Μεταξύ των μυστηρίων της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, των θεοσύστατων δηλαδή τελετών που μεταδίδουν με αισθητά σημεία τη Χάρη του Θεού, είναι και αυτό της μετάνοιας ή εξομολογήσεως ή εξαγορεύσεως.
Με τον όρο «μετάνοια» εννοούμε την αλλαγή γνώμης, φρονήματος, τη μεταμέλεια, τη συνειδητοποίηση των αμαρτημάτων μας.
Μετάνοια εντοπίζουμε αρχικά στην Παλαιά Διαθήκη, ως κίνηση επιστροφής στο θέλημα του Θεού, μετά από παρακοή του περιουσίου λαού του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ειλικρινούς μετάνοιας είναι αυτό του προφητάνακτα Δαβίδ, που συναισθανόμενος την αμαρτωλότητά του, συνέθεσε το γνωστό ψαλμό της μετανοίας, ο οποίος όχι τυχαία αναγινώσκεται στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας.
Στην Καινή Διαθήκη ο Ιωάννης ο Πρόδρομος «εγένετο βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών» (Μάρκ. Α, 4).
Η θεμελίωση όμως του μυστηρίου της μετανοίας γίνεται από τον ίδιο το Θεάνθρωπο. Άλλωστε και μετά το βάπτισμα και ενώ ο βαπτισθείς καθαρίζεται από το προπατορικό αμάρτημα, μένει στον άνθρωπο η ροπή προς την αμαρτία. Για το λόγο αυτό ο Ιησούς Χριστός συνέστησε το μυστήριο της μετανοίας που το παραδίδει στους Αποστόλους και μέσω αυτών στους διαδόχους τους, τους επισκόπους. Είναι λοιπόν θεοσύστατη πράξη, κατά την οποία, εις τον ειλικρινώς μετανοούντα και εξομολογούμενο επέρχεται η συγχώρεση όλων των μετά το βάπτισμα αμαρτιών του και αξιώνεται να κοινωνήσει Σώμα και Αίμα Χριστού.
Με την εξομολόγηση λοιπόν, αυτός που μετανιώνει ειλικρινά για τα αμαρτήματά του, τα εξομολογείται στον πνευματικό της Εκκλησίας λειτουργό, λαμβάνει άφεση αμαρτιών από το Θεό, επιτυγχάνοντας τη συμφιλίωση με τον εαυτό του, το συνάνθρωπό του, και κύρια, με το Θεό και Δημιουργό του. Του δίνεται έτσι η ευκαιρία να απαρνηθεί το βεβαρημένο παρελθόν του και να αλλάξει τρόπο ζωής, να αναγεννηθεί. Ορθώς λοιπόν η μετάνοια χαρακτηρίζεται ως δεύτερο βάπτισμα.
Το ότι ο άνθρωπος βέβαια μπορεί να ζητεί από το Θεό άφεση αμαρτιών με την προσευχή είναι αναντίρρητο. Άλλωστε και ο Ιησούς Χριστός στην Κυριακή προσευχή μας παραδίδει σχετικά: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών».
Αυτό όμως δεν αναιρεί το ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως του οποίου συστατικά είναι η ειλικρινής μεταμέλεια και η εξομολόγηση των αμαρτιών στον ιερέα.
Στην αρχαία Εκκλησία η εξομολόγηση των αμαρτιών γινόταν δημόσια. Αργότερα, περίπου από τον τρίτο αιώνα, μετά το διωγμό του Δεκίου, ορίσθηκαν προσβύτεροι επί της μετανοίας.
Οι μετανοούντες στην αρχαία Εκκλησία, διακρίνονταν ανάλογα με τα αμαρτήματά τους σε 4 στάδια: των προσκλαιόντων ή χειμαζομένων, (έμεναν κατά τη Θ. Λειτουργία εκτός του ναού, στην αυλή), των ακροωμένων (έμεναν στο νάρθηκα με τους κατηχούμενους και απέρχονταν με αυτούς), των υποπιπτόντων (έμεναν εντός του ναού γονυκλινείς και δακρύοντες, απερχόμενοι με τους κατηχούμενους) και των συνισταμένων (έμεναν εντός του ναού, όρθιοι, με τους πιστούς). Κάθε στάδιο διαρκούσε από 1 ως 3 έτη ενώ η μείωση αυτού του χρονικού διαστήματος οριζόταν από τους επισκόπους.
Μετά την εξομολόγηση, ο ιερέας κατά τη δοθείσα σε αυτόν εξουσία, παρέχει την απόλυση, δηλ. την πλήρη άφεση των αμαρτιών και την επάνοδο εις την κατάσταση της χάριτος, αναγινώσκοντας στο μετανοούντα τη συγχωρητική ευχή ή επιβάλλοντας ορισμένα επιτίμια, συμβουλεύοντας και παρηγορώντας. Αναφέρεται βέβαια στη Γραφή ότι η αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος δεν συγχωρείται ούτε στον παρόντα ούτε και στο μέλλοντα αιώνα, κάτι που επαφίεται στην κατάσταση που έχει περιέλθει ο αμαρτάνων, διασύροντας πολλές φορές βάναυσα την αλήθεια του Θεού και ακυρώνοντας έτσι τη δυνατότητα συγχώρεσης.
Είναι σημαντικό ότι η άφεση των αμαρτιών παρέχεται για όλες τις εξομολογούμενες αμαρτίες μεγάλες και μικρές, γι’ αυτό και η αρχαία Εκκλησία κατεδίκασε όσους της αμφισβήτησαν το δικαίωμα αυτό (Μοντανιστές, Νοβατιανούς, Δονατιστές κ.α.). Χωρίς αμφιβολία, η πεποίθηση αυτή γεμίζει με χαρά και ανακούφιση κάθε άνθρωπο που νιώθει ότι βιώνει καθημερινά έναν άνισο αγώνα με την αμαρτία, προσπαθώντας να μην περιέλθει σε πνευματικό θάνατο και να μην χάσει την αληθινή σχέση του με το Θεό.
Άλλωστε και τα επιτίμια (κανόνες) που μπορεί να επιβάλλει ο ιερέας ως ιατρός ψυχών, (όπως η νηστεία, η προσευχή, η προσωρινή αποχή εκ της θείας μεταλήψεως, η ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων, η ελεημοσύνη και ό,τι άλλο κρίνεται πρόσφορο για την πνευματική ευστάθεια), μπορούν να λειτουργήσουν ως πνευματικά φάρμακα για να βοηθήσουν τον άνθρωπο στον πνευματικό του αγώνα κατά της αμαρτίας και να τον αναγεννήσουν πνευματικά. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα είδος ποινών για να ικανοποιηθεί η δικαιοσύνη του Θεού.
Για το μυστήριο της Μετανοίας εξάλλου έχει δημιουργηθεί ειδική ακολουθία, η ακολουθία των Εξομολογουμένων, που περιλαμβάνεται στο Ευχολόγιο της Εκκλησίας.
Διαπιστώνει λοιπόν κανείς ότι η πρόνοια του Θεού είναι στοιχείο υπαρκτό για κάθε άνθρωπο σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται. Ακόμα και για τους αδελφούς μας που έχουν φύγει από την παρούσα ζωή και δεν αξιοποίησαν από αμέλεια ή αδιαφορία το μυστήριο της μετανοίας, ως την έσχατη ελπίδα επιστροφής τους κοντά στο Θεό, η Εκκλησία μας, ως στοργική μητέρα τελεί τα ιερά μνημόσυνα προς όνηση(ωφέλεια) των ψυχών τους, την οποία βέβαια μόνον ο πανάγαθος Θεός ρυθμίζει και αποφασίζει.
Ο ιερός Χρυσόστομος βλέπει «τους ιερείς κεκτημένους εξουσίαν την οποία στερούνται και οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι, μόνος δε ο Υιός του Θεού κατέχει» ενώ κατά τον Κύριλλο Ιεροσολύμων, «η Εκκλησία δεν είναι μόνον διδασκαλείον αλλά και ιατρείον».
Το μυστήριο λοιπόν της μετανοίας καθίσταται πολύτιμο χάρισμα της Εκκλησίας για κάθε άνθρωπο, μέσω του οποίου έχει τη δυνατότητα να βρει τη θεραπεία της ψυχής και του σώματός του, την ανακούφιση, τη γαλήνη, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο του πνευματικού θανάτου. Αν αυτό γίνει κατανοητό μπορεί κανείς να αντιληφθεί γιατί πρέπει να προσερχόμεθα όσο το δυνατόν συχνότερα στο μυστήριο αυτό του θείου ελέους, ζητώντας από τον πανάγαθο Θεό συγχώρεση και ανανεώνοντας τη σχέση με τον ίδιο το Δημιουργό μας .
Με τον όρο «μετάνοια» εννοούμε την αλλαγή γνώμης, φρονήματος, τη μεταμέλεια, τη συνειδητοποίηση των αμαρτημάτων μας.
Μετάνοια εντοπίζουμε αρχικά στην Παλαιά Διαθήκη, ως κίνηση επιστροφής στο θέλημα του Θεού, μετά από παρακοή του περιουσίου λαού του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ειλικρινούς μετάνοιας είναι αυτό του προφητάνακτα Δαβίδ, που συναισθανόμενος την αμαρτωλότητά του, συνέθεσε το γνωστό ψαλμό της μετανοίας, ο οποίος όχι τυχαία αναγινώσκεται στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας.
Στην Καινή Διαθήκη ο Ιωάννης ο Πρόδρομος «εγένετο βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών» (Μάρκ. Α, 4).
Η θεμελίωση όμως του μυστηρίου της μετανοίας γίνεται από τον ίδιο το Θεάνθρωπο. Άλλωστε και μετά το βάπτισμα και ενώ ο βαπτισθείς καθαρίζεται από το προπατορικό αμάρτημα, μένει στον άνθρωπο η ροπή προς την αμαρτία. Για το λόγο αυτό ο Ιησούς Χριστός συνέστησε το μυστήριο της μετανοίας που το παραδίδει στους Αποστόλους και μέσω αυτών στους διαδόχους τους, τους επισκόπους. Είναι λοιπόν θεοσύστατη πράξη, κατά την οποία, εις τον ειλικρινώς μετανοούντα και εξομολογούμενο επέρχεται η συγχώρεση όλων των μετά το βάπτισμα αμαρτιών του και αξιώνεται να κοινωνήσει Σώμα και Αίμα Χριστού.
Με την εξομολόγηση λοιπόν, αυτός που μετανιώνει ειλικρινά για τα αμαρτήματά του, τα εξομολογείται στον πνευματικό της Εκκλησίας λειτουργό, λαμβάνει άφεση αμαρτιών από το Θεό, επιτυγχάνοντας τη συμφιλίωση με τον εαυτό του, το συνάνθρωπό του, και κύρια, με το Θεό και Δημιουργό του. Του δίνεται έτσι η ευκαιρία να απαρνηθεί το βεβαρημένο παρελθόν του και να αλλάξει τρόπο ζωής, να αναγεννηθεί. Ορθώς λοιπόν η μετάνοια χαρακτηρίζεται ως δεύτερο βάπτισμα.
Το ότι ο άνθρωπος βέβαια μπορεί να ζητεί από το Θεό άφεση αμαρτιών με την προσευχή είναι αναντίρρητο. Άλλωστε και ο Ιησούς Χριστός στην Κυριακή προσευχή μας παραδίδει σχετικά: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών».
Αυτό όμως δεν αναιρεί το ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως του οποίου συστατικά είναι η ειλικρινής μεταμέλεια και η εξομολόγηση των αμαρτιών στον ιερέα.
Στην αρχαία Εκκλησία η εξομολόγηση των αμαρτιών γινόταν δημόσια. Αργότερα, περίπου από τον τρίτο αιώνα, μετά το διωγμό του Δεκίου, ορίσθηκαν προσβύτεροι επί της μετανοίας.
Οι μετανοούντες στην αρχαία Εκκλησία, διακρίνονταν ανάλογα με τα αμαρτήματά τους σε 4 στάδια: των προσκλαιόντων ή χειμαζομένων, (έμεναν κατά τη Θ. Λειτουργία εκτός του ναού, στην αυλή), των ακροωμένων (έμεναν στο νάρθηκα με τους κατηχούμενους και απέρχονταν με αυτούς), των υποπιπτόντων (έμεναν εντός του ναού γονυκλινείς και δακρύοντες, απερχόμενοι με τους κατηχούμενους) και των συνισταμένων (έμεναν εντός του ναού, όρθιοι, με τους πιστούς). Κάθε στάδιο διαρκούσε από 1 ως 3 έτη ενώ η μείωση αυτού του χρονικού διαστήματος οριζόταν από τους επισκόπους.
Μετά την εξομολόγηση, ο ιερέας κατά τη δοθείσα σε αυτόν εξουσία, παρέχει την απόλυση, δηλ. την πλήρη άφεση των αμαρτιών και την επάνοδο εις την κατάσταση της χάριτος, αναγινώσκοντας στο μετανοούντα τη συγχωρητική ευχή ή επιβάλλοντας ορισμένα επιτίμια, συμβουλεύοντας και παρηγορώντας. Αναφέρεται βέβαια στη Γραφή ότι η αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος δεν συγχωρείται ούτε στον παρόντα ούτε και στο μέλλοντα αιώνα, κάτι που επαφίεται στην κατάσταση που έχει περιέλθει ο αμαρτάνων, διασύροντας πολλές φορές βάναυσα την αλήθεια του Θεού και ακυρώνοντας έτσι τη δυνατότητα συγχώρεσης.
Είναι σημαντικό ότι η άφεση των αμαρτιών παρέχεται για όλες τις εξομολογούμενες αμαρτίες μεγάλες και μικρές, γι’ αυτό και η αρχαία Εκκλησία κατεδίκασε όσους της αμφισβήτησαν το δικαίωμα αυτό (Μοντανιστές, Νοβατιανούς, Δονατιστές κ.α.). Χωρίς αμφιβολία, η πεποίθηση αυτή γεμίζει με χαρά και ανακούφιση κάθε άνθρωπο που νιώθει ότι βιώνει καθημερινά έναν άνισο αγώνα με την αμαρτία, προσπαθώντας να μην περιέλθει σε πνευματικό θάνατο και να μην χάσει την αληθινή σχέση του με το Θεό.
Άλλωστε και τα επιτίμια (κανόνες) που μπορεί να επιβάλλει ο ιερέας ως ιατρός ψυχών, (όπως η νηστεία, η προσευχή, η προσωρινή αποχή εκ της θείας μεταλήψεως, η ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων, η ελεημοσύνη και ό,τι άλλο κρίνεται πρόσφορο για την πνευματική ευστάθεια), μπορούν να λειτουργήσουν ως πνευματικά φάρμακα για να βοηθήσουν τον άνθρωπο στον πνευματικό του αγώνα κατά της αμαρτίας και να τον αναγεννήσουν πνευματικά. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα είδος ποινών για να ικανοποιηθεί η δικαιοσύνη του Θεού.
Για το μυστήριο της Μετανοίας εξάλλου έχει δημιουργηθεί ειδική ακολουθία, η ακολουθία των Εξομολογουμένων, που περιλαμβάνεται στο Ευχολόγιο της Εκκλησίας.
Διαπιστώνει λοιπόν κανείς ότι η πρόνοια του Θεού είναι στοιχείο υπαρκτό για κάθε άνθρωπο σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται. Ακόμα και για τους αδελφούς μας που έχουν φύγει από την παρούσα ζωή και δεν αξιοποίησαν από αμέλεια ή αδιαφορία το μυστήριο της μετανοίας, ως την έσχατη ελπίδα επιστροφής τους κοντά στο Θεό, η Εκκλησία μας, ως στοργική μητέρα τελεί τα ιερά μνημόσυνα προς όνηση(ωφέλεια) των ψυχών τους, την οποία βέβαια μόνον ο πανάγαθος Θεός ρυθμίζει και αποφασίζει.
Ο ιερός Χρυσόστομος βλέπει «τους ιερείς κεκτημένους εξουσίαν την οποία στερούνται και οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι, μόνος δε ο Υιός του Θεού κατέχει» ενώ κατά τον Κύριλλο Ιεροσολύμων, «η Εκκλησία δεν είναι μόνον διδασκαλείον αλλά και ιατρείον».
Το μυστήριο λοιπόν της μετανοίας καθίσταται πολύτιμο χάρισμα της Εκκλησίας για κάθε άνθρωπο, μέσω του οποίου έχει τη δυνατότητα να βρει τη θεραπεία της ψυχής και του σώματός του, την ανακούφιση, τη γαλήνη, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο του πνευματικού θανάτου. Αν αυτό γίνει κατανοητό μπορεί κανείς να αντιληφθεί γιατί πρέπει να προσερχόμεθα όσο το δυνατόν συχνότερα στο μυστήριο αυτό του θείου ελέους, ζητώντας από τον πανάγαθο Θεό συγχώρεση και ανανεώνοντας τη σχέση με τον ίδιο το Δημιουργό μας .