Γέννηση και παιδεία
Ο θαυμαστός αυτός ιεράρχης γεννήθηκε στο ξακουστό νησί της Ζακύνθου, από τους ευγενέστερους, πλουσιότερους και ενδοξότερους άρχοντες της πόλης αυτής. Ο πατέρας του ονομαζόταν Μώκιος, από το γένος των Σηκούρων, και η μητέρα του Παυλίνα, άνηκε στο γένος των Βαλβίων, που ήταν άρχοντες της γαληνοτάτης αριστοκρατίας των Ενετών.
Όταν απογαλακτίσθηκε και έφτασε σε ηλικία για μάθηση, οι γονείς του τον ανέθεσαν σε θεοσεβείς και σοφούς δασκάλους, από τους οποίους καθώς μάθαινε όχι μόνο τα
γράμματα αλλά και τα καλά και θεάρεστα ήθη, επειδή ήταν πολύ ευφυής, έμαθε πολύ σύντομα όσα ήταν αρκετά να του φωτίσουν τη διάνοια, για να καταλάβει την πλάνη του
κόσμου, της πρόσκαιρης ζωής τη ματαιότητα και της ψυχής την αθανασία. Επειδή μάλιστα καθημερινά διακρινόταν σε πράξεις ενάρετες και στη θεοσέβεια, σκέφθηκε να γίνει
στρατιώτης του επουράνιου βασιλιά Θεού, οπλισμένος με τον θώρακα της καθαρής πίστης και την πανοπλία των θεάρεστων έργων του, ώστε νικώντας έτσι τους τρεις
θανατηφόρους εχθρούς (σάρκα, κόσμο, διάβολο), να μπορέσει και να αξιωθεί να απολαύσει, ως τροπαιούχος νικητής, το αμάραντο στεφάνι της δόξας.
Μοναχός και ιερέας στη Μονή Στροφάδων
Επειδή όμως οι κοσμικές φροντίδες και ο πολυτάραχος θόρυβος των βιοτικών πραγμάτων τον εμπόδιζαν να θέσει σε εφαρμογή τον θεοφιλή σκοπό του και τον θεϊκό έρωτα, αποφάσισε να απομακρυνθεί από τις συγχύσεις και ταραχές του κόσμου, για να μπορεί ατάραχα να εντρυφά στα ουράνια, και να λατρεύει ολόψυχα τον δημιουργό και Σωτήρα
Θεό. Θεωρώντας λοιπόν, κατά τον απόστολο Παύλο (Φιλιπ. 3, 8), τα πάντα ως σκουπίδια [σκύβαλα], περιφρόνησε με γενναιότητα κάθε απόλαυση της παρούσας ζωής, την
αγάπη των γονέων, το μέγεθος του πλούτου, την αριστοκρατική καταγωγή, τις τιμές και δόξες των αξιωμάτων, και κάθε άλλο που ήταν αρεστό στη σάρκα και την καλοπέραση,
και φεύγοντας από την ιδιαίτερη πατρίδα του, πέταξε σαν αετός υπόπτερος σε ψυχοσωτήρια φωλιά: Πήγε στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, πού βρισκόταν απέναντι και στο
νότιο μέρος της Ζακύνθου, σε απόσταση μέχρι 40 μίλια.
Φτάνοντας εκεί γεμάτος πνευματική ευφροσύνη, αφού υποβλήθηκε στην κανονισμένη δοκιμή σύμφωνα με τα ισχύοντα για τους μοναχούς, έλαβε από τον Ηγούμενο το αγγελικό
ένδυμα και έγινε καλόγηρος. Αν και ήταν πολύ νέος στην ηλικία, εντούτοις ξεπερνούσε στις αρετές και τους πιο ηλικιωμένους και ενάρετους πατέρες της Μονής. Αγρυπνούσε το
μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, διαθέτοντας το χρόνο του στην ανάγνωση πνευματικών βιβλίων και σε ύμνους και δοξολογίες προς τον Θεό. Χαλιναγωγούσε τις εμπαθείς ορέξεις
της σαρκός και τις δάμαζε με πολυήμερες νηστείες. Με το να στοχάζεται τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης φύσης, νικούσε τον δαίμονα της υπερηφάνειας με άκρα ταπείνωση.
Και παρόλο που καταγόταν από λαμπρή γενιά, εντούτοις θεωρούσε τον εαυτό του ευτελέστερο και αναξιότερο από όλους. Γι' αυτό και όλοι οι πατέρες της Μονής τον είχαν ως
πρότυπο των αρετών και εικόνα της αγιότητας. Προσπαθούσε μάλιστα ο καθένας τους να μιμείται τη ζωή του, όσο μπορούσε.
Αφού πέρασε με επιτυχία το στάδιο της δοκιμασίας, οι προεστώτες της Μονής τον έκριναν άξιο για το βαθμό της ιερωσύνης, ώστε να προσφέρει ιλαστήριες ευχές και αναίμακτες
θυσίες στον Θεό, οίκος παλαιά ο Μελχισεδέκ, για τη σωτηρία του κόσμου.
Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης
Αργότερα ένιωσε την επιθυμία να μεταβεί για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και την Ιερουσαλήμ. Με απόφαση της μοναστικής αδελφότητας κρίθηκε σκόπιμο να πάει στα νησιά των Κυκλάδων, για να βρει ευκολότερα κάποιο πλοίο, ώστε να ταξιδέψει προς τους Αγίους Τόπους, καθώς το επιθυμούσε η καρδιά του. Πηγαίνοντας από νησί σε νησί και
ζητώντας να βρει την ευκαιρία για να εκπληρώσει το σκοπό του, πέρασε και από την Αθήνα. Σύμφωνα με την κανονική ιερατική τάξη πήγε να προσκυνήσει και τον μητροπολίτη,
ο οποίος είχε ακούσει τα όσα καλά λέγονταν για τον Διονύσιο. Τον παρακίνησε λοιπόν να αναλάβει τη διαποίμανση της Αρχιεπισκοπής της Αίγινας, που τότε χήρευε.
Ο Διονύσιος, οντάς ταπεινόφρων και απλός, του εξηγούσε ότι δεν ήταν άξιος για τέτοιο αξίωμα και να δεχτεί τόση φροντίδα ψυχών πάνω του. Ο συνετός όμως μητροπολίτης,
που τόσο πολλά είχε ακούσει για τις αρετές του Διονυσίου, που επιβεβαιωνόταν και από τη σεμνοπρεπή του εμφάνιση, τον πίεσε τόσο, ώστε τον έκανε και δέχθηκε, για να
μη φανεί ανυπάκουος στα προστάγματα του αρχιερέα.
Τότε ο μητροπολίτης Αθηνών γνωστοποίησε με Γράμμα του προς τον κλήρο και το λαό της Αίγινας την αξία του Διονυσίου και ότι με πιέσεις και παρακάλια και πνευματικές
παρακινήσεις τον έκανε να δεχτεί τη διαποίμανσή τους. Οι δε χριστιανοί της Αίγινας με ομόφωνη γνώμη τον εξέλεξαν για ποιμένα και διδάσκαλο τους, δοξάζοντας και
ευχαριστώντας τον Θεό, που τους έστειλε για κυβερνήτη και οδηγό τέτοιον άντρα θεοσεβή και άγιο. Σύμφωνα λοιπόν με την τάξη χειροτονήθηκε, από τον μητροπολίτη Αθηνών,
αρχιεπίσκοπος Αιγίνης. Πόσο χαρούμενοι ήταν εκείνη την ημέρα οι Αιγινήτες, ας το φανταστεί κάθε θεοσεβής! Αφού ανέλαβε τη διαποίμανση του λογικού εκείνου ποιμνίου, δεν
έπαυε να το διδάσκει καθημερινά με νουθεσίες, ιερά λόγια και ψυχωφελή παραδείγματα.
Επειδή όμως η φήμη γι' αυτόν εξαπλωνόταν παντού και όπως ο μαγνήτης τον σίδηρο είλκυε τους πάντες κοντά του για να ακούσουν τα μελιστάλαχτα και θεόσοφα λόγια του,
μετά από αρκετό χρόνο αρχιερατείας, επειδή φοβήθηκε μη τυχόν και ο έπαινος των ανθρώπων που τόσο πολύ τον είχε υψώσει, τον γκρεμίσει στο φαράγγι της κενοδοξίας,
σκέφθηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο. Και λοιπόν, αφού άφησε άξιο διάδοχο, ετοιμάσθηκε να Επιστρέψει στην αγαπημένη του πατρίδα, τη Ζάκυνθο. Ευλόγησε τότε το
ποίμνιο του και παρακάλεσε τον Κύριο να το διαφυλάττει αβλαβές από ορατούς και αόρατους εχθρούς και να του χαρίζει ότι καλό Επιθυμεί. Αναχωρώντας, γέμισε τους πάντες
με υπέρμετρη θλίψη.
Επιστροφή στη Ζάκυνθο. Ησυχαστής στην Αναφωνήτρια
Καθώς έφτασε στην αγαπημένη του πατρίδα, με την επίσημη ιδιότητα του αρχιερέα, όλοι οι συμπατριώτες του πήραν απερίγραπτη χαρά, διότι τον σέβονταν ως νοητό ήλιο της αγιότητας. Επειδή μάλιστα την περίοδο εκείνη χήρευε η Αρχιεπισκοπή της Ζακύνθου, το 1589 ο Διονύσιος ορίσθηκε με Γράμμα πατριαρχικό να διαποιμάνει επιτροπικώς την
εκκλησιαστική εκείνη επαρχία, μέχρι που να γίνει νέα εκλογή, πράγμα που έλαβε χώραν επί πατριαρχίας του τότε πατριάρχη Ιερεμία. Ο Διονύσιος, όχι με ευχαρίστησή του,
αλλά από αγάπη προς τους συμπατριώτες του που τόσο τον παρακάλεσαν, και για να φανεί υπάκουος στην πατριαρχική εντολή, είχε δεχθεί την προσωρινή διαποίμανση της
Αρχιεπισκοπής. Όταν όμως κλήρος και λαός ψήφισαν άλλο πρόσωπο, δεν θέλησε πλέον να παραμείνει ζώντας στην κοσμική πόλη, στην οποία δεν είχε την ευκαιρία να
επικοινωνεί νοερά με τον δημιουργό του Θεό και να λεπτύνει τον νου του με την θεία μελέτη και την θεϊκή κατανόηση.
Είχε μάλιστα κατάλληλο τόπο, από δεκαετίας, έτοιμο για να ησυχάσει, όπως το επιθυμούσε, στον οποίο τόπο βρισκόταν οικοδομημένο το ξακουστό μοναστήρι της Υπεραγίας
Θεοτόκου, της επονομαζόμενης Αναφωνητρίας, που απέχει σχεδόν είκοσι μίλια από την πόλη της Ζακύνθου και δεσπόζει σ' ένα από τα ψηλότερα όρη του νησιού, προς το
δυτικό μέρος του. Αυτό το ευαγές μοναστήρι εξουσιάζεται ως κτητορικό δίκαιο από τη Γαληνότατη Αυθεντία των Ενετών. Από αυτήν το είχε λάβει πριν από καιρό ο Διονύσιος
για ησυχαστική κατοικία του. Όπως λοιπόν, πορευόμενος ο Διονύσιος στα υψηλά εκείνα όρη, ανέβηκε υψηλά με το σώμα, έτσι ύψωσε και τον νου του τελείως στα ουράνια.
Τίποτα άλλο δεν σκεφτόταν παρά μόνο το ασύγκριτο κάλλος της τρισηλίου θεότητας. Και τόσο πολύ ελέπτυνε την ψυχή του με τις νοερές θεωρίες, ώστε μπορώ να πω ότι
έγινε όλος ουράνιος.
Παραλείπω να περιγράψω τις νηστείες που σκοτώνουν τα πάθη, τις νυχθήμερες προσευχές, τις δύσκολες και βασανιστικές του σώματος χαμευνίες (διότι έχοντας φτιάξει το
«κρεβάτι» του με μυτερές πέτρες, το οποίο σκέπαζε ωραία με καλά σκεπάσματα, δεν επέτρεπε σε κανέναν από τους υποτακτικούς του να μπαίνει στο κελί του, για να μην
αποκαλυφθεί η αρετή του αυτή, γι' αυτό και τακτοποιούσε μόνος του το πέτρινο κρεβάτι). Δεν αναφέρομαι στην διαρκή ελεημοσύνη, με την οποία φαινόταν σαν μια βρύση από
την οποία τρέχει νερό ασταμάτητα και ποτίζει χορταστικά τους διψασμένους φτωχούς. Διότι κάθε χρόνο, κατά το άγιο Πάσχα της λαμπροφόρου αναστάσεως του Κυρίου, είχε τη
συνήθεια να φορτώνει με σιτάρι, όσπρια, αρνιά, κατσίκια και άλλα φαγώσιμα, μια μεγάλη λέμβο του μοναστηριού και να τη στέλνει στην πόλη με καλογήρους της μονής, για να
τα μοιράζουν κρυφά κατά την εντολή του στους φτωχούς. Δεν μνημονεύω τις άλλες αρετές του, με τις οποίες φαινόταν σαν άλλο καρποφόρο δέντρο ο Διονύσιος, που στ' αλήθεια
ήταν ένσαρκος άγγελος και άνθρωπος αγγελόμορφος.
Νουθετούσε καθημερινά καθώς δίδασκε τους πατέρες της μονής, όχι μόνο με τον λόγο, αλλά περισσότερο με το καλό του παράδειγμα, το οποίο είναι η πραγματικά αληθινή και
πρακτική διδασκαλία, όπως παραγγέλλει και η Γραφή: «ποιείν τε και διδάσκειν» (Πραξ. 1,1). Τους παρακινούσε να τηρούν απαράλλακτα την τάξη και την ηθική της μοναχικής
ζωής και να μη τολμήσουν ποτέ να παραβούν καμία από τις υποσχέσεις που έδωσαν τότε που φόρεσαν το αγγελικό σχήμα. Μεταξύ των πολυάριθμων αρετών που τον στόλιζαν
και περισσότερο από όλες έλαμπε η θεώνυμη εκείνη, η οποία ονομάζεται ρίζα και θεμέλιο όλων των αρετών, η κατά Θεόν εννοώ αγάπη προς τον πλησίον που ήταν τόσο πολύ
ριζωμένη στην καρδιά του, ώστε ξεπέρασε και αυτά τα όρια της φύσης.
Συγχωρεί τον φονιά του αδελφού του
Κάποιος άνθρωπος ξένος, τολμηρός και αυθάδης, με χέρι σιχαμερό τόλμησε να σκοτώσει τον Κωνσταντίνο, τον γνήσιο και αγαπημένο αδελφό του αγίου· άτομο αξιώτατο και δοξασμένο της πατρίδας άρχοντα. Αφού διέπραξε αυτή τη σιχαμερή δολοφονία, φοβούμενος τη δύναμη των συγγενών του Κωνσταντίνου, διέφυγε σε τόπους έρημους και
αδιάβατους για να γλιτώσει τη ζωή του. Τελικά (κατά το θεϊκό σχέδιο για να φανερωθεί η μεγάλη και παράδοξη αρετή του αγίου) ξέπεσε στο προαναφερθέν μοναστήρι της
Θεοτόκου Αναφωνητρίας, όπου ηγουμένευε ο άγιος. Και μη γνωρίζοντας ότι ο ηγούμενος ήταν αδελφός του φονευθέντος, κατατρομαγμένος και μισοπεθαμένος από τον φόβο,
με δάκρυα στα μάτια πέφτει στα γόνατα μπροστά στον άγιο, και τον παρακαλεί να κάνει έλεος σ' αυτόν, κρύβοντάς τον σε μέρος ασφαλές. Βλέποντάς τον ο άγιος τόσο
τρομαγμένο, τον ρωτάει για να μάθει την αιτία του μεγάλου φόβου. Ακούει δε από αυτόν ότι κρύβεται από την οργή των αρχόντων, που τον κυνηγούσαν για να τον βρουν και να
τον εκτελέσουν, διότι είχε σκοτώσει κάποιον Κωνσταντίνο που άνηκε σ' αυτήν την αρχοντική οικογένεια.
Πόνο αισθάνθηκε ο άγιος στην καρδιά του, όπως ήταν φυσικό, ακούγοντας ένα τόσο θλιβερό και πικρότατο μαντάτο, αφού μάλιστα δεν είχε και άλλον αδελφό. Άλλαξε η όψη του
προσώπου του, τα φιλάδελφα δάκρυα κύλησαν αμέσως σαν από δύο βρύσες, και αναστενάζοντας βαθιά είπε: «Άνθρωπέ με, τι σου έφταιξε ο καλός εκείνος άρχοντας και τον
σκότωσες άδικα;». Την ίδια ώρα, ως άνθρωπος, πιεζόταν από τη φυσική αδελφική αγάπη να εκδικηθεί τον φονιά. Αλλά προτιμώντας τη θεϊκή εντολή, η οποία προστάζει να
αγαθοποιούμε όσους μας κάνουν κακό (Λουκ. 6, 33. 35), όχι μόνο δεν εκδικήθηκε εκείνον που ήταν άξιος κάθε τιμωρίας και σωφρονισμού, αλλά ακολουθώντας το παράδειγμα
ανεξικακίας του Κυρίου μας Χριστού, ο οποίος και για τους σταυρωτές του παρακαλούσε τον άναρχο Πατέρα του, πήρε αυτόν τον φονιά και ενθαρρύνοντάς τον με παρηγορητικά
λόγια, τον έκρυψε σε απόκρυφο σημείο και τον περιποιόταν με ευγένεια και ευσπλαχνία, σα να ήταν όχι εχθρός αλλά ευεργέτης του!
Δεν πέρασε πολύς χρόνος και να, φτάνουν πολλοί συγγενείς του αγίου τρέχοντας, ιδρωμένοι από τον κόπο της μακράς οδοιπορίας και σχεδόν μισοπεθαμένοι από την άμετρη
λύπη, ενώ τους ακολουθούσαν πολλοί άνθρωποι οπλισμένοι. Βλέποντάς τους ο άγιος προσποιήθηκε ότι δεν ήξερε τίποτα. Τους ρωτάει λοιπόν να του πουν τον λόγο του
ερχομού και της μεγάλης λύπης τους. Εκείνοι, με δάκρυα στα μάτια, του φανέρωσαν την ελεεινή τραγωδία και τον φόνο του αδελφού του, ρωτώντας τον συνάμα αν είδε να
περνάει από εκεί ο φονιάς, τον οποίο έψαχναν να βρουν για να τον εκτελέσουν, όπως εκείνος στέρησε τη ζωή από τον αγαπημένο του αδελφό Κωνσταντίνο. Έκλαψε ο άγιος,
θρήνησε μαζί με τους συγγενείς του τον θάνατο του αδελφού του και για να τους κάνει να φύγουν από το μοναστήρι το ταχύτερο, ώστε να βρει την ευκαιρία για να σώσει τον
ελεεινό εκείνο φονιά, που τον είχε κρυμμένο, τους ξεπροβόδισε με συμβουλευτικά λόγια, στέλνοντάς τους τάχα να βρουν και να κρίνουν τον φονιά. Έτσι πέτυχε τον στόχο του.
Διότι μόλις απομακρύνθηκαν από εκεί οι συγγενείς του, συμβουλεύοντας τον φονιά (αφού του αποκάλυψε ότι ήταν αδελφός του Κωνσταντίνου) και ορμηνεύοντάς τον πνευματικά,
τον οδήγησε σε διόρθωση, συγχωρώντας και το βαρύ αμάρτημά του. Ύστερα τον συνόδεψε μέχρι τον αιγιαλό, εκεί κοντά ατό μοναστήρι του έδωσε τροφή για το ταξίδι του σε
άλλον τόπο και τον προέπεμψε για να σώσει τη ζωή του.
Ω, αρετή! Ω, έργο υπερφυές! Ω, κατόρθωμα υπεράνθρωπο! Το οποίο καθώς ακούν όχι μόνο θαυμάζουν οι άνθρωποι, αλλά και αυτοί οι ουράνιοι άγγελοι σίγουρα απορούν.
Γι' αυτό και ο πλουτοδότης Θεός, προκειμένου να ανταμείψει τέτοια χριστομίμητη αρετή, τον προίκισε με χαρίσματα θαυματουργιών που υπερβαίνουν τον νου καθώς και τον
προίκισε με το διορατικό χάρισμα.
Το σεπτό σκήνωμα του Αγίου Διονυσίου εκ Ζακύνθου που φυλάσσεται σε ασημένια λάρνακα στον ομώνυμο ναό στην Ζάκυνθο που είναι αφιερωμένος στην αγιοσύνη του.
Η κοίμηση του Αγίου
Αφού έτσι πολιτεύθηκε ο άγιος και έζησε με θεάρεστο και ισάγγελο τρόπον, έφτασε σε βαθιά γηρατειά, φορτωμένος σαν πολύκαρπο δέντρο με τους καρπούς των φωτεινών αρετών του. Ήρθε τότε ο καιρός να μεταφυτευθεί στη γη των πράων. Προγνωρίζοντας μάλιστα την ώρα της μετοίκησής του στα ουράνια, την αποκάλυψε στους αδελφούς της
μονής, τα πνευματικά και αγαπημένα του τέκνα, τα οποία ακούγοντας τέτοια θλιβερή είδηση, με δάκρυα πολλά έκλαιγαν απαρηγόρητα για την μελλοντική στέρηση του καλού
τους Πατέρα και Διδασκάλου. Ο άγιος όμως αφού τους παρηγόρησε, τους νουθέτησε, τους ευλόγησε και τους έδωσε τον τελευταίον ασπασμό, παρέδωσε τη μακάρια ψυχή
του στα χέρια του πλαστουργού του Θεού, στις 17 Δεκεμβρίου του έτους 1624. Το σεβάσμιο και τίμιο λείψανο του, σύμφωνα με την παραγγελία του, με τιμές και ευλάβεια το
μετέφεραν στην περίφημη μονή των Στροφάδων, στην οποία είχε καρεί μοναχός και είχε δώσει την μετάνοιά του. Οι δε όσιοι πατέρες της ευαγούς εκείνης μονής το δέχθηκαν ως
πολύτιμο θησαυρό, και με ευλάβεια το ενταφίασαν σε καινούργιο μνημείο στο παρεκκλήσιο του μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, που βρίσκεται εντός της μάνδρας του μοναστηριού.
Στίχος
Ἔχει μὲν ἡ γῆ σῶμα Διονυσίου Νέου, Πόλος δὲ τοῦδε τὴν ψυχὴν φέρει. Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ θάνεν, Διονύσιος ὁ κλεινός.
Λιπὼν τὰ τῆς γῆς, νῦν κατοικεῖ ἐν πόλῳ, κλέος Ζακύνθου Διονύσιος νέος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Τῆς Ζακύνθου τὸv γόνον καὶ Αἰγίvης τὸν πρόεδρον, τὸv φρουρὸν μονῆς τὼv Στροφάδωv, Διοvύσιοv ἅπαντες, τιμήσωμεv συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν
εἰλικριvῶς· Tαῖς λιταῖς τοὺς τὴv σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένῳ
σε ἡμῖv, πρέσβυν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ πόλις, ἑορτὴν χαρμόσυνον, σὺν τῇ μονῇ τῶν Στροφάδων, Αἴγιναν, τὴν ἐν Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιν, ἀξιοχρέως
συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ
Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συντεθεὶς θεοφόρε, διέλυσας τρανῶς, τὴν κακίαν τῆς ἔχθρας· φονέα γὰρ συγγόνου σου, πεφευγότα τῇ σκέπῃ σου, μὴ εἰδότα σε, τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ εἶναι, δίκης ἔσωσας, ἐπικειμένου θανάτου, καὶ σῶον ἀπέστειλας.
Ὁ Οἶκος
Σιγησάτωσαν, ἤδη σιγησάτωσαν οἱ μέχρι δεῦρο σφαλερῶς λέγοντες, μὴ εἶναι τῇ θεοσώστῳ Ζακύνθῳ τὸν οἰκεῖον προστάτην, καὶ πρὸς Θεὸν πρέσβυν θερμότατον,
καθὰ καὶ ἐν πολλαῖς τῶν ἐπισήμων πόλεων καὶ χωρῶν ὀρθοδόξων. Ἔνεστι γὰρ καὶ μάλα καλῶς ὁ σεπτὸς ἐν Ἱεράρχαις Διονύσιος, ὁ θαυμαστὸς Αἰγίνης πρόεδρος,
ταύτης δὲ γόνος εὐκλεὴς καὶ θρέμμα ἀξιέπαινον. Οὐκέτι λοιπὸν ζηλοῖ Ζάκυνθος ἡ εὐδαίμων Κεφαλληνίαν καὶ Κέρκυραν, τὰς φίλας γείτονας, διὰ τὸ αὐτὰς μέγα
σεμνύνεσθαι ἐπὶ τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς λειψάνοις Γερασίμου τε καὶ Σπυρίδωνος, ἀλλοδαποῖς τυγχάνουσιν, ἀλλ' ἐκείνας μὲν προσφιλῶς συγκαλεῖται πρὸς φαιδρὰν
πανήγυριν τοῦ ἰδίου αὐτόχθονος, ὥσπερ δὴ καὶ προσφόρως τὴν ἐν Κυκλάσι προσφωνεῖ Αἴγιναν, σὺν τῇ πανσέπτῳ τῶν Στροφάδων Μονῇ, τῇ τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν
αὐτοῦ σκῆνος εὐτυχῶς θησαυρισάσῃ, τοῦ ἀξίως εὐφημῆσαι καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.
Μεγαλυνάριον
Ήκεν εκ Στροφάδων ως θησαυρός, τη πόλει Ζακύνθου, το Σον Λείψανον το σεπτόν, και καταπλουτίζει, θαυμάτων ενεργείας, των ευσεβών τα στίφη, ω Διονύσιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ζακύνθου γόνος λαμπρός, πρόεδρος Αἰγίνης, καὶ Στροφάδων μέγας φρουρός· χαίροις Ἐκκλησίας, νέος φωστὴρ τρισμάκαρ, Ἀρχιερέων δόξα, ὦ Διονύσιε.
Ο Ιερός Ναός Αγίου Διονυσίου εκ Ζακύνθου στην Ζάκυνθο