Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Τα θαύματα της Παναγίας


Η ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου (1η καί, ἀργότερα, 28η Ὀκτωβρίου) ἀντλεῖ τὴν ὑπόθεσή της ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ. Ἡ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου στὸν ὅσιο ἔγινε ἀφορμὴ νὰ καθιερωθεῖ ἡ ἑορτὴ αὐτή.
Τὸ περιστατικὸ συνέβη στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, στὸ παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σωροῦ, ὅπου φυλάσσονταν ἡ ἐσθήτα, ὁ πέπλος καὶ μέρος τῆς ζώνης τῆς Θεοτόκου.
Στὸ παρεκκλήσιο αὐτὸ γινόταν κάποτε ὁλονυκτία. Ἐκεῖ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του ἅγιο Έπιφάνιο.
Ἦταν ἡ ὥρα περίπου 10 τὸ βράδυ, ὅποτε ὁ ὅσιος βλέπει τὴ Θεοτόκο νὰ προχωρεῖ ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ ἅγιο θυσιαστήριο.
Φαινόταν πολὺ ψηλὴ καὶ εἶχε λαμπρὴ τιμητικὴ συνοδεία λευκοφόρων ἁγίων. Ἀνάμεσα τοὺς ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ θεολόγος Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι βάδιζαν δεξιὰ καὶ ἀριστερά της. Ἀπὸ τοὺς λευκοφόρους ἄλλοι προπορεύονταν καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας ὕμνους καὶ ἄσματα πνευματικά.
Ὅταν πλησίασαν στὸν ἄμβωνα, εἶπε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας στὸν Ἔπιφανιο:
- Βλέπεις, παιδί μου, τὴν Κυρία καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου;
- Ναί, τίμιε πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
Ἡ Θεοτόκος τὴν ὥρα ἐκείνη γονάτισε καὶ προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα. Παρακαλοῦσε τὸν Υἱὸ τῆς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἔβρεχε μὲ δάκρυα τὸ πρόσωπό της. Ὕστερα μπῆκε στὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ προσευχήθηκε γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦσαν.
Ὅταν τελείωσε τὴ δέησή της, μὲ μία κίνηση χαριτωμένη καὶ σεμνὴ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἄχραντη κεφαλὴ τῆς τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, καὶ τ᾿ ἅπλωσε σὰν σκέπη μὲ τὰ πανάγια χέρια τῆς πάνω στὸ ἐκκλησίασμα.
Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπαν καὶ οἱ δυό τους γιὰ πολλὴ ὥρα νὰ ἐκπέμπει δόξα θεϊκή. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ τὸ ἱερὸ μαφόριο νὰ σκορπίζει τὴ χάρη του. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε ν᾿ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἄρχισε κι ἐκεῖνο νὰ συστέλλεται λίγο-λίγο καὶ νὰ χάνεται.

ΤΑ ΦΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

Στη νότια Κεφαλονιά, κοντά στο χωριό Μαρκόπουλο, συναντάμε την εκκλησία της Κοιμήσεως.
Εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο συμβαίνει κάτι περίεργο και θαυμαστό. Από την εορτή της Μεταμορφώσεως εμφανίζονται μέσα κι έξω από τον ναό φίδια. Είναι τα λεγόμενα «φίδια της Παναγίας».
Στο μέρος αυτό, λεει η μνήμη του λαού, υπήρχε ένα παλιό μοναστήρι της Παναγίας , μεγάλο και πλούσιο. Το έζωναν τείχη ψηλά και στην καρδιά του το υπηρετούσαν πολλές καλόγριες. Πειρατές και κουρσάροι που θέριζαν το Ιόνιο , έβαλαν σκοπό να λεηλατήσουν και να γυμνώσουν το μοναστήρι.
Στον αγώνα της λευτεριάς και στο κράτημα της πίστης οι καλόγριες δεν το παρέδωσαν… Μη μπορώντας όμως να κάνουν αλλιώς, αφού ο αγώνας των όπλων και της βολής έλλειπε, όταν κυκλώθηκαν από τις πύρινες γλώσσες της φωτιάς των επιδρομέων, συγκεντρώθηκαν όλες τριγύρω από την Αγία Τράπεζα για την ύστατη προσευχή σωτηρίας!
Ζήτησαν από την Παναγιά Προστάτη τους να τις κάνει πουλιά ή φίδια, να φύγουν, να πετάξουν, τα σώματά τους αγνά και αμόλυντα να μείνουν…
Έτσι σαν φίδια ιερά πλέον γυρίζουν και δίνουν το παρόν εκεί στην Παναγία την Φιδούσα στο Μαρκόπουλο.
Όσο περνούν οι μέρες πληθαίνουν κι αυτά, και την παραμονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αυξάνονται υπερβολικά. Από που βγαίνουν, αλλά και που κρύβονται μετά την εορτή, κανείς δεν γνωρίζει. Παραμένει ένα μυστήριο.
Πραγματικά βλέπει κανείς απίστευτα πράγματα. Άλλα φίδια τυλιγμένα σαν βραχιόλια στα μπράτσα των πιστών, άλλα ανεβασμένα στην εικόνα της Παναγίας ή στον Εσταυρωμένο και άλλα στους άρτους της αρτοκλασίας. Μπορεί επίσης ένα φίδι να ανέβει στο Ευαγγέλιο που διαβάζει ο παπάς την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Και δίνουν ένα τόνο εδεμικό, αφού στην Εδέμ οι πρωτόπλαστοι ζούσαν αδελφωμένοι με τα ζώα.
Την ώρα του εσπερινού κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσα στους πιστούς, στα προσκυνητάρια και στα στασίδια, χωρίς να φοβούνται κανένα.
Φεύγοντας η 15η Αυγούστου, αναχωρούν και τα φίδια.
Γερμανοί φυσιοδίφες τα εξέτασαν, αλλά δεν μπόρεσαν να τα κατατάξουν σε κανένα από τα γνωστά είδη. Είναι γκρίζα, λεπτά, και δεν περνούν το μέτρο.
Όταν τα χαϊδεύεις, νιώθεις το δέρμα τους βελούδινο και βλέπεις δυο ματάκια σπινθηροβόλα. Στο πλατύ τους κεφάλι σχηματίζεται ένας μικρός σταυρός, καθώς επίσης και στην άκρη της λεπτής γλώσσας τους.
Αν κάποια χρονιά τα φίδια δεν παρουσιασθούν, είναι κακό σημάδι. Αυτό συνέβη το 1940, καθώς και το 1953, οπότε δοκιμάσθηκε το νησί από τους σεισμούς.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΑ ΚΡΙΝΑΚΙΑ

Στο νησί της Κεφαλλονιάς, μεταξύ των χωριών Τρωγωνιάτα και Δεμουτσαντάτα, κοντά στο Αργοστολι, παρατηρείται ένα φαινόμενο θαυμαστο, το όποιο δεν ανήκε ι στη σφαί­ρα της φαντασίας ούτε και στα παράξενα της φύσης.
Ανάμεσα λοιπόν στα δύο χωριά η ευσεβεια των χριστιανών έχτισε ένα εξωκκλήσι στη χάρη της Πανα­γίας. Ο λαός του έδωσε την προσωνυμία «Η Παναγία με τα κρινάκια», γιατί συνδέεται με ένα επαναλαμβανόμενο κάθε χρόνο θαύμα που έχει σχέση με τα εύοσμα λευκά κρίνα και που είναι γνωστά στα νησιά ως «παρθενόκρινοι». Από την παραμονή της μεγάλης εορτής του Ευαγγε­λισμού οι χριστιανές τοποθετούν μπροστά στη θαυματοτόκο αγία εικόνα της Παναγίας παρθενόκρινους μέσα σε βάζα.
Με την πάροδο των μηνών (Μάρτιος-Αύγουστος) και με την επίδρα­ση της θερινής νησιώτικης ζέστης τα κρίνα ξηραίνονται. Όταν έλθει η άλλη μεγάλη εορτή της Παναγίας, η Κοίμηση στις 15 Αύγουστου, τότε κατά τρόπο θαυμαστο, πρασινίζουν οι μίσχοι και ανθίζουν τα κρίνα, παρόλο που το κοτσάνι παραμένει ξερό.
Νοτιοανατολικά του νησιού, και πάλι της Κεφαλλονιάς, υπάρχει το χωριό Πάστρα. Στο χωριό αυτό παρουσιάζεται το ίδιο θαύμα με τους παρθενόκρινους και με τη χάρη της Παναγίας. Στο προαύλιο του ναού της Κοίμησης της Παναγίας και σε διάφορα παρτέρια οι γυναίκες του χωριού φυτεύουν βολβούς των παρθενόκρινων. Όταν έλθει ο Μάης και αρχίζουν ν' ανθίζουν τα κρίνα, τα κόβουν και τα τοποθετούν σε ανθοδέσμες μπροστά στην ιερή και θαυματόβρυτη εικόνα της Παναγίας. Σε λίγες μέρες τα κρίνα ξεραίνονται, σύμφωνα με τους νόμους της φύσης. Όταν έλθει η 1η Αύγουστου και αρχίσουν οι Παρακλήσεις στην Παναγία και μέχρι τις 15 Αυγούστου, τότε μαζί με τη Μετάσταση της Παναγίας ανασταίνονται και οι νεκροί κρίνοι. Οι κρί­νοι ζωντανεύουν και μπουμπουκιάζουν. Μετά τη θεία Λειτουργία της εορτής της Κοιμήσεως ο ιερέας τα μοιράζει σαν ευλογία στους χριστιανούς.
Το φαινόμενο αυτό δεν ερμηνεύεται ούτε με τα επιστημονικά δε­δομένα ούτε με την τετραγωνική λογική κάποιων ανθρώπων, αλλά μόνο με την πίστη.
Ανατολικά της Πάτμου, στα Δωδεκάνησα, υπάρχει το άγονο νησάκι των Λειψών. Εκεί βρίσκεται ο ναός της «Παναγίας του χάρου». Ονομάστηκε έτσι γιατί στην εικόνα η Παναγία κρατάει στα χέρια Της τον Μονογενή Υιόν Της πάνω στο Σταυρό απλωμένο και καθηγιασμένο, με το «Χάρο» να του έχει πάρει τη ζωή. Γι' αυτό και λέγεται «Παναγία του Χάρου».
Η ιστορία με τους κρίνους και την εικόνα της Παναγίας έχει ως εξής: Όταν τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν υπό Ιταλική κατοχή, τον Απρίλιο του 1943 κάποια κοπέλλα έκοψε άσπρους κρίνους και τους έβαλε επάνω σ'αυτήν την εικόνα. Oι κρίνοι μετά από λίγες ημέρες ξεράθη­καν. Πέρασαν εβδομάδες, μήνες. Oι ξεροί κρίνοι κατά τρόπο θαυμαστο άρχιζαν κάπου κάπου να βγάζουν μπουμπούκια. Ιδίως τον Ιούλιο. Και στις 23 Αυγούστου, τότε εορτάζει ό Ναός, στα Εννιάμερα, άνοιξαν σαν τέλειοι κρίνοι. Και αυτοί του Αυγούστου ήσαν κατά πάντα όμοιοι μ' εκείνους του Απριλίου. Από τότε, από το 1943, το θαύμα επαναλαμβάνε­ται κάθε χρόνο.
Στις Κυκλάδες παρουσιάζεται ένα παρόμοιο φαινόμενο. Στην Άνδρο, και συγκεκριμένα στο χωριό Αποίκια, oι κοπέλλες και οι γυναίκες των Αποικιών καλλιεργούν τους κρίνους της Παρθένου, τους "αγιόκρινους της Παναγίας", όπως τους ονομάζουν». Με ιδιαίτερη φροντίδα τους περιποιούνται, για να απολαύσουν το θαύμα. Τους ποτίζουν με καθαρό νερό και αγιασμό και προσέχουν οι γυναίκες να είναι «καθαρές». Έτσι τιμούν την Παναγία και η Παναγία αμείβε ι αυτή την πίστη των γυναικών. Οι κρίνοι ανθίζουν το μήνα Μάιο και βγάζουν κάτι λεπτά κρινάκια με έντονη μυ­ρωδιά πού συμβολίζουν την αγνότητα της Αειπαρθένου.
Όταν ανθίσουν οι κρίνοι, κόβουν αρκετούς απ' αυτούς και τους πηγαίνουν στο ναό της Παναγίας και τους τοποθετούν στη μεγάλη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που υπάρχει σ' αυτόν τον Ναό. Σε λίγες μέρες, όπως είναι φυσικό, ξεραίνονται και πέφτουν τα φύλλα.
Όταν πλησιάζουν οι μέρες του Δεκαπενταύγουστου, τα νεκρά κρίνα αρχίζουν με θαυμαστό τρόπο να ξαναζωντανεύουν. Στις 15 Αύ­γουστου, εορτή του Ναού, τα κρίνα έχουν ολοκληρώσει και πάλι την άνθιση τους. Το παράδοξο είναι ότι θα διατηρηθούν σ' αυτήν την ανθηρή κατάσταση μέχρι την άνοιξη του επομένου έτους, οπότε συνηθίζουν να τους ανανεώνουν αντικαθιστώντας τους με κρίνους της νέας άνοιξης.
Οι κρίνοι αυτοί, μέσα από το τζάμι της εικόνας, παρουσιάζουν και αυτό το θαυμαστό: οι ζωντανεμένο ι κρίνοι στέκονται όρθιοι σαν να αιωρούνται. Αγνοούν τους νόμους της βαρύτητας και της στατικής. Αυτός που δημιούργησε τους νό­μους της φύσης, μπορεί κάθε στιγμή να τους καταργήσει. Άν οι θαυμαστοί αυτοί κρίνοι δεν ξαναζωντανέψουν τότε οι χριστιανοί περιμένουν κάποιο κακό. Είναι προμήνυμα δυσάρεστων γεγονότων. Τον Αύγουστο του 1940 δεν άνθισαν. Ύστερα από δυο μήνες η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδος.

ΟΙ ..ΒΕΛΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ(ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ)

Το παρακάτω εκπληκτικό γεγονός εκτός απο το να ενδυναμώσει την πίστη μας, κατορθώνει επίσης το να καταστήσει αναντίρρητη την άποψη οτι στην χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως τα Μ.Μ.Ε ιδίως τα τηλεοπτικά, με την αφάνταστη δύναμη που τους παρέχει η εικόνα, δεν αναζητούν τέτοιες συνταρακτικές και συνάμα αληθινές ιστορίες .Είναι φυσικό γιατί στο άκουσμά τους το πρώτο που σου έρχεται είναι το να κλείσεις ή και να πετάξεις την τηλεόραση και να στρέψεις το βλέμμα σου ψηλά ...Αυτή την ιστορία λοιπόν, που σε μια ώρα ευλογημένη με την Ορθόδοξη Χριστανική πίστη θα έπρεπε να την γνωρίζουμε όλοι ανεξαιρέτως ,και που κάποια Χριστανικά και μόνο έντυπα με δυστυχώς μικρό αναγνωστικό κοινό την προέβαλλαν, θα θαυμάσουμε σήμερα .
Τον Δεκέμβριο του 2004 βγήκε απ’ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ένας Σαουδάραβας μουσουλμάνος, βαθύπλουτος, (απ’ τη Σαουδική Αραβία), και διηγήθηκε το εξής ζωντανό, συγκλονιστικό γεγονός που έζησε και του άλλαξε όλη του τη ζωή: (το είπε από την τηλεόραση, ραδιόφωνο και κυκλοφόρησε και σε εφημερίδες, περιοδικά και φυλλάδια σε όλη τη Σαουδική Αραβία, Συρία, Παλαιστίνη και προφανώς όλες τις γειτονικές χώρες).
Παντρεύτηκε πριν από χρόνια μια κοπέλα πλούσια μουσουλμάνα, αλλά στείρα. Οπότε πέρασαν τα χρόνια και δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά, παρόλο που είχαν πολλά χρήματα και πήγαν σε πολλούς γιατρούς. Οι γονείς του, του έλεγαν να παντρευτεί και δεύτερη γυναίκα, και να κρατήσει και την πρώτη, αφού ο νόμος τούς επιτρέπει να έχουν μέχρι και τέσσερις γυναίκες. Εκείνος κουρασμένος και αρκετά στενοχωρημένος, πήρε τη σύζυγό του να πάνε ταξίδι αναψυχής στην γειτονική μας από το Ισραήλ, Συρία για να ξεκουραστούν και να ξεχαστούν για λίγο. Στη Συρία νοίκιασε λιμουζίνα με ξεναγό-ξένο να τους πάει σε όλα τα κοσμικά αξιοθέατα της Συρίας. Ο οδηγός πρόσεξε στο ζευγάρι που ξεναγούσε μια πικρία, πόνο και θλίψη στα πρόσωπά τους. Αφού λοιπόν γνωρίστηκαν καλά, πήρε το θάρρος και τους ρώτησε γιατί δεν φαινόντουσαν ευχαριστημένοι, μήπως άραγε έφταιγε ο ίδιος και δεν τους άρεσε κάτι στην ξενάγηση του, στην περιήγηση που τους έκανε; Εκείνοι του ανοίχθηκαν και του εξήγησαν το πρόβλημα της ατεκνίας. Ο μουσουλμάνος λοιπόν οδηγός τους είπε ότι εδώ στη Συρία οι Χριστιανοί και μάλιστα οι Ορθόδοξοι έχουν το μοναστήρι της Παναγίας της Σεϊδανάγιας (Δέσποινα – Κυρία) και πολλοί άτεκνοι καταφεύγουν στη Θαυματουργική της εικόνα. Εκεί, λοιπόν, τους δίνουν από το φυτίλι του καντηλιού της εικόνας αυτής και το τρώνε, το καταπίνουν, και τότε η Μαρία των Χριστιανών, τους δίδει κατά την προαίρεσή τους και την πίστη τους.
Ενθουσιασμένος λοιπόν ο Σαουδάραβας και η γυναίκα του, του είπαν:
-Πήγαινε μας του λέει εκεί στην Σεϊδανάγια ‘την Δέσποινα των Χριστιανών’ και αν γίνει το ποθούμενο, αν αποκτήσουμε παιδί, τότε θα ξαναρθώ και θα προσφέρω 80.000$ στο μοναστήρι!!!
Πήγαν λοιπόν στη Μονή, έκαναν ότι έπρεπε και γυρίζοντας αργότερα στη Χώρα τους η γυναίκα του βρέθηκε έγκυος. Σε μερικούς μήνες γέννησε ένα χαριτωμένο αγοράκι υγιέστατο και πανέμορφο. Θαύμα της Παναγίας μας. Μόλις γέννησε η σύζυγός του, ο Σαουδάραβας γύρισε αμέσως να εκπληρώσει, να πραγματοποιήσει, το τάμα που είχε κάνει. Τηλεφώνησε λοιπόν στον οδηγό εκείνον να τον παραλάβει από το αεροδρόμιο της Δαμασκού. Ο οδηγός όμως πανούργος και κακός ειδοποίησε άλλους δύο φίλους του για να πάνε μαζί στο αεροδρόμιο να παραλάβουν τον πλούσιο και κατόπιν δολίως να τον σκοτώσουν και να λάβουν όσα χρήματα θα είχε μαζί του, για το τάξιμο στο μοναστήρι. Πράγματι έτσι κι έγινε. Τον παρέλαβαν από το αεροδρόμιο. Καθ’ οδόν, χωρίς ο άμοιρος να γνωρίζει τι θα συνέβαινε, τους είπε ότι από την χαρά του, θα έδινε και στους φίλους του οδηγού – ταξιτζή στον καθένα από 10.000 δολ. Αυτοί άλλαξαν πορεία και αντί να πάνε στο Μοναστήρι, πήγαν σε ερημικό μέρος, τον έσφαξαν κόβοντας του πρώτα το κεφάλι καθώς και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος του, χέρια και πόδια σε κομμάτια. Τους τύφλωσε όμως το πάθος, από αυτή την φοβερή εγκληματική τους ενέργεια και αντί να τον πετάξουν εκεί, τον έβαλαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, αφού του πήραν τα χρήματα, ρολόι και ό,τι είχε, ξεκίνησαν να πάνε σε άλλο χώρο ερημικό για να τον πετάξουν. Στον εθνικό δρόμο όμως τους χάλασε το αυτοκίνητο και στάθηκαν να δουν τι συνέβαινε, γιατι σταμάτησε η μηχανή. Ένας περαστικός τους είδε και από μόνος του, σταμάτησε να τους βοηθήσει. Εκείνοι όμως φοβούμενοι μήπως και γίνουν αντιληπτοί για το φοβερό έγκλημα που είχαν διαπράξει, προσποιήθηκαν ότι δεν θέλουν βοήθεια. Ο περαστικός οδηγός όμως, φεύγοντας παρατήρησε να στάζει αίμα πίσω από το κάτω μέρος του πορ μπαγκάζ και πιο κάτω ειδοποίησε την αστυνομία να πάει να εξιχνιάσει τι συνέβαινε, γιατί αυτοί οι τρεις του φάνηκαν ύποπτοι. Έφτασε η αστυνομία, είδαν οι αστυνομικοί το αίμα στο οδόστρωμα και δίνουν διαταγή να ανοίξουν το καπό. Μόλις άνοιξαν το πορ μπαγκαζ, σηκώνεται και βγαίνει έξω ο Σαουδάραβας, υγιής, ολοζώντανος, με αίματα βέβαια, αλλά ραμμένος!!!
-Μόλις τώρα, τους είπε, η Παναγία τελείωσε και τις τελευταίες βελονιές, ραφές του λαιμού μου εδώ μπροστά…. Δείχνοντας ο ίδιος το σημείο μπροστά στο καρύδι του λαιμού του….. ” αφού μου έραψε όλο το σώμα πρώτα.
-“ Ο κακοποιός εγκληματίας ταξιτζής και οι συνεργοί του, έχασαν τα λογικά τους, τρελάθηκαν και με χειροπέδες τους οδήγησαν στις Ψυχιατρικές φυλακές. Φώναζαν ακατάπαυστα, σαν δαιμονισμένοι ….
- Εμείς σε σκοτώσαμε , εμείς σε κομματιάσαμε, σου κόψαμε το κεφάλι, πώς εσύ ζείς;!!!
Ο Σαουδάραβας πήγε για πιστοποίηση του λαμπρού θαύματος. Τον είδαν ιατροδικαστές, εμπειρογνώμονες, αστυνομικοί και πιστοποίησαν με υπογραφές το θαύμα. Το ράψιμο ήταν και είναι φανερό. Φαινόταν φρεσκοσυναρμολογημένος. Διεκήρυττε δε και ομολογούσε τρανώς….ότι :
-η Παναγία με έραψε και με ανέστησε η δύναμη του Υιού της.
Κατόπιν ο αναστηθείς κάλεσε τηλεφωνικώς όλους τους δικούς του και ήλθαν στη Συρία. Πήγαν στο Μοναστήρι, ευχαρίστησαν την Θεοτόκο και πρόσφεραν δεήσεις και δοξολογίες, και αντί του ποσού των 80.000 δολλαρίων που ήταν το τάξιμο, πρόσφεραν στη Μονή το ποσό των 800.000 δολλαρίων για τη μεγάλη ευεγερσία που του πρόσφερε η Παναγία μας. Ο ίδιος σήμερα αφηγείται συνεχώς το συγκλονιστικό αυτό θαύμα και αρχίζει πάντοτε λέγοντας:
-“Όταν ήμουν μουσουλμάνος, μου συνέβει αυτό κι αυτό, δηλώνοντας ότι δεν είναι πλέον μουσουλμάνος, ούτε αυτός, ούτε η οικογένειά του….”
Το θαύμα αυτό ετάραξε τις Αραβικές, μουσουλμανικές χώρες και όλη τη Μέση Ανατολή, δημιούργησε σάλο και φοβερή ενόχληση.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΟΝ ΟΡΧΟΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ


Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943, ανήμερα των Γενεθλίων της Παναγίας μας οι Ιταλοί συνθηκολογούν. Μία ομάδα από κατοίκους του Ορχομενού Βοιωτίας πλησιάζουν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λειβαδιάς και ζητούν από την εκεί Ιταλική φρουρά να παραδώσει τον οπλισμό της. Διαφορετικά, τους απειλούν πως θα δεχθούν επίθεση από τους αντάρτες που βρίσκονται στην περιοχή του Τζαμαλιού (Διονύσου).
Οι Ιταλοί αρνούνται να παραδοθούν και ενημερώνουν τους Γερμανούς, οι οποίοι αφού κύκλωσαν και αφόπλισαν τους Ιταλούς έστειλαν εναντίον των κατοίκων του Ορχομενού την άλλη μέρα, 9 του Σεπτέμβρη, απόσπασμα με τεθωρακισμένα. Οι κάτοικοι του Ορχομενού, που είχαν φθάσει στο μεταξύ στο σταυροδρόμι του Αγίου Ανδρέα, ανέτοιμοι και ανοργάνωτοι καθώς ήταν, σκόρπισαν στη γύρω περιοχή με κατεύθυνση οι περισσότεροι τον απόμερο Διόνυσο. Οι Γερμανοί όμως συνέχισαν την καταδίωξη με σκοπό να επιβάλλουν αντίποινα στον Ορχομενό, όπως ήταν η συνηθισμένη τακτική τους.
Το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου μπαίνουν οι Γερμανοί στον Ορχομενό και συλλαμβάνουν εξακόσιους ομήρους. Ένα τμήμα μένει στην πόλη, ενώ ένα άλλο με τρία τανκς προχωρεί προς τον Διόνυσο.
Λίγο έξω από τον Ορχομενό είναι χτισμένη η πιο αρχαία Εκκλησία της Βοιωτίας (874 μ.Χ.), αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου - παλιό Μοναστήρι της Σκριπούς.
Είναι ακόμη μεσάνυχτα. Η φάλαγγα έχει προσπεράσει πεντακόσια πενήντα μέτρα τον Ναό, όταν ξαφνικά το πρώτο τανκ ακινητοποιείται στη μέση του δρόμου. Μπροστά τους οι Γερμανοί βλέπουν μια μεγαλόπρεπη γυναίκα με το χέρι υψωμένο σε απαγορευτική στάση. Το δεύτερο τανκ προσπαθεί να προσπεράσει το πρώτο, αλλά πέφτει σε ένα χαντάκι, ενώ το τρίτο τανκ ακινητοποιείται σε ένα χωράφι, μέσα από το οποίο προσπαθούσε να περάσει. Ξημέρωσε η 10η Σεπτεμβρίου. Ο Γερμανός διοικητής Χόφμαν ζήτησε από τους κατοίκους ένα τρακτέρ για να τραβήξει τα τανκς. Τότε συνέβη και κάτι άλλο Θαυμαστό: Τα βαριά αυτά άρματα μετακινήθηκαν από το τρακτέρ σαν άδεια σπιρτόκουτα!
-Θαύμα, Θαύμα! φώναξε ο διοικητής και ζήτησε από τους κατοίκους να πάει στην Εκκλησία. Εκείνοι τον οδήγησαν πράγματι στον Ναό. Ο Γερμανός στη Θεομητορική Εικόνα του τέμπλου αναγνώρισε τη γυναίκα που εμπόδισε τη φάλαγγα να προχωρήσει! Έπεσε αμέσως στα γόνατα και φώναξε με Θαυμασμό: -Αυτή η γυναίκα σας έσωσε! Να την τιμάτε και να τη δοξάζετε.
Ο Ορχομενός σώθηκε. Ο Χόφμαν διατάζει να ελευθερωθούν οι εξακόσιοι μελλοθάνατοι και υπόσχεται πως μέχρι το τέλος του πολέμου η πόλη δεν θα πάθει κανένα κακό. Οι κάτοικοι ευχαριστούν και δοξολογούν την Προστάτιδα Θεοτόκο για την ανέλπιστη σωτηρία τους.
Ο ήλιος γέρνει στη δύση. Τα τανκς φεύγουν με τα πυροβόλα κατεβασμένα, γιατί νικήθηκαν από την Υπέρμαχο Στρατηγό του Ορχομενού.
Για το λόγο αυτό η Παναγία της Σκριπούς, εκτός των άλλων ημερομηνιών. Γιορτάζει και στις 10 Σεπτεμβρίου με Λιτανεία και μεταφορά της Εικόνας, στον τόπο που ακινητοποιήθηκαν τα τανκς. Όσο ζούσε ο Χόφμαν, παρευρισκόταν κι αυτός σχεδόν κάθε χρόνο στις 10 Σεπτεμβρίου, για να ανάψει ένα κερί και να τιμήσει την Παναγία μας. Της αφιέρωσε μάλιστα ένα μεγάλο καντήλι και χρηματοδότησε την πρώτη Εικόνα με την απεικόνιση του Θαύματος.
Από το βιβλίο «Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας»
Ιερά Μονή Παρακλήτου

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἔζησε στὰ χρόνια της βασιλείας Λέοντος Γ´ τοῦ Ἰσαύρου (717-741), καθὼς καὶ τοῦ διαδόχου του Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου.
Πατρίδα του ἦταν ἡ Δαμασκὸς τῆς Συρίας, ἕδρα τότε τοῦ ἀραβικοῦ χαλιφάτου. Οἱ γονεῖς του, ἐπιφανεῖς Ἑλληνοσύριοι, συγκαταλέγονταν στοὺς ἐλάχιστους χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὁ πατέρας του Σέργιος ἦταν ὑπουργὸς στὴν κυβέρνηση τοῦ χαλίφη, ὑπεύθυνος γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῶν χριστιανῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ ὅσιος ἀκολούθησε τὶς ἐγκύκλιες σπουδὲς κοντὰ στὸν σοφὸ δάσκαλο Κοσμᾶ, αἰχμάλωτο ἕλληνα μοναχὸ ἀπὸ τὴν Ἰταλία. Μὲ τὴν ὀξύνοια καὶ ἐπιμέλειά του ἀπέκτησε σύντομα ἄρτια παιδεία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ συγγράμματά του.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, μπαίνει κι αὐτὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ χαλιφάτου σὰν πρωτοσύμβουλος. Μὲ τὴν κήρυξη τῆς εἰκονομαχίας ἀπὸ τὸν Λέοντα Ἴσαυρο ὁ Ἰωάννης ἀποδύεται μὲ τὴν πέννα του στὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῶν Ἱερῶν εἰκόνων. Μὲ τὴ «μαχαίρα τοῦ Πνεύματος» στηλιτεύει τὸ δόγμα τοῦ Λέοντος. Τεκμηριώνει τὶς θέσεις του μὲ θεολογικὲς ἀποδείξεις, Ἱστορικὰ στοιχεῖα καὶ ἁγιολογικὰ παραδείγματα, καὶ ἀποκαλεῖ τοὺς εἰκονομάχους αἱρετικοὺς καὶ ἀντίθεους.
Ὁ Λέων θέλησε νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ. Πλαστογραφεῖ λοιπὸν μία ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννη καὶ τὴ στέλνει στὸν χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ. Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ζητοῦσε τάχα ὁ ὅσιος ἀπὸ τὸν βασιλιὰ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ χαλίφη.
Ὁ ἄρχοντας ὀργισμένος καλεῖ τὸν Ἰωάννη καί, χωρὶς νὰ τοῦ ἐπιτρέψει ν᾿ ἀπολογηθεῖ, διατάζει νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξὶ χέρι. Σὲ λίγο τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο χέρι ποὺ στηλίτευε τοὺς εἰκονομάχους κόπηκε, καὶ βαμμένο στὸ αἷμα τοῦ κρεμάστηκε στὴν ἀγορὰ σὲ δημόσια θέα.
Τὸ βράδυ ὁ ὅσιος στέλνει μεσίτες καὶ ζητᾶ τὸ χέρι του νὰ τὸ ἐνταφιάσει. Μόλις τὸ φέρνουν, τὸ παίρνει καὶ κατευθύνεται στὸ ἐκκλησάκι ποὺ εἶχε στὸ σπίτι του. Πλησιάζει στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πέφτει μὲ τὸ πρόσωπο καταγῆς, τοποθετεῖ τὸ κομμένο χέρι στὴ θέση του καὶ παρακαλεῖ καὶ θρηνεῖ καὶ στενάζει:
«Δέσποινα πάναγνη, Μητέρα τοῦ Θεοῦ μου, ἡ δεξιά μου κόπηκε γιὰ τὶς σεπτὲς εἰκόνες. Δὲν ἀγνοεῖς τὴν ἀφορμὴ π᾿ ὀργίστηκε ὁ Λέων. Πρόφθασε γρήγορα λοιπὸν καὶ γιάτρεψε τὸ χέρι. Ἡ δεξιὰ τοῦ Ποιητοῦ, ποὺ εἶν᾿ ἐκ τῆς σαρκός σου, πολλὲς δυνάμεις ἐνεργεῖ μὲ τὴν παράκλησή σου. Τώρα λοιπὸν τὸ δεξιὸ θεράπευσέ μου χέρι, γιὰ νὰ συγγράφει μὲ ρυθμὸ καὶ ἁρμονία ὕμνους, ὅσους μοῦ δώσεις νὰ ποιῶ γιὰ σὲ καὶ τὸν Υἱό σου καὶ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση πίστεως ὀρθοδόξου. Ὅσα ζητήσεις δύνασαι ὡς τοῦ Θεοῦ μητέρα!» Αὐτὰ εἶπε μὲ δάκρυα ὁ ὅσιος κι ἀποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε τὴ Θεομήτορα στὴν εἰκόνα της, νὰ τὸν κοιτάζει μὲ Ἱλαρότητα καὶ πονετικὰ νὰ τοῦ λέει:
- Γιὰ κοίτα! Τὸ χέρι σου θεραπεύτηκε. Μὴ στενοχωριέσαι ἄλλο. Κάνε τὸ ὅμως, καθὼς μοῦ ὑποσχέθηκες, «κάλαμον γραμματέως ὀξυγράφου».
Ξυπνᾶ ὁ Ἰωάννης καὶ βλέπει κατάπληκτος τὸ χέρι τοῦ θεραπευμένο καὶ συγκολλημένο. Ἦταν τόση ἡ χαρά του, ὥστε ὅλη ἐκείνη τὴ νύχτα ἔψαλλε ἐγκώμια καὶ εὐχαριστίες στὴν Παναγία.
Ἡ θαυμαστὴ θεραπεία τὸν ἔχει συγκλονίσει βαθιὰ καὶ τὸν ὁδηγεῖ σὲ μία μεγάλη ἀπόφαση. Ἐλευθερώνει τοὺς δούλους του, μοιράζει τὴν περιουσία του καὶ ξεκινᾶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε βιοτικὸ γιὰ τὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα μὲ τὸν σκοπὸ νὰ μονάσει.
Ἐκεῖ δείχνει ἀπαράμιλλη ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση στὸν γέροντά του. Δὲν κάνει τίποτε χωρὶς τὴν εὐλογία του. Κάποτε ὅμως ὁ γείτονάς του μοναχὸς τὸν πίεσε νὰ γράψει ἕνα νεκρώσιμο ὕμνο. Ἐκεῖνος συνέθεσε τὸ τροπάριο «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα...» καὶ τὸ ἔψαλλε κατανυκτικὰ στὸ κελί του.
Ὁ γέροντας τυχαῖα τὸν ἄκουσε. Κι ἐπειδὴ τοῦ εἶχε ἀπαγορεύσει νὰ συγγράφει καὶ νὰ ψάλλει, τὸν κανόνισε μὲ τὸ ἐπιτίμιο νὰ καθαρίσει ὅλα τὰ ἀποχωρητήρια τῆς μονῆς. Ὁ Ἰωάννης ὑπάκουσε πρόθυμα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ ἀποχωρητήριο τοῦ μοναχοῦ ποὺ ἔμενε στὸ διπλανὸ κελί.
Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες ἡμέρες παρουσιάζεται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος στὸν γέροντα, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόταν, καὶ τοῦ λέει:
- Γιατί ἔφραξες τέτοια πηγή, ποῦ ἀναβλύζει οὐράνιο νέκταρ; Ἄφησέ τη νὰ τρέξει, γιὰ νὰ ποτίσει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ὁ Ἰωάννης θὰ ὑπερβεῖ τὴ λύρα τοῦ Δαβίδ, θὰ συνθέσει ὕμνους καλύτερους ἀπ᾿ τὴν ὠδὴ τοῦ Μωυσῆ καὶ θὰ μελωδήσει πιὸ τεχνικὰ ἀπὸ τὸν Ὀρφέα. Θὰ στηλιτεύσει τὶς αἱρέσεις καὶ θὰ ὀρθοτομήσει τὰ δόγματα τῆς πίστεως.
Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος, μὲ τὴν εὐλογία πιὰ τοῦ γέροντά του, σὰν ἄλλος χείμαρρος πνευματικός, ἄρχισε νὰ ψάλλει, νὰ στιχουργεῖ, νὰ μελοποιεῖ καὶ νὰ συγγράφει πρὸς δόξαν Θεοῦ, τῆς Παναγίας Μητέρας Του καὶ τῶν ἁγίων.
Καὶ ὅταν «ἐτελείωσε τὸ ἔργον, ὃ δέδωκεν αὐτῷ ὁ Κύριος ἵνα ποιήσῃ», μετοίκησε στὸν οὐρανό, γιὰ ν᾿ ἀπολαύσει ἐκεῖ πολλαπλάσια τὴν ἀμοιβὴ τῶν κόπων του.

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗΣ

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, ὁ ἐπονομαζόμενος «ἀγγελόφωνος» γιὰ τὴν ὄντως ἀγγελική του φωνή, γεννήθηκε στὸ Δυρράχιο τὸ 1270, στὰ χρόνια της βασιλείας τῶν Κομνηνῶν.
Γιὰ τὴν ἐξαίρετη φωνὴ τοῦ τὸν προσέλαβαν σὲ βασιλικὸ σχολεῖο μουσικῆς. Ἦταν ἐξαίρετος καὶ στὸ ἦθος, γι᾿ αὐτὸ ὁ βασιλιὰς τὸν ἀγαποῦσε ὑπερβολικά, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες. Ὁ ἴδιος ὅμως, ἀπὸ φόβο μήπως ἡ πρόσκαιρη δόξα τοῦ στερήσει τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση, σχεδίαζε ν᾿ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.
Κάποτε ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας τοῦ Ἄθω ἐπισκέφθηκε τὸν βασιλιὰ γιὰ ἀναγκαία ὑπόθεση. Ἡ θέα τοῦ ἡγουμένου καὶ ἡ κοσμιότητά του φούντωσαν στὴν καρδιὰ τοῦ νέου τὸν πόθο γιὰ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία. Ἀδιαφορεῖ λοιπὸν γιὰ τὴ βασιλικὴ εὔνοια, ἀλλάζει τὰ μεταξωτὰ ροῦχα του μὲ τρίχινα, παίρνει ἕνα ραβδὶ καὶ ξεκινᾶ γιὰ τὴ Λαύρα.
Ο θυρωρὸς τῆς μονῆς τὸν ρωτάει:
- Τί ζητᾶς καὶ ποιὰ τέχνη γνωρίζεις;
Κι ἐκεῖνος, κρύβοντας τὴν πραγματική του τέχνη γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀνακαλύψει ὁ βασιλιάς, ἅπαντα:
- Βοσκὸς εἶμαι καὶ ποθῶ νὰ γίνω μοναχός.
Ὁ ἡγούμενος τὸν δέχθηκε, τὸν δοκίμασε γιὰ λίγο καιρὸ καὶ ἀφοῦ τὸν ἔκειρε μοναχὸ τὸν ἔστειλε στὸ βουνὸ νὰ βόσκει τράγους. Ἔτσι ὁ ὅσιος πραγματοποίησε τὸν πόθο του καί, ἐκτελώντας τὴ διακονία του, προσευχόταν συγχρόνως ἀπερίσπαστος μέσα στὴν ἀγαπημένη τοῦ ἡσυχία.
Μία μέρα ἔβοσκε τοὺς τράγους σ᾿ ἕνα ἀκρωτήριο. Κοίταξε δεξιὰ κι ἀριστερά, βεβαιώθηκε πὼς δὲν ὑπάρχει κανένας, καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλει ἕναν ὕμνο μὲ περισσὴ τέχνη καὶ κατάνυξη.
Κάποιος ἀσκητὴς ἐκεῖ κοντὰ ἄκουσε τὴν οὐράνια μελωδία καὶ βγῆκε ἀπορημένος ἀπὸ τὴ σπηλιά του. Βλέπει τότε ἕνα ἐξαίσιο θέαμα: οἱ τράγοι εἶχαν σταματήσει τὴ βοσκὴ καὶ παρακολουθοῦσαν τὸν ἐξαίρετο ψάλτη.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἄργησε νὰ τὸ μάθει ὁ ἡγούμενος. Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος ἀξιοποίησε τὸ σπάνιο χάρισμά του, ψάλλοντας στὸν δεξιὸ χορὸ τοῦ καθολικοῦ της Λαύρας. Ἦταν Σάββατο τοῦ Ἀκάθιστου καὶ ὁ Κουκουζέλης, ἀφοῦ ἔψαλε μὲ ἐπιμέλεια τὰ ἰδιόμελα καὶ τὸν κανόνα τῆς Θεοτόκου, ἀποκοιμήθηκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν κούραση, ὄρθιος στὸ στασίδι του. Βλέπει τότε μπροστὰ τοῦ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἀκούει τὴ γλυκεία φωνή της:
- Χαῖρε Ἰωάννη, παιδί μου. Ψάλλε μου καὶ δὲν θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψω.
Καὶ λέγοντας αὐτά, τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ νόμισμα. Ξυπνᾶ ἀμέσως ὁ ὅσιος καὶ βλέπει γεμάτος χαρὰ στὸ δεξί του χέρι τὸ φλουρί. Εὐχαρίστησε τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴν εὔνοιά της καὶ τὸ παρέδωσε στὴν ἐκκλησία. Τὸ νόμισμα αὐτὸ εἶχε θαυματουργικὴ δύναμη καὶ τελοῦσε μεγάλα θαύματα.
Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος Ἰωάννης δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὸν δεξιὸ χορό, ψάλλοντας μὲ προθυμία καὶ δοξολογώντας τὸν Κύριο καὶ τὴ Μητέρα Του. Ἀπὸ τὸν πολὺ κόπο καὶ τὴν ὀρθοστασία σάπισε τὸ πόδι του κι ἔβγαζε μία δύσοσμη ὀσμή. Ἡ Παναγία ὅμως δὲν τὸν ἐγκατέλειψε. Ἐμφανίζεται πάλι καὶ τοῦ λέει:
- Ἀπὸ τώρα θὰ εἶσαι ὑγιής.
Ἀμέσως ὁ ὅσιος θεραπεύθηκε καὶ παρέμεινε ὑγιὴς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Προεῖδε μάλιστα τὸν θάνατό του, ζήτησε συγχώρηση ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐκοιμήθη ὀσιακῶς τὴν 1η Ὀκτωβρίου.

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ

Ἀπὸ τὴ χορεία τῶν ρώσων ἁγίων, ξεχωριστὴ ἀγάπη στὴν Παναγία ἔτρεφε ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἀλλὰ καὶ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ τὸν περιέβαλλε μὲ ἰδιαίτερη εὔνοια, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ πολλές της ἐμφανίσεις σ᾿ αὐτόν.
Τὸ ἀκόλουθο ὅραμα τοῦ ὁσίου εἶναι τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό. Τὸ διηγεῖται ἡ μοναχὴ τοῦ Ντιβέγιεβο Εὐπραξία, γιατὶ ἀξιώθηκε κι αὐτὴ νὰ τὸ ἀπολαύσει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο:
Νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς 25ης Μαρτίου 1831 ἀκούστηκε μία δυνατὴ βοὴ καὶ ἀκολούθησε ἕνας ἁρμονικὸς ὕμνος. Ἡ πόρτα τοῦ δωματίου ἄνοιξε μόνη της κι ἁπλώθηκε παντοῦ φῶς κι εὔωδια. Ὁ στάρετς Σεραφεὶμ ἦταν γονατιστός με τὰ χέρια ὑψωμένα. Ἐγὼ ἔτρεμα.
Ξαφνικὰ σηκώνεται καὶ μοῦ λέει:
- Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Νά, ἡ Δέσποινά μας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔρχεται κοντά μας!
Πράγματι, μπροστὰ πήγαιναν δυὸ ἄγγελοι κρατώντας ἀνθισμένα κλαδιά. Ἀκολουθοῦσαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ Θεολόγος ἅγιος Ἰωάννης, ἐνῶ πίσω τοὺς ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἡ Παναγία μὲ δώδεκα παρθενομάρτυρες.
Ἡ Θεοτόκος, φορώντας ἕνα λαμπρὸ μανδύα κι ἕνα ὑπέροχο στέμμα, μὲ πλησίασε, ἐνῶ ἤμουν πεσμένη κάτω. Μὲ ἄγγιξε καὶ εὐδόκησε νὰ μοῦ πεῖ:
- Σήκω, ἀδελφή, καὶ μὴ φοβᾶσαι. Μαζί μου ἔχουν ἔρθει παρθένες σὰν κι ἐσένα.
Δὲν κατάλαβα πὼς σηκώθηκα. Ἡ βασίλισσα ἐπανέλαβε:
- Μὴ φοβᾶσαι. Ἤρθαμε νὰ σᾶς ἐπισκεφθοῦμε.
Ὁ π. Σεραφείμ, ὄρθιος μπροστὰ στὴν Παναγία, μιλοῦσε μαζί της μὲ πολλὴ οἰκειότητα. Ἡ Θεοτόκος τοῦ εἶπε πολλά. Ἂν καὶ συμμετεῖχα στὸ ὅραμα, δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀκούσω τί ἔλεγαν. Ἄκουσα μόνο τὸ ἑξῆς:
- Μὴν ἀφήνεις τὶς παρθένες μου τοῦ Ντιβέγιεβο.
- Ὢ Δέσποινα! Τὶς συγκεντρώνω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὶς κατευθύνω μόνος μου.
- Θὰ σὲ βοηθήσω σὲ ὅλα ἐγώ. Θὰ τὶς διδάξεις τὴν ὑπακοή. Ἂν τὴν κρατήσουν, θὰ εἶναι μαζί σου καὶ κοντά μου. Διαφορετικά, θὰ χάσουν τὴ θέση ποὺ τοὺς ἑτοιμάζω ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ἐδῶ τὶς παρθένες. Οὔτε τέτοια θέση οὔτε τέτοιο στεφάνι θ᾿ ἀπολαύσουν. Ὁποιοσδήποτε τὶς προσβάλει, θὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ μένα. Κι ὅποιος τὶς διακονήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θὰ βρεῖ ἔλεος ἐνώπιόν Του. Κατόπιν ἡ Παναγία στράφηκε σ᾿ ἐμένα.
- Κοίταξε, μοῦ εἶπε, αὐτὲς τὶς παρθένες καὶ τὰ στεφάνια τους. Μερικὲς ἄφησαν ἐπίγεια βασίλεια καὶ πλούτη γιὰ τὴν οὐράνια Βασιλεία. Ὅλες ἀγάπησαν τὴν ἑκούσια πτωχεία, ἀγάπησαν μόνο τὸν Κύριο, καὶ γι᾿ αὐτὸ βλέπεις πόση δόξα καὶ τιμὴ ἀξιώθηκαν. Ὅπως ὑπέφεραν οἱ ἀρχαῖες μάρτυρες, ἔτσι ὑποφέρουν καὶ οἱ σημερινές. Μόνο ποὺ ἐκεῖνες ὑπέφεραν φανερά, ἐνῶ σήμερα ὑποφέρουν μυστικά, μὲ θλίψη καρδίας. Ὁ μισθός τους ὅμως θὰ εἶναι ὁ ἴδιος.
Γυρίζοντας ὕστερα ἡ Θεοτόκος στὸν Στάρετς, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπε:
- Σύντομα, ἀγαπητέ μου, θὰ εἶσαι μαζί μας!
Κατόπιν ὁ ὅσιος ἀντάλλαξε μαζί της χαιρετισμό, καθὼς καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Κάποιος ἀπ᾿ ὅλους γύρισε καὶ μοῦ εἶπε:
- Ἀξιώθηκες αὐτὸ τὸ ὅραμα χάρη στὶς προσευχὲς τῶν πατέρων Σεραφείμ, Μάρκου, Ναζαρίου καὶ Παχωμίου.
Ξαφνικὰ ὅλα χάθηκαν. Τὸ ὅραμα, ποὺ εἶχε διαρκέσει λιγότερο ἀπὸ μία ὥρα, τελείωσε. Ἦταν τὸ δωδέκατο ποὺ ἀξιώθηκε ν᾿ ἀπολαύσει ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ στὴν ἐπίγεια ζωή του».

Ο ΓΕΡΩΝ ΓΕΛΑΣΙΟΣ

Στὶς Φώκιες τῆς Μικρασίας πρωτοεῖδε τὸν ἥλιο ὁ γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε τὸ 1902, καὶ μέχρι τὸν φρικτὸ διωγμὸ τοῦ 1922 γαλουχήθηκε μὲ τὰ νάματα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς μικρασιατικῆς εὐσέβειας.
Μικρὸς πήγαινε στὰ ἐξωκλήσια τῶν νησιῶν ποὺ ἦταν μπροστὰ στὸ λιμάνι, κι ὅταν γύριζε ρωτοῦσε τὴ μητέρα του:
- Μάνα, ποιὰ εἶναι ἡ γυναίκα ποῦ κρατάει τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μέσα στὴν ἐκκλησία;
- Ἡ κυρὰ Παναγιά, ἀπαντοῦσε ἐκείνη γλυκά, μὲ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστό.
Ἀπὸ μικρὸς ὁ γέροντας ἔβλεπε χειροπιαστὴ στὴ ζωὴ τοῦ τὴν προστασία τῆς Παναγίας καὶ τὴν καθοδήγησή της. Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν κατατάσσεται ἐθελοντὴς στὸν συμμαχικὸ στρατό, φλεγόμενος ἀπὸ ζῆλο γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑλλάδα. Τότε σ᾿ ἕνα ναυάγιο στὴ Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἀφοῦ πάλεψε τρία μερόνυχτα στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος.
Στὴ Μυτιλήνη, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μετὰ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφή, εἶχε παρηγοριὰ τοῦ τὴν Παναγία τῆς Ἁγιάσου. Τὰ τάματα ποὺ τῆς εἶχε κάνει σὰν ψαρὰς καὶ ναυτικός, τὰ ξεπλήρωσε ἀργότερα σὰν μοναχός, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τὴν εὐχαριστία καὶ εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὴ βοήθειά της.
Τὸ 1928, διηγεῖται ὁ ἴδιος, ταξίδευα μὲ τὸ καΐκι μας ἔξω ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ὁ καιρὸς ἦταν καλὸς καὶ τὸ καΐκι ἔτρεχε μὲ 8 μίλια.
- Βρὲ Ἀντώνη, εἶπα στὸν ἀδελφό μου, ἐπιθυμῶ νὰ προσκυνήσουμε τὴν Παναγία.
Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε:
- Τέτοιον καιρὸ δὲν θὰ τὸν ξαναβροῦμε. Ἐμεῖς τὸ πρωὶ θὰ εἴμαστε στὸν Πειραιά.
Τί νὰ ἔλεγα; Ὁ Ἀντώνης ἦταν μεγαλύτερος. Ἔκανα λοιπὸν βόλτες στὸ κατάστρωμα, μέχρι ποὺ πλησιάσαμε 300-400 μέτρα στὸ λιμάνι. Τότε ξαφνικὰ κόπηκε ὁ ἀέρας. Ἡ θάλασσα ἔγινε λάδι γύρω ἀπ᾿ τὸ καΐκι. Κρέμασαν τὰ πανιά. Τί παράξενο ὅμως! Ἡ μπουνάτσα ἔγινε μόνο γιά μας. Πιὸ πέρα ὁ ἀέρας βούιζε. Ἦταν, φαίνεται, ἐπέμβαση τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία μου.
- Ἄντε, νὰ γίνει τὸ χούι σου, εἶπε ὁ Ἀντώνης.
Ἦταν Πάσχα. Βγήκαμε καὶ προσκυνήσαμε. Ἐκεῖ ἄκουσα γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Ὁ ἄγγελος ἔβοα».
Ἀργότερα ἡ Παναγία κάλεσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸν π. Γελάσιο ἀπὸ τὸ καΐκι τοῦ στὸ περιβόλι της.
Μία νύχτα στὸν ὕπνο μου, διηγεῖται ὁ γέροντας, μοῦ φάνηκε πὼς ἦταν πολὺς λαὸς συγκεντρωμένος γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὴ βασίλισσα. Ἀπὸ μακριὰ φάνηκαν «τ᾿ ἀλόγατα» ποὺ τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσὴ ἅμαξα. Πάνω τῆς καθόταν ἡ βασίλισσα μὲ πλῆθος δορυφόρων καὶ ἀξιωματικῶν. Ξαφνικὰ κάποιος μὲ ἅρπαξε καὶ μὲ ἀνέβασε στὴν ἅμαξα, στὸ πίσω μέρος. Σὲ λίγο φθάσαμε σ᾿ ἕνα κάστρο μὲ πύργους καὶ λαμπρὸ παλάτι. Ἐκεῖ ἡ βασίλισσα κατέβηκε. Δὲν πρόλαβα ὅμως νὰ τὴ δῶ καθαρά. Πρόσεξα μόνο τὸ ἕνα μέρος τοῦ προσώπου της, καθὼς ἀνέβαινε τὶς σκάλες τοῦ παλατιοῦ.
Ξύπνησα! Βγῆκα ἔξω καὶ πῆγα στὸ καφενεῖο, ὅπου ἦταν καὶ ἄλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στὸ Πασαλιμάνι μὲ τὸ καΐκι μου φορτωμένο. Ὁ νοῦς μου ὅμως εἶχε γεμίσει ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασίλισσας. Ἀργότερα συνάντησα κάποιον Ἁγιαννανίτη μοναχό. Τοῦ διηγήθηκα τ᾿ ὄνειρό μου κι ἐκεῖνος μοῦ ἐξήγησε πὼς μὲ καλεῖ ἡ Παναγία στὸ Ἅγιον Ὅρος νὰ γίνω πιστός της ἀκόλουθος.
Ἡ καρδιά μου γιὰ λίγο διχάστηκε. Νίκησε ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς βασίλισσας. Τὴν ἴδια μέρα ἐγκατέλειψα κι ἐγώ, σὰν τοὺς Ἀποστόλους, πλοῖο φορτωμένο, ἀδελφό, γονεῖς, καὶ ξεκίνησα γιὰ τὸν Ἄθωνα. Τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ μου ἦταν ἡ μονὴ Γρηγορίου. Μπῆκα στὸ καθολικὸ νὰ προσκυνήσω. Τὴν ὥρα ἐκείνη ψαλλόταν ἡ θεία λειτουργία. Στὴ θεομητορικὴ εἰκόνα τοῦ τέμπλου ἀναγνώρισα τὴ βασίλισσα τοῦ ὀνείρου μου! Ἔσπευσα νὰ τὴν ἀσπασθῶ, ὅποτε ὁ διάκο-Θεόδωρος, ποὺ στεκόταν ἐκεῖ, μοῦ εἶπε:
- Χάθηκαν οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας, παιδί μου, καὶ ἦρθες στὸ τέμπλο νὰ προσκυνήσεις;
Ἀλλά, βέβαια, ποὺ νὰ ἤξερε τὴ δική μου καρδιά».

Η ΜΟΝΑΧΗ ΕΡΜΙΟΝΗ

Δὲν εἶχε κλείσει ἕνα χρόνο ἀπὸ τὸν γάμο της ἡ Ἔρμινα, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ ἐπάρατη ἀσθένεια. Γιατρὸς ἡ ἴδια, ἀριστοῦχος καὶ μὲ καριέρα, ἤξερε πολὺ καλὰ τί σημαίνει καρκίνος.
Ὁ πόνος, μικρὸς στὴν ἀρχή, διαρκῶς μεγάλωνε, ὥσπου τὴν ἔριξε στὸ στρῶμα. Ὁ σύζυγος τῆς Ἐρρίκος ἀντὶ νὰ τὴν παρηγορεῖ βαρυγκωμοῦσε.
- Νὰ πάρ᾿ ἡ ὀργή! Κακὸ ποὺ μὲ βρῆκε!
- Ἔχε ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, γιέ μου, τὸν νουθετοῦσε ἡ γιαγιὰ τῆς Ἔρμινας. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος.
- Ἀφοῦ εἶναι μεγάλος, γιατὶ καταδέχεται καὶ τὰ βάζει μ᾿ ἐμᾶς τοὺς μικρούς; διαμαρτυρόταν ἐκεῖνος.
Ἡ ἀσθένεια ἔπαιρνε μάκρος. Ὁ Ἐρρίκος δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὴ σύντροφό του σ᾿ αὐτὰ τὰ χάλια, μὰ οὔτε καὶ κουράγιο τῆς ἔδινε.
Ἡ Ἔρμινα ἦταν πεντάρφανη. Μοναδικό της στήριγμα εἶχε τὴν καλή της γιαγιά. Χάρη σ᾿ αὐτὴν εἶχε πάρει τὸν καλὸ δρόμο κι εἶχε γίνει χαρακτήρας σεμνός, σοβαρὸς καὶ εὐσεβῆς.
- Γιαγιά μου, πόσο σὲ κουράζω τώρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ σὲ βοηθῶ!
- Μὴ στενοχωριέσαι, κορούλα μου. Ποῦ ξέρεις; Ἡ Παναγιά μας κάνει καὶ θαύματα. Πρωὶ καὶ βράδυ τὴν παρακαλῶ μὲ δάκρυα νὰ σοῦ χαρίσει τὴν ὑγεία. Παρακάλεσε τὴ κι ἐσύ.
Στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε, ἡ κατάσταση τῆς διαρκῶς χειροτέρευε.
- Στὸ στάδιο ποὺ βρίσκεται ἡ ἀσθένεια δὲν παρέχει ἐλπίδες, γνωμάτευαν ὀϊ γιατροὶ καὶ ἀποχωροῦσαν σιωπηλοὶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι τῆς ἄρρωστης.
- Γιαγιά, παρακάλεσε μία μέρα ἡ Ἐρμίνα, πήγαινε στὸν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου νὰ κάνει μία Παράκληση στὴν Παναγία γιὰ μένα. Ὕστερα θέλω νὰ ἔρθει νὰ μ᾿ ἐξομολογήσει γιὰ νὰ κοινωνήσω.
Ἡ γιαγιὰ ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία της. Τῆς ἔφερε μάλιστα καὶ μία ἐκφραστικὴ εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης καὶ τῆς εἶπε:
- Γύριζε, κόρη μου, νὰ τὴ βλέπεις, νὰ τῆς μιλᾶς καὶ νὰ παίρνεις κουράγιο.
Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιὰ περπατοῦσε στὸν διάδρομό του νοσοκομείου. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ τῆς μία γλυκύτατη γυναικεία μορφή, ντυμένη μὲ τὴν κάτασπρη στολὴ προϊσταμένης νοσοκόμας. Παραξενεύτηκε. Δὲν ἦταν ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἤξερε.
- Σᾶς βλέπω γιὰ πρώτη φορά, κυρία προϊσταμένη, παρατήρησε. Θὰ σᾶς ἔχουμε τώρα ἐδῶ; Τιμή μας.
- Ἐγώ, ἀπάντησε ἡ ἄγνωστη, εἶμαι ἡ Παναγία. Ἄκουσα τὶς ἱκεσίες σας καὶ ἦρθα νὰ σᾶς βοηθήσω. Αὔριο λοιπὸν τὸ πρωὶ ἡ Ἔρμινα θὰ εἶναι καλά. Μόνο ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἷο καὶ Θεό μου.
Αὐτὰ εἶπε κι ἔγινε ἄφαντη.
Ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔμεινε μαρμαρωμένη. Ὅλα μπροστὰ τῆς στριφογύριζαν. Εἶδε κι ἔπαθε νὰ ἰσορροπήσει. Ὕστερα τάχυνε τὸ βῆμα τῆς πρὸς τὴν ἐγγονή της. Τὴ βρῆκε κι ἐκείνη χαρούμενη.
- Ἐρμίνα μου, αὐτὸ κι αὐτό μου συνέβη.
- Ναί, γιαγιά, ἦρθε καὶ σὲ μένα ἡ Πανάχραντη. Μὲ χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ ἔδωσε θάρρος. Δὲν πονάω πιά. Αἰσθάνομαι ἀνάλαφρη.
Στὴν πρωινή τους ἐπίσκεψη οἱ γιατροὶ ἄντικρυσαν ἀνεξήγητο θέαμα: Ἡ ἄρρωστη καθόταν ντυμένη σὲ μία καρέκλα. Μόλις τοὺς εἶδε, σηκώθηκε χαρούμενη νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ.
- Περίεργο! εἶπαν μεταξύ τους. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ θεραπεία μὲ αὐθυποβολή. Φαίνεται πὼς ἐνήργησε κίνηση ψυχολογικὴ ἡ παραψυχολογική.
- Κύριοι συνάδελφοι! πῆρε τότε τὸν λόγο ἡ Ἔρμινα. Σᾶς πληροφορῶ - καὶ σὰν γιατρός σας βεβαιώνω - πὼς τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ λέτε δὲν συμβαίνει. Ἡ θεραπεία μου ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Πῆρε εἴδηση καὶ ὁ Ἐρρίκος. Εἶχε ὅμως τὶς ἀμφιβολίες του.
- Σίγουρα πρόκειται γιὰ προσωρινὴ βελτίωση, παρατήρησε. Αὐτὲς οἱ ἀρρώστιες ξανάρχονται μὲ μεταστάσεις. Δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη.
- Μὰ ἐδῶ δὲν συνέβη κάτι φυσιολογικό. Ἔγινε θαῦμα! ἐξήγησε ἡ θεραπευμένη.
- Δὲν πιστεύω ἐγὼ σὲ θαύματα. Μοῦ φτάνει ἡ πρώτη λαχτάρα.
- Καὶ τότε τί θὰ γίνει;
- Ἀνάλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ζωῆς σου μόνη σου. Ἔτσι εἶπε κι ἔφυγε βαρύς.
Ἡ Ἔρμινα ἔνοιωσε σκοτοδίνη. Ἦταν κάτι ἀναπάντεχο. Ἀμέσως ὅμως θυμήθηκε τὴ σύσταση τῆς Παναγίας «ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἱὸ καὶ θεό της».
- Ἅ, ναί, Χριστέ μου, Παναγία μου ἀναφώνησε. Μόνο ἡ δική σας ἀγάπη μένει σταθερή. Αὐτή μου χρειάζεται. Αὐτὴ θὰ μὲ γεμίσει.
Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὴν πατρίδα τῆς τὴν Πάτρα μακριά, σὲ μία φημισμένη μονή, κι ἐκεῖ - σὰν Ἐρμιόνη μοναχὴ - ἀφιερώθηκε καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸν νυμφίο τῆς Χριστό.

Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΑΣΣΙΩΠΙΑ

Στὰ 1530, στὴ βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ἕνας τίμιος νέος, ὁ Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα ἀπὸ τὴν πόλη στὸ χωριό του. Στὸν δρόμο συνάντησε κι ἄλλους ὁδοιπόρους, κι ἔτσι βάδιζαν ὅλοι μαζὶ συντροφιά. Κάποια στιγμὴ διέκριναν μακριὰ μερικοὺς νεαρούς, ποὺ μετέφεραν ἀλεύρι ἀπὸ τὸν μύλο. Ἡ παρέα τοῦ Στέφανου μπῆκε σὲ πειρασμό.
- Δὲν τοὺς κλέβουμε τὸ ἀλεύρι; εἶπαν μεταξύ τους. Κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει. Θὰ τὸ μοιραστοῦμε καὶ θὰ τὸ μεταφέρουμε στὰ σπίτια μας.
Ὅλοι συμφώνησαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Στέφανο.
- Εἶναι ἁμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι ὕστερα, δὲν θὰ ξεφύγουμε τὴ δικαιοσύνη. Θὰ τιμωρηθοῦμε σὰν ληστὲς καὶ κακοποιοί.
Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν ἀποφασισμένοι. Κι ὅταν πλησίασε ἡ λεία τους, ἐπιτέθηκαν στὰ παιδιά, τὰ ἔδειραν καὶ ἅρπαξαν τὸ ἀλεύρι. Οἱ νεαροί, δαρμένοι καὶ κακοποιημένοι, πῆγαν στὰ σπίτια τους καὶ διηγήθηκαν τὸ ἐπεισόδιο. «Ὕστερα εἰδοποίησαν τὸν διοικητή, τὸν Σίμωνα Μπάιλο, κι ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τοὺς κακοποιούς. οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν σὰν ὕποπτο μόνο τὸν Στέφανο, γιατὶ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Ἐκεῖνος βάδιζε ἀμέριμνος, ἔχοντας πεποίθηση στὴν ἀθωότητά του. Ἀπολογήθηκε στοὺς στρατιῶτες μὲ εἰλικρίνεια, ἀλλὰ δὲν τὸν πίστεψαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.
Ὅταν τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὁμολόγησε πάλι τὴν ἀλήθεια:
- Βάδιζα μὲ τοὺς ληστές, ἀλλὰ μέρος στὴ ληστεία δὲν ἔλαβα. Ἄδικα μὲ κατηγορεῖτε.
Ὁ δικαστὴς ὅμως δὲν τὸν πίστεψε καὶ τὸν καταδίκασε.
- Ποιὰ τιμωρία προτιμᾶς, τὸν ρώτησε, νὰ σοῦ κόψουν τὰ χέρια ἡ νὰ σοῦ βγάλουν τὰ μάτια;
Κι ἐκεῖνος, περίλυπος, προτίμησε τὴ δεύτερη, γιατὶ τοῦ φάνηκε λιγότερο ὀδυνηρή. Μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὅπου ἐκτελέστηκε ἡ φοβερὴ ἀπόφαση.
Ὁ Στέφανος τώρα, ἀνίκανος γιὰ μετακινήσεις, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητέρα του. Δεκαοχτὼ μίλια ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ ἦταν χτισμένη ἡ παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ἦταν γνωστὴ γιὰ ἕνα ναὸ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περνοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ προσκυνοῦσαν τὴ θαυματουργή της εἰκόνα. Ὁ Στέφανος ἀποφασίζει καὶ πηγαίνει στὴν πόλη αὐτή. Θὰ μένει στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ θὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς φιλάνθρωπους. Προσκύνησε μὲ τὴ μητέρα τοῦ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ παρακάλεσε τὸν διακονητὴ μοναχὸ νὰ τοῦ παραχωρήσει ἕνα κελλάκι γιὰ τὴ διαμονή του. Τὴν πρώτη βραδιὰ ἔμειναν μέσα στὴν ἐκκλησία. Ἡ μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε ἀμέσως. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τοὺς πόνους. Κάποια στιγμὴ τὸν πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός. Νοιώθει τότε δυὸ χέρια νὰ τὸν ἀκουμποῦν καὶ νὰ ψηλαφοῦν τὶς κόγχες τῶν ματιῶν του. Ἦταν τόσο αἰσθητό, ὥστε ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἀναρωτιόταν ποιὸς νὰ τὸν εἶχε ἀγγίξει. Καὶ τότε Βλέπει μπροστὰ τοῦ μία γυναίκα λαμπροφορεμένη καὶ λουσμένη στὸ φῶς. Στάθηκε λίγο κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Γυρίζει ὁ Στέφανος καὶ βλέπει τὰ καντήλια ἀναμμένα. Ξυπνάει τὴ μητέρα του καὶ τὴ ρωτάει:
- Ποιὸς ἄναψε τὰ καντήλια;
- Σώπα καὶ κοιμήσου, τοῦ λέει ἐκείνη, νομίζοντας πὼς τὸ παιδὶ τῆς ὀνειρεύεται. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε:
- Βλέπω τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Δὲν εἶναι φαντασίες αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω!
Τότε ἡ μητέρα ἀνασηκώθηκε καὶ κοίταξε μὲ ἀνησυχία καὶ λαχτάρα τὸ πρόσωπό του. Ναί, δὲν τὴν ἀπατοῦσαν τὰ μάτια της. Ζοῦσε τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα: οἱ κόγχες τοῦ παιδιοῦ τῆς στολίζονταν ἀπὸ δυὸ γαλανὰ μάτια! Ἐνῶ, πρὶν τὴν τύφλωση, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου ἦταν μαῦρα! Ἀμέσως, μητέρα καὶ γιὸς εὐχαρίστησαν μὲ δάκρυα χαρᾶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὴ γρήγορη ἐπέμβασή της.
Ἀπὸ τὸν θόρυβο πῆρε εἴδηση ὁ νεωκόρος μοναχὸς κι ἔτρεξε στὸν ναὸ γιὰ νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Τὸ ὁλοφάνερο θαῦμα τὸν συγκλόνισε κι ἔφυγε γρήγορα γιὰ τὴ χώρα, γιὰ ν᾿ ἀναγγείλει τὸ γεγονὸς στὸν διοικητή. Ἐκεῖνος, παραξενεμένος, πῆρε μαζί του τοὺς προκρίτους τῆς Κέρκυρας κι ἐπισκέφθηκε τὸν Στέφανο. Εἶδε τὰ νέα μάτια στὶς κόγχες τους καὶ θαύμασε. Εἶδε ἀκόμη, σὰν ἀπόδειξη, καὶ τὸ σημάδι στὰ βλέφαρά του ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του ὅμως ὁ διοικητὴς εἶχε καὶ κάποια ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἐπέστρεψε στὴ χώρα, καλεῖ τὸν δήμιο καὶ τὸν ρωτάει:
- Ἔβγαλες, πραγματικά, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου, ὅπως εἶχα διατάξει;
- Βεβαίως τὰ ἔβγαλα. Βρίσκονται ἀκόμη μέσα σὲ μία λεκάνη. Ὁρίστε!
Ὁ Μπάιλος κοίταξε ἀνήσυχος τὴ λεκάνη. Πράγματι μέσα σ᾿ αὐτὴν ὑπῆρχαν δυὸ μάτια, καὶ μάλιστα μαῦρα μάτια, ὄχι γαλανά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἶχε τώρα ὁ Στέφανος. Ἡ ἀλήθεια ἀποδείχθηκε μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο καὶ πειστικὸ τρόπο. Κι ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ εἰδοποίησε νὰ φέρουν τὸν Στέφανο, τοῦ ζήτησε συγνώμη καὶ τὸν ἀποζημίωσε μὲ πλούσια δῶρα. Τέλος, ἀνακαίνισε μ᾿ ἐπιμέλεια τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου.

Ο ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ΨΑΡΑΣ

Πίσω Λιβάδι τῆς Πάρου, προπαραμονὴ Δεκαπενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεῖς ὁμάδες ψαράδων, ποὺ ψάρευαν τὶς νύχτες μὲ τὰ γρί-γρὶ στὸ στενὸ μεταξὺ Πάρου καὶ Νάξου.
Ἐκείνη τὴ νύχτα ἡ μία ὁμάδα ἔμεινε στὸ μικρὸ λιμάνι. Οἱ ψαράδες τὸ ἔριξαν στὸ πιοτό, τὸ πιοτὸ ἔφερε τὸ κέφι, κι ἐκεῖνο παρεξηγήσεις καὶ βαρεῖες κουβέντες.
Οὔτε τὴν Παναγία δὲν σεβάστηκαν οἱ βλάσφημοι. Τοῦ κάκου προσπαθοῦσαν ὁ λιμενοφύλακας καὶ ὁ μαγαζάτορας τοῦ μικροῦ λιμανιοῦ νὰ τοὺς συγκρατήσουν.
Ἀπότομα ὁ οὐρανὸς βάρυνε. Ἡ θάλασσα ἄρχισε νὰ μουγκρίζει. Σὲ μισὴ ὥρα τὸ κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας τὸ ψαροκάικο καὶ τὶς βάρκες μὲ τὶς λάμπες, μέχρι ποὺ τὶς πέταξε σπασμένες στὴ στεριά. Κατόπιν ἡ θάλασσα γαλήνεψε, κι ἕνα καΐκι ἀπὸ τὴ Νάξο φάνηκε νὰ μπαίνει στὸ λιμανάκι. Ὁ καπετάνιος τοῦ ἀπόρησε βλέποντας τὰ συντρίμμια στὴ στεριά.
- Πῶς ἔγινε αὐτό; ρώτησε. Ἐγὼ ταξίδευα μὲ θάλασσα γυαλί!
- Ἦταν θαῦμα τῆς Παναγίας, ἐξήγησε ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαράδες τοῦ γρί-γρί.
Οἱ περισσότεροι συμφώνησαν. Δυό-τρεῖς ὅμως μίλησαν εἰρωνικὰ κι ἔδωσαν ἄλλη ἐξήγηση:
- Ἦταν ἀνεμοστρόβιλος. Καλὰ ποὺ δὲν μᾶς σήκωσε στὸν οὐρανὸ τὶς βάρκες.
Ἕνας μάλιστα, ὁ Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:
- Ἄντε μωρέ, ποὺ ἦταν θαῦμα! Ὄρεξη δὲν εἶχε ἡ Παναγιὰ - νὰ μὴν τὴ στολίσω καὶ τώρα - νὰ καταπιάνεται μέ μας τοὺς ψαράδες.
Αὐτὰ εἶπε καὶ πῆγε νὰ δεῖ τὴ ζημιὰ ποὺ εἶχε πάθει ἡ δική του ψαρόβαρκα. Τὴ βρῆκε σμπαραλιασμένη. Ἔφτυσε τότε ἔξαλλος πάνω στὰ συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι τὴν Παναγία καὶ ἀποσύρθηκε νὰ κοιμηθεῖ.
Μόλις ξάπλωσε, εἶδε ὁλοζώντανη τὴν Παναγία, - σὰν σὲ ὄνειρο, σὰν σὲ ξύπνιο - νὰ τὸν πλησιάζει καὶ νὰ τὸν ἐρωτά:
- Γιατί, παιδί μου, δὲν μὲ σέβεσαι;
- Τί εἶν᾿ αὐτὰ ποῦ μου λές, κυρά μου; θύμωσε ἐκεῖνος. Δὲν σὲ ξέρω καθόλου. Πότε δὲν σὲ σεβάστηκα;
- Δὲν μὲ ξέρεις; Τότε γιατί ὅλο μὲ βλαστημᾶς;
Στὰ λόγια αὐτὰ τινάχτηκε ὄρθιος. Ἔκανε νὰ φωνάξει, νὰ τρέξει, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Τὰ πόδια τοῦ εἶχαν βυθιστεῖ ὡς τὰ γόνατα στὴν ἄμμο. Ἔκανε τὸν σταυρό του. Καὶ τότε εἶδε πάλι, ξεκάθαρα πιά, τὴν Παναγία καὶ τὴν ἄκουσε νὰ τοῦ λέει:
- Ἔλα στὸ σπίτι μου, στὴν Ἑκατονταπυλιανή, στὴν Παροικία τῆς Πάρου. Ἔλα ἐκεῖ νὰ μὲ προσκυνήσεις.
Ὁ Διάκουρας ἔφυγε τὴν ἴδια στιγμὴ σχεδὸν τρέχοντας. Ἔφθασε στὴν Ἑκατονταπυλιανὴ λίγο μετὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Ἔτρεξε γρήγορα στὸ εἰκόνισμα τῆς Θεοτόκου. Στὴ θεία τῆς μορφὴ ἀναγνώρισε τὴ γυναίκα τοῦ ὁράματός του. Γονάτισε καὶ προσευχήθηκε ὦρες ὁλόκληρες. Ὕστερα γύρισε στὸ Πίσω Λιβάδι. Ἐκεῖ διαπίστωσε ἕνα καινούργιο θαῦμα: Οἱ βάρκες καὶ τὸ ψαροκάικο ἔστεκαν στὴ στεριὰ χωρὶς καμιὰ ζημιά!

ΤΟ ΑΠΟΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΑΡΧΗ

Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις διετέλεσε διευθυντὴς στὴν Ἀθωνιάδα σχολὴ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰ. Στὴν ἱερὰ μονὴ Διονυσίου ὁ σοφὸς αὐτὸς ἄνδρας δοκίμασε τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τῆς Παναγίας τοῦ Ἀκάθιστου, ἡ ὁποία τὸν θεράπευσε ἀπὸ ἕνα ὀδυνηρὸ ἀπόστημα.
Θὰ διηγηθῶ, σημειώνει ὁ ἴδιος, τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε σὲ μένα ἡ Παναγία, γιὰ νὰ τῆς ἀποδώσω ἔτσι τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ τῆς ὀφείλω. Δὲν τὸ γράφω γιὰ νὰ ὑπερηφανευθῶ ὅτι δέχτηκα τάχα θεία ἐπίσκεψη, κι οὔτε μὲ πειράζει, ἂν θὰ μὲ χαρακτηρίσουν ἀνόητο γιὰ τὴ διήγηση.
Τὸ 1758, λοιπόν, ἤμουν σχολάρχης στὴν Ἀθωνιάδα. Ὅταν ἦρθε ἡ ἄνοιξη, παρουσιάστηκε στὸ βάθος τῆς ἀριστερῆς μου μασχάλης ἕνα ἐπικίνδυνο ἀπόστημα. Μὲ ταλαιπωροῦσε ἕνας ἐλαφρὸς πυρετὸς κι ἔνοιωθα ἐξάντληση. Τὸ ἀπόστημα διαρκῶς μεγάλωνε καὶ σκλήραινε. Ὅλο τὸ κοίλωμα τῆς μασχάλης καὶ ὁ ἀριστερὸς μαστὸς εἶχαν σκληράνει σὰν τὴν πέτρα.
Πονοῦσα φοβερά. Δὲν μποροῦσα ὄχι μόνο νὰ σταθῶ, μὰ οὔτε νὰ καθίσω, νὰ ξαπλώσω, νὰ κοιμηθῶ ἡ νὰ ἀναπνεύσω ἐλεύθερα. Ἔνοιωθα ἀπογοήτευση καὶ προτιμοῦσα τὸν θάνατο ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ταλαιπωρία.
Μερικοὶ φίλοι μὲ συμβούλευαν νὰ νοσηλευθῶ σὲ νοσοκομεῖο τῆς Χίου, τῆς Σμύρνης ἡ τῆς Θεσσαλονίκης. Κάθε ὅμως μετακίνηση ἦταν δύσκολη καὶ ἐπικίνδυνη.
Πάνω στὴν ἀπελπισία μου μαθαίνω ὅτι κάποιος Διονυσιάτης μοναχὸς Νικηφόρος εἶναι εἰδικὸς στὸ νὰ χειρουργεῖ ἀποστήματα. Παίρνω τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ. Μὲ βάλανε μὲ πολὺ κόπο σὲ μία μικρὴ βάρκα, κι ἀφοῦ κάναμε τὸν περίπλου τοῦ Ἄθωνα φθάσαμε στὴ μονὴ Διονυσίου.
Ὁ π. Νικηφόρος ἐξέτασε προσεκτικὰ τὸ ἀπόστημα καὶ μοῦ εἶπε:
- Ἔχε θάρρος. Τὴ θεραπεία ὅμως νὰ τὴν περιμένεις ἀπὸ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, τὸν προστάτη τῆς μονῆς. Ἐγὼ μόνο σὰν Βοηθός του θὰ σοῦ χρησιμεύσω.
Συγχρόνως ἔβαλε στὸ πονεμένο μέρος μαλακτικά, γιὰ νὰ μαλακώσουν τὴ σκληρότητά του. Μέσα μου φούντωσε ἡ ἐλπίδα ὅτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Προδρόμου θὰ μὲ θεράπευε.
Ὁ π. Νικηφόρος μου ἔβαζε χίλια δυὸ καταπλάσματα. Καὶ τί δὲν ἐπινοοῦσε! Χόρτα, ρίζες, φύλλα, φροῦτα, ξύγκια, σαλιάγκια, πυρακτωμένους πλίθους, λάδια διάφορα. Τὸ ἀπόστημα ὅμως οὔτε ὑποχωροῦσε οὔτε μαλάκωνε. Ἀντίθετα, χειροτέρευε.
Τότε ὁ γέροντας ἀποφάσισε νὰ μὲ χειρουργήσει. Ἤθελε νὰ χτυπήσει τὸ κακὸ στὴ ρίζα, ἡ ὁποία, καθὼς ἔλεγε, ἦταν μεγάλη σὰν ρεβίθι. θὰ βύθιζε λοιπὸν στὸ βάθος τὸ μαχαίρι καί, βγάζοντας τὴ ρίζα ποὺ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, σύντομα θὰ ἐξαφανιζόταν καὶ ὅλο τὸ ἀπόστημα.
Ἐγὼ ὅμως φοβήθηκα τὴν τόλμη τοῦ χειρούργου. Ἀπόστημα ποὺ δὲν εἶχε ὡριμάσει δὲν ἔπρεπε καὶ νὰ χειρουργηθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ ἀρνήθηκα τὴν ἐπέμβαση. Ἔτσι ὁ π. Νικηφόρος ἀπελπίστηκε γιὰ τὴ θεραπεία μου, ἐνῶ ἐγὼ γιὰ τὴ ζωή μου.
«Ἀπογοητευμένος τελείως ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη βοήθεια, στράφηκα πρὸς τὴ Μητέρα τῆς εὐσπλαχνίας, καὶ τὴν ἱκέτευα ἐπίμονα μὲ δάκρυα νὰ μοῦ γίνει ἰατρὸς καὶ θεραπευτῆς.
- «Βλέψον ἰλέῳ ὄμματί σου καὶ ἔπισκεψαι τὴν κάκωσιν ἣν ἔχω», θρηνοῦσα μὲ χαμηλὴ φωνή.
Ὕστερα γυρίζω στοὺς παρόντες καὶ τοὺς λέω:
- Πηγαίνετε μὲ στὸ παρεκκλήσι τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀκαθίστου, καὶ ἀφῆστε μὲ μπροστὰ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα της.
Πράγματι, μὲ πῆγαν ἐκεῖ σηκωτό. Κι ἐνῶ ὁ παπὰς ἔψαλλε γιὰ χάρη μου τὴ μεγάλη Παράκληση, ἐγὼ διαρκῶς ἔκλαιγα. Τέλος ἔπεσα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, κι ἀφοῦ ἔβρεξα τὸ ἔδαφος μὲ τὰ δάκρυά μου, ἱκέτευσα θερμὰ καὶ εἶπα:
- Μὴ μ᾿ ἀφήσεις, Μητέρα, νὰ χαθῶ. Σταμάτησε τὴ συμφορά μου. «Πάντα γὰρ δύνασαι ὡς μήτηρ οὖσα τοῦ τὰ πάντα ἰσχύοντος Θεοῦ».
Αὐτὸ ἦταν! Ἀμέσως ἔνοιωσα μέσα μου δύναμη, σηκώθηκα καὶ βγῆκα χαρούμενος ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι. Μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς ἀδελφοῦ καὶ τοῦ μπαστουνιοῦ μου ἀνέβηκα στὸ κελί μου καὶ κοιμήθηκα ἐπὶ τέλους ὅλη τὴ νύχτα - ἐγώ, ποὺ πέρασα τόσες νύχτες ἄυπνος ἀπὸ τοὺς πόνους.
Τὸ πρωὶ ἤμουν ἤρεμος. Τὸ ἀπόστημα σὲ λίγο μαράθηκε καὶ ἐξαφανίστηκε.
Ἀπὸ τότε αἰσθάνομαι ὀφειλέτης στὴ Θεομήτορα καὶ κηρύττω παντοῦ τὸ θαῦμα της».

ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 40’

Στὸ μέτωπο, σ᾿ ὅλη τὴ γραμμή, ἀπὸ τὴ γαλανὴ θάλασσα τοῦ Ἰονίου μέχρι ψηλὰ τὶς παγωμένες Πρέσπες, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἄρχιζε νὰ βλέπει παντοῦ τὸ ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τὶς νύχτες μία γυναικεία μορφὴ νὰ βαδίζει ψηλόλιγνη, ἄλαφροπερπατητη, μὲ τὴν καλύπτρα τῆς ἄναριγμενη ἀπὸ τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε, τὴν ἤξερε ἀπὸ παλιά, τοῦ τὴν εἶχαν τραγουδήσει ὅταν ἦταν μωρὸ κι ὀνειρευόταν στὴν κούνια. Ἦταν ἡ μάνα ἡ μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴν δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός.

Γράμμα ἀπὸ τὴ Μόροβα

Ὁ Τάσος Ρηγοπούλας, στρατευμένος στὴν Ἀλβανία τὸ 1940, ἔστειλε ἀπὸ τὸ μέτωπο τὸ παρακάτω γράμμα στὸν ἀδελφό του. «Ἀδελφέ μου Νίκο.
Σοὺ γράφω ἀπὸ μία ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Πάρνηθας. Ἡ φύση τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δὲν εἶναι νὰ σοῦ περιγράψω τὰ θέλγητρα μίας χιονισμένης Μόροβας μὲ ὅλο τὸ ἄγριο μεγαλεῖο της. Σκοπός μου εἶναι νὰ σοῦ μεταδώσω αὐτὸ ποὺ ἔζησα, ποὺ τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ ποὺ φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας τὸ ἀπὸ ἄλλους, δὲν τὸ πιστέψεις.
Λίγες στιγμὲς πρὶν ὁρμήσουμε γιὰ τὰ ὀχυρὰ τῆς Μόροβας, εἴδαμε σὲ ἀπόσταση καμιὰ δεκαριὰ μέτρων μία ψηλὴ μαυροφόρα νὰ στέκει ἀκίνητη.
- Τὶς εἶ; Μιλιά...
Ὁ σκοπὸς θυμωμένος ξαναφώναξε: -Τὶς εἰ;
Τότε, σὰν νὰ μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, ψιθυρίσαμε: Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ!
Ἐκείνη ὅρμησε ἐμπρὸς σὰν νὰ εἶχε φτερὰ ἀετοῦ. Ἐμεῖς ἀπὸ πίσω της. Συνεχῶς τὴν αἰσθανόμασταν νὰ μᾶς μεταγγίζει ἀντρειοσύνη. Ὁλόκληρη ἑβδομάδα παλέψαμε σκληρά, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβάν-Μόροβας.
Ὑπογραμμίζω πὼς ἡ ἐπίθεσή μας πέτυχε τοὺς Ἰταλοὺς στὴν ἀλλαγὴ τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ τμήματα εἶχαν τραβηχτεῖ πίσω καὶ τὰ καινούργια... κοιμοῦνταν! Τὸ τί ἔπαθαν δὲν περιγράφεται. Ἐκείνη ὁρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ νικητὲς ροβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ἡ Ὑπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάθηκε».

Θαύμα στὸ Μπούμπεση

Ζωντανὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ἀνεξαρτήτου τάγματος, μὲ διοικητὴ τὸν ταγματάρχη Πετράκη, στὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ροντένη, δεξιά της θρυλικῆς Κλεισούρας.
Κάθε βράδυ, ἀπὸ τὶς 22-1-1941 καὶ ἔπειτα, στὶς 9.20 ἀκριβῶς, τὸ βαρὺ ἰταλικὸ πυροβολικὸ ἄρχιζε βολὴ ἐναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀπώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στὶς ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐντοπίσουν τὰ ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰταλοὶ κάθε βράδυ τὰ μετακινοῦσαν.
Ἦταν ὅμως ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχθρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστηκαν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν ἰταλικῶν κανονιῶν.
- Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντελῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.
Ἀμέσως στὸ βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο. Σιγὰ-σιγὰ σχημάτισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἀπ᾿ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ γέρνει πρὸς τὴ γῆ καὶ στάθηκε σ᾿ ἕνα φαράγγι, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ὑψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στὸ τάγμα καὶ ρίγησαν.
- Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.
- Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.
Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιὰ τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λεπτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.

Ο ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ

Ὁ Χρῆστος Βέργος, ἐπιστρατευμένος στὸν πόλεμο τῆς Κορέας, διηγεῖται:
Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στὸ τάγμα τῆς Κορέας. Δὲν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στὴ δύναμη τῶν βαρέων ὅπλων ποὺ κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος. Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στὴν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατριχίαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρό τους, γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦσαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μία νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο Θαῦμα.
Ξημέρωνε ἡ 7η Ἀπριλίου 1951. Μὲ τὴ διμοιρία μου εἶχα καταλάβει μία πλαγιὰ σὲ ὕψωμα κοντὰ στὸν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στὸ ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτη Σταῦρο Ἄδαμάκο. Ὅταν ρόδιζε ἡ αὐγή, ὅποτε δὲν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο ποὺ μὲ συνετάραξε:
Μία γυναίκα στὰ μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ρωτᾶ ἀκουμπώντας τὸ χέρι στὸν ὦμο μου:
- θέλεις νὰ βρίσκομαι κοντά σου Χρῆστο; Ἔνοιωσα τότε μία βαθειὰ ἀγαλλίαση.
- Καὶ ποιὰ εἶσαι σύ; τὴ ρώτησα.
Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:
- Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;
- Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ βρίζω μία ἄγνωστή μου;
- Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς στρατιῶτες τοῦ τάγματος. Γιατί δὲν πηγαίνετε στὸ Πουσάν, ν᾿ ἀνάψετε κεριὰ στ᾿ ἀδέλφια σας ποὺ ἔχουν ταφεῖ ἐκεῖ;
Μ᾿ αὐτὴ τὴ φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ὁ Σταῦρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.
- Κύριε Ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογκοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στὸν ὕπνο σου.
Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πὼς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκρούς του Πουσάν.
Ἐνῶ ὅμως λέγαμε αὐτά, ξαναβλέπω τὴ γυναίκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου.
-Ἀδαμάκο! βάζω μία φωνή. Ἡ γυναίκα... Αὐτή... Νά... τὴ βλέπεις;
Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ μὲ καθησυχάσει, ἀλλὰ ποὺ ἐγώ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναίκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴ γλυκύτατη φωνὴ στάθηκε κοντά μου καὶ μοῦ εἶπε:
- Μὴ φοβᾶσαι... Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλὰ θέλω ἀπὸ σένα νὰ μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στὶς δυσκολότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.
Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νὰ φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἄφαντη. Ἔκλαψα τότε ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδίας μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγὼ ποὺ δὲν εἶχα κλάψει ποτὲ στὴ ζωή μου».