Στον καιρό των διωγμών.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Γουρίας και Σαμωνάς ήσαν από τα μέρη της πόλεως Εδέσσης της Ασίας. Ζούσαν κατά το έτος 303 επί της βασιλείας του Διοκλητιανού. Στην αγάπη και στην εγκράτεια ο Γουρίας ήταν τόσον επιμελής και ακούραστος που τον έλεγαν Μοναχό. Επίσης ο Σαμωνάς είχε όλον τον πόθο ν του εις τον Θεό, προσπαθώντας να μιμηθεί τον
Γουρία.
Τους Αγίους αυτούς διέβαλαν στον ηγεμόνα της Εδέσσης, ονομαζόμενο Αντωνίνο. Του ανέφεραν, ότι αυτοί δίδασκαν τους ανθρώπους να μη υποτάσσονται στα βασιλικά
διατάγματα, αλλά να πιστεύουν στον Χριστό και να περιφρονούν τα προσωρινά βασανιστήρια.
Ομολογούν τον Χριστό
Τους Αγίους τους οδήγησαν στο δικαστήριο. Εκεί τους παρακινούσε ο τύραννος, να θυσιάσουν στα είδωλα, για να μη πάθουν τρομερά βασανιστήρια. Αλλά ο Σαμωνάς απάντησε:— Μη γένοιτο, να αφήσουμε την αληθινή πίστη, με την οποίαν θα βρούμε ζωή αιώνιο και να προσκυνήσω μεν έργα χειρών ανθρώπων και άχρηστα ξόανα.
Ο τύραννος όμως επέμενε και είπε :
— Σας συμβουλεύω για το καλό σας να εκτελέσετε την προσταγήν του βασιλέως.
—Ποτέ λέγει ο Γουρίας εις τον αιώνα δεν απαρνούμενα την πίστη μας, ούτε θα υποταχθούμε στου φθαρτού βασιλέως το θέλημα. Εμείς έχουμε Πατέρα εις τους Ουρανούς και
εκείνου το πρόσταγμα κάμνομε. Αυτός είναι πάντων Δεσπότης και Κύριος. Για την αγάπη του αληθινού αυτού Κυρίου μας, καταφρονούμε όλα, τα σαρκικά θελήματα, και είμεθα
έτοιμοι να λάβουμε πρόσκαιρο θάνατον για να δοξαστούμε στην Βασιλεία Του και να ζούμε αιώνια.
Επειδή όμως δεν μπόρεσε να επιτύχει τίποτα ο τύραννος, τους φυλάκισε για δεύτερη εξέταση. Μετά από λίγες μέρες έφεραν τον Σαμωνά και τον Γουρία πρώτους από τους
άλλους στο Κριτήριο. Ο Μουσούνιος (επίτροπος του βασιλιά) τους φοβέριζε, ότι θα τους δώσει φοβερά βασανιστήρια. Αλλά οι Άγιοι ομολογούσαν τον Χριστό σταθερά.
Φοβερά βασανιστήρια
Ο ηγεμόνας, αφού είδε την αμετάπειστη γνώμη τους, άφησε τα λόγια και άρχισε τα βασανιστήρια. Διατάζει να τους κρεμάσουν από το ένα χέρι, στα δε πόδια τους να δέσει από μια πέτρα πολύ βαριά για να σπάσουν για καλά τα νεύρα τους και να έχουν πόνο δριμύτατο. Οι Άγιοι υπέμειναν καρτερικά τους φοβερούς αυτούς πόνους, χωρίς να φωνάξουν ή
να βογκήξουν καθόλου, ενώ οι βασανιστές στέκονταν και τους έβλεπαν απαθείς. Μετά από 5 ώρες τους κατέβασαν από το μαρτύριο και τους έριξαν στην φυλακή, διατάσσοντας
να μην τους δοθεί ούτε ψωμί, ούτε νερό. Μετά από μερικούς μήνες που ήταν στην φυλακή τους πήγαν και πάλι μπροστά στον τύραννο. Αφού ο τύραννος είδε ότι παραμένουν
σταθεροί στην πίστη τους, έδωσε εντολή να κρεμάσουν τον Σαμωνά από το πόδι κατακέφαλα. Το δε Γουρία δεν τον τιμώρησε γιατί τον είδε πολύ αδύνατο και πίστεψε ότι θα
προφθάσει να τον αλλάξει.
Ο Σαμωνάς λοιπόν κρεμόταν τέσσερες ώρες υποφέροντας τρομερούς δυνατούς πόνους από το βασανιστήριο που τον πίεζε πικρά. Οι στρατιώτες τον συμπονούσαν και τον
συμβούλευαν να υποκύψει, για να γλυτώσει από τους πόνους. Αλλά ο Άγιος δεν αποκρινόταν. Μόνον βλέποντας στον ουρανό, προσευχόταν από τα βάθη της καρδίας του.
Αποκεφαλίζονται
Έπειτα κατέβασαν τον Άγιο και τους φυλάκισαν και πάλιν. Τους έβαλαν στην ίδια φυλακή.Στις δέκα πέντε του ίδιου μηνός, κάθισε ο τύραννος το πρωί στον θρόνο του και έφεραν τους Αγίους βαστάζοντας τους, διότι δεν μπορούσαν να περπατήσουν από τις πληγές
και την κακοπάθεια. Πάλιν τους ρώτησε, αν θέλουν να προσκυνήσουν τα είδωλα, για να μη πεθάνουν με φοβερό θάνατο. Εκείνοι όμως του απάντησαν:
- Εμείς άλλο δεν ποθούμε, παρά μόνον αυτό, που μας φοβερίζεις. Κάμε το, λοιπόν, διότι πολύ θα σε Ευχαριστούμε, για τη μεγάλη αυτή χάρη. Με το θάνατο, μας κάνεις
κληρονόμους της αθάνατης και της αιωνίας μακαριότητας.
Τότε ο τύραννος κατάλαβε πια, ότι δεν αλλάζουν γνώμη και έγραψε την απόφαση, να τους βάλουν στην άμαξα και να τους βγάλουν έξω από την πόλη, και Εκεί να τους κόψουν
τα τίμια κεφάλια τους.
Οι Άγιοι χάρηκαν πολύ και δόξασαν τον Θεό, που τους έδωκε έως τέλος την δύναμη. Έφρασαν λοιπόν, στο ορισμένο μέρος και οι Άγιοι βγήκαν από την άμαξα χαρούμενοι.
Ζήτησαν από τους δήμιους διορία για να προσευχηθούν. Έκαμαν ταπεινά την προσευχή:
— Ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πρόσδεξε τις ψυχές των δούλων σου και αξίωσε μας της Βασιλείας σου.
Κατόπιν ο Σαμωνάς στράφηκε στον δήμιο:
— Κάμε, του λέγει, αδελφέ, το πρόσταγμα του αφέντη σου.
Γονατίζουν τότε και οι δύο και αποκεφαλίζονται, κατά το έτος 303, όταν βασίλευε ο μεγάλος διώκτης των Χριστιανών, ο Διοκλητιανός και ο δούκας Αντωνίνος.
Ο Άγιος Άβιβος
Ο Άβιβος γεννήθηκε στο χωριό Αποθελσαία κοντά στην πόλη Έμεσα. Ο Άβιβος ήταν διάκος. Βασιλεύς τότε ήταν ο Λικίνιος, και στην Έδεσσα ηγεμόνας ο Λυσανίας. Ο διωγμός των Χριστιανών, την εποχή εκείνη, ήταν φοβερός. Ο Άβιβος έμενε τότε στην Έδεσσα και εξηγούσε την Αγία Γραφή, και δίδασκε τους Χριστιανούς, να φυλάττουν ακριβώς την
ευσέβεια.
Όταν έμαθε την δράση του αυτή ο Λυσανίας, έστειλε αναφορά στον βασιλέα αν θέλει να τον θανατώσει, διότι δεν είχε έως τότε καμίαν εξουσία κατά των Χριστιανών. Ο Λικίνιος
του απάντησε, ότι του δίδει την εξουσία να βασανίζει τους Χριστιανούς, όσοι δεν προσκυνούν τα είδωλα. Αμέσως ο Λυσανίας έστειλε στρατιώτες να φέρουν τον Άβιβο.
Όταν πήγε μπροστά στον ηγεμών αυτός τον ρώτησε πως ονομάζεται, και εκείνος απάντησε ότι ήταν διάκονος Χριστού. Αμέσως ο Ηγεμών τον διέταξε να προσκυνήσει τα είδωλα.
Αλλ’ ο Άγιος με όλο του το θάρρος απάντησε, ότι δεν είναι σωστό ούτε επιτρέπεται σε ένα Χριστιανό να προσκυνήσει αναίσθητα και άψυχα είδωλα.
Τότε τον κρέμασαν σε ένα ξύλο από τους βραχίονες και τον ξέσχισαν με σιδερένια νύχια. Βλέποντας όμως ο ηγεμών, ότι ήταν στερεός στην πίστη του, τον φοβέριζε, ότι θα του
δώσει χειρότερα βασανιστήρια.
Ο Άγιος απάντησε:
- Κανείς δεν θα μπορέσει να με κάμει να προσκυνήσω τα ξόανα τα δικά σας, που είναι έργα ανθρώπων γελοία και τιποτένια, έστω και αν μου δώσει τα φρικτότερα βασανιστήρια,
από όσα έχουν γίνει.
Τότε ο ηγεμών τον ερώτησε, τι ωφέλεια προξενεί στον άνθρωπο το Μαρτύριο, που καταξεσχίζει και καταστρέφει το σώμα! Και ο Άγιος απάντησε :
—Δεν είναι μόνον αυτός ο κόσμος ο πρόσκαιρος, που βλέπουμε, αλλά άλλος ωραιότερος και αιώνιος. Οποίος υπομένει εδώ δια τον Χριστό πικρά βασανιστήρια, απολαμβάνει
Εκεί πλούσια αμοιβή.
Πυρί τελειούται
Ο τύραννος στα αληθέστατα αυτά λόγια του ιερού Αβίβου, απαντούσε με ειρωνείες. Τον περιγελούσε, ότι είναι ανόητα αυτά, και εξακολουθούσε να τον κολακεύει, σκεπάζοντας την απανθρωπιά του και το θυμό του με δήθεν φιλανθρωπία. Και πάλι τον φοβέριζε, ότι θα του δώσει πικρότατο θάνατο. Τέλος βλέποντας, ότι δεν .μπορούσε να τον καταφέρει,
έβγαλε την απόφαση να τον τελειώσουν με τη φωτιά. Αλλά διέταξε να μη είναι (δυνατή η φωτιά και το μαρτύριο τελειώσει γρήγορα, αλλά λίγο-λίγο να κατακαίονται οι σάρκες του,
για να είναι ο πόνος πικρότερος.
Τον πήραν, λοιπόν, οι δήμιοι και τον πήγαν έξω από την πόλη. Ακολουθούσαν η μητέρα του και οι άλλοι συγγενείς του. Αμέσως έβαλαν τα ξύλα και τα άναψαν. Ο Άγιος έκαμε
προσευχή, και τους ευλόγησε. Κατόπιν φίλησε την μητέρα του και τους συγγενείς του. Όταν τελείωσε, τον έριξαν οι δήμιοι στη φωτιά.
Με τον φρικτό αυτό τρόπο, υστέρα από πολύ ώρα, παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Οι συγγενείς παρέλαβαν το σώμα του, το άλειψαν (με μύρα και με
ψαλμωδίες, το ενταφίασαν με ευλάβεια, μαζί με τα Αγία λείψανα των Αγίων Σαμωνά και Γουρία, εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό το τέλος αξιώθηκε ο Άγιος Άβιβος, κατά τους χρόνους του Λικινίου.
Στίχος
Ξίφος τελειοῖ Σαμωνᾶν καὶ Γουρίαν, καὶ φλὸξ Ἄβιβον, οἷς χαρὰ φλὸξ καὶ ξίφος. Πῦρ πέμπτῃ δεκάτῃ, Ἄβιβον πέφνε, χαλκὸς ἑτάρους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Tριάδος ἰσάριθμοι τῆς Ὑπερθέου, σαφῶς Γουρίας καὶ Ἄβιβος καὶ Σαμωνᾶς ὁ κλεινός, ἔνθεοι ὑπάρχοντες ταύτην τοῖς ἀσεβέσιν ὡμολόγησαν ἅμα ἄθλων
τὴν τρικυμίαν ἀβλαβῶς διελθόντες• καὶ νῦν ἡμᾶς κυβερνῶσιν ὅρμον πρὸς ἄκλυστον.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν
Ἐξ ὕψους σοφοί, τὴν χάριν κομισάμενοι, τῶν ἐν πειρασμοῖς, προΐστασθε πανεύφημοι· διὸ κόρην Ἅγιοι, ἐκ θανάτου πικροῦ ἐῤῥύσασθε· ὑμεῖς γὰρ ὄντως
ὑπάρχετε, Ἐδέσσης ἡ δόξα, καὶ τοῦ κόσμου χαρά.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ
Τριάδος τῆς σεπτῆς, καταγγέλλοντες πίστιν, πολύθεον Σοφοί, τῶν εἰδώλων ἀπάτην, ἀνδρείως καθείλετε, ὡς τῆς πίστεως πρόμαχοι, κόρην ζῶσαν δέ,
κατακλεισθεῖσαν ἐν τάφῳ, διεσώσατε, θανατηφόρου κινδύνου, ὑμᾶς μακαρίζουσαν.
Ὁ Οἶκος
Τῆς τοῦ ἐχθροῦ δουλείας με ῥῦσαι, Ἰησοῦ ζωοδότα, ταῖς τῶν σῶν ἀθλητῶν ἐντεύξεσι δυσωπούμενος, ὅπως ἀδούλωτον κεκτημένος, τῶν παθῶν τὴν ψυχὴν
καὶ τὸ σῶμα, ἀνευφημῶ τὴν αὐτῶν ὀξυτάτην βοήθειαν· προφθάσαντες γάρ, τοῦ θανάτου ἐρρύσαντο κράζουσαν τὴν κόρην, ἣν περ παρέθετο ἐκβοῶσα ἡ μήτηρ
τοῖς μάρτυσιν· Ὑμεῖς ὄντως ὑπάρχετε, Ἐδέσσης ἡ δόξα, καὶ τοῦ κόσμου χαρά.
Μεγαλυνάριον
Τρίπλοκος χορεία Ἀθλητική, Ἄβιβος ὁ θεῖος, καὶ Γουρίας καὶ Σαμωνᾶς, ὤφθησαν τῷ κόσμῳ, ὁμολογίας χάριν, καὶ πειρασμῶν τὴν λύσιν, ἡμῖν βραβεύοντες.