κάθε ασθένεια. Έτσι σε λίγο καιρό
έγιναν όλοι Χριστιανοί, όσοι κατοικούσαν σε εκείνα τα μέρη, αφού έβλεπαν τόσα πολλά και τέτοια θαυμάσια.
Ο Άγιος Κλήμης καταγόταν από την περίφημη Ρώμη, έζησε δε στα χρόνια της βασιλείας του Δομετιανού, που βασίλευσε το 81 μ.Χ. και των διαδόχων του Νέρβα και Τραϊανού.
Καταγόταν από βασιλικό γένος και ήταν σοφότατος, όπως φαίνεται από τα συγγράμματα του και τους λόγους του, επειδή έμαθε όλη την Ελληνική παιδεία και έγινε θαυμαστός
φιλόσοφος. Τον πατέρα του τον έλεγαν Φαύστο και την μητέρα του Ματθιδία. Μια ημέρα ενώ ταξίδευε μαζί με άλλους ναυάγησε. Διασώθηκε όμως με θαυμαστό τρόπο.
Μαθητής του Αποστόλου Πέτρου
Κατόπιν βρήκε τον Απόστολο Πέτρο, διδάχθηκε από αυτόν την αληθινή πίστη του Χριστού και έγινε ένας επιμελέστατος κήρυκας του Ευαγγελίου. Συνέγραψε δε και τις Διαταγές
των Αποστόλων. Το 91 μ.Χ. έγινε τρίτος κατά σειρά Επίσκοπος Ρώμης (μετά από το μαρτύριο των Αποστόλων). Σαν καλός δε μαθητής του Αποστόλου Πέτρου και άξιος διάδοχος
του θρόνου εμιμείτο τις αρετές του διδασκάλου του, τα ήθη, τους τρόπους και τους αγώνες του, διδάσκοντας Ιουδαίους και Έλληνες.
Δίδασκε με σοφία
Στο τέλος κάθε διδασκαλίας του ο μακάριος Κλήμης κήρυττε πάντοτε την μεγάλη ευσπλαχνία του αληθινού Θεού και το άπειρον έλεος του, παρακινώντας τους σε μετάνοια
και υποσχόμενος, ότι η βασιλεία των ουρανών είναι ανοικτή για αυτούς που επιστρέφουν, αρκεί να σταματήσουν από τα προηγούμενα αμαρτήματα. Για τους Χριστιανούς δε
ενδιαφερόταν πολύ φροντίζοντας κάθε μέρα για τους πτωχούς να μη τους λείψει τίποτε από όλα τα αναγκαία του σώματος.
Η στάση κατά του Αγίου
Βλέποντας αυτό ο πονηρότατος Πούπλιος, ο οποίος ήταν κόμης εκείνον τον καιρό, δυστροπούσε βλέποντας ότι αύξανε η πίστη. Έβαλε λοιπόν στο μυαλό του να θανατώσει τον
Άγιο Κλήμη, ο οποίος ήταν αίτιος για όλα αυτά. Και αφού πλήρωσε μερικούς ανθρώπους με αργύρια, τους συμβούλευσε να κάνουν στάση και σύγχυση προς τον έπαρχο και να
τον παρακινήσουν να θανατώσει το γρηγορότερο τον Κλήμη. Πήγαν λοιπόν και τον συκοφάντησαν ως πλάνο και μάγο, ότι βλασφήμησε τους θεούς, κατεδάφιζε τους βωμούς εκ
βάθρων και ότι προσκυνούσε νέο Θεό, του οποίου έκτιζε παντού Εκκλησίες και θυσιαστήρια. Άλλοι δε, οι όποιοι δεν πήραν αργύρια, επαινούσαν τον Άγιο, διηγούμενοι τα
θαύματά του και τις ευεργεσίες του, τις όποιες έκανε σε ολόκληρη την πόλη. Βλέποντας λοιπόν ο έπαρχος την μεγάλη φιλονικία του λαού και την αναστάτωση, κάλεσε κρυφά τον
Άγιο και δοκίμασε με κολακείες να τον οδηγήσει προς την ασέβεια. Όταν είδε όμως ότι ήταν γενναίος και ανίκητος, ανέφερε στον νέο βασιλέα Τραϊανό, ο οποίος διαδέχθηκε τον
Νερούα ότι γινόταν μεγάλη στάση στην πόλη για τον Κλήμη. Έτσι ο βασιλεύς έγραψε εναντίον του απόφαση να τον εξορίσουν «πέραν του Πόντου σε κάποια έρημη πόλη»
ευρισκομένη κοντά στην Χερσώνα. Ακολούθησαν δε τον Άγιο πολλοί ευλαβείς και όταν έφθασαν στην εξορία, βρήκαν δύο χιλιάδες Χριστιανούς, τους οποίους είχαν
καταδικασμένους να κόβουν τα μάρμαρα. Αυτοί με την παρουσία του μακαρίου Κλήμη χάρηκαν και αφού τον προσκύνησαν, ασπάσθηκαν με ευλάβεια τα χέρια του. Του
διηγήθηκαν δε τις συμφορές και τις στεναχώριες τους, την στέρηση των αναγκαίων και το χειρότερο από όλα, ότι δεν είχαν νερό σε μια τέτοια κοπιαστική και πολύμοχθη εργασία,
για να δροσίσουν την δίψα τους, αλλά πήγαιναν και το έφερναν από μακριά σαράντα πέντε στάδια (45Χ181μ.=8145μ.). Τους συμπόνεσε ο Άγιος, δάκρυσε, και πολύ τους
παρηγόρησε λέγοντας ότι το θέλημα του Θεού ήταν να εξοριστεί για να συμμετέχει και αυτός στα βάσανα και στα παθήματά τους.
Κάνει πολλά θαύματα
Κατόπιν είπε σε όλους να κάνουν προσευχή μαζί του και να παρακαλέσουν τον παντοδύναμο Θεό να τους δώσει νερό επειδή είναι εύσπλαχνος. Καθώς προσευχόταν ο Άγιος,
κοίταξε γύρω - γύρω και βλέπει από μακριά ένα αρνί, να σηκώνει το δεξί του πόδι και να του δείχνει την γη, που ήταν μπροστά του. Το αρνί αυτό δεν το έβλεπε άλλος κανείς,
παρά μόνο ο Άγιος. Αμέσως πήγε εκεί με τρεις ανθρώπους και τους είπε να σκάψουν σε αυτόν τον τόπο, όπου στεκόταν το αρνί. Εκεί έκανε μικρό λάκκο, κτύπησε ελαφρά με
έναν γκασμά και είπε: Εις το όνομα του Δεσπότου μας Ιησού Χριστού, να βγει γλυκύτατο νερό σε αυτόν τον τόπο. Και, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ, Παντοδύναμε, βγήκε τόσο
νερό, ώστε όλοι δόξαζαν τον Θεό όταν έπιναν.
Πολλοί μετανοούν
Από αυτό το θαυμάσιο γεγονός πήραν αφορμή οι ντόπιοι Έλληνες και έτρεχαν κάθε μέρα και άκουγαν την γλυκύτατη διδασκαλία του και επέστρεφαν πολλοί στην ορθή πίστη και
βαπτίζονταν στο όνομα της Άγιας Τριάδος, κτίζοντας Εκκλησίες και γκρεμίζοντας τους βωμούς. Μέσα δε σε ένα χρόνο όπου έμεινε ο Άγιος εκεί, έκτισαν εβδομήντα πέντε Ναούς.
Το τέλος τον Αγίου
Όταν έμαθε αυτά ο βασιλεύς, έστειλε έναν ηγεμόνα, πού τον έλεγαν Αφειδιανό, και του έδωσε εντολή με κάθε τρόπο να εξαφανίσει την πίστη των Χριστιανών. Όταν αυτός
έφθασε στην Χερσώνα βασάνισε πολλούς με διάφορα βασανιστήρια. Έπειτα όμως όταν είδε ότι όλοι ήσαν σύμφωνοι να μαρτυρήσουν και πολύ πρόθυμοι, σκέφθηκε να
θανατώσει μόνον τον αίτιον. Βασάνισε λοιπόν τον μακάριο Κλήμη με φοβερά βασανιστήρια. Έπειτα, βλέποντας ότι όσο πιο πολύ εκείνος υπέφερε, τόσο πιο πολύ στερεώνονταν
οι υπόλοιποι, εξέδωσε εναντίον του την τελευταία απόφαση, να δέσουν στο λαιμό του άγκυρα και να τον βυθίσουν στο πέλαγος, για να μη βρουν οι Χριστιανοί το τίμιο λείψανο.
Αυτό όταν έγινε εστέκοντο πολλοί Χριστιανοί στο πέλαγος και θρηνούσαν πικρά τον διδάσκαλο τους. Ό Κορνήλιος δε και ο Φοίβος, μαθητές του, φώναζαν και πενθούσαν
απαρηγόρητοι και είπαν στους υπόλοιπους να κάνουν όλοι κοινή παράκληση προς τον Θεό, για να βγει στη γη το λείψανο του Αγίου.
Ο θειος τάφος
Ενώ λοιπόν έκλαιγαν και προσευχόντουσαν, συνέβη εξαίσιο φαινόμενο. Η θάλασσα σύρεται πίσω είκοσι στάδια και εκεί οι Χριστιανοί, ω της αρρήτου σου, Χριστέ, και
παντοδυνάμου Χάριτος!, ευρίσκουν μία μεγάλη πέτρα σκαλισμένη σαν Εκκλησία και κατασκευασμένη από την απόρρητο σοφία του Θεού με εξαίσια τέχνη. Μέσα δε στον
αχειροποίητο αυτό ναό ευρίσκετο με λαμπρότητα το άγιο λείψανο, κοντά δε στην πέτρα ευρίσκετο η βαρύτατη εκείνη άγκυρα. Θέλοντας οι μαθητές του Αγίου, Φοίβος και
Κορνήλιος να πάρουν το άγιο λείψανο, άκουσαν φωνή από τον ουρανό που έλεγε:
«Αφήστε τον αυτόν εκεί που ο Κύριος θαυμάσια τον ενταφίασε, με την δύναμιν του οποίου κάθε χρόνο θα σύρεται η θάλασσα πίσω προς τιμήν του στην μνήμη του και θα μένη
έτσι επτά μέρες, για να έρχονται οι πιστοί να εορτάζουν την πανήγυρι».
Όταν άκουσαν αυτό δόξασαν τον Θεό και αφού ασπάστηκαν το σεβάσμιο λείψανο, επέστρεψαν χαρούμενοι. Όχι δε μόνο τότε έγινε αυτό το φρικτό και θαυμάσιο γεγονός αλλά
και κάθε χρόνο κατόπιν στην μνήμη του Ιερομάρτυρα εσύρετο, όπως είπαμε, η θάλασσα, και έδινε την ευκαιρία στους πιστούς να εορτάζουν την μνήμη του, στην οποία εγίνοντο
πολλά θαύματα σε όσους ήταν άρρωστοι. Όσοι δε έπιναν νερό από την θάλασσα εκείνη που ήταν ο Ναός του Αγίου θεραπεύονταν από κάθε ασθένεια. Έτσι σε λίγο καιρό
έγιναν όλοι Χριστιανοί, όσοι κατοικούσαν σε εκείνα τα μέρη, αφού έβλεπαν τόσα πολλά και τέτοια θαυμάσια.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Tῆς θείας γνώσεως εὔσημοι σάλπιγγες καὶ τῶν τῆς πίστεως θεσμῶν ἐκφάντωρες ἱερομάρτυρες Χριστοῦ ἐδείχθητε τοῖς ἐν κόσμῳ, Κλήμη παναοίδιμε, τῆς ζωῆς κλῆμα εὔκαρπον καὶ Πέτρε θεόσοφε, εὐσεβῶν πέτρα ἄρρηκτε· διὸ ὡς τῶν ἀρρήτων ἐπόπται, ῥύσασθαι πάσης ἡμᾶς βλάβης.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἠμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ’ ἠμῶν, κατὰ τὴν σὴν ἐπιείκιαν, μὴ ἀποστήσης τὸ ἔλεός σου ἀφ’ ἠμῶν, ἀλλὰ ταὶς αὐτῶν ἰκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον τὴν ζωὴν ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐκκλησίας ἄσειστοι, καὶ θεῖοι πύργοι, εὐσεβείας ἔνθεοι, στῦλοι ὡς ὄντες κραταιοί, Κλήμη σὺν Πέτρω πανεύφημοι, ὑμῶν πρεσβείαις, φρουρεῖτε τοὺς ἅπαντας.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὡς πολύφορον κλῆμα ἐπὶ τῆς γῆς, ἁπλωθεὶς τῶν βασάνων κατατομῇ, ὡραίους ἐξήνθησας, ἀξιάγαστε βότρυας, σωτηρίου γλεῦκος, ἀεὶ ἀποστάζοντας, καὶ καρδίας πάντων, πιστῶν κατευφραίνοντας· ὅθεν συνελθόντες, τὴν ἁγίαν σου μνήμην, τελοῦμεν γηθόμενοι, τὸν Χριστὸν μεγαλύνοντες, Ἱεράρχα πολύαθλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ἀπεριτρέπτῳ καὶ στερρᾷ σεπτῇ ὁμολογίᾳ οἱ λάμψαντες ἐν κόσμῳ, καὶ φαίνοντες ἀρρήτως, σήμερον χαίρουσι καλῶς, Κλήμης, τὸ ὡραῖον ὄντως κλῆμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ τρέφον κόσμον βότρυσι τοῖς τῆς θεογνωσίας, Πέτρος τε, ἡ ἑδραία καὶ ἄθραυστος πέτρα τῶν δογμάτων τοῦ Σωτῆρος. Ἀμφότεροι τῆς θείας χάριτος οἱ λατρευταί, καὶ μύσται τῆς ἀρρήτου σοφίας, καὶ τῆς σεπτῆς Ἐκκλησίας οἱ προστάται οἱ θερμοί, οἱ βοηθοῦντες τοῖς κάμνουσι παντοίοις δεινοῖς, καὶ σῴζοντες τοὺς βοῶντας· Ὑμῶν πρεσβείαις, φρουρεῖτε τοὺς ἅπαντας.