Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Οι Άγιοι Μηνάς ο Καλλικέλαδος, Ερμογένης και Εύγραφος

Ο Μηνάς ήταν Αθηναίος και από την οικογένεια του ειδωλολάτρης. Όταν όμως εκπαιδεύτηκε και μορφώθηκε αρκετά, διαπίστωσε ότι η πολυθεΐα ήταν μάλλον ψέμα και πλάνη.
Στη μελέτη των φιλοσόφων επίσης, δεν μπόρεσε να βρει κάτι το αληθινό. Τότε προχώρησε στη μελέτη χριστιανικών συγγραμμάτων. Έπειτα του Ευαγγελίου, όπου και βρήκε
αυτό πού τον γέμιζε ψυχικά, δηλαδή το φως και την αλήθεια. Έτσι, ο Μήνας έγινε χριστιανός.
Αργότερα, ο βασιλιάς Μαξιμίνος (311 - 313 μ.Χ.) (κατ' άλλους ο Μαξιμιανός [286 - 305 μ.Χ]), μη γνωρίζοντας ότι είναι χριστιανός, τον έκανε έπαρχο Αλεξανδρείας. Αλλά όταν
ο βασιλιάς αυτός διέταξε διωγμούς στην πόλη αυτή, ο Μηνάς όχι μόνο δεν εξετέλεσε τη διαταγή, αλλά και συνετέλεσε να πληθυνθούν οι χριστιανικές τάξεις.
Τότε ο Μαξιμίνος έστειλε νέο έπαρχο, τον Αθηναίο λόγιο Ερμογένη. Αυτός, τηρώντας το γράμμα του νόμου, βασάνισε σκληρά το Μηνά και τον έκλεισε στη φυλακή, για να
πεθάνει εκεί μέσα από τις πληγές του. Μετά από καιρό, όταν ο Ερμογένης έστειλε να διαπιστώσουν αν και πότε πέθανε ο Μηνάς, διαπίστωσαν ότι όχι μόνο δεν είχε πεθάνει,
αλλά και οι πληγές του θεραπεύθηκαν. Τότε δημόσια τον ρώτησε πως έγινε αυτό. Ο Μηνάς απάντησε ότι θεραπεύθηκε την ώρα πού πεσμένος στο έδαφος έψαλλε: «Ἐὰν
πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ Κύριε» (Ψαλμός κβ' 4). Εάν δηλαδή αντικρίσω το θάνατο, δε θα φοβηθώ μήπως πάθω κακό,
διότι συ είσαι μαζί μου, Κύριε. Η απάντηση είχε σαν αποτέλεσμα να γίνει χριστιανός ο Ερμογένης και ο Εύγραφος που ήταν γραμματικός του Μηνά. Αργότερα, όλους μαζί
τους αποκεφάλισαν.
Στίχος εις τον Mηνάν
Τμηθεὶς ὁ Μηνᾶς, κἂν κελαδεῖν οὐκ ἔχῃ, Φιμοῖ κελαδοῦν δυσσεβείας τὸ στόμα.
Στίχος εις τον Eρμογένη
Τὴν δυσσέβειαν ἐκπτύσας Ἑρμογένης, Ὑπῆρξε Μάρτυς εὐσεβείας ἐκ ξίφους.
Στίχος εις τον Eύγραφον
Τὰς ἐκ μαχαίρας, Εὔγραφε, τρώσεις φέρων, Ὀξὺς Θεοῦ κάλαμος ὤφθης, εὖ γράφων.

Εὐκέλαδος δεκάτῃ Μηνᾶς ξίφει αὐχένα δῶκεν.



Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα
Ἡ καλλικέλαδος, θεόφρον γλῶσσα σου, λαμπρῶς κηρύξασα, Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν, συναθλητᾶς σοὶ εὐκλεεῖς, εἰλκύσατο ἐν σταδίῳ, Μηνᾷ παμμακάριστε,
Ἐρμογένην τὸν ἔνδοξον, καὶ τὸν θεῖον Εὔγραφον, μεθ' ὧν χαίρων ἠγώνισαι. Καὶ νῦν τὴν Παναγίαν Τριάδα, ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσωπεῖτε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
 Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθὲν
Δι' ἐγκρατείας, τῶν παθῶν τὰς πυριφλέκτους, ἀπονεκρώσαντες ὁρμὰς καὶ τὰς κινήσεις, τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες ἔλαβον τὴν χάριν, τὰς νόσους ἀποδιώκειν τῶν
ἀσθενῶν, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τέλος θαυματουργεῖν· ὄντως θαῦμα παράδοξον! ὅτι ὀστέα γυμνά, ἐκβλύζουσιν ἰάματα. Δόξα τῷ μόνῳ Θεῷ ἡμῶν.
Κοντάκιον 
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Τῆς στρατείας ἥρπασε, σὲ τῆς προσκαίρου, καὶ ἀφθάρτου ἔδειξε, συγκληρονόμον ὦ Μηνᾶ, σὺν τοῖς συνάθλοις σου Κύριος, ὁ παρασχών σοι τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Κοντάκιον.
 Ἦχος α΄. Χορὸς Ἀγγελικός
Μηνᾶν τὸν θαυμαστόν, Ἑρμογένην τὸν θεῖον, καὶ Εὔγραφον ὁμοῦ, ἱεραῖς μελῳδίαις, τιμήσωμεν ἅπαντες, ὡς τιμήσαντας Κύριον, καὶ ἀθλήσαντας, ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ
χορείαν, τὴν ἀσώματον, ἐν οὐρανοῖς πεφθακότας, καὶ θαύματα βλύζοντας.
Κάθισμα
 Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Παρωσάμενοι δόξαν τὴν κοσμικήν, ἐπτερώθησαν δόξῃ τῇ θεϊκῇ, Μηνᾶς Ἑρμογένης τε, καὶ ὁ ἔνδοξος Εὔγραφος, καὶ προθύμῳ γνώμῃ, τὸν ὄγκον ὑπέμειναν, τῶν
δεινῶν βασάνων, σαρκὸς μὴ φεισάμενοι· ὅθεν μετὰ τέλος, εἰς βυθοὺς θαλαττίους, ῥιφέντες ἰθύνθησαν, πρὸς λιμένα οὐράνιον, οἷς ἐν πίστει βοήσωμεν. Πρεσβεύσατε
Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Μεγαλυνάριον
Ὤσπερ λιγυρόφθογγος ἀηδών, Μηνᾶ τὸν τῶν ὅλων, διαγγείλας Δημιουργόν, Εὔγραφον τὸν θεῖον, ὁμοῦ σὺν Ἑρμογένει, συμφύτους ἐπεσπάσῳ, τῷ θείῳ σκάμματι.