Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Η Ζωή της Θεοτόκου

Οι γονείς της

Η Θε­ο­τό­κος ή­ταν κό­ρη του πλού­σιου κτη­νο­τρό­φου Ι­ω­α­κείμ και της Άν­νας, που κα­τα­γό­ταν α­πό το βα­σι­λι­κό γέ­νος του Δαυίδ.
Ε­πει­δή ο Ι­ω­α­κείμ και η Άν­να ή­ταν ά­τε­κνοι (η Άν­να ή­ταν στεί­ρα), πα­ρα­κα­λού­σαν για πολ­λά χρό­νια το Θε­ό να τους χα­ρί­σει έ­να παι­δί, με την υ­πό­σχε­ση ό­τι το παι­δί που θα γεν­νη­θεί, θα το α­φι­ε­ρώ­σουν σ' Αυ­τόν. Πρέ­πει να ση­μει­ω­θεί ό­τι η α­τε­κνί­α την ε­πο­χή ε­κεί­νη ή­ταν ντρο­πή-κα­τά­ρα για έ­να αν­δρό­γυ­νο και ό­λοι τους πε­ρι­φρο­νού­σαν μέ­σα στην κοι­νω­νί­α. Α­κό­μα και οι ι­ε­ρείς δεν δέ­χον­ταν τα δώ­ρα που πρό­σφε­ραν στο να­ό του Θε­ού, λό­γω της α­τε­κνί­ας τους. Εξ αι­τί­ας αυ­τού η μεν Άν­να πή­γε μέ­σα στον κή­πο τους, ο δε Ι­ω­α­κείμ α­νέ­βη­κε στο βου­νό και ε­κεί με δά­κρυ­α πα­ρα­κα­λού­σαν το Θε­ό να τους χα­ρί­σει έ­να παι­δί και να λύ­σει την α­τε­κνί­α τους. Και ο Θε­ός τους προ­μή­νυ­σε με τον αρ­χάγ­γε­λό Του Γα­βρι­ήλ ό­τι θα συλ­λά­βει η πρώ­ην ά­γο­νος και στεί­ρα Άν­να και θα γεν­νή­σει παι­δί ά­γιο.
Πράγ­μα­τι η Άν­να συ­νέ­λα­βε, και γέν­νη­σε τη Βα­σί­λισ­σα του κό­σμου. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός αυ­τό της συλ­λή­ψε­ως στις 9 Δε­κεμ­βρί­ου.

Η Γέννηση της Θεοτόκου

Έ­τσι λοι­πόν συ­νε­λή­φθη και γεν­νή­θη­κε η α­γί­α Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α· Σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση, η Πα­να­γί­α γεν­νή­θη­κε στην Ι­ε­ρου­σα­λήμ. Μά­λι­στα οι πα­τέ­ρες της α­γι­ο­τα­φι­κής α­δελ­φό­τη­τας δεί­χνουν στους προ­σκυ­νη­τές τον τό­πο γέν­νη­σης της Θε­ο­τό­κου, που βρί­σκε­ται κον­τά στην προ­βα­τι­κή κο­λυμ­βή­θρα. Ο­νο­μά­στη­κε Μα­ριάμ (Μα­ρί­α ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νο) που ση­μαί­νει Κυ­ρί­α, Ελ­πί­δα.
Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει τη γέν­νη­ση της Θε­ο­τό­κου στις 8 Σε­πτεμ­βρί­ου.

Η Είσοδος της Θεοτόκου στον Ναό

Ό­ταν η Μα­ρί­α έ­φθα­σε τον τρί­το χρό­νο της η­λι­κί­ας της, την έ­φε­ραν οι γο­νείς της -σύμ­φω­να με την υ­πό­σχε­σή τους-στο Να­ό, και την πα­ρέ­δω­σαν στους ι­ε­ρείς. Σύμ­φω­να με το έ­θι­μο, τη συ­νό­δευ­σαν λαμ­πα­δο­φο­ρού­σες «παρ­θέ­ναι των Ε­βραί­ων».
Α­φού την πα­ρέ­λα­βε ο ι­ε­ρέ­ας και προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας, πα­τέ­ρας του Ι­ω­άν­νου Προ­δρό­μου, κι­νού­με­νος α­πό τη θεί­α βου­λή, την ο­δή­γη­σε στο ε­σω­τε­ρι­κό και α­γι­ώ­τε­ρο μέ­ρος του Να­ού, στα ά­για των Α­γί­ων. Ε­κεί έ­ζη­σε δώ­δε­κα χρό­νια και α­ξι­ω­νό­ταν κα­θη­με­ρι­νά θεί­ες φα­νε­ρώ­σεις, ε­νώ θεί­ος άγ­γε­λος-ο Αρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ-της έ­φερ­νε συ­νε­χώς ου­ρά­νια τρο­φή. Έ­τσι, ζών­τας μέ­σα στο χώ­ρο της α­γι­ό­τη­τας, ε­τοι­μα­ζό­ταν ο «έμ­ψυ­χος να­ός εις κα­τοί­κη­σιν του Κυ­ρί­ου».
η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός με την ε­ορ­τή των Ει­σο­δί­ων στις 21 Νο­εμ­βρί­ου.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

Ό­ταν η Μα­ρί­α έ­γι­νε δε­κα­πέν­τε ε­τών, οι γο­νείς της εί­χαν κοι­μη­θεί, γι' αυ­τό οι ι­ε­ρείς φρόν­τι­σαν να την α­πο­κα­τα­στή­σουν. Προ­έ­κρι­ναν ως κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο τον δί­και­ο Ι­ω­σήφ. Η Γρα­φή τον ο­νο­μά­ζει Δί­και­ο, που ση­μαί­νει πως εί­χε ό­λες τις α­ρε­τές. Ο Γέ­ρον­τας Ι­ω­σήφ ή­ταν χή­ρος και πα­τέ­ρας με ε­πτά παι­διά α­πό άλ­λη γυ­ναί­κα. Αυ­τά εί­ναι τα «θε­τά» αδέλφια του Ι­η­σού και ό­χι παι­διά της Θε­ο­τό­κου, η ο­ποί­α εί­ναι Α­ει­πάρ­θε­νος, πα­ρέ­μει­νε δη­λα­δή Παρ­θέ­νος και με­τά τη γέν­νη­ση του Κυ­ρί­ου. Έ­τσι ο αρ­ρα­βώ­νας ή­ταν α­πα­ραί­τη­τος, για να κα­λυ­φθεί η υ­περ­φυ­σι­κή γέν­νη­ση του Ι­η­σού με την πα­ρου­σί­α του Ι­ω­σήφ.
Ο Ι­ω­σήφ πα­ρέ­λα­βε τη Μα­ριάμ και ήρ­θε στη Να­ζα­ρέτ. Τον τέ­ταρ­το μή­να με­τά την έ­ξο­δό της α­π' το Να­ό, ο Αρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ πα­ρου­σι­ά­στη­κε μπρο­στά της λέ­γον­τάς: «Χαί­ρε, κε­χα­ρι­τω­μέ­νη, ο Κύ­ριος με­τά σου, ευ­λο­γη­μέ­νη συ εν γυ­ναι­ξί..­.­».
Η Μα­ριάμ α­κού­γον­τας το χαι­ρε­τι­σμό τα­ρά­χτη­κε. «Μη φο­βά­σαι» της λέ­γει ο Αρ­χάγ­γε­λος. Εύ­ρες γαρ χά­ριν πα­ρά τω Θε­ώ. Γι' αυ­τό θα συλ­λά­βεις και θα γεν­νή­σεις Υι­ό και θα τον ο­νο­μά­σεις Ι­η­σού».
Η Παρ­θέ­νος στο ά­κου­σμα αυ­τό ρω­τά­ει τον άγ­γε­λο: Πως θα γί­νει αυ­τό, α­φού δεν γνω­ρί­ζω άν­τρα;­ Και ο άγ­γε­λος της λύ­νει την α­πο­ρί­α λέ­γον­τάς της: «Θα έλ­θει σε σέ­να το Ά­γιο Πνεύ­μα και θα σε σκε­πά­σει η Δύ­να­μη του Υ­ψί­στου».
Τό­τε η Παρ­θέ­νος, α­πο­κρί­θη­κε προς τον άγ­γε­λο: «Να η δού­λη του Κυ­ρί­ου, ας γί­νει σ' ε­μέ­να σύμ­φω­να με τον λό­γο σου».
Α­πό ε­κεί­νη τη στιγ­μή ο Κύ­ριος μας Ι­η­σούς Χρι­στός σαρ­κώ­θη­κε από την αειπάρθενο Μα­ρί­α για τη σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­πι­νου γέ­νους. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό στις 25 Μαρ­τί­ου.

Η Μαριάμ επισκέπτεται την Ελισάβετ

Η μα­κα­ρί­α Παρ­θέ­νος Μα­ριάμ, έ­χον­τας μέ­σα στα σπλά­χνα της τον Ιησού, έ­φυ­γε βι­α­στι­κά α­πό τη Να­ζα­ρέτ για κά­ποι­α πό­λη στα ο­ρει­νά της Ι­ου­δαί­ας, ό­που κα­τοι­κού­σε το ευ­λο­γη­μέ­νο αν­δρό­γυ­νο, ο Ζα­χα­ρί­ας με την Ε­λι­σά­βετ. Σκο­πός της ή­ταν να βρει την Ε­λι­σά­βετ, που ή­ταν συγ­γε­νής της, και να την συγ­χα­ρεί για την εγ­κυ­μο­σύ­νη της γε­ρον­τι­κής της η­λι­κί­ας, την ο­ποί­α πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε α­πό τον άγ­γε­λο. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ό­μως ή­θε­λε να της δι­η­γη­θεί τα με­γά­λα και θαυ­μα­στά που ευ­δό­κη­σε και έ­κα­με σ' αυ­τήν ο παν­το­δύ­να­μος Θε­ός. Η Ε­λι­σά­βετ μό­λις ά­κου­σε τον χαι­ρε­τι­σμό της Παρ­θέ­νου αι­σθάν­θη­κε ό­τι το ε­ξά­μη­νο βρέ­φος στα σπλά­χνα της σκίρ­τη­σε α­πό χα­ρά. Α­μέ­σως τό­τε η γε­ρόν­τισ­σα Ε­λι­σά­βετ, με το φω­τι­σμό του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, αναγνώρισε την Παρ­θέ­νο Μα­ριάμ σαν Μη­τέ­ρα του Κυ­ρί­ου και Θε­ού μας και δο­ξο­λό­γη­σε με­γα­λό­φω­να τον Σωτήρα που έ­φε­ρε στα σπλά­χνα της.
Στη συ­νέ­χεια η Μα­ριάμ έ­μει­νε τρεις μή­νες κον­τά στην Ε­λι­σά­βετ, και έ­πει­τα ε­πέ­στρε­ψε στο σπί­τι της.

Οι αμφιβολίες του Ιωσήφ.

Ο Ι­ω­σήφ, με­τά α­πό λί­γο και­ρό, προ­βλη­μα­τί­ζε­ται έν­το­να δι­ό­τι ερ­μη­νεύ­ον­τας αν­θρώ­πι­να την α­δι­και­ο­λό­γη­τη εγ­κυ­μο­σύ­νη της Πα­να­γί­ας, α­πο­φα­σί­ζει να την δι­ώ­ξει. Ε­πει­δή ή­ταν «δί­και­ος», δεν ή­θε­λε να την δι­α­πομ­πεύ­σει πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά, ό­πως προ­έ­βλε­πε ο νό­μος.
Τό­τε πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στον Ι­ω­σήφ άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου και του λέ­ει ότι, το παιδί θα γεννηθεί από Πνεύμα Άγιο. Έ­τσι ο Ι­ω­σήφ έ­κα­νε ό­πως τον δι­έ­τα­ξε ο άγ­γε­λος και πα­ρέ­λα­βε την Παρ­θέ­νο στο σπί­τι του.

Το ταξίδι στη βηθλεέμ και η γέννησις του Κυρίου

Με το δι­ά­ταγ­μα του αυ­το­κρά­το­ρα Καί­σα­ρα Αυ­γού­στου να α­πο­γρα­φεί ό­λος ο πλη­θυ­σμός που ή­ταν κά­τω α­πό την Ρω­μα­ϊ­κή κυ­ρι­αρ­χί­α, ο Ι­ω­σήφ και η εγ­κυ­μο­νού­σα Μα­ριάμ έ­πρε­πε να α­πο­γρα­φούν στον τό­πο της κα­τα­γω­γής τους, στη Βη­θλε­έμ της Ι­ου­δαί­ας. Έ­τσι ύ­στε­ρα α­πό έ­να κου­ρα­στι­κό τα­ξί­δι, φθά­νουν στη Βη­θλε­έμ.
Λό­γω της πλη­θώ­ρας των α­πο­γρα­φο­μέ­νων, δε βρί­σκουν που­θε­νά κα­τά­λυ­μα παρά μό­νο σ' έ­να σταύ­λο βρή­καν λί­γο χώ­ρο. Ε­κεί θέ­λη­σε να γεν­νη­θεί ο φι­λάν­θρω­πος και τα­πει­νός Κύ­ριος, ο Λυ­τρω­τής του κό­σμου, ό­που και τον σπαρ­γά­νω­σε η Θε­ο­τό­κος σε μια φάτ­νη των ζώ­ων για να ζε­στα­θεί. Ε­κεί τον προ­σκύ­νη­σαν και οι ποι­μέ­νες (βοσκοί).

Μετά τη γέννηση του Κυρίου

Σε ο­κτώ μέ­ρες α­πό τη γέν­νη­ση, η Παρ­θέ­νος και ο Ι­ω­σήφ έ­κα­ναν, σύμ­φω­να με το νό­μο, την πε­ρι­το­μή του παι­διού και του έ­δω­σαν το ό­νο­μα «­Ιησούς».
Σα­ράν­τα μέ­ρες με­τά τη γέν­νη­σή Του, ο Ι­η­σούς σύμ­φω­να με τον Ι­ου­δα­ϊ­κό νό­μο ο­δη­γεί­ται για πρώ­τη φο­ρά στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα, στο να­ό του Θε­ού, για να σα­ραν­τί­σει. Η Παρ­θέ­νος ε­δώ συ­ναν­τά τον πρε­σβύ­τη Συ­με­ών, που πα­ρα­κα­λού­σε το Θε­ό να μην πε­θά­νει πριν δει το Μεσ­σί­α. Με­τά κοι­τά­ζει τη Θε­ο­τό­κο και της λέ­γει ότι: «ο Ιησούς θα γί­νει αι­τί­α να πέ­σουν και να ση­κω­θούν πολ­λοί στο Ισ­ρα­ήλ και θα προ­κα­λέ­σει δι­χο­γνω­μί­α». Και συ­νε­χί­ζει για την Πα­να­γί­α: «και σέ­να την ψυ­χή σου θα την δι­α­πε­ρά­σει πό­νος ο­ξύς, σα σπα­θιά», υ­πο­νο­ών­τας τη σταύ­ρω­ση του Γιου της.

Η Προσκύνηση των Μάγων και η φυγή στην Αίγυπτο

Με­τά τη γέν­νη­ση του Ι­η­σού και τον σα­ραν­τι­σμό, η Θε­ο­τό­κος με τον Ι­ω­σήφ πα­ρέ­μει­ναν στη Βη­θλε­έμ. Στο δι­ά­στη­μα αυ­τό, μάγοι από την Ανατολή ήρθαν να προσκυνήσουν το Σωτήρα του κόσμου.
Με­τά την προ­σκύ­νη­ση του Κυ­ρί­ου, οι Μά­γοι ε­πι­στρέ­φουν στην πα­τρί­δα τους, για­τί άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου τους ει­δο­ποί­η­σε να φύ­γουν α­πό άλ­λο δρό­μο και να μη πά­νε στον Η­ρώ­δη, που ή­θε­λε να σκο­τώ­σει τον Ι­η­σού.
Πριν ο Η­ρώ­δης δι­α­τά­ξει τη σφα­γή των νη­πί­ων, άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σε όνειρο στον Ι­ω­σήφ και του λέ­γει: «Να πά­ρεις το παι­δί και τη μη­τέ­ρα Του και να φύ­γεις στην Αί­γυ­πτο. Ο Η­ρώ­δης θέ­λει να σκο­τώ­σει το παι­δί». Πράγ­μα­τι, ο Ι­ω­σήφ πήρε τη Θε­ο­τό­κο και το παιδί και έ­φυ­γαν μέ­σα στο σκο­τά­δι. Έ­φτα­σαν στην Αί­γυ­πτο και έ­μει­ναν ε­κεί μέ­χρι το θά­να­το του Η­ρώ­δη. Σή­με­ρα στο πα­λι­ό Κάιρο, κον­τά στο μο­να­στή­ρι του Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, βρί­σκε­ται το σπή­λαι­ο με το πη­γά­δι, ό­που έ­μει­νε η α­γί­α οι­κο­γέ­νεια κα­τά τη διά­ρκεια της δι­α­μο­νής της στην Αί­γυ­πτο.
Με­τά το θά­να­το του Η­ρώ­δη και ύ­στε­ρα α­πό ει­δο­ποί­η­ση του αγ­γέ­λου η α­γί­α οι­κο­γέ­νεια ε­πέ­στρε­ψε, ό­που εγ­κα­τα­στά­θη­κε και πά­λι στη Να­ζα­ρέτ.

Τα χρόνια της διδασκαλίας του Ιησού

Η Θε­ο­τό­κος α­κο­λού­θη­σε τον Ι­η­σού σ' ό­λες τις ευ­αγ­γε­λι­κές Του ο­δοι­πο­ρί­ες κα­τά τη διά­ρκεια της δη­μό­σιας ζω­ής Του, με­τά τη βά­πτι­σή Του. Είχε ό­μως πάν­το­τε σι­ω­πη­λή πα­ρου­σί­α και κινιόταν με υ­πα­κο­ή και πλή­ρη εμ­πι­στο­σύ­νη στον Θε­άν­θρω­πο Κύ­ριο και Υι­ό της.
Τε­λευ­ταί­οι λό­γοι της Πα­να­γί­ας πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στα Ευ­αγ­γέ­λια στον γά­μο της Κα­νά. Εκεί είχε ένα διάλογο με τον Ιησού ε­πει­δή έ­λει­ψε το κρα­σί. Με­τά α­πό λί­γο συ­νέ­βη η θαυ­μα­στή με­τα­τρο­πή του νε­ρού σε κρα­σί, το πρώ­το θαύ­μα της δη­μό­σιας ζω­ής του Κυ­ρί­ου μας.

Σταύρωση και Ανάσταση του Ιησού

Η Μαρία κατά τη Σταύρωση του Ιησού βρίσκεται πά­νω στο Γολ­γο­θα μαζί με τη Μα­ρί­α του Κλω­πά και τη Μα­ρί­α τη Μα­γδα­λη­νή. Ευ­ρι­σκό­με­νη κά­τω α­π' τον Σταυ­ρό, αι­σθά­νε­ται σαν να τη δι­α­περ­νά ρομ­φαί­α, κα­τά την προ­φη­τεί­α του α­γί­ου Συ­με­ών. Ου­σι­α­στι­κά δεν συμ­πα­ρί­στα­ται μό­νο στο δρά­μα αλ­λά συμ­με­τέ­χει στον πό­νο του Γιου της και Θε­ού της. Δι­πλός ο πό­νος και η πί­κρα.
Σι­ω­πη­λή α­κού­ει τα λόγια του Ιησού: «Γυναίκα, να ο γιός σου» και να της δεί­χνει τον α­γα­πη­μέ­νο του μα­θη­τή Ι­ω­άν­νη. Και να λέ­ει στο μα­θη­τή του: «Να η μητέρα σου». Ο Ιωάννης α­πό την ώ­ρα ε­κεί­νη, πή­ρε την Πα­να­γί­α στο σπί­τι του, για να την προ­στα­τέ­ψει σαν μη­τέ­ρα του.
Την ε­πο­μέ­νη του Σαβ­βά­του προς την Κυ­ρια­κή η Πα­να­γί­α μα­ζί με τις άλ­λες μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναί­κες πή­γαν στον τά­φο του Ι­η­σού να Τον α­λεί­ψουν με α­ρώ­μα­τα. Μό­λις έ­φτα­σαν στον τά­φο, εί­δαν τον άγ­γε­λο Κυ­ρί­ου και το κε­νό μνή­μα και πρώ­τη ά­κου­σε το χαρ­μό­συ­νο γε­γο­νός της Α­νά­στα­σης. Ό­ταν ε­πέ­στρε­φαν α­πό τον τά­φο, πρώ­τη τον αντίκρισε και τον προ­σκύ­νη­σε, κα­θώς φα­νε­ρώ­θη­κε ο Κύ­ριος λέ­γον­τας τον πρώ­το λό­γο Του με­τά την Ανάσταση.
Α­πό τις πρά­ξεις των Α­πο­στό­λων γνω­ρί­ζου­με ό­τι η Πα­να­γί­α πα­ρέ­μει­νε κον­τά τους μέ­χρι την η­μέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής. Κα­τό­πιν βέ­βαι­α, σύμ­φω­να με την α­πο­στο­λι­κή πα­ρά­δο­ση, η Θε­ο­τό­κος α­πό το σπί­τι της στη Γεθ­ση­μα­νή, πάν­το­τε στή­ρι­ζε, συμ­βού­λευ­ε και προ­σευ­χό­ταν για την πρώ­τη Εκκλησία και τους α­γί­ους α­πο­στό­λους που ευ­αγ­γε­λί­ζον­ταν την οι­κου­μέ­νη.

Κοίμηση της Θεοτόκου

Όπως είναι γνωστό, επάνω από το Σταυρό ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, έδωσε εντολή και την Παναγία μητέρα του παρέλαβε ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής στο σπίτι του, όπου διέμενε μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τη μητέρα του Σαλώμη, συγγενή της Θεοτόκου. Όταν ήλθε η στιγμή να τελειώσει την επίγεια ζωή της, άγγελος Κυρίου (η παράδοση λέει ότι ήταν ο Aρχάγγελος Γαβριήλ) της το έκανε γνωστό τρεις μέρες πριν.
Η χαρά της Θεοτόκου υπήρξε μεγάλη, διότι θα συναντούσε το μονογενή της Υιό και Θεό όλων των ανθρώπων. Πήγε, λοιπόν, και προσευχήθηκε στο όρος των Ελαίων, όπου συνήθιζε να προσεύχεται και ο Κύριος Ιησούς. Έπειτα, γύρισε στο σπίτι του Ιωάννη, όπου έκανε γνωστή την επικείμενη κοίμηση της.
Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ήμερα από την εμφάνιση του αγγέλου, λίγο πριν κοιμηθεί η Θεοτόκος, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε, ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμηση της. Mαζί δε με τους Aποστόλους ήλθε και ο Aρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Iερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Aπόστολος Tιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Iεράρχες.
Όταν εκοιμήθη, με ψαλμούς και ύμνους την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανή. Eπειδή, κατά θεία οικονομία, ένας από τους Aποστόλους (ο Θωμάς όπως λέει η παράδοση) δεν ήταν παρών στην κηδεία της Θεομήτορος, ζήτησε να ανοιχτεί ο τάφος ώστε να προσκυνήσει και αυτός το Σώμα της Θεοτόκου.
Έτσι, μετά από τρεις ήμερες, άνοιξαν τον τάφο και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Παναγία αναστήθηκε σωματικά και ανελήφθη στους ουρανούς. Και βέβαια, όλη η ανθρωπότητα, με ευγνωμοσύνη για τις πρεσβείες της στο Σωτήρα Χριστό.
Η Πα­να­γί­α ό­ταν μπή­κε στο Να­ό ή­ταν τρι­ών ε­τών· έ­μει­νε στο ι­ε­ρό δώ­δε­κα χρό­νια, δε­κα­πέν­τε ε­τών· τρεις μή­νες α­φού βγή­κε α­πό το ι­ε­ρό μέ­χρι τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό και εν­νέ­α μή­νες κυ­ο­φο­ρί­α, δε­κα­έ­ξη ε­τών γεν­νά τον Χρι­στό. Έ­ζη­σε με τον Χρι­στό τριά­ντα δύ­ο χρό­νους, ά­ρα σα­ραν­τα­ο­κτώ ε­τών ζει την Σταύ­ρω­ση, την Α­νά­στα­ση και την Α­νά­λη­ψή Του. Έ­ζη­σε με­τά α­π' την Πεν­τη­κο­στή άλ­λα έν­τε­κα χρό­νια και ε­κοι­μή­θη στη Γεθσημανή, σε ηλικία πενήντα εννέα ετών. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός αυ­τό της κοίμησης στις 15 Αυγούστου.

Πως η εκκλησία τιμάει τη Θεοτόκο

Η ευγνωμοσύνη, ή εμπιστοσύνη και ή αγάπη του πιστού λαού στην Παναγία αποτυπώνονται στην υμνογραφία, στη λαογραφία, στην τέχνη και στη λατρεία.
Πολλές εκκλησίες και μοναστήρια είναι αφιερωμένα στη Θεοτόκο. Προς τιμήν της φιλοτεχνήθηκαν πλήθος ιερές εικόνες. Άλλα και ύμνοι, τροπάρια, ακολουθίες και εορτές έχουν την αναφορά τους στη Θεομήτορα. Πολλά ιερά προσκυνήματα είναι καθιδρυμένα σε περιοχές, πού σχετίζονται με θαύματα της Παναγίας. Σε παραδόσεις, δοξασίες και λαϊκές παροιμίες τ' όνομα της Θεοτόκου αναφέρεται με εξαιρετική τιμή και ευλάβεια.
Από τις πολλές γιορτές προς τιμήν της οι κυριότερες είναι: Η Γέννηση (8 Σεπτεμβρίου), τα Εισόδια, η αφιέρωσή της στο Ναό (21 Νοεμβρίου), η Σύναξις της Θεοτόκου, συνολική τιμητική μνήμη (26 Δεκεμβρίου), ο Ευαγγελισμός (25 Μαρτίου), η Κοίμηση (15 Αυγούστου).
Εκτός από τις βασικές θεομητορικές εορτές, ή ζωή της εκκλησίας και ή λαϊκή ευσέβεια έχουν προσθέσει και άλλες πολλές, πού σχετίζονται με θαυμαστές ενέργειες της Θεομήτορος, με εγκαινιασμούς ναών της ή με ευρέσεις θαυματουργών εικόνων της. Τα πολλά αφιερώματα, με τα οποία είναι κατάφορτες οι θεομητορικές εικόνες, αποτελούν μία ακόμη απόδειξη της λαϊκής ευγνωμοσύνης απέναντι της. Κάθε τόπος έχει και μία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, καθεμιά με την ιστορία και τους θρύλους της, πού δημιουργούν ατμόσφαιρα θρησκευτικού μυστηρίου.
Από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες πού αναφέρονται στην Παναγία, οι πιο δημοφιλείς είναι οι Χαιρετισμοί της μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο Ακάθιστος Ύμνος (κάθε Παρασκευή βράδυ τις 5 πρώτες εβδομάδες της Μ. Τεσσαρακοστής πριν το Πάσχα) και οι Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου.
Στη Θεοτόκο δόθηκαν πολλές επωνυμίες, επίθετα εκφραστικά και κάποτε παράδοξα, πού αντιστοιχούν στις ιδιότητες της, στους εικονογραφικούς της τύπους, στον χρόνο των εορτών της κ. ά. Τέτοιες ονομασίες είναι: Μεγαλόχαρη, Οδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Ελευθερώτρια, Γοργοϋπήκοος, Καρδιώτισσα, Πορταίτισσα, Προυσιώτισσα, Φανερωμένη, Ζωοδόχος Πηγή, Μυρτιδιώτισσα κλπ.

Τα θαύματα της Θεοτόκου

Τα θαύματα της Παναγίας προέρχονται από διάφορες πηγές. Με τα θαύματα η Θεοτόκος έρχεται σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους και τα προβλήματα τους. Συχνά εμφανίζεται στον ύπνο ή σε έγρήγορση. Άλλοτε ή παρουσία της γίνεται αισθητή μόνο με τη φωνή ή με κάποια ευωδιά.
Με όλους αυτούς τους τρόπους επεμβαίνει θαυματουργικά και θεραπεύει αρρώστιες, ενθαρρύνει πολεμιστές, ικανοποιεί ανάγκες, σώζει από κινδύνους, δίνει λύσεις σε προβλήματα και αδιέξοδα. Άλλοτε πάλι καθοδηγεί για την εύρεση ιερών της εικόνων και άλλοτε ευαγγελίζεται ευεργεσίες ή, αντίθετα, προμηνύει συμφορές. Με ανάλογο τρόπο στιγματίζει την αταξία και ασέβεια ή βραβεύει την αρετή. Τέλος, οδηγεί στη μετάνοια, μεταστρέφει αλλόθρησκους και τιμωρεί παραδειγματικά τους βλάσφημους. Η ζωντανή όμως αυτή παρουσία της Θεοτόκου τόσο στην ατομική όσο και την κοινή ζωή των χριστιανών, για να γίνει αντιληπτή και αποδεκτή, προϋποθέτει και εξίσου ζωντανή πίστη.