Στο χωριό Μουταλάσκη, κοντά στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, κατά το έτος 439 έφεραν στο φως της ζωής τον Σάββα, οι «χριστιανοί και ευγενέστατοι» γονείς του Ιωάννης
και Σοφία, που διακρίνονταν για την ευσέβειά τους. Ήταν μόλις πέντε χρονών, όταν οι γονείς του μετοίκησαν στην Αλεξάνδρεια, αφήνοντας το γιο τους στο θειο του Ερμεία,
φοβούμενοι «το μήκος της οδού». Επειδή όμως η γυναίκα του Ερμεία ήταν δύστροπη και στενοχωρούσε με τη συμπεριφορά της το παιδί, ο θειος το έδωσε στον αδελφό του
Γρηγόριο, στο σπίτι του οποίου βρήκε σχετική ηρεμία, παρόλο που οι δύο θείοι δεν έπαυσαν να φιλονικούν μεταξύ τους, για το ποιος «είναι κύριος αυτού», επειδή υπέβλεπαν
την αξιόλογη περιουσία που είχαν αφήσει στον Σάββα οι γονείς του στη Μουταλάσκη.
Καθώς μεγάλωνε το παιδί, διδάχθηκε τα γράμματα δείχνοντας ζηλευτή επιμέλεια, ενώ διακρινόταν για το ήθος και τη διαγωγή του. Τον ελεύθερο χρόνο πήγαινε στην εκκλησία
και διακονούσε τον ιερέα, προσευχόταν με κατάνυξη, βίωνε την ιερή επιβλητικότητα και μεταρσίωνε νου και καρδιά προς τα άνω. Σταδιακά μάλιστα άρχισε να κυριεύεται από
διάπυρο πόθο να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή, απαρνούμενος τα εγκόσμια. Πλην της εσωτερικής κλίσεως που ένιωθε γι' αυτό, δύο ακόμα λόγοι τον παρακινούσαν να πάρει
τη σχετική απόφαση: Οι φιλονικίες των δύο θείων του και το γεγονός ότι για αρκετά χρόνια δεν είχε ειδήσεις για τους γονείς του. Έτσι όταν ανακοίνωσε στο θειο του Γρηγόριο
την επιθυμία να μονάσει, εκείνος πρόθυμα συμφώνησε, και για να απαλλαγεί από την οποία ευθύνη της προστασίας του και για ιδιοτελείς λόγους.
Στη Μονή των Φλαβιανών και τους Αγίους Τόπους
Ο νέος ακόμη κατά την ηλικία αλλά φιλοσοφημένος κατά τον βίο Σάββας, «υπεριδών αθρόον πλούτου, συγγενών, χρημάτων και των άλλων», όσα έθελγαν κατεξοχήν τις ψυχές
των συνομηλίκων του, οδήγησε τα βήματά του στη Μονή των Φλαβιανών, που βρισκόταν σε απόσταση είκοσι περίπου σταδίων (3.700 μέτρα) από τη Μουταλάσκη. Από την
πρώτη στιγμή επέδειξε υπακοή, εργατικότητα, ευσέβεια, ταπεινοφροσύνη και ιλαρότητα, ενώ ταυτόχρονα ασκήθηκε στην εφαρμογή των μοναχικών κανόνων και καλλιέργησε
την ψαλτική τέχνη, προκύπτοντας κατά Θεόν. Ιδιαίτερη προσπάθεια κατέβαλε για ν' αποκτήσει την εγκράτεια και την αποχή από ότι «γλυκαίνει τον φάρυγγα και την ευπάθεια και
θεραπεία της κοιλιάς», όπως μαρτυρεί και το επόμενο περιστατικό:
Εργαζόταν κάποτε στον κήπο του Μοναστηριού, όταν πρόσεξε κάποια ωραία μήλα που κρέμονταν από τις μηλιές και του άνοιγαν την όρεξη ώστε να τα φάει πριν την ώρα τους.
Νικήθηκε λοιπόν από την ωραία όψη τους γιατί κι αυτός άνθρωπος ήταν και είχε ανθρώπινες επιθυμίες και έκοψε ένα μήλο. Αμέσως όμως συνειδητοποίησε την παγίδα του
πονηρού, ο οποίος, όπως το συνηθίζει, προτάσσει σαν δέλεαρ την ευχαρίστηση, πράγμα που έπραξε και όταν με την ευχαρίστηση από τη βρώση του μήλου έκανε να χάσουν
οι Πρωτόπλαστοι τον παράδεισο, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν τόσα δεινά. Καθώς σκέφθηκε όλα αυτά, πέταξε κάτω το μήλο και το πάτησε με τα πόδια του, «συμπατεί μετά
του μήλου και την επιθυμίαν», βάζει δε εφόρου ζωής κανόνα να μη φάει ποτέ μήλο, ούτε να επιτρέψει παρόμοιες ορέξεις στην κοιλιά του!
Αφού έμεινε όχι μεγάλο διάστημα στη Μονή των Φλαβιανών, όπου όμως έθεσε τις στέρεες βάσεις της μετέπειτα ηθικής του ζωής, το 456, σε ηλικία 18 ετών, πήγε στα
Ιεροσόλυμα. Αρχικά έμεινε λίγο στη Μονή του Πασσαρίωνος. Κατόπιν προσήλθε στον Μέγα Ευθύμιο και τον παρακάλεσε να τον δεχθεί μεταξύ των συμμοναστών του.
Η απάντηση του μεγάλου αυτού ασκητού και καθηγητού της ερήμου ήταν χαρακτηριστική: «Τέκνον, δεν νομίζω πως είναι σωστό σε τόσο νεαρή ηλικία να μένεις σε λαύρα
(κοινόβιο)• διότι ούτε η λαύρα ωφελείται να περιλαμβάνει στους κόλπους της νέο στην ηλικία μοναχό, ούτε ο νέος να βρίσκεται μεταξύ αναχωρητών• πήγαινε λοιπόν, τέκνο μου,
στην κάτω Μονή, κοντά στον αββά Θεόκτιστο, όπου σίγουρα θα ωφεληθείς πολύ». Προέβλεψε μάλιστα ο άγιος Ευθύμιος «το μέγα εν τω μέλλοντι στάδιον του νεαρού μοναχού».
Στο κοινόβιο του αγίου Θεοκτίστου, αφού έγινε δεκτός, εγκαταβίωσε επί δέκα έτη, ασκούμενος με αξιομίμητη επιμονή, «κόπω μεν σωματικώ διημερεύων», διανυκτερεύοντας
και δοξολογώντας τον Θεό, έχοντας ως ρίζα και θεμέλιο της ζωής του την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή, πηγαίνοντας στην Εκκλησία πρώτος και αποχωρώντας τελευταίος.
Οι πνευματικοί αυτοί αγώνες εντυπωσίασαν ακόμα και τον Μέγα Ευθύμιο, ο οποίος αποκαλούσε τον άγιο Σάββα «παιδαριογέροντα» (δηλ. παιδάριο, νεαρό, με φρόνηση και
σύνεση γέροντος), ενώ απέσπασαν και τον θαυμασμό όλων των συνασκητών του.
Κατά το δέκατο έτος από την είσοδό του στη Μονή του αββά Θεοκτίστου και με την άδειά του συνόδεψε ένα μοναχό, τον Ιωάννη, στην Αλεξάνδρεια όπου συνάντησε και τους
γονείς του. Αυτοί προσπάθησαν να τον κρατήσουν κοντά τους, αλλά ματαίως. Ο μακάριος ασκητής αφού τους αποχαιρέτησε με συγκίνηση, επέστρεψε στον τόπο όπου
αναπαυόταν πνευματικά η ψυχή του. Τότε μάλιστα εκπληρώθηκε και η επιθυμία του να τεθεί κάτω από την καθοδήγηση τού Μεγάλου Ευθυμίου, αφού ο διδάσκαλος αυτός των
μοναχών τον δέχθηκε στη Λαύρα του. Επιτέλους ο ασκητής είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί τον σοφό Γέροντα, να ακούει τα λόγια του, να μελετά τις εκφράσεις, τη στάση,
την καλοκαγαθία και την κατάνυξη, προσπαθώντας μάλιστα να γίνει μιμητής του.
Ιδρυτής και ηγούμενος Μονής
Λίγα χρόνια αργότερα απεδήμησε προς Κύριον ο Μέγας Ευθύμιος. Ο άγιος Σάββας, ιδιαίτερα λυπημένος για το γεγονός, αναζήτησε νέα ασκητικά πρότυπα αρετής, αρχικά στην
έρημο του Ιορδάνη. Πορευόμενος προς αυτήν συνάντησε ομάδα τεσσάρων βαρβάρων πολεμιστών, ταλαιπωρημένων από την κούραση και την πείνα. Αφού τους πλησίασε, τους
πρόσφερε με αγάπη ότι φαγώσιμο είχε μαζί του, γεγονός που εντυπωσίασε εκείνους. Αργότερα, όταν ξανασυναντήθηκαν, αυτοί του ανταπέδωσαν την καλοσύνη, δίδοντάς του
άρτους και χουρμάδες. Καθώς εκείνοι αποχώρησαν, ο άγιος Σάββας αναστενάζοντας μονολόγησε, όπως μας παραδίδει ο βιογράφος του: «Αλίμονο, ψυχή μου! Οι βάρβαροι
αυτοί, τη μικρή μου ευεργεσία δεν την ξέχασαν κι έσπευσαν με φιλοτιμία να την ανταποδώσουν. Εμείς όμως, ενώ δεχόμαστε τόσες ευεργεσίες και αγαθά από τον Δημιουργό
μας, δεν κάνουμε τίποτε ώστε να του δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας με την εφαρμογή των εντολών του. Άραγε τι θα απολογηθούμε; Ποιά συγγνώμη θα ζητήσουμε;». Με τις
σκέψεις αυτές κατανυσσόταν η ψυχή του για πολλές ημέρες.
Αφού έμεινε για σύντομο διάστημα στο κοινόβιο του Θεοκτίστου, κατόπιν και για μια πενταετία διέτριψε σ' ένα κοντινό σπήλαιο, ασκούμενος σκληρά, με την άδεια του νέου
ηγουμένου Λογγίνου. Στο κοινόβιο κατέβαινε μόνο τα Σαββατοκύριακα, φέρνοντας κάθε φορά και 50 καλάθια που έπλεκε μες στην εβδομάδα. Αφού μετείχε στις λατρευτικές
συνάξεις με τους άλλους μοναχούς, επέστρεφε στο σπήλαιο του, παίρνοντας μαζί του άρτο και νερό για τη νέα εβδομάδα.
Το έτος 473 άφησε το σπήλαιο του και πήγε να εγκαταβιώσει πλησίον του αγίου Γερασίμου, ενώ δεν έπαυσε να επισκέπτεται τις γύρω Μονές (στο Σαραντάριο όρος, του
Προδρόμου στον Ιορδάνη και του Ιωάννου Χοζεβίτου). Αφού λοιπόν προπαρασκευάστηκε ασκητικά, απεφάσισε να συστήσει δική του Λαύρα, κατά το πρότυπο εκείνης του
Μεγάλου Ευθυμίου. Πράγμα που και πάλι δεν έσπευσε να πραγματοποιήσει αμέσως. Προηγήθηκε η εγκατάστασή του κατόπιν οράματος σε απρόσιτο σπήλαιο κοντά στον
χείμαρρο των Κέδρων. Αφού έμεινε σ' αυτό επί πέντε χρόνια, λόγω της φήμης της αγιότητός του, αρκετοί από τους αναχωρητές που ασκούνταν στις γύρω σπηλιές, άρχισαν
από το 484 να έρχονται προς αυτόν και να τον παρακαλούν να γίνει ο χειραγωγός και Γέροντάς τους στην πνευματική ζωή. Δεν πέρασε πολύς καιρός και είχαν συναθροισθεί
γύρω στους 70, ανάμεσά τους και μερικοί που αργότερα έγιναν οι ίδιοι ιδρυτές η ηγούμενοι μοναστηριών. Στον καθένα που προσερχόταν μεριμνούσε να του παραχωρηθεί κελί,
ενώ άρχισε και η οικοδόμηση της Λαύρας που ίδρυσε στη δεξιά πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων.
Σταδιακά κτίσθηκαν κελιά, ένας πύργος στις βορινές πηγές του χειμάρρου και ευκτήριος οίκος για την κοινή λατρεία, ενώ το σπήλαιο του μετέτρεψε σε ναΐσκο που ονομάστηκε
«θεόκτιστος», επειδή διέσωζε «ναού Θεού τύπωμα».
Τα εγκαίνια της Λαύρας έγιναν στις 12 Δεκεμβρίου του έτους 491. Ο όσιος Σάββας ίδρυσε επίσης ένα κοινόβιο για την προετοιμασία εκείνων που επιθυμούσαν να μονάσουν•
άλλο κοινόβιο (των Καστελλίων) για τους γέροντες και ανίκανους προς εργασία ασκητές, καθώς και τον μεγάλο ναό, το καθολικό, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας
Θεοτόκου.
Η Μονή αυτή, παρόλο ότι στο διάβα των 15 αιώνων από τότε γνώρισε ημέρες ακμής και παρακμής, υπέστη δηώσεις και καταστροφές, ανακαινίσεις και επεκτάσεις, σώζεται μέχρι
σήμερα, η δε συμβολή της στην εδραίωση, καλλιέργεια και ανάπτυξη της μοναστικής ζωής υπήρξε τόσο σημαντική, ώστε κατά τους ειδικούς να ταυτίζεται η ιστορία της προς την
ιστορία της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, δηλαδή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, αφού αναδείχθηκε το σπουδαιότερο μοναστικό κέντρο της Παλαιστίνης, ο πρόδρομος των άλλων
μοναστηριών, η μονή της μετανοίας εκκλησιαστικών ποιητών και μελωδών, το επίκεντρο των θεολογικών και δογματικών συζητήσεων, η ασπίδα κατά επιδρομέων.
Στο μεταξύ αυξανόταν ο αριθμός των μοναχών της Λαύρας του οσίου Σάββα. Σύντομα έφτασαν τους 170. Και δυστυχώς, μερικοί από αυτούς, το έτος 486 πήγαν στο νέο
Πατριάρχη Ιεροσολύμων και κατάγγειλαν τον ηγούμενο τους «ως ανίκανον περί την διακυβέρνησιν αυτών». Ο πατριάρχης Σαλλούστιος όχι μόνο δεν πίστεψε τις συκοφαντίες
τους, αλλά κάλεσε τον άγιο, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και είπε προς τους μοχθηρούς και στασιαστές μοναχούς! «Ιδού έχετε τον πατέρα υμών και της Λαύρας της καθ' υμάς
αφηγούμενον, όν Θεός άνωθεν και ουκ άνθρωπος εψηφίσατο, ημείς δε τούτο μόνον, τω Αγίω Πνεύματι χείρας εχρήσαμεν, ουκ αυτόν, αλλ' εαυτούς μάλλον ευεργετήσαντες».
(Να, έχετε τον πνευματικό σας πατέρα και ηγούμενο της Μονής σας, τον οποίο όρισε ο ουράνιος Πατέρας και όχι άνθρωπος• εμείς μόνον αυτό κάναμε, ότι τον χειροτονήσαμε
επικαλούμενοι το Άγιο Πνεύμα και δεν ευεργετήσαμε αυτόν αλλά κυρίως τον εαυτό μας). Στη συνέχεια, καθώς αναφέρει Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, ο βιογράφος του αγίου Σάββα,
αφού ο πατριάρχης συμβίβασε τους μοναχούς, μαζί με όλους πήγε στη Λαύρα και τέλεσε τα εγκαίνια του «θεόκτιστου» ναού (491), «έπειτα δε και θυσιαστήριον έπηξε».
Οργανωτής του μοναχικού βίου και πολέμιοι του Μονοφυσιτισμού
Αφού λοιπόν ο άγιος Σάββας ολοκλήρωσε την ανοικοδόμηση των κτιριακών εγκαταστάσεων και των λατρευτικών οίκων, «περί την επιμέλειαν εξής των αδελφών εποιείτο».
Έριξε το κύριο βάρος του έργου του στην πνευματική καλλιέργεια των μοναχών. Όντας μάλιστα ευφυής και έχοντας συσσωρεύσει πλούσια ασκητική πείρα, φερόταν προς
τους ασκούμενος αδελφούς με πολύ μεγάλη φρόνηση και διάκριση. Άλλους παρακαλούσε, άλλους νουθετούσε, κάποιους επιτιμούσε, και όλους γενικά προετοίμαζε να
αντιμετωπίζουν με γενναιότητα τις παγίδες του πονηρού, να μη δείχνουν μικροψυχία στις δυσκολίες της ερημικής ζωής, να μην αθυμούν• αλλά να αντλούν θάρρος από την
ελπίδα των μελλόντων. Με αυτά και άλλα παρόμοια παραινώντας τους μαθητές του, τους βοηθούσε να αναδεικνύονται ανώτεροι των περιστάσεων και να θεωρούν εύκολο
τον αγώνα για την απόκτηση της αρετής.
Για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που ταλαιπωρούσαν υπέρμετρα τους μοναχούς προσευχόταν και ζητούσε λύση εκ μέρους του Θεού. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο βιογράφος
του το έξης; Οι μοναχοί στενοχωρούνταν και κουράζονταν, διότι έπρεπε να μεταφέρουν στη Μονή νερό από πολύ μακρινή πηγή. Μην αντέχοντας ο μακάριος εκείνος άνθρωπος
να τους βλέπει λυπημένους, ένα βράδυ προσευχήθηκε θερμότατα στον Θεό με τούτα τα λόγια: «Δέσποτα Κύριε, Θεέ μας• αν είναι μέσα στο σχέδιο της θείας και σοφής σου
οικονομίας, αν ευαρεστείται η χάρη σου και θέλεις να κατοικηθεί ο τόπος τούτος και να γεμίσει με άντρες που σέβονται το όνομά σου, εσύ ρίξε μας το σπλαχνικό σου βλέμμα και
κάνε να πηγάσει για την αναψυχή μας νερό εδώ κοντά». Και, ω του θαύματος, ανέβλυσε από τα σπλάχνα της γης νερό, που έκτοτε και μέχρι σήμερα ρέει στο μέσον της Λαύρας,
«μήτε θέρους ελλείπον»
Ιδιαίτερη μέριμνα και σοφία επέδειξε ο άγιος Σάββας κατά τον διακανονισμό των σχέσεων των Ελλήνων μοναχών προς τους, σχετικά λίγους, Αρμένιους και Ίβηρες που
εγκαταβιούσαν στη Λαύρα του. Στους μεν Αρμένιους παρεχώρησε για να κατοικούν το παλαιό κελί του με τον παρακείμενο ευκτήριο οίκο και τους επέτρεψε να ψάλλουν τις
Ακολουθίες στην αρμενική γλώσσα. Το ίδιο έπραξε, ως προς την ψαλμωδία, και με τους Ίβηρες. Επειδή όμως ο Τρισάγιος ύμνος είχε νοθευθεί από τους Μονοφυσίτες στις
δύο αυτές γλώσσες, ο άγιος Σάββας καθόρισε ο ύμνος να ψάλλεται από όλους μόνο στην ελληνική.
Μιμούμενος το πρότυπο του, τον Μέγα Ευθύμιο, ο άγιος μας καθιέρωσε, «μικρόν τι περί τον καιρόν εξαλλάττων» την 20η Ιανουαρίου να απομακρύνεται από τη Λαύρα, να
πηγαίνει σε τελείως έρημη τοποθεσία, και να περνάει τις ημέρες της νηστείας, «αθέατος τω παντί μένων και ανομίλητος», μέχρι την εορτή των Βαΐων.
Μερίμνησε επίσης για την στοιχειώδη εξασφάλιση της συντήρησης των μοναχών, κυρίως αξιοποιώντας τη δωρεά της μητέρας του: Όταν πέθανε ο πατέρας του στην
Αλεξάνδρεια, η μητέρα του Σοφία, ελκυόμενη «ισχυρώς» από «την του παιδός φημην», πούλησε τη μεγάλη περιουσία και έσπευσε κοντά στο γιο της, τον άγιο Σάββα,
«συχνόν τι χρυσίον επαγομένη» (μεταφέροντας αρκετό χρυσάφι, από την πώληση της περιουσίας). Εκείνος την έπεισε να απαρνηθεί τον κόσμο για να λάβει την «πρέπουσαν
αντιμισθίαν» στον ουρανό. Λίγο αργότερα πέθανε και εκείνη και ο άγιος μας την έθαψε χριστιανοπρεπώς, τα δε χρήματά της «καθοσιοί τω Θεώ», δηλαδή τα διέθεσε για την
διαμόρφωση κήπων στη Λαύρα, την ανέγερση στην Ιεριχώ ξενώνος, την αγορά άλλου ξενώνος κοντά στον πύργο του Δαβίδ (Ιεροσόλυμα) κ.λπ., στους οποίους φιλοξενούνταν
προσκυνητές και περιθάλπονταν ασθενείς.
Η μακρά πείρα και η αγιότης του βίου ανέδειξαν τον άγιο Σάββα σε πραγματικό νομοθέτη του αναχωρητικού βίου στην Παλαιστίνη και όλων εκείνων που επέλεγαν να ζουν σε
κοινόβια, έργο στο οποίο πρόσφερε τα μέγιστα και ο σύγχρονος του άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης (424-529).Η συμβολή των δύο αυτών οσίων, όπως και του άλλου
συγχρόνου τους Μεγάλου Ευθυμίου, ανύψωσε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων σε περίοπτη θέση, τα δε ονόματά τους συνδέθηκαν με τα γεγονότα της χρυσής εποχής της,
κυρίως στον τομέα της υπερασπίσεως της Ορθοδοξίας.
Την περίοδο αυτή (τέλος 5ου αρχές 6ου αιώνος) η Εκκλησία του Χριστού ταλανιζόταν ακόμα από τους Μονοφυσίτες. Συνεπής και δυνατός υπέρμαχος της δογματικής αλήθειας
υπήρξε και ο άγιος Σάββας. Όταν, για παράδειγμα, στα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου γινόταν σφοδρή πολεμική κατά των αποφάσεων της Δ΄ οικουμενικής Συνόδου
(Χαλκηδόνα, 451) και υποστηριζόταν οι αιρετικές διδασκαλίες του Διοσκόρου και του Σεβήρου, εξορίστηκε δε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ηλίας και μερικοί κληρικοί
φυλακίσθηκαν, ο άγιος Σάββας, παρόλο που ήταν ήδη 70 χρονών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη (το 512) ως πρέσβυς υπέρ της διωκόμενης Εκκλησίας και του πατριάρχη.
Ενώ στην αρχή ο αυτοκράτορας ήταν σκληρός και αμετάπειστος, στο τέλος κάμφθηκε από τα επιχειρήματα του αγίου και την όλη ηθική του παράσταση• επανέφερε στον
πατριαρχικό θρόνο τον Ηλία και ελευθέρωσε τους κληρικούς.
Είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, υπερήλικας πλέον, χρειάστηκε να μεταβεί εκ νέου στην πρωτεύουσα Πόλη, ως απεσταλμένος του πατριάρχη Πέτρου (το 531), για να
υποστηρίξει εκκλησιαστικά και άλλα ζητήματα. Ήταν μάλιστα η φήμη της σοφίας και αγιότητός του τόσο διαδεδομένη και στην Κωνσταντινούπολη, ώστε και ο ίδιος ο
αυτοκράτορας, ο μέγας Ιουστινιανός, «περιχαρής γεγονώς, τους βασιλικούς δρόμωνας απέστειλεν εις συνάντησιν αυτού...». Ο ίδιος έσπευσε, προσκύνησε τον άγιο Σάββα
και με χαρά και δάκρυα φίλησε τη θεία του κεφαλή• και αφού ευλογήθηκε από τον άγιο, δέχθηκε από τα χέρια του τα αιτήματα της Παλαιστίνης• στη συνέχεια τον έπεισε να
πάει μαζί του στα ανάκτορα και να ευλογήσει και την αυγούστα Θεοδώρα.
Το μακάριο τέλος
Επιστρέφοντας στη Λαύρα του πλησίαζε και στο τέλος της επίγειας ζωής του. Ήταν ήδη 93 ετών. Την 5η Δεκεμβρίου του έτους 532 εκοιμήθη εν Κυρίω. Την εξόδιο Ακολουθία
του τέλεσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Πέτρος, συμπαραστατούμενος από πολλούς επισκόπους, ενώ πλήθος μοναχών και λαϊκών παρακολουθούσε τον πρόσκαιρο
αποχωρισμό. Το τίμιο λείψανο του κατατέθηκε «εν τη μεγίστη Λαύρα μεταξύ των δύο εκκλησιών », στο σημείο όπου είχε αξιωθεί πριν από χρόνια να δει «τον στύλον του πυρός».
Όταν το 548, 16 χρόνια μετά την ταφή του, ανοίχθηκε ο τάφος για να ενταφιασθεί και ο ηγούμενος Κασσιανός, οι μοναχοί διεπίστωσαν ότι η σορός του αγίου ήταν σώα και
αδιάφθορη. Γράφει ο βιογράφος του «... εύρον το σώμα του θείου πρεσβύτου σώον και αδιάλυτον πεφυλαγμένον• και θαυμάσας εδόξασα τον Θεόν τον δοξάσαντα τον δούλον
αυτού και τη αφθαρσία τιμήσαντα αυτόν προ της κοινής αναστάσεως και καθολικής».
Αργότερα το αδιάφθορο λείψανο του αγίου Σάββα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά την περίοδο της Λατινοκρατίας (13ος αιώνας) κάποιος Ενετός το έκλεψε και το
πήγε στη Βενετία όπου φυλασσόταν ακέραιο στον εκεί ιερό ναό του Αγίου Αντωνίου, μέχρι το έτος 1965, όποτε ανακομίσθηκε στην Ιερά Μονή του.
και Σοφία, που διακρίνονταν για την ευσέβειά τους. Ήταν μόλις πέντε χρονών, όταν οι γονείς του μετοίκησαν στην Αλεξάνδρεια, αφήνοντας το γιο τους στο θειο του Ερμεία,
φοβούμενοι «το μήκος της οδού». Επειδή όμως η γυναίκα του Ερμεία ήταν δύστροπη και στενοχωρούσε με τη συμπεριφορά της το παιδί, ο θειος το έδωσε στον αδελφό του
Γρηγόριο, στο σπίτι του οποίου βρήκε σχετική ηρεμία, παρόλο που οι δύο θείοι δεν έπαυσαν να φιλονικούν μεταξύ τους, για το ποιος «είναι κύριος αυτού», επειδή υπέβλεπαν
την αξιόλογη περιουσία που είχαν αφήσει στον Σάββα οι γονείς του στη Μουταλάσκη.
Καθώς μεγάλωνε το παιδί, διδάχθηκε τα γράμματα δείχνοντας ζηλευτή επιμέλεια, ενώ διακρινόταν για το ήθος και τη διαγωγή του. Τον ελεύθερο χρόνο πήγαινε στην εκκλησία
και διακονούσε τον ιερέα, προσευχόταν με κατάνυξη, βίωνε την ιερή επιβλητικότητα και μεταρσίωνε νου και καρδιά προς τα άνω. Σταδιακά μάλιστα άρχισε να κυριεύεται από
διάπυρο πόθο να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή, απαρνούμενος τα εγκόσμια. Πλην της εσωτερικής κλίσεως που ένιωθε γι' αυτό, δύο ακόμα λόγοι τον παρακινούσαν να πάρει
τη σχετική απόφαση: Οι φιλονικίες των δύο θείων του και το γεγονός ότι για αρκετά χρόνια δεν είχε ειδήσεις για τους γονείς του. Έτσι όταν ανακοίνωσε στο θειο του Γρηγόριο
την επιθυμία να μονάσει, εκείνος πρόθυμα συμφώνησε, και για να απαλλαγεί από την οποία ευθύνη της προστασίας του και για ιδιοτελείς λόγους.
Στη Μονή των Φλαβιανών και τους Αγίους Τόπους
Ο νέος ακόμη κατά την ηλικία αλλά φιλοσοφημένος κατά τον βίο Σάββας, «υπεριδών αθρόον πλούτου, συγγενών, χρημάτων και των άλλων», όσα έθελγαν κατεξοχήν τις ψυχές
των συνομηλίκων του, οδήγησε τα βήματά του στη Μονή των Φλαβιανών, που βρισκόταν σε απόσταση είκοσι περίπου σταδίων (3.700 μέτρα) από τη Μουταλάσκη. Από την
πρώτη στιγμή επέδειξε υπακοή, εργατικότητα, ευσέβεια, ταπεινοφροσύνη και ιλαρότητα, ενώ ταυτόχρονα ασκήθηκε στην εφαρμογή των μοναχικών κανόνων και καλλιέργησε
την ψαλτική τέχνη, προκύπτοντας κατά Θεόν. Ιδιαίτερη προσπάθεια κατέβαλε για ν' αποκτήσει την εγκράτεια και την αποχή από ότι «γλυκαίνει τον φάρυγγα και την ευπάθεια και
θεραπεία της κοιλιάς», όπως μαρτυρεί και το επόμενο περιστατικό:
Εργαζόταν κάποτε στον κήπο του Μοναστηριού, όταν πρόσεξε κάποια ωραία μήλα που κρέμονταν από τις μηλιές και του άνοιγαν την όρεξη ώστε να τα φάει πριν την ώρα τους.
Νικήθηκε λοιπόν από την ωραία όψη τους γιατί κι αυτός άνθρωπος ήταν και είχε ανθρώπινες επιθυμίες και έκοψε ένα μήλο. Αμέσως όμως συνειδητοποίησε την παγίδα του
πονηρού, ο οποίος, όπως το συνηθίζει, προτάσσει σαν δέλεαρ την ευχαρίστηση, πράγμα που έπραξε και όταν με την ευχαρίστηση από τη βρώση του μήλου έκανε να χάσουν
οι Πρωτόπλαστοι τον παράδεισο, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν τόσα δεινά. Καθώς σκέφθηκε όλα αυτά, πέταξε κάτω το μήλο και το πάτησε με τα πόδια του, «συμπατεί μετά
του μήλου και την επιθυμίαν», βάζει δε εφόρου ζωής κανόνα να μη φάει ποτέ μήλο, ούτε να επιτρέψει παρόμοιες ορέξεις στην κοιλιά του!
Αφού έμεινε όχι μεγάλο διάστημα στη Μονή των Φλαβιανών, όπου όμως έθεσε τις στέρεες βάσεις της μετέπειτα ηθικής του ζωής, το 456, σε ηλικία 18 ετών, πήγε στα
Ιεροσόλυμα. Αρχικά έμεινε λίγο στη Μονή του Πασσαρίωνος. Κατόπιν προσήλθε στον Μέγα Ευθύμιο και τον παρακάλεσε να τον δεχθεί μεταξύ των συμμοναστών του.
Η απάντηση του μεγάλου αυτού ασκητού και καθηγητού της ερήμου ήταν χαρακτηριστική: «Τέκνον, δεν νομίζω πως είναι σωστό σε τόσο νεαρή ηλικία να μένεις σε λαύρα
(κοινόβιο)• διότι ούτε η λαύρα ωφελείται να περιλαμβάνει στους κόλπους της νέο στην ηλικία μοναχό, ούτε ο νέος να βρίσκεται μεταξύ αναχωρητών• πήγαινε λοιπόν, τέκνο μου,
στην κάτω Μονή, κοντά στον αββά Θεόκτιστο, όπου σίγουρα θα ωφεληθείς πολύ». Προέβλεψε μάλιστα ο άγιος Ευθύμιος «το μέγα εν τω μέλλοντι στάδιον του νεαρού μοναχού».
Στο κοινόβιο του αγίου Θεοκτίστου, αφού έγινε δεκτός, εγκαταβίωσε επί δέκα έτη, ασκούμενος με αξιομίμητη επιμονή, «κόπω μεν σωματικώ διημερεύων», διανυκτερεύοντας
και δοξολογώντας τον Θεό, έχοντας ως ρίζα και θεμέλιο της ζωής του την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή, πηγαίνοντας στην Εκκλησία πρώτος και αποχωρώντας τελευταίος.
Οι πνευματικοί αυτοί αγώνες εντυπωσίασαν ακόμα και τον Μέγα Ευθύμιο, ο οποίος αποκαλούσε τον άγιο Σάββα «παιδαριογέροντα» (δηλ. παιδάριο, νεαρό, με φρόνηση και
σύνεση γέροντος), ενώ απέσπασαν και τον θαυμασμό όλων των συνασκητών του.
Κατά το δέκατο έτος από την είσοδό του στη Μονή του αββά Θεοκτίστου και με την άδειά του συνόδεψε ένα μοναχό, τον Ιωάννη, στην Αλεξάνδρεια όπου συνάντησε και τους
γονείς του. Αυτοί προσπάθησαν να τον κρατήσουν κοντά τους, αλλά ματαίως. Ο μακάριος ασκητής αφού τους αποχαιρέτησε με συγκίνηση, επέστρεψε στον τόπο όπου
αναπαυόταν πνευματικά η ψυχή του. Τότε μάλιστα εκπληρώθηκε και η επιθυμία του να τεθεί κάτω από την καθοδήγηση τού Μεγάλου Ευθυμίου, αφού ο διδάσκαλος αυτός των
μοναχών τον δέχθηκε στη Λαύρα του. Επιτέλους ο ασκητής είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί τον σοφό Γέροντα, να ακούει τα λόγια του, να μελετά τις εκφράσεις, τη στάση,
την καλοκαγαθία και την κατάνυξη, προσπαθώντας μάλιστα να γίνει μιμητής του.
Ιδρυτής και ηγούμενος Μονής
Λίγα χρόνια αργότερα απεδήμησε προς Κύριον ο Μέγας Ευθύμιος. Ο άγιος Σάββας, ιδιαίτερα λυπημένος για το γεγονός, αναζήτησε νέα ασκητικά πρότυπα αρετής, αρχικά στην
έρημο του Ιορδάνη. Πορευόμενος προς αυτήν συνάντησε ομάδα τεσσάρων βαρβάρων πολεμιστών, ταλαιπωρημένων από την κούραση και την πείνα. Αφού τους πλησίασε, τους
πρόσφερε με αγάπη ότι φαγώσιμο είχε μαζί του, γεγονός που εντυπωσίασε εκείνους. Αργότερα, όταν ξανασυναντήθηκαν, αυτοί του ανταπέδωσαν την καλοσύνη, δίδοντάς του
άρτους και χουρμάδες. Καθώς εκείνοι αποχώρησαν, ο άγιος Σάββας αναστενάζοντας μονολόγησε, όπως μας παραδίδει ο βιογράφος του: «Αλίμονο, ψυχή μου! Οι βάρβαροι
αυτοί, τη μικρή μου ευεργεσία δεν την ξέχασαν κι έσπευσαν με φιλοτιμία να την ανταποδώσουν. Εμείς όμως, ενώ δεχόμαστε τόσες ευεργεσίες και αγαθά από τον Δημιουργό
μας, δεν κάνουμε τίποτε ώστε να του δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας με την εφαρμογή των εντολών του. Άραγε τι θα απολογηθούμε; Ποιά συγγνώμη θα ζητήσουμε;». Με τις
σκέψεις αυτές κατανυσσόταν η ψυχή του για πολλές ημέρες.
Αφού έμεινε για σύντομο διάστημα στο κοινόβιο του Θεοκτίστου, κατόπιν και για μια πενταετία διέτριψε σ' ένα κοντινό σπήλαιο, ασκούμενος σκληρά, με την άδεια του νέου
ηγουμένου Λογγίνου. Στο κοινόβιο κατέβαινε μόνο τα Σαββατοκύριακα, φέρνοντας κάθε φορά και 50 καλάθια που έπλεκε μες στην εβδομάδα. Αφού μετείχε στις λατρευτικές
συνάξεις με τους άλλους μοναχούς, επέστρεφε στο σπήλαιο του, παίρνοντας μαζί του άρτο και νερό για τη νέα εβδομάδα.
Το έτος 473 άφησε το σπήλαιο του και πήγε να εγκαταβιώσει πλησίον του αγίου Γερασίμου, ενώ δεν έπαυσε να επισκέπτεται τις γύρω Μονές (στο Σαραντάριο όρος, του
Προδρόμου στον Ιορδάνη και του Ιωάννου Χοζεβίτου). Αφού λοιπόν προπαρασκευάστηκε ασκητικά, απεφάσισε να συστήσει δική του Λαύρα, κατά το πρότυπο εκείνης του
Μεγάλου Ευθυμίου. Πράγμα που και πάλι δεν έσπευσε να πραγματοποιήσει αμέσως. Προηγήθηκε η εγκατάστασή του κατόπιν οράματος σε απρόσιτο σπήλαιο κοντά στον
χείμαρρο των Κέδρων. Αφού έμεινε σ' αυτό επί πέντε χρόνια, λόγω της φήμης της αγιότητός του, αρκετοί από τους αναχωρητές που ασκούνταν στις γύρω σπηλιές, άρχισαν
από το 484 να έρχονται προς αυτόν και να τον παρακαλούν να γίνει ο χειραγωγός και Γέροντάς τους στην πνευματική ζωή. Δεν πέρασε πολύς καιρός και είχαν συναθροισθεί
γύρω στους 70, ανάμεσά τους και μερικοί που αργότερα έγιναν οι ίδιοι ιδρυτές η ηγούμενοι μοναστηριών. Στον καθένα που προσερχόταν μεριμνούσε να του παραχωρηθεί κελί,
ενώ άρχισε και η οικοδόμηση της Λαύρας που ίδρυσε στη δεξιά πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων.
Σταδιακά κτίσθηκαν κελιά, ένας πύργος στις βορινές πηγές του χειμάρρου και ευκτήριος οίκος για την κοινή λατρεία, ενώ το σπήλαιο του μετέτρεψε σε ναΐσκο που ονομάστηκε
«θεόκτιστος», επειδή διέσωζε «ναού Θεού τύπωμα».
Τα εγκαίνια της Λαύρας έγιναν στις 12 Δεκεμβρίου του έτους 491. Ο όσιος Σάββας ίδρυσε επίσης ένα κοινόβιο για την προετοιμασία εκείνων που επιθυμούσαν να μονάσουν•
άλλο κοινόβιο (των Καστελλίων) για τους γέροντες και ανίκανους προς εργασία ασκητές, καθώς και τον μεγάλο ναό, το καθολικό, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας
Θεοτόκου.
Η Μονή αυτή, παρόλο ότι στο διάβα των 15 αιώνων από τότε γνώρισε ημέρες ακμής και παρακμής, υπέστη δηώσεις και καταστροφές, ανακαινίσεις και επεκτάσεις, σώζεται μέχρι
σήμερα, η δε συμβολή της στην εδραίωση, καλλιέργεια και ανάπτυξη της μοναστικής ζωής υπήρξε τόσο σημαντική, ώστε κατά τους ειδικούς να ταυτίζεται η ιστορία της προς την
ιστορία της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, δηλαδή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, αφού αναδείχθηκε το σπουδαιότερο μοναστικό κέντρο της Παλαιστίνης, ο πρόδρομος των άλλων
μοναστηριών, η μονή της μετανοίας εκκλησιαστικών ποιητών και μελωδών, το επίκεντρο των θεολογικών και δογματικών συζητήσεων, η ασπίδα κατά επιδρομέων.
Στο μεταξύ αυξανόταν ο αριθμός των μοναχών της Λαύρας του οσίου Σάββα. Σύντομα έφτασαν τους 170. Και δυστυχώς, μερικοί από αυτούς, το έτος 486 πήγαν στο νέο
Πατριάρχη Ιεροσολύμων και κατάγγειλαν τον ηγούμενο τους «ως ανίκανον περί την διακυβέρνησιν αυτών». Ο πατριάρχης Σαλλούστιος όχι μόνο δεν πίστεψε τις συκοφαντίες
τους, αλλά κάλεσε τον άγιο, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και είπε προς τους μοχθηρούς και στασιαστές μοναχούς! «Ιδού έχετε τον πατέρα υμών και της Λαύρας της καθ' υμάς
αφηγούμενον, όν Θεός άνωθεν και ουκ άνθρωπος εψηφίσατο, ημείς δε τούτο μόνον, τω Αγίω Πνεύματι χείρας εχρήσαμεν, ουκ αυτόν, αλλ' εαυτούς μάλλον ευεργετήσαντες».
(Να, έχετε τον πνευματικό σας πατέρα και ηγούμενο της Μονής σας, τον οποίο όρισε ο ουράνιος Πατέρας και όχι άνθρωπος• εμείς μόνον αυτό κάναμε, ότι τον χειροτονήσαμε
επικαλούμενοι το Άγιο Πνεύμα και δεν ευεργετήσαμε αυτόν αλλά κυρίως τον εαυτό μας). Στη συνέχεια, καθώς αναφέρει Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, ο βιογράφος του αγίου Σάββα,
αφού ο πατριάρχης συμβίβασε τους μοναχούς, μαζί με όλους πήγε στη Λαύρα και τέλεσε τα εγκαίνια του «θεόκτιστου» ναού (491), «έπειτα δε και θυσιαστήριον έπηξε».
Οργανωτής του μοναχικού βίου και πολέμιοι του Μονοφυσιτισμού
Αφού λοιπόν ο άγιος Σάββας ολοκλήρωσε την ανοικοδόμηση των κτιριακών εγκαταστάσεων και των λατρευτικών οίκων, «περί την επιμέλειαν εξής των αδελφών εποιείτο».
Έριξε το κύριο βάρος του έργου του στην πνευματική καλλιέργεια των μοναχών. Όντας μάλιστα ευφυής και έχοντας συσσωρεύσει πλούσια ασκητική πείρα, φερόταν προς
τους ασκούμενος αδελφούς με πολύ μεγάλη φρόνηση και διάκριση. Άλλους παρακαλούσε, άλλους νουθετούσε, κάποιους επιτιμούσε, και όλους γενικά προετοίμαζε να
αντιμετωπίζουν με γενναιότητα τις παγίδες του πονηρού, να μη δείχνουν μικροψυχία στις δυσκολίες της ερημικής ζωής, να μην αθυμούν• αλλά να αντλούν θάρρος από την
ελπίδα των μελλόντων. Με αυτά και άλλα παρόμοια παραινώντας τους μαθητές του, τους βοηθούσε να αναδεικνύονται ανώτεροι των περιστάσεων και να θεωρούν εύκολο
τον αγώνα για την απόκτηση της αρετής.
Για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που ταλαιπωρούσαν υπέρμετρα τους μοναχούς προσευχόταν και ζητούσε λύση εκ μέρους του Θεού. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο βιογράφος
του το έξης; Οι μοναχοί στενοχωρούνταν και κουράζονταν, διότι έπρεπε να μεταφέρουν στη Μονή νερό από πολύ μακρινή πηγή. Μην αντέχοντας ο μακάριος εκείνος άνθρωπος
να τους βλέπει λυπημένους, ένα βράδυ προσευχήθηκε θερμότατα στον Θεό με τούτα τα λόγια: «Δέσποτα Κύριε, Θεέ μας• αν είναι μέσα στο σχέδιο της θείας και σοφής σου
οικονομίας, αν ευαρεστείται η χάρη σου και θέλεις να κατοικηθεί ο τόπος τούτος και να γεμίσει με άντρες που σέβονται το όνομά σου, εσύ ρίξε μας το σπλαχνικό σου βλέμμα και
κάνε να πηγάσει για την αναψυχή μας νερό εδώ κοντά». Και, ω του θαύματος, ανέβλυσε από τα σπλάχνα της γης νερό, που έκτοτε και μέχρι σήμερα ρέει στο μέσον της Λαύρας,
«μήτε θέρους ελλείπον»
Ιδιαίτερη μέριμνα και σοφία επέδειξε ο άγιος Σάββας κατά τον διακανονισμό των σχέσεων των Ελλήνων μοναχών προς τους, σχετικά λίγους, Αρμένιους και Ίβηρες που
εγκαταβιούσαν στη Λαύρα του. Στους μεν Αρμένιους παρεχώρησε για να κατοικούν το παλαιό κελί του με τον παρακείμενο ευκτήριο οίκο και τους επέτρεψε να ψάλλουν τις
Ακολουθίες στην αρμενική γλώσσα. Το ίδιο έπραξε, ως προς την ψαλμωδία, και με τους Ίβηρες. Επειδή όμως ο Τρισάγιος ύμνος είχε νοθευθεί από τους Μονοφυσίτες στις
δύο αυτές γλώσσες, ο άγιος Σάββας καθόρισε ο ύμνος να ψάλλεται από όλους μόνο στην ελληνική.
Μιμούμενος το πρότυπο του, τον Μέγα Ευθύμιο, ο άγιος μας καθιέρωσε, «μικρόν τι περί τον καιρόν εξαλλάττων» την 20η Ιανουαρίου να απομακρύνεται από τη Λαύρα, να
πηγαίνει σε τελείως έρημη τοποθεσία, και να περνάει τις ημέρες της νηστείας, «αθέατος τω παντί μένων και ανομίλητος», μέχρι την εορτή των Βαΐων.
Μερίμνησε επίσης για την στοιχειώδη εξασφάλιση της συντήρησης των μοναχών, κυρίως αξιοποιώντας τη δωρεά της μητέρας του: Όταν πέθανε ο πατέρας του στην
Αλεξάνδρεια, η μητέρα του Σοφία, ελκυόμενη «ισχυρώς» από «την του παιδός φημην», πούλησε τη μεγάλη περιουσία και έσπευσε κοντά στο γιο της, τον άγιο Σάββα,
«συχνόν τι χρυσίον επαγομένη» (μεταφέροντας αρκετό χρυσάφι, από την πώληση της περιουσίας). Εκείνος την έπεισε να απαρνηθεί τον κόσμο για να λάβει την «πρέπουσαν
αντιμισθίαν» στον ουρανό. Λίγο αργότερα πέθανε και εκείνη και ο άγιος μας την έθαψε χριστιανοπρεπώς, τα δε χρήματά της «καθοσιοί τω Θεώ», δηλαδή τα διέθεσε για την
διαμόρφωση κήπων στη Λαύρα, την ανέγερση στην Ιεριχώ ξενώνος, την αγορά άλλου ξενώνος κοντά στον πύργο του Δαβίδ (Ιεροσόλυμα) κ.λπ., στους οποίους φιλοξενούνταν
προσκυνητές και περιθάλπονταν ασθενείς.
Η μακρά πείρα και η αγιότης του βίου ανέδειξαν τον άγιο Σάββα σε πραγματικό νομοθέτη του αναχωρητικού βίου στην Παλαιστίνη και όλων εκείνων που επέλεγαν να ζουν σε
κοινόβια, έργο στο οποίο πρόσφερε τα μέγιστα και ο σύγχρονος του άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης (424-529).Η συμβολή των δύο αυτών οσίων, όπως και του άλλου
συγχρόνου τους Μεγάλου Ευθυμίου, ανύψωσε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων σε περίοπτη θέση, τα δε ονόματά τους συνδέθηκαν με τα γεγονότα της χρυσής εποχής της,
κυρίως στον τομέα της υπερασπίσεως της Ορθοδοξίας.
Την περίοδο αυτή (τέλος 5ου αρχές 6ου αιώνος) η Εκκλησία του Χριστού ταλανιζόταν ακόμα από τους Μονοφυσίτες. Συνεπής και δυνατός υπέρμαχος της δογματικής αλήθειας
υπήρξε και ο άγιος Σάββας. Όταν, για παράδειγμα, στα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου γινόταν σφοδρή πολεμική κατά των αποφάσεων της Δ΄ οικουμενικής Συνόδου
(Χαλκηδόνα, 451) και υποστηριζόταν οι αιρετικές διδασκαλίες του Διοσκόρου και του Σεβήρου, εξορίστηκε δε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ηλίας και μερικοί κληρικοί
φυλακίσθηκαν, ο άγιος Σάββας, παρόλο που ήταν ήδη 70 χρονών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη (το 512) ως πρέσβυς υπέρ της διωκόμενης Εκκλησίας και του πατριάρχη.
Ενώ στην αρχή ο αυτοκράτορας ήταν σκληρός και αμετάπειστος, στο τέλος κάμφθηκε από τα επιχειρήματα του αγίου και την όλη ηθική του παράσταση• επανέφερε στον
πατριαρχικό θρόνο τον Ηλία και ελευθέρωσε τους κληρικούς.
Είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, υπερήλικας πλέον, χρειάστηκε να μεταβεί εκ νέου στην πρωτεύουσα Πόλη, ως απεσταλμένος του πατριάρχη Πέτρου (το 531), για να
υποστηρίξει εκκλησιαστικά και άλλα ζητήματα. Ήταν μάλιστα η φήμη της σοφίας και αγιότητός του τόσο διαδεδομένη και στην Κωνσταντινούπολη, ώστε και ο ίδιος ο
αυτοκράτορας, ο μέγας Ιουστινιανός, «περιχαρής γεγονώς, τους βασιλικούς δρόμωνας απέστειλεν εις συνάντησιν αυτού...». Ο ίδιος έσπευσε, προσκύνησε τον άγιο Σάββα
και με χαρά και δάκρυα φίλησε τη θεία του κεφαλή• και αφού ευλογήθηκε από τον άγιο, δέχθηκε από τα χέρια του τα αιτήματα της Παλαιστίνης• στη συνέχεια τον έπεισε να
πάει μαζί του στα ανάκτορα και να ευλογήσει και την αυγούστα Θεοδώρα.
Το μακάριο τέλος
Επιστρέφοντας στη Λαύρα του πλησίαζε και στο τέλος της επίγειας ζωής του. Ήταν ήδη 93 ετών. Την 5η Δεκεμβρίου του έτους 532 εκοιμήθη εν Κυρίω. Την εξόδιο Ακολουθία
του τέλεσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Πέτρος, συμπαραστατούμενος από πολλούς επισκόπους, ενώ πλήθος μοναχών και λαϊκών παρακολουθούσε τον πρόσκαιρο
αποχωρισμό. Το τίμιο λείψανο του κατατέθηκε «εν τη μεγίστη Λαύρα μεταξύ των δύο εκκλησιών », στο σημείο όπου είχε αξιωθεί πριν από χρόνια να δει «τον στύλον του πυρός».
Όταν το 548, 16 χρόνια μετά την ταφή του, ανοίχθηκε ο τάφος για να ενταφιασθεί και ο ηγούμενος Κασσιανός, οι μοναχοί διεπίστωσαν ότι η σορός του αγίου ήταν σώα και
αδιάφθορη. Γράφει ο βιογράφος του «... εύρον το σώμα του θείου πρεσβύτου σώον και αδιάλυτον πεφυλαγμένον• και θαυμάσας εδόξασα τον Θεόν τον δοξάσαντα τον δούλον
αυτού και τη αφθαρσία τιμήσαντα αυτόν προ της κοινής αναστάσεως και καθολικής».
Αργότερα το αδιάφθορο λείψανο του αγίου Σάββα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά την περίοδο της Λατινοκρατίας (13ος αιώνας) κάποιος Ενετός το έκλεψε και το
πήγε στη Βενετία όπου φυλασσόταν ακέραιο στον εκεί ιερό ναό του Αγίου Αντωνίου, μέχρι το έτος 1965, όποτε ανακομίσθηκε στην Ιερά Μονή του.
Στίχος
Ψυχὴν ὄπισθεν τοῦ Θεοῦ κολλῶν πάλαι, Ἔμπροσθεν αὐτοῦ νῦν παρίσταται Σάββας. Θεσπεσίοιο πόλου πέμπτῃ Σάββας ἐντὸς ἐσήχθη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ
οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασι, Σάββα Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Tῶν ὁσίων ἀκρότης καὶ ἀγγέλοις ἐφάμιλλος ὡς γὰρ ἡγιασμένος ἐδείχθης ἐκ παιδός, Σάββα ὅσιε. Οὐράνιον γὰρ βίον ἀπελθῶν, πρὸς ἔνθεον ζωὴν χειραγωγεῖς διὰ λόγου
τε καὶ πράξεως ἀληθοῦς, τοὺς πίστει ἐκβοῶντας σοι. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς ἀπὸ βρέφους τῷ Θεῷ θυσία ἄμωμος, προσενεχθεὶς δι᾽ ἀρετῆς, Σάββα μακάριε, τῷ σε πρὶν γεννηθῆναι ἐπισταμένῳ· ἐχρημάτισας Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα, πολιστής τε
τῆς ἐρήμου ἀξιέπαινος· διὸ κράζω σοι, Χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ
Τὸν βίον εὐσεβῶς, ἐπὶ τῆς γῆς ἐκτελέσας, δοχεῖον καθαρόν, σὺ τοῦ Πνεύματος ὤφθης, φωτίζων τοὺς ἐν πίστει σοι, προσιόντας Μακάριε· ὅθεν αἴτησαι, τὸν σόν Δεσπότην
φωτίσαι, τὰς ψυχὰς ἡμῶν, τῶν ἀνυμνούντων σε Σάββα, θεόφρον Πατὴρ ἡμῶν.
Ὁ Οἶκος
Σοφίας ὑπάρχων βλάστημα, Σάββα Ὅσιε, παιδιόθεν ἐπόθησας Σοφίαν τὴν ἐνυπόστατον· ἣ συνοικήσασά σοι, ἀπὸ γῆς σε ἐχώρισε, καὶ πρὸς ὕψος ἀνήγαγεν, ἐξ ἀΰλων
ἀνθέων πλέξασα στέφανον, καὶ τῇ σῇ ἐπιθεῖσα ἡγιασμένῃ κάρᾳ θεόφρον· ᾧπερ κεκοσμημένος, ἐξιλέωσαι τὸ Θεῖον, τοῦ δοθῆναί μοι σοφίαν λόγου ἐπαξίως, ὅπως
ἀνυμνήσω τὴν ἁγίαν σου κοίμησιν, ἣν ἐδόξασε Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· διὸ καὶ ἡμεῖς κράζομέν σοι· Χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.
Μεγαλυνάριον
Ὤφθης ὑποτύπωσις καὶ κανών, θεοφόρε Σάββα, ὡς τοῦ Πνεύματος θησαυρός, Ὁσίων Πατέρων, ῥυθμίζων καὶ ἰθύνων, πρὸς κλῆρον ἀφθαρσίας τοὺς πειθομένους σοι.