Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α΄ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΥΛΟΥ

Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 1

Α Κορ. 1,1 Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, καὶ Σωσθένης ὁ ἀδελφός,
Α Κορ. 1,1 Εγώ, ο Παύλος, ο οποίος έχω προσκληθή σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, να είμαι Απόστολος του Ιησού Χριστού, και ο Σωσθένης, ο αδελφός εν Χριστώ,

Α Κορ. 1,2 τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ, ἡγιασμένοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, κλητοῖς ἁγίοις, σὺν πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν παντὶ τόπῳ αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν·
Α Κορ. 1,2 απευθύνομεν την επιστολήν αυτήν προς την Εκκλησίαν του Θεού, η οποία υπάρχει εις την Κορινθον, προς σας που ανήκετε εις αυτήν και έχετε αγιασθή δια του Ιησού Χριστού και έχετε κληθή να γίνετε και να είσθε άγιοι μαζή με όλους εκείνους τους πιστούς, οι οποίοι εις κάθε τόπον επικαλούνται με πίστιν το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι Κυριος και Σωτήρ και εκείνων και ημών,

Α Κορ. 1,3 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Α Κορ. 1,3 και ευχόμεθα να είναι πάντοτε μαζή σας και να βασιλεύη εις τας ψυχάς σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν και Πατέρα μας και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν.

Α Κορ. 1,4 Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε περὶ ὑμῶν ἐπὶ τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ τῇ δοθείσῃ ὑμῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
Α Κορ. 1,4 Ευχαριστώ πάντοτε τον Θεόν μου δια την κατάστασιν της χάριτος και τα άλλα χαρίσματα του Θεού, τα οποία σας εδόθησαν χάρις εις την πίστιν, την επικοινωνίαν και την ενότητα, που έχετε με τον Ιησούν Χριστόν.

Α Κορ. 1,5 ὅτι ἐν παντὶ ἐπλουτίσθητε ἐν αὐτῷ, ἐν παντὶ λόγῳ καὶ πάσῃ γνώσει,
Α Κορ. 1,5 Διότι από την εν πίστει επικοινωνίαν σας αυτήν με τον Κυριον εγίνατε πλούσιοι εις όλα, εις κάθε διδασκαλίαν της χριστιανικής αληθείας και εις κάθε γνώσιν, την οποίαν αυτή διδάσκει και εμπνέει,

Α Κορ. 1,6 καθὼς τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν,
Α Κορ. 1,6 σύμφωνα με το μέτρον με το οποίον έγινε από σας δεκτή ως βεβαία και εστερεώθη εις σας η αληθής μαρτυρία και το κήρυγμα περί του Ιησού Χριστού.

Α Κορ. 1,7 ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι, ἀπεκδεχομένους τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ·
Α Κορ. 1,7 Τοσον δε πλούσια χαρίσματα επήρατε, ώστε να μη υπολείπεσθε εις κανένα χάρισμα, περιμένοντες με εγκαρτέρησιν και ελπίδα την μεγάλην εκείνην ημέρα, κατά την οποίαν θα φανερωθή εις όλην του την δόξαν ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός.

Α Κορ. 1,8 ὃς καὶ βεβαιώσει ὑμᾶς ἕως τέλους ἀνεγκλήτους ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Α Κορ. 1,8 Αυτός δε ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός θα σας στερεώση και θα σας κατασφαλίση μέχρι τέλους, ώστε να είσθε άμεπτοι και ακατηγόρητοι κατά την ημέραν της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Α Κορ. 1,9 πιστὸς ὁ Θεὸς δι᾿ οὗ ἐκλήθητε εἰς κοινωνίαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.
Α Κορ. 1,9 Είναι άλλωστε κατά πάντα αξιόπιστος ο Θεός, από τον οποίον έχετε κληθή να γίνετε μέτοχοι εις την ζωήν και την βασιλείαν και την δόξαν του Υιού αυτού, Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.

Α Κορ. 1,10 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ.
Α Κορ. 1,10 Σας παρακαλώ δε, αδελφοί μου, στο όνομα και εξ ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είσθε όλοι ομόφωνοι και να λέγετε σαν από μια καρδία, την ίδια ομολογία της πίστεώς σας και να μη υπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα και διαιρέσεις, αλλά να είσθε συγκρατημένοι, κατηρτησμένοι και ενωμένοι μεταξύ σας με τα αυτά φρονήματα και με την αυτήν γνώμην.

Α Κορ. 1,11 ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι.
Α Κορ. 1,11 Διότι-σας το καθιστώ αυτό γνωστόν-μου ανεφέρθη από τους οικιακούς και συγγενείς της Χλόης για σας, αδελφοί μου, ότι υπάρχουν μεταξύ σας αντιθέσεις και φιλονεικίαι.

Α Κορ. 1,12 λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ.
Α Κορ. 1,12 Εννοώ δε τούτο, ότι ο καθένας από σας, θέλων να παρουσιάση ανώτερον τον εαυτόν του από τους άλλους, λέγει· “εγώ μεν είμαι του Παύλου μαθητής”. Αλλος λέγει· “εγώ είμαι του Απολλώ”. και άλλος· “εγώ είμαι μαθητής του Κηφά”, και άλλος· “εγώ είμαι μαθητής του Χριστού”.

Α Κορ. 1,13 μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;
Α Κορ. 1,13 Εχει, λοιπόν, διαιρεθή ο Χριστός και η Εκκλησία του εις κόμματα και εις μερίδας; Ερωτώ ειδικώτερα σας, που διαλαλείτε και λέγετε ότι είσθε του Παύλου· μήπως ο Παύλος εσταυρώθη προς χάριν σας, δια να λάβετε την σωτηρίαν; Η μήπως έχετε βαπτισθή στο όνομα του Παύλου;

Α Κορ. 1,14 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον,
Α Κορ. 1,14 Ας είναι ευλογημένον και δοξασμένον το όνομα του Θεού, ο οποίος έφερεν έτσι τα πράγματα, ώστε από σας να μη βαπτίσω κανένα, ειμή μόνον τον Κρίσπον και τον Γαϊον.

Α Κορ. 1,15 ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα.
Α Κορ. 1,15 Και έτσι δεν ημπορεί να πη κανείς, ότι εβάπτισα Χριστιανούς στο ιδικόν μου όνομα.

Α Κορ. 1,16 ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα.
Α Κορ. 1,16 Εβάπτισα ακόμη και την οικογένειαν του Στεφανά· εκτός δε από αυτούς δεν γνωρίζω, αν έχω βαπτίσει κανένα άλλον.

Α Κορ. 1,17 οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.
Α Κορ. 1,17 Αλλωστε εγώ δεν είχα ως κύριον έργον μου την τέλεσιν του μυστηρίου του βαπτίσματος, διότι δεν με έστειλεν ο Χριστός ως Απόστολόν του εις την οικουμένην να βαπτίζω, αλλά να κηρύττω το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας. Αυτό δε το κήρυγμα δεν το κάνω με την δύναμιν και τα ρητορικά σχήματα της ανθρωπίνης σοφίας, μη τυχόν και χάση την σωτήριον δύναμίν του και την άπειρον θείαν αξίαν του ο σταυρός του Κυρίου.

Α Κορ. 1,18 Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι.
Α Κορ. 1,18 Διότι το περί σταυρού θείον κήρυγμα εις εκείνους μεν, που απιστούν και επιμένουν να βαδίζουν τον δρόμον της απωλείας, φαίνεται και θεωρείται μωρία· εις ημάς όμως, που το εδέχθημεν και ευρισκόμεθα στον δρόμον της σωτηρίας, είναι, όπως και η προσωπική μας πείρα βεβαιώνει, δύναμις Θεού.

Α Κορ. 1,19 γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω.
Α Κορ. 1,19 Οι άπιστοι, σκοτισμένοι από τα πάθη της αμαρτίας, δεν ημπορούν να εννοήσουν το ύψος της ευαγγελικής αληθείας, τα έχουν κυριολεκτικώς χαμένα, διότι έχει γραφή δι' αυτούς από τον προφήτην Ησαΐαν· “θα καταστρέψω και θα εξαφανίσω, λέγει ο Θεός, την σοφίαν αυτών, που παρουσιάζονται ως σοφοί και θα εκτοπίσω ως ανόητον την φρόνησιν εκείνων, οι οποίοι παρουσιάζονται ως συνετοί”.

Α Κορ. 1,20 ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;
Α Κορ. 1,20 Που είναι, λοιπόν, τώρα σοφός; Που είναι Εβραίος γραμματεύς ο οποίος κατέχει και διδάσκει τον Νομον; Που είναι ικανός συζητητής και απολογητής της πλάνης, που επικρατεί κατά την εποχήν αυτήν; Δια των πραγμάτων δεν απέδειξεν ο Θεός μωράν και ανωφελή την σοφίαν, την οποίαν εμπνέει και καλλιεργεί ο κόσμος, που ευρίσκεται μακράν από την θείαν αλήθειαν;

Α Κορ. 1,21 ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας.
Α Κορ. 1,21 Ακριβώς επειδή δεν κατώρθωσαν και δεν ηθέλησαν δια μέσου της σοφίας του Θεού, που διαλαλείται με όλην την δημιουργίαν, να γνωρίσουν οι άνθρωποι του κόσμου με την σοφίαν των τον Θεόν, απεφάσισεν ο πανάγαθος Θεός να σώση τους καλοπροαιρέτους και τους προθύμους να πιστεύσουν ανθρώπους με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, το οποίον στους σκοτισμένους από την αμαρτίαν ανθρώπους φαίνεται μωρόν.

Α Κορ. 1,22 επειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν,
Α Κορ. 1,22 Φαίνεται δε μωρόν, επειδή ο καθένας από αυτούς το κρίνει με τα ιδικά του κριτήρια. Οι Ιουδαίοι π.χ. ζητούν υπερφυσικόν σημείον δια να παραδεχθούν την αλήθειαν του κηρύγματος και πιστεύσουν εις αυτό. Οι δε Ελληνες ζητούν φιλοσοφικούς συλλογισμούς και ακλονήτους αποδείξεις.

Α Κορ. 1,23 ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν,
Α Κορ. 1,23 Ημείς όμως κηρύσσομεν εις όλον τον κόσμον Χριστόν, που έχει σταυρωθή. Και αυτός ο εσταυρωμένος Χριστός και σωτήρ, δια μεν τους Ιουδαίους, που επερίμεναν ένδοξον βασιλέαν τον Μεσσίαν των, είναι σκάνδαλον, επάνω στο οποίον σκοντάπτουν· δια δε τους Ελληνας είναι μωρία και αδυναμία, αφού δεν κατώρθωσε να αντιπαραταχθή και νικήση τους εχθρούς του.

Α Κορ. 1,24 αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν·
Α Κορ. 1,24 Εις αυτούς όμως, τους οποίους ο Θεός δια την καλήν των διάθεσιν τους έχει καλέσει εις σωτηρίαν, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Ελληνες, ημείς οι Απόστολοι κηρύττομεν Χριστόν, ο οποίος είναι Θεού δύναμις εις σωτηρίαν και Θεού σοφία, που κάμνει τον πιστόν ανώτερον από όλους τους σοφούς.

Α Κορ. 1,25 ὅτι τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί.
Α Κορ. 1,25 Διότι εκείνο που προέρχεται από τον Θεόν, και οι άνθρωποι του κόσμου το θεωρούν μωρόν, είναι σοφώτερον από τους ανθρώπους αυτούς, όσην γνώσιν και σοφίαν και αν έχουν ούτοι. Και το ασθενές φαινομενικώς κήρυγμα του Εσταυρωμένου είναι ισχυρότερον από τους ισχυροτέρους κατά κόσμον ανθρώπους.

Α Κορ. 1,26 Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς,
Α Κορ. 1,26 Οι κατά κόσμον σοφοί κλείουν ένεκα του εγωϊσμού τα μάτια και τα αυτιά των εις την σοφίαν του Θεού· Αλλωστε κυττάξετε και σεις, αδελφοί, ότι εις την πρόσκλησιν, που σας απηύθυνεν ο Θεός, δεν υπήκουσαν και δεν την εδέχθησαν πολλοί σοφοί κατά κόσμον ούτε πολλοί από εκείνους που έχουν δύναμιν και εξουσίαν ούτε πολλοί με ευγενή και αριστοκρατικήν την καταγωγήν,

Α Κορ. 1,27 ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά,
Α Κορ. 1,27 αλλά τουναντίον ο Θεός εδιάλεξε, δια την καλήν των διάθεσιν, τους απλοϊκούς αυτούς, τους οποίους ο κόσμος θεωρεί μωρούς, δια να καταντροπιάση έτσι τους σοφούς. Και εδιάλεξε τους αδυνάτους κατά κόσμον, δια να καταντροπιάση εκείνους που έχουν ισχύν και επιρροήν.

Α Κορ. 1,28 καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ,
Α Κορ. 1,28 Και εδιάλεξεν ακόμη ο Θεός εκείνους, που έχουν άσημον κατά κόσμον την καταγωγήν, και τους περιφρονημένους εκ μέρους των ανθρώπων του κόσμου· και εκείνους που οι σοφοί και ισχυροί τους αντιπαρέρχονται με περιφρόνησιν, σαν να μη υπάρχουν καν. Τους εδιάλεξεν ο Θεός, δια να καταλύση και να αποδείξη χωρίς καμμίαν αξίαν εκείνους, τους οποίους ο κόσμος θεωρεί μεγάλους και ισχυρούς.

Α Κορ. 1,29 ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Α Κορ. 1,29 Και τούτο, δια να μη ημπορή να καυχηθή ενώπιον του Θεού κανείς απολύτως (ούτε οι κατά κόσμον σοφοί, διότι η σοφία των αποδεικνύεται μωρία ούτε οι πιστοί στον Χριστόν, διότι η σωτηρία των οφείλεται στον Θεόν και όχι εις αυτούς).

Α Κορ. 1,30 ἐξ αὐτοῦ δὲ ὑμεῖς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις,
Α Κορ. 1,30 Από αυτόν δε, τον Θεόν, και χάρις εις αυτόν, και σεις είσθε ενωμένοι με τον Ιησούν Χριστόν και σωσμένοι από αυτόν, ο οποίος έγινε και απεδείχθη εις ημάς τους πιστούς άπειρος σοφία εκ μέρους του Θεού, δικαίωσίς μας χάρις εις την θυσίαν του, αγιασμός και αναγέννησις των καρδιών μας, απελευθέρωσις από την αμαρτίαν και ένδοξος σωτηρία μας.

Α Κορ. 1,31 ἵνα, καθὼς γέγραπται, ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω.
Α Κορ. 1,31 Και τούτο έγινε, δια να πραγματοποιηθή και εις ημάς εκείνο, που έχει γραφή εις την Παλαιάν Διαθήκην· “όποιος καυχάται δια τα καλά που έχει, ας καυχάται δοξάζων τον Θεόν και αποδίδων αυτά εις Εκείνον και όχι στον εαυτόν του”.


Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 2


Α Κορ. 2,1 Κἀγὼ ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς ἀδελφοί, ἦλθον οὐ καθ᾿ ὑπεροχὴν λόγου ἢ σοφίας καταγγέλλων ὑμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ.
Α Κορ. 2,1 Και εγώ, αδελφοί μου, όταν ήλθα προς σας εις την Κορινθον, ήλθα να προσφέρω και να κηρύξω την αλήθειαν του Θεού, όχι με ευγλωττίαν, με σοφίαν, με ρητορικά σχήματα και τεχνικάς μεθόδους, με τρόπους που χρησιμοποιούν οι κατά κόσμον σοφοί.

Α Κορ. 2,2 οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον.
Α Κορ. 2,2 Διότι δεν έκρινα ορθόν και δεν ηθέλησα να καταστήσω γνωστόν μεταξύ σας και να κηρύξω τίποτε άλλο, παρά μόνον τον Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον. Αυτόν και μόνον ήλθα φέρων εις σας.

Α Κορ. 2,3 καὶ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς,
Α Κορ. 2,3 Και ήλθα εις σας εγώ ως αδύνατος άνθρωπος, με φόβον και τρόμον πολύν.

Α Κορ. 2,4 καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως,
Α Κορ. 2,4 Και η διδασκαλία μου και το κήρυγμά μου δεν είχε τίποτε από τας πειστικάς δημηγορίας και τα κτυπητά σχήματα της ανθρωπίνης σοφίας, αλλ' ήτο και έγινε με αποδείξστου Αγίου Πνεύματος, πειστικάς δια τας ψυχάς των ακροατών και με δύναμιν θείαν, όπως εφαίνετο από τα μεγάλα θαύματα, που το συνώδευαν.

Α Κορ. 2,5 ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει Θεοῦ.
Α Κορ. 2,5 Και τούτο, δια να μη θεμελιώνεται η πίστις σας εις την ματαίαν σοφίαν και ικανότητα των ανθρώπων, αλλ' επάνω εις την ακλόνητον και αιώνιον δύναμιν του Θεού.

Α Κορ. 2,6 Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων·
Α Κορ. 2,6 Και ημείς οι Απόστολοι διδάσκομεν βέβαια σοφίαν, αλλά μεταξύ των ωρίμων και προωδευμένων, από απόψεως πνευματικής, ανθρώπων, όχι όμως την σοφίαν των ανθρώπων του αμαρτωλού τούτου αιώνος ούτε των αρχόντων του κόσμου τούτου, των οποίων η εξουσία είναι προσωρινή και θα καταλυθή.

Α Κορ. 2,7 ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν,
Α Κορ. 2,7 Αλλά λαλούμεν και κηρύσσομεν σοφίαν μυστηριώδη, απρόσιτον εις την ανθρωπίνην διάνοιαν, σοφίαν του Θεού, η οποία μολονότι έχει αποκαλυφθή από τον Θεόν, εις μεν τους πιστούς, δια την ασθένειαν του ανθρωπίνου νου, δεν είναι εις όλον της το βάθος και το πλάτος γνωστή, εις δε τους απίστους και αδιαφωτίστους είναι ακόμη κρυμμένη. Αυτήν την σοφίαν προώρισεν ο Θεός, πριν ακόμη γίνη η εν χρόνω δημιουργία, να την φανερώση, δια να δοξάση ημάς τους πιστούς.

Α Κορ. 2,8 ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν· εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν·
Α Κορ. 2,8 Αυτήν δε την σοφίαν κανείς από τους άρχοντας του κόσμου τούτου δεν την έχει γνωρίσει. Διότι αν την είχαν γνωρίσει, δεν θα έφθανάν ποτέ μέχρι τέτοιου σημείου σκοτισμού και καταπτώσεως, ώστε να σταυρώσουν τον Κυριον της δόξης.

Α Κορ. 2,9 ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν.
Α Κορ. 2,9 Αλλ' εγινε αυτό σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφή εις την Παλαιάν Διαθήκην· “εκείνα που έχει ετοιμάσει ο Θεός από καταβολής κόσμου δια τους αγαπώντας αυτόν είναι τέτοια, τα οποία μάτι δεν είδε ποτέ και αυτί δεν έχει ακούσει και ανθρώπινος νους δεν έχει φαντασθή”.

Α Κορ. 2,10 ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ· τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ.
Α Κορ. 2,10 Εις ημάς όμως τους πιστούς εφανέρωσεν αυτά ο Θεός με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος. Διότι το Αγιον Πνεύμα γνωρίζει τα πάντα, ερευνά και αυτά τα άπειρα βάθη του Θεού, (και αυτό είναι εις θέσιν να μεταδώση όσον χωρεί εις την ανθρωπίνην διάνοιαν, τα μεγαλεία του Θεού).

Α Κορ. 2,11 τίς γὰρ οἶδεν ἀνθρώπων τὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἐν αὐτῷ; οὕτω καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Α Κορ. 2,11 Συμβαίνει με το Πνεύμα κάτι ανάλογον, αλλά εις άπειρον βαθμόν, με αυτό που συμβαίνει με το πνεύμα του ανθρώπου. Δηλαδή ποιός από τους ανθρώπους γνωρίζει τα ιδιαίτερα του ανθρώπου, παρά μόνον το πνεύμα που υπάρχει μέσα εις αυτόν; Ετσι και τα του Θεού, κανένας άλλος δεν τα γνωρίζει εις την εντέλειαν, παρά μόνον το Πνεύμα του Θεού.

Α Κορ. 2,12 ἡμεῖς δὲ οὐ τὸ Πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν.
Α Κορ. 2,12 Ημείς δε δεν έχομεν λάβει το πνεύμα, που βασιλεύει και εμπνέει τον κόσμον της αμαρτίας, αλλ' ελάβομεν το Πνεύμα, το οποίον προέρχεται από τον Θεόν, δια να γνωρίσωμεν όσον το δυνατόν βαθύτερα και πλατύτερα αυτά, που μας έχουν χαρισθή από τον Θεόν.

Α Κορ. 2,13 ἃ καὶ λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνοις σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος Ἁγίου, πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες.
Α Κορ. 2,13 Αυτά δε και διδάσκομεν, όχι με καλλωπισμένους και ρητορικούς λόγους, σαν αυτούς που μεταχειρίζεται η ανθρωπίνη σοφία, αλλά με λόγους που μας τους διδάσκει και μας τους εμπνέει το Αγιον Πνεύμα, συγκρίνοντες και αντιπαραβάλλοντες τα πνευματικά νοήματα και γεγονότα με άλλα πνευματικά, δια να τα εννοούμεν καλύτερα.

Α Κορ. 2,14 ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται.
Α Κορ. 2,14 Ο ψυχικός άνθρωπος, ο άνθρωπος δηλαδή που δεν έχει αναγεννηθή, αλλά ζη την κατωτέραν ζωήν των ενστίκτων και παθών, δεν δέχεται εκείνα που αποκαλύπτει το Πνεύμα του Θεού, διότι του φαίνονται ανόητα, και δεν έχει την πνευματικήν ικανότητα να τα γνωρίση, επειδή αυτά ερευνώνται και κατανοούνται κατά τρόπον πνευματικόν, με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος.

Α Κορ. 2,15 ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται.
Α Κορ. 2,15 Ο πνευματικός όμως άνθρωπος διακρίνει και εννοεί όλα, κάθε γεγονός και κάθε άνθρωπον, ενώ αυτός δεν είναι δυνατόν να κατανοηθή από κανένα κοσμικόν και ξένον προς τον Χριστόν άνθρωπον.

Α Κορ. 2,16 τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν.
Α Κορ. 2,16 Διότι, ποίος από εκείνους που δεν εφωτίσθησαν από το πνεύμα του Θεού, εγνώρισε την σκέψιν και τα σχέδια του Θεού και ποιός ποτέ θα διδάξη και θα διορθώση τον Θεόν; Κανείς. Ετσι και κανείς από αυτούς δεν ημπορεί να εννοήση και ημάς, που έχομεν τας σκέψεις και τα αισθήματα του Χριστού.


Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 3


Α Κορ. 3,1 Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί, οὐκ ἠδυνήθην ὑμῖν λαλῆσαι ὡς πνευματικοῖς, ἀλλ᾿ ὡς σαρκικοῖς, ὡς νηπίοις ἐν Χριστῷ.
Α Κορ. 3,1 Και εγώ, αδελφοί, δεν ημπόρεσα να ομιλήσω προς σας, να σας διδάξω και συζητήσω μαζή σας ως προς ωρίμους και πνευματικώς προωδευμένους Χριστιανούς, αλλά σας ωμίλησα ως προς ανθρώπους που έχουν ακόμη το σαρκικόν φρόνημα, που δεν έχουν αναγεννηθή, αλλ' είναι ακόμη νήπιοι και αρχάριοι εις την πνευματικήν ζωήν.

Α Κορ. 3,2 γάλα ὑμᾶς ἐπότισα καὶ οὐ βρῶμα. οὔπω γὰρ ἠδύνασθε. ἀλλ᾿ οὔτε ἔτι νῦν δύνασθε· ἔτι γὰρ σαρκικοί ἐστε.
Α Κορ. 3,2 Σας επότισα με γάλα (σας εδίδαξα δηλαδή τας απλάς και ευκόλους χριστιανικάς αληθείας). Και τούτο, διότι δεν είχατε την δύναμιν και την αντοχήν, να εννοήσετε και να αφομοιώσετε την βαθυτέραν διδασκαλίαν. Αλλ' ούτε και τώρα ακόμη ημπορείτε, διότι κατέχεσθε ακόμη από σαρκικά φρονήματα.

Α Κορ. 3,3 ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;
Α Κορ. 3,3 Διότι, εφ' όσον μεταξύ σας υπάρχουν ζηλοφθονία και φιλονεικία και διαιρέσεις, πέστε μου, δεν είσθε ακόμη σαρκικοί άνθρωποι και δεν έχετε μεταξύ σας την συμπεριφοράν και την πολιτείαν ανθρώπου, που δεν έχει αναγεννηθή από τον Χριστόν;

Α Κορ. 3,4 ὅταν γὰρ λέγῃ τις, ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἕτερος δὲ ἐγὼ Ἀπολλώ, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε;
Α Κορ. 3,4 Διότι όταν ο ένας λέγη· “εγώ μεν είμαι του Παύλου”. ο δε άλλος λέγει· “εγώ είμαι του Απολλώ”, και χωρίζεσθε μεταξύ σας εις κόμματα, δεν είσθε άνθρωποι που κατέχονται από σαρκικά φρονήματα;

Α Κορ. 3,5 Τίς οὖν ἐστι Παῦλος, τίς δὲ Ἀπολλὼς ἀλλ᾿ ἢ διάκονοι δι᾿ ὧν ἐπιστεύσατε, καὶ ἑκάστῳ ὡς ὁ Κύριος ἔδωκεν;
Α Κορ. 3,5 Ποιός είναι, λοιπόν, αυτός ο Παύλος και ποιός είναι αυτός ο Απολλώς, παρά υπηρέται και απόστολοι του Θεού, δια των οποίων σεις εγνωρίσατε και εδεχθήκατε την πίστιν; Είμαθα υπηρέται του Θεού, ο καθένας ανάλογα με την χάριν και τα χαρίσματα, που μας έχει δώσει ο Κυριος.

Α Κορ. 3,6 ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ηὔξανεν·
Α Κορ. 3,6 Εγώ εφύτευσα εις σας τον λόγον του Θεού και την πίστιν, ο Απολλώς επότισεν αυτά, αλλ' ο Θεός είναι εκείνος ο οποίος έδωσε την αύξησιν και την καρποφορίαν. (Χωρίς αυτόν σπορά και πότισμα θα ήσαν μάταια).

Α Κορ. 3,7 ὥστε οὔτε ὁ φυτεύων ἐστί τι οὔτε ὁ ποτίζων, ἀλλ᾿ ὁ αὐξάνων Θεός.
Α Κορ. 3,7 Ωστε εις την πραγματικότητα δια την επιτυχίαν του έργου του Θεού ούτε εκείνος που φυτεύει είναι τίποτε, ούτε εκείνος που ποτίζει, αλλ' ο Θεός ο οποίος με την χάριν του δίδει την αύξησιν. Εις αυτόν ανήκει το παν.

Α Κορ. 3,8 ὁ φυτεύων δὲ καὶ ὁ ποτίζων ἕν εἰσιν· ἕκαστος δὲ τὸν ἴδιον μισθὸν λήψεται κατὰ τὸν ἴδιον κόπον.
Α Κορ. 3,8 Εκείνος δε που φυτεύει και εκείνος που ποτίζει είναι ένα και το αυτό, δηλαδή δούλοι και απόστολοι του Θεού. Θα λάβη δε ο καθένας από αυτούς τον μισθόν του, ανάλογα με τον κόπον που κατέβαλε.

Α Κορ. 3,9 Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε.
Α Κορ. 3,9 Ο Απολλώς, λοιπόν, και εγώ είμεθα μεταξύ μας ένα, συνεργάται του Θεού δια την ιδικήν σας σωτηρίαν. Σεις δε είσθε αγρός και ιδιοκτησία του Θεού, που καλιεργείται από αυτόν τον ίδιον. Είσθε οικοδόμημα του Θεού, που εις την πραγματικότητα κτίζεται από τον ίδιον τον Θεόν με όργανά του ημάς.

Α Κορ. 3,10 Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ·
Α Κορ. 3,10 Συμφωνα δε με την χάριν και την αποστολήν που μου έδωσεν ο Θεός μεταξύ των εθνών, εγώ, σαν σοφός αρχιτέκτων φωτισμένος από τον Θεόν, έχω θέσει ακλόνητον θεμέλιον εις την Κορινθον και άλλος κτίζει επάνω στο θεμέλιον αυτό. Ο καθένας όμως ας βλέπη και ας προσέχη πως κτίζει επάνω στο θεμέλιον.

Α Κορ. 3,11 θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός.
Α Κορ. 3,11 Δεν πρέπει δε να ασχολήται με νέαν θεμελίωσιν, διότι κανένας δεν ημπορεί να βάλη άλλο θεμέλιο αγκωνάρι εκτός από εκείνο που έχει ήδη τεθή και κείται εις την βάσιν της οικοδομής· και αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός.

Α Κορ. 3,12 εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην,
Α Κορ. 3,12 Εάν δε κανείς κτίζη επάνω στο θεμέλιον αυτό πολύτιμα υλικά, όπως είναι ο χρυσός, ο άργυρος, οι πολύτιμοι λίθοι, η κτίζη ξύλα, χορτάρι και καλάμια,

Α Κορ. 3,13 ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει.
Α Κορ. 3,13 ας έχη υπ' όψιν του, ότι του καθενός οικοδόμου θα γίνη φανερόν το έργον και η αξία του. Διότι η μεγάλη εκείνη ημέρα της κρίσεως θα το φανερώση ολοκάθαρα. Επειδή θα συνοδεύεται αυτή με την θείαν δικαιοσύνην, η οποία σαν φως θα αποκαλύπτη και σαν πυρ θα κατακαίη κάθε τι το ευτελές και σάπιο. Και του καθενός το έργον τι είναι και τι αξίζει, θα το φανερώση η δικαία κρίσις του Θεού που ομοιάζει με την φωτιά.

Α Κορ. 3,14 εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται·
Α Κορ. 3,14 Εάν, λοιπόν, το έργον που ένας ωκοδόμησε επάνω στο θεμέλιον, στον Χριστόν, μένη άθικτον από την φωτιά, καθ' ο στερεόν και ανθεκτικόν, αυτός θα λάβη μισθόν.

Α Κορ. 3,15 εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός.
Α Κορ. 3,15 Εάν όμως κάποιου άλλου το έργον κατακαή και γίνη στάκτη, αυτός θα ζημιωθή, διότι οι κόποι του θα πάνε χαμένοι. Ο ίδιος όμως ίσως σωθή με πολύ μεγάλην δυσκολίαν, σαν εκείνον που διέρχεται ανάμεσα από τας φλόγας. (Θα σωθή εάν η δικαιοσύνη του Θεού τον κρίνη, τουλάχιστον δια την καλήν του διάθεσιν, άξιον συγνώμης και σωτηρίας).

Α Κορ. 3,16 Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;
Α Κορ. 3,16 Σεις οι Κορίνθιοι είσθε αυτό το πνευματικόν οικοδόμημα, δια το οποίον ομιλώ. Σας ερωτώ, λοιπόν· δεν γνωρίζετε, ότι είσθε πράγματι πνευματικός ναός του Θεού και ότι το πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας και μεταξύ σας;

Α Κορ. 3,17 εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.
Α Κορ. 3,17 Εάν, λοιπόν, κανείς με τας φιλονεικίας και τας διαιρέσεις καταστρέφη τον ναόν του Θεού, ας γνωρίζη αυτός, ότι θα τον καταστρέψη ο Θεός. Διότι ο ναός του Θεού είναι άγιος, ιερόν αφιέρωμα στον Θεόν. Τετοιος δε άγιος ναός του Θεού είσθε σεις.

Α Κορ. 3,18 Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω· εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός.
Α Κορ. 3,18 Κανένας ας μη ξεγελάη τον ευατόν του· εάν κανείς νομίζη ότι είναι σοφός μεταξύ σας, επειδή έχει την σοφίαν του αιώνος τούτου, και κυριευμένος από υψηλόν φρόνημα θέλη να δημιουργή κόμμα μέσα εις την Εκκλησίαν, ας έχη υπ' όψιν του, ότι το καλύτερον που έχει να κάμη είναι να γίνη δια τους ανθρώπους του κόσμου μωρός, δια να αναδειχθή πραγματικά σοφός εκ μέρους του Θεού.

Α Κορ. 3,19 ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι. γέγραπται γάρ· ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν.
Α Κορ. 3,19 Διότι η σοφία του κόσμου τούτου, όσον λαμπρά και υψηλή αν φαίνεται, είναι μωρία ενώπιον του Θεού, αφού έτσι έχει γραφή και εις την Παλαιάν Διαθήκην· “ο Θεός είναι εκείνός που αρπάζει με το παντοδύναμό του χέρι τους σοφούς, τους ξετινάζει και τους εξευτελίζει μέσα εις την ίδια των σοφιστικήν επιτηδειότητα και πανουργίαν”.

Α Κορ. 3,20 καὶ πάλιν· Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν σοφῶν, ὅτι εἰσὶ μάταιοι.
Α Κορ. 3,20 Και πάλιν είναι γραμμένον· “Ο Κυριος γνωρίζει πολύ καλά τους συλλογισμούς, τας εσωτερικάς σκέψεις και τους διαλογισμούς των σοφών, ότι είναι μάταιοι και ψευδείς”.

Α Κορ. 3,21 ὥστε μηδεὶς καυχάσθω ἐν ἀνθρώποις· πάντα γὰρ ὑμῶν ἐστιν,
Α Κορ. 3,21 Ωστε κανείς ας μη καυχάται, ούτε διότι κατέχει την σοφίαν των ανθρώπων ούτε διότι έχει αρχηγούς και διδασκάλους ανθρώπους με μεγάλα ονόματα. Διότι όλα είναι ιδικά σας.

Α Κορ. 3,22 εἴτε Παῦλος εἴτε Ἀπολλὼς εἴτε Κηφᾶς εἴτε κόσμος εἴτε ζωὴ εἴτε θάνατος εἴτε ἐνεστῶτα εἴτε μέλλοντα, πάντα ὑμῶν ἐστιν,
Α Κορ. 3,22 είτε ο Παύλος είτε ο Απολλώς είτε ο Κηφάς είτε ο κόσμος όλος είτε η ζωή είτε ο θάνατος είτε τα παρόντα είτε τα μέλλοντα, όλα είναι ιδικά σας (ώστε να μη γίνεσθε σεις δούλοι ανθρώπων η και συστημάτων ξένων προς τον Χριστόν).

Α Κορ. 3,23 ὑμεῖς δὲ Χριστοῦ, Χριστὸς δὲ Θεοῦ.
Α Κορ. 3,23 Σεις δεν ανήκετε εις κανένα άλλον ει μη μόνον στον Χριστόν, ο δε Χριστός είναι ο μονογενής υιός του Θεού.



Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 4


Α Κορ. 4,1 Οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ.
Α Κορ. 4,1 Σκεφθήτε καλά αυτά που σας είπα και μη μας θεωρείτε ως αρχηγούς παρατάξεων, αλλ' ο καθένας σας έτσι ας μας θεωρή, δηλαδή σαν υπηρέτας του Χριστού, ως διαχειριστάς που μας διέταξεν ο Κυριος να διαχειριζώμεθα τας υψηλάς και μυστηριώδεις αληθείας και δωρεάς, τας οποίας ο ίδιος μας έχει δώσει.

Α Κορ. 4,2 ὃ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ.
Α Κορ. 4,2 Εκείνο, λοιπόν, το οποίον εις τελευταίαν ανάλυσιν ζητείται από τους διαχειριστάς, είναι να ευρεθή ο καθένας από αυτούς πιστός και τίμιος εις την διαχείρισιν αυτών, που του έχουν εμπιστευθή.

Α Κορ. 4,3 ἐμοὶ δὲ εἰς ἐλάχιστόν ἐστιν ἵνα ὑφ᾿ ὑμῶν ἀνακριθῶ ἢ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας· ἀλλ᾿ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἀνακρίνω·
Α Κορ. 4,3 Και εγώ, λοιπόν, ως υπηρέτης, είμαι υπόλογος ενώπιον του Θεού. Δι' αυτό και πολύ ολίγον λογαριάζω, εάν θα κριθώ από σας η από οιονδήποτε άλλο ανθρώπινον δικαστήριον, που λειτουργεί εις τας ημέρας της ανθρωπίνης ζωής μας· αλλ' ούτε εγώ ο ίδιος δεν έχω το δικαίωμα να κρίνω τον ευατόν μου.

Α Κορ. 4,4 οὐδὲν γὰρ ἐμαυτῷ σύνοιδα· ἀλλ᾿ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι· ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός ἐστιν.
Α Κορ. 4,4 Και είναι μεν αληθές, ότι η συνείδησίς μου δεν μου μαρτυρεί καμμίαν ενοχήν και καμμίαν κατάχρησιν της εξουσίας, που μου έχει εμπιστευθή ο Θεός. Αλλ' αυτό δεν αρκεί, δια να θεωρώ τον ευατόν μου ανεπίληπτον και δίκαιον. Ο μόνος αρμόδιος δικαστής μου και κριτής μου είναι ο Κυριος. Αυτός θα αποφανθή, εάν υπήρξα πιστός οικονόμος.

Α Κορ. 4,5 ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τι κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλὰς τῶν καρδιῶν, καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ.
Α Κορ. 4,5 Ωστε και σεις μη σπεύδετε παράκαιρα να κάμνετε κρίσεις και διακρίσεις, ότι ο Παύλος η ο Πετρος η ο Απολλώς είναι καλύτερος. Περιμείνατε έως ότου έλθη ο Κυριος, ο οποίος θα φωτίση και θα αποκαλύψη όσα τώρα είναι κρυμμένα στο σκοτάδι και θα φανερώση τας εσωτερικάς σκέψεις και επιθυμίας και θελήσεις των καρδιών. Και τότε θα αποδοθή από τον Θεόν στον καθένα ο δίκαιος έπαινος.

Α Κορ. 4,6 Ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τὸ μὴ ὑπὲρ ὃ γέγραπται φρονεῖν, ἵνα μὴ εἷς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς φυσιοῦσθε κατὰ τοῦ ἑτέρου.
Α Κορ. 4,6 Αυτά δε αδελφοί, που σας είπα παραπάνω τους έδωσα τέτοιο σχήμα και έκφρασιν, ώστε να μεταφέρωνται στον εαυτόν μου και τον Απολλώ, προς διαφωτισμόν και ωφέλειαν ιδικήν σας, δια να μάθετε, δηλαδή, εν τω προσώπω ημών τούτο· το να μη σχηματίζετε φρόνημα παραπάνω από εκείνο, που είναι γραμμένο, δια να μη υπερηφανεύεσθε και αλαζονεύεσθε ο ένας διότι έχει τάχα τούτον αρχηγόν και διδάσκαλον, εναντίον του άλλου, που έχει εκείνον διδάσκαλον.

Α Κορ. 4,7 τίς γάρ σε διακρίνει; τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;
Α Κορ. 4,7 Αλλωστε και οι ίδιοι οι διδάσκαλοι ποτέ δεν πρέπει να υπερηφανεύωνται δια το χάρισμα και το αξίωμά που έχουν λάβει. Διότι σε τον διδάσκαλον, ποίος σε ξεχωρίζει ως καλύτερον από τους άλλους; Ποίον δε χάρισμα έχεις, που δεν το έλαβες από τον Θεόν; Εάν δε, όλα όσα έχεις, τα έλαβες από τον Θεόν, τι καυχάσαι, σαν να μη έλαβες τίποτε;

Α Κορ. 4,8 ἤδη κεκορεσμένοι ἐστέ, ἤδη ἐπλουτήσατε, χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε· καὶ ὄφελόν γε ἐβασιλεύσατε, ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν.
Α Κορ. 4,8 Και σεις οι Κορίνθιοι έχετε αυτήν την ιδέαν, ότι είσθε μεγάλοι και επίσημοι. Τωρα πλέον είσθε χορτασμένοι από όλα! Τωρα πλέον έχετε πλουτήσει από τας πνευματικάς δωρεάς! Χωρίς να έχετε μαζή σας ημάς, τους διδασκάλους σας, έχετε πλέον γίνει βασιλείς του ουρανού! Και είθε να εβασιλεύατε, δια να λάβωμεν και ημείς μέρος μαζή σας εις την βασιλείαν του Θεού.

Α Κορ. 4,9 δοκῶ γάρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
Α Κορ. 4,9 Αλλ' ημείς οι Απόστολοι κάθε άλλο παρά βασιλείαν και δόξαν έχομεν κερδήσει στον κόσμον αυτόν. Διότι νομίζω, ότι ο Θεός ημάς τους Αποστόλους μας έχει δείξει εις τα μάτια όλων των ανθρώπων σαν τους πιο τελευταίους, σαν καταδικασμένους εις θάνατον, που βαδίζουν στον τόπον της εκτελέσεως. Διότι εγίναμεν παράδοξον θέαμα εις όλον τον κόσμον, στους αγγέλους που θαυμάζουν, και στους ανθρώπους που χλευάζουν.

Α Κορ. 4,10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι.
Α Κορ. 4,10 Ημείς οι Απόστολοι θεωρούμεθα από τους ανθρώπους του κόσμου μωροί και ανόητοι δια το όνομα του Χριστού. Σεις όμως είσθε φρόνιμοι και συνετοί εν Χριστώ! Ημείς είμεθα ασθενείς και αδύνατοι. Σεις όμως είσθε ισχυροί και ακατανίκητοι! Σεις είσθε ένδοξοι, ημείς δε περιφρονημένοι και εξουθενωμένοι.

Α Κορ. 4,11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν
Α Κορ. 4,11 Από την ημέραν που ελάβαμεν το αποστολικόν αξίωμα και μέχρις αυτής της ώρας, ζώμεν ανάμεσα στο πλήθος από ταλαιπωρίας και περιπετείας. Και πεινώμεν και διψώμε· και δεν έχομεν ρούχα δια να προφυλαχθώμεν από τας κακοκαιρίας και δεχόμεθα ραπίσματα και γρονθοκοπήματα, και συνεχώς μετακινούμεθα από τόπου εις τόπον, χωρίς να έχωμεν πουθενά σταθεράν παραμονήν.

Α Κορ. 4,12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα,
Α Κορ. 4,12 Και κοπιάζομεν εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια. Οταν οι άπιστοι μας εμπαίζουν και μας υβρίζουν ημείς τους ευλογούμεν και ευχόμεθα αγαθά δι' αυτούς. Οταν μας καταδιώκουν, δεικνύομεν μακροθυμίαν και υπομονήν απέναντί των.

Α Κορ. 4,13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι.
Α Κορ. 4,13 Οταν μας δυσφημούν και μας διαβάλλουν, ημείς προσπαθούμεν με λόγια καλωσύνης και αγάπης να τους καταπραΰνωμεν και τους ημερώσωμεν. Σαν τα πλέον ρυπαρά πράγματα του κόσμου έχομεν γίνει, σαν αποσπογγίσματα για πέταμα θεωρούμεθα εις τα μάτια όλων έως την στιγμήν αυτήν.

Α Κορ. 4,14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ.
Α Κορ. 4,14 Με αυτά που σας γράφω δεν θέλω να σας πικράνω και εντροπιάσω, αλλά σαν παιδιά μου αγαπητά σας συμβουλεύω.

Α Κορ. 4,15 ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα.
Α Κορ. 4,15 Διότι έστω και αν έχετε παρά πολλούς παιδαγωγούς και διδασκάλους κατά Χριστόν, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρας. Ενας είναι ο πατέρας σας, εγώ. Διότι εγώ, με τον φωτισμόν και την δύναμιν του Χριστού, σας έχω γεννήσει πνευματικώς εις την νέαν ζωήν δια μέσου του Ευαγγελίου.

Α Κορ. 4,16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
Α Κορ. 4,16 Σας παρακαλώ, λοιπόν, σαν παιδιά μου αγαπημένα, να γίνεσθε μιμηταί μου.

Α Κορ. 4,17 Διὰ τοῦτο ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον, ὅς ἐστι τέκνον μου ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὃς ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἐν Χριστῷ, καθὼς πανταχοῦ ἐν πάσῃ ἐκκλησίᾳ διδάσκω.
Α Κορ. 4,17 Δια τούτο σας έστειλα τον Τιμόθεον, πνευματικόν μου τέκνον, αγαπητόν και πιστόν εν Κυρίω, ο οποίος και θα σας υπενθυμίση πως ζω, πως εγώ φέρομαι και εργάζομαι εν Χριστώ, καθώς επίσης και πως διδάσκω το Ευαγγέλιον του Κυρίου πανταχού εις κάθε Εκκλησίαν.

Α Κορ. 4,18 Ὡς μὴ ἐρχομένου δέ μου πρὸς ὑμᾶς ἐφυσιώθησάν τινες·
Α Κορ. 4,18 Και πρέπει αυτός εν τω μεταξύ να έλθη, διότι μερικοί με την ιδέν, ότι τάχα εγώ δεν θα ηρχόμην προς σας, εφούσκωσαν από υψηλοφροσύνην και αλαζονείαν.

Α Κορ. 4,19 ἐλεύσομαι δὲ ταχέως πρὸς ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ γνώσομαι οὐ τὸν λόγον τῶν πεφυσιωμένων, ἀλλὰ τὴν δύναμιν·
Α Κορ. 4,19 Αλλ' εάν ο Κυριος θελήση, θα έλθω γρήγορα προς σας και θα ζητήσω να μάθω τότε όχι τας καυχησιολογίας και δημοκοπίας των φαντασμένων, αλλά την πνευματικήν των δύναμιν να ζουν κατά Θεόν και να οδηγούν άλλους στον δρόμον του Θεού.

Α Κορ. 4,20 οὐ γὰρ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει.
Α Κορ. 4,20 Διότι η βασιλεία του Θεού δεν εγκαθίσταται εις τας ψυχάς των ανθρώπων με λόγια και ρητορισμούς, αλλά με θείαν δύναμιν, που αιχμαλωτίζει και αγιάζει την καρδίαν.

Α Κορ. 4,21 τί θέλετε; ἐν ῥάβδῳ ἔλθω πρὸς ὑμᾶς, ἢ ἐν ἀγάπῃ πνεύματί τε πρᾳότητος;
Α Κορ. 4,21 Τι θέλετε; Να έλθω εις σας με την παιδαγωγικήν ράβδον των παρατηρήσεων και των τιμωριών η να έλθω με αγάπην και καλωσύνην, με πνεύμα επιεικείας και πραότητος;



Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 5


Α Κορ. 5,1 Ὄλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καὶ τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν.
Α Κορ. 5,1 Είμαι όμως υποχρεωμένος από την αγάπην που σας έχω, να σας κάμω μερικάς ακόμη παρατηρήσεις. Εχει διαδοθή και είναι γνωστόν παντού, ότι επικρατεί μεταξύ σας πορνεία, και τέτοια μάλιστα φοβερά πορνεία, η οποία ούτε και μεταξύ αυτών των ειδωλολατρών δεν αναφέρεται, ώστε κάποιος από σας να συζή με την γυναίκα του πατέρα του, δηλαδή την μητρυιάν του.

Α Κορ. 5,2 καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας!
Α Κορ. 5,2 Και σεις εν τούτοις εξακολουθείτε να είσθε φαντασμένοι και υπερήφανοι δια την σοφίαν σας και τα χαρίσματά σας, και δεν επενθήσατε μάλλον όλοι σας, δια να εκδιωχθή εκ μέρους του Θεού και λείψη από την κοινωνίαν σας εκείνος, που εισέπραξε την φοβεράν αυτήν αμαρτίαν!

Α Κορ. 5,3 ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον,
Α Κορ. 5,3 Διότι εγώ, σας το λέγω καθαρά, αν και είμαι απών σωματικώς, είμαι όμως με τον νουν και την καρδίαν παρών μεταξύ σας, έχω πλέον κρίνει και καταδικάσει, σαν να ήμουν παρών μεταξύ σας, αυτόν ο οποίος κατά έναν τέτοιον αναίσχυτον τρόπον έχει διαπράξει την φοβεράν αμαρτίαν.

Α Κορ. 5,4 ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Α Κορ. 5,4 Και πρέπει, λοιπόν, αφού εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συγκεντρωθήτε όλοι σας, και σεις και το πνεύμα μου μαζή με την δύναμιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,

Α Κορ. 5,5 παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Α Κορ. 5,5 να παραδώσωμεν αυτόν τον άνθρωπον στον σατανάν (με την αποκοπήν του από της Εκκλησίας), δια να τιμωρηθή και ταλαιπωρηθή σκληρά το σώμα του και συνέλθη με την παιδαγωγικήν αυτήν τιμωρίαν, ώστε να σωθή η ψυχή του κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν του Κυρίου ημών Ιησού.

Α Κορ. 5,6 Οὐ καλὸν τὸ καύχημα ὑμῶν. οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ;
Α Κορ. 5,6 Η πλαδαρά στάσις και η αναισθησία, που εδείξατε εμπρός στο μεγάλο αυτό παράπτωμα, μαρτυρεί, ότι δεν έχετε και δεν ημπορείτε να έχετε καλήν καύχησιν ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων. Δεν γνωρίζετε, ότι ολίγον προζύμι ζυμώνει και μεταβάλλει όλο το ζυμάρι;

Α Κορ. 5,7 ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα, καθώς ἐστε ἄζυμοι. καὶ γὰρ τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός·
Α Κορ. 5,7 Ξεκαθαρίσατε, λοιπόν, και πετάξατε την παλαιάν ζύμην της διαφθοράς και της αμαρτίας, που σας μολύνει και σας διαφθείρει, δια να γίνετε και να είσθε νέον, καθαρόν ζυμάρι, όπως άλλωστε και δια του βαπτίσματος στο όνομα του Κυρίου ελευθερωθήκατε από την παλαιάν κακήν ζύμην της αμαρτίας. Και πρέπει να είμεθα αγνοί και αμόλυντοι, διότι ιδικός μας πασχάλιος αμνός, που εθυσιάσθη προς χάριν ημών είναι ο Χριστός.

Α Κορ. 5,8 ὥστε ἑορτάζωμεν μὴ ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδὲ ἐν ζύμῃ κακίας καὶ πονηρίας, ἀλλ᾿ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας.
Α Κορ. 5,8 Ωστε ας εορτάζωμεν το Πασχα ημών όχι επτά ημέρας, όπως οι Εβραίοι, αλλά εις όλην μας την ζωήν· και όχι με το παλαιό προζύμι των ιουδαϊκών τύπων, ούτε με το προζύμι της κακίας και πονηρίας του κόσμου, αλλά με τα άζυμα της χριστιανικής αληθείας και ειλικρινείας, με βίον δηλαδή ευθύτητος και αγνότητος.

Α Κορ. 5,9 Ἔγραψα ὑμῖν ἐν τῇ ἐπιστολῇ μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις,
Α Κορ. 5,9 Σας έχω γράψει προηγουμένως, ότι δεν πρέπει να έχετε επικοινωνίαν και σχέσεις με πόρνους.

Α Κορ. 5,10 καὶ οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἢ τοῖς πλεονέκταις ἢ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλαλάτραις· ἐπεὶ ὀφείλετε ἄρα ἐκ τοῦ κόσμου ἐξελθεῖν·
Α Κορ. 5,10 Και δεν εννοώ βέβαια γενικώς τους πόρνους του αμαρτωλού τούτου κόσμου, τους πλεονέκτας η τους άρπαγας η τους ειδωλολάτρας· διότι τότε θα είσθε κατά λογικήν συνέπειαν υποχρεωμένοι να φύγετε και να βγήτε έξω από την κοινωνίαν των ανθρώπων, μεταξύ των οποίων ζήτε.

Α Κορ. 5,11 νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν.
Α Κορ. 5,11 Τωρα δε σας έγραψα να μη συναναστρέφεσθε και να μη έχετε επικοινωνίαν μαζή του, εάν κάποιος που, αν και έχη το όνομα του αδελφού, είνα εν τούτοις πόρνος η πλεονέκτης η ειδωλολάτρης η υβριστής η μέθυσος η άρπαξ. Με τέτοιον αδελφόν δεν πρέπει ούτε να συντρώγετε.

Α Κορ. 5,12 τί γάρ μοι καὶ τοὺς ἔξω κρίνειν; οὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε;
Α Κορ. 5,12 Δεν σας έγραψα, λοιπόν, δια τους μη Χριστιανούς, διότι τι δουλειά έχω εγώ να κρίνω τους απίστους, οι οποίοι είναι έξω από την χριστιανικήν Εκκλησίαν; Εγώ περιορίζομαι να κρίνω τους Χριστιανούς. Και σεις δεν κρίνετε αυτούς που είναι μέσα εις την Εκκλησίαν του Χριστού;

Α Κορ. 5,13 τοὺς δὲ ἔξω ὁ Θεὸς κρίνει. καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.
Α Κορ. 5,13 Τους δε απίστους ο Θεός τους κρίνει. Και σεις, λοιπόν, έχετε καθήκον να καταδικάσετε εις την συνείδησίν σας τον πονηρόν και φαύλον αυτόν αδελφόν σας και “να τον απομακρύνετε έξω από την κοινωνίαν σας, από το περιβάλλον σας”.



Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 6


Α Κορ. 6,1 Τολμᾷ τις ὑμῶν, πρᾶγμα ἔχων πρὸς τὸν ἕτερον, κρίνεσθαι ἐπὶ τῶν ἀδίκων καὶ οὐχὶ ἐπὶ τῶν ἁγίων;
Α Κορ. 6,1 Είπα, ότι οι πιστοί έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τους αδελφούς. Και ερωτώ, λοιπόν· πως τολμά κάποιος από σας, όταν έχη διαφοράν και αντιδικίαν με άλλον αδελφόν, να υποβάλλη την διαφοράν αυτήν υπό την κρίσιν των αδίκων δικαστών, των ειδωλολατρών δηλαδή, που έχουν χαλαράν αντίληψιν περί δικαίου και δεν προσφεύγει εις την κρίσιν και διαιτησίαν των εμπείρων και εναρέτων αδελφών;

Α Κορ. 6,2 οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τὸν κόσμον κρινοῦσι; καὶ εἰ ἐν ὑμῖν κρίνεται ὁ κόσμος, ἀνάξιοί ἐστε κριτηρίων ἐλαχίστων;
Α Κορ. 6,2 Δεν γνωρίζετε, ότι οι Χριστιανοί θα κρίνουν τους ανθρώπους, που ευρίσκονται μακράν από τον Χριστόν; Και εφ' όσον εν τω προσώπω σας και με κριτήριον την ιδικήν σας ζωήν κρίνεται και δικάζεται ο μακράν του Θεού κόσμος, σεις είσθε λοιπόν ανάξιοι και ανίκανοι να κάμετε κριτήρια και να εκφέρετε απόφασιν δι' υποθέσεις ελαχίστης σημασίας;

Α Κορ. 6,3 ούκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν; μήτι γε βιωτικά;
Α Κορ. 6,3 Δεν γνωρίζετε, ότι ημείς οι πιστοί θα δικάσωμεν και αυτούς άκομα τους πονηρούς αγγέλους, τον διάβολον και τα πονηρά πνεύματα; Και δεν είμεθα, λοιπόν, ικανοί να διακρίνωμεν και να αποδώσωμεν το δίκαιον εις υποθέσεις βιωτικάς;

Α Κορ. 6,4 βιωτικὰ μὲν οὖν κριτήρια ἐὰν ἔχητε, τοὺς ἐξουθενημένους ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τούτους καθίζετε.
Α Κορ. 6,4 Εάν, λοιπόν, έχετε τέτοιες βιωτικές διαφορές μεταξύ σας, βάζετε ως δικαστάς έστω και εκείνους, που θεωρούνται ως οι πλέον ελάχιστοι και ευτελείς μεταξύ σας, παρά τους σοφώτερους έστω εκ των εθνικών.

Α Κορ. 6,5 πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω. οὕτως οὐκ ἔνι ἐν ὑμῖν σοφὸς οὐδὲ εἷς ὃς δυνήσεται διακρῖναι ἀνὰ μέσον τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ,
Α Κορ. 6,5 Προς εντροπήν σας τα λέγω αυτά. Τοσον, λοιπόν, δεν ευρίσκεται μεταξύ σας ούτε ένας συνετός και λογικός άνθρωπος, που θα ημπορέση να κρίνη και αποφασίση δια διαφοράν, που υπάρχει μεταξύ του ενός αδελφού και του άλλου;

Α Κορ. 6,6 ἀλλὰ ἀδελφὸς μετὰ ἀδελφοῦ κρίνεται, καὶ τοῦτο ἐπὶ ἀπίστων;
Α Κορ. 6,6 Αλλά φθάνετε μέχρι του σημείου, ώστε αδελφός να έρχεται εις αντιδικίαν με άλλον αδελφόν εις δικαστήρια και μάλιστα εις δικαστήρια, που δικάζουν άπιστοι;

Α Κορ. 6,7 ἤδη μὲν οὖν ὅλως ἥττημα ὑμῖν ἐστιν ὅτι κρίματα ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν. διατί οὐχὶ μᾶλλον ἀδικεῖσθε; διατί οὐχὶ μᾶλλον ἀποστερεῖσθε;
Α Κορ. 6,7 Και μόνον το γεγονός ότι έχετε τέτοιες δικαστικές διαφορές μεταξύ σας αποτελεί για σας μεγάλην ήτταν και φθοράν. Διατί δεν προτιμάτε μάλλον να αδικήσθε από τον αδελφόν; Διατί δεν προτιμάτε να στερηθήτε μάλλον από το δίκαιόν σας, από το συμφέρον σας, παρά να καταφύγετε εις δίκας;

Α Κορ. 6,8 ἀλλὰ ὑμεῖς ἀδικεῖτε καὶ ἀποστερεῖτε, καὶ ταῦτα ἀδελφούς;
Α Κορ. 6,8 Αλλά το φοβερόν είναι ότι σεις, καίτοι Χριστιανοί, αδικείτε τους άλλους· τους στερείτε αυτά που τους ανήκουν, δια να τα κρατήσετε εσείς. Και αυτά τα πράττετε εις βάρος αδελφών;

Α Κορ. 6,9 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται
Α Κορ. 6,9 Η δεν γνωρίζετε, ότι όσοι διαπράττουν αδικίας, δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν του Θεού; Μη πλανάσθε, ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε θηλυπρεπείς ούτε αρσενοκοίται

Α Κορ. 6,10 οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι.
Α Κορ. 6,10 ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι ούτε ύβρισται ούτε άρπαγες θα κληρονομήσουν βασιλείαν Θεού.

Α Κορ. 6,11 καὶ ταῦτά τινες ἦτε· ἀλλὰ ἀπελούσασθε, ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλὰ ἐδικαιώθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Α Κορ. 6,11 Και κάτι τέτοιοι υπήρξατε και σεις στο παρελθόν. Αλλ' ελουσθήκατε με το άγιον βάπτισμα και εκαθαρισθήκατε από αυτά τα αμαρτήματα. Αλλ' επήρατε τον αγιασμόν που χαρίζει το Πνεύμα το Αγιον, εγίνατε δίκαιοι εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δια του Πνεύματος του Θεού μας.

Α Κορ. 6,12 Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος.
Α Κορ. 6,12 Ολα μου επιτρέπεται να τα κάμω, όπως π.χ. να τρώγω και να πίνω χωρίς διακρίσεις, αλλά δεν είναι συμφέρον να πράττω όλα. Ολα μου επιτρέπονται, αλλ' εγώ δεν θα εξουσιασθώ και δεν θα υποδουλωθώ εις τίποτε.

Α Κορ. 6,13 τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι·
Α Κορ. 6,13 Τα φαγητά είναι δια την κοιλίαν και η κοιλία δια τα φαγητά. Ο δε Θεός θα καταργήση και αυτά και εκείνην εις την μέλλουσαν ανάστασιν των σωμάτων. Δεν είναι η τροφή, που μας κάνει αμαρτωλούς ενώπιον του Θεού. Αυτό όμως δεν ισχύει προκειμένου περί της ηθικής καθαρότητος, διότι το σώμα δεν έχει γίνει δια την πορνείαν και τας σαρκικάς επιθυμίας, αλλά δια τον Κυριον, που είναι κεφαλή του πνευματικού σώματος της Εκκλησίας· και ο Κυριος είναι δια το σώμα, δια να κατοική εις αυτό και το αγιάζη.

Α Κορ. 6,14 ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ.
Α Κορ. 6,14 Αφού δε ο Θεός και τον Κυριον ανέστησεν εκ νεκρών, και ημάς όλους, που αποθνήσκομεν και το σώμα μας διαλύεται, θα μας αναστήση εκ νεκρών με την παντοδυναμίαν του.

Α Κορ. 6,15 οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο.
Α Κορ. 6,15 Δεν γνωρίζετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού, (ο οποίος είναι κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας); Να αποτραβήξω, λοιπόν, και να πάρω τα μέλη του Χριστού και να τα κάνω μέλη πόρνης; Μη γένοιτο.

Α Κορ. 6,16 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν·
Α Κορ. 6,16 Η δεν γνωρίζετε, ότι εκείνος ο οποίος προσκολλάται και ενώνεται με την πόρνην είναι ένα σώμα με αυτήν; Διότι αυτό λέγει η Γραφή· “θα γίνουν, λέγει, οι δύο, άνδρας και γυναίκα, μια σάρκα, εν σώμα”.

Α Κορ. 6,17 ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι.
Α Κορ. 6,17 Εκείνος όμως που προσκολλάται και ενώνεται με τον Κυριον, γίνεται κατά μυστηριώδη τρόπον ένα πνεύμα με αυτόν, γεμίζει ολόκληρος και αγιάζεται από αυτόν.

Α Κορ. 6,18 φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει.
Α Κορ. 6,18 Αποφεύγετε πάντοτε με όλην σας την δύναμιν τον μολυσμόν της πορνείας. Καθε άλλο αμάρτημα, που ήθελε πράξει ο άνθρωπος, είναι αμάρτημα που διαπράττεται έξω από το σώμα και δεν το βλάπτει αμέσως και κατ' ευθείαν τόσον πολύ. Ενώ εκείνος που πορνεύει, αμαρτάνει εναντίον αυτού τούτου του σώματος, το οποίον και μολύνει και βλάπτει κατά τρόπον άμεσον και ταχύν.

Α Κορ. 6,19 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;
Α Κορ. 6,19 Η δεν γνωρίζετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, που κατοικεί μέσα σας, και το έχετε λάβει από τον Θεόν και άρα δεν ανήκετε στον εαυτόν σας;

Α Κορ. 6,20 ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
Α Κορ. 6,20 Διότι έχετε εξαγορασθή με πολύτιμον τίμημα, δηλαδή με το ανεκτίμητον αίμα του Χριστού. Αποφεύγετε, λοιπόν, κάθε σαρκικήν εκτροπήν, που μολύνει το σώμα, και δοξάσατε τον Θεόν με όλην σας την προσωπικότητα, με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι του Θεού.



Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 7


Α Κορ. 7,1 Περὶ δὲ ὧν ἐγράψατέ μοι, καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι·
Α Κορ. 7,1 Ως προς εκείνα δε που μου εγράψατε, σας λέγω ότι καλόν είναι να μη εγγίση καθόλου ο άνθρωπος γυναίκα.

Α Κορ. 7,2 διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω.
Α Κορ. 7,2 Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι αδύνατος και υπάρχει φόβος να παρασυρθή εις πορνείας, ας έχη ο καθένας την γυναίκα του και καθεμία ας έχη τον άνδρα της.

Α Κορ. 7,3 τῇ γυναικὶ ὁ ἀνὴρ τὴν ὀφειλομένην εὔνοιαν ἀποδιδότω, ὁμοίως δὲ καὶ ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρί.
Α Κορ. 7,3 Εις την σύζυγόν του ο άνδρας ας αποδίδη, καθ' ο άλλωστε καθήκον έχει, την στοργήν, την συμπάθειαν και την προστασίαν, που της οφείλεται. Ομοίως και η γυναίκα ας αποδίδη τα αυτά στον άνδρα της.

Α Κορ. 7,4 ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ὁ ἀνήρ· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ἡ γυνή.
Α Κορ. 7,4 Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού και έντος του νόμου του Θεού, το εξουσιάζει ο ανήρ· ομοίως και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά το εξουσιάζει η σύζυγός του.

Α Κορ. 7,5 μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μή τι ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρόν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέρχησθε, ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν.
Α Κορ. 7,5 Μη αποστερείτε δε ο ένας τον άλλον, εκτός εάν αυτό το κάνετε κατόπιν κοινής συμφωνίας και επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα, δια να επιδίδεσθε απερίσπαστοι με μεγαλυτέραν προθυμίαν και αφωσίωσιν εις την νηστείαν και την προσευχήν. Και πάλιν να επανέρχεσθε εις τας συζυγικάς σας σχέσεις, δια να μη δίδετε αφορμήν και ευκαιρίαν, λόγω της ακρατείας σας, να σας πειράζει ο σατανάς.

Α Κορ. 7,6 τοῦτο δὲ λέγω κατὰ συγγνώμην, οὐ κατ᾿ ἐπιταγήν.
Α Κορ. 7,6 Αυτό που σας είπα, να μη αποστερήτε δηλαδή ο ένας τον άλλον, το λέγω ως υποχώρησιν και συγκατάβασιν δια την πνευματικήν σας αδυναμίαν. Δεν σας το επιβάλλω ως εντολήν.

Α Κορ. 7,7 θέλω γὰρ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἐμαυτόν· ἀλλ᾿ ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως.
Α Κορ. 7,7 Διότι εγώ θέλω να είναι όλοι οι άνθρωποι όπως είμαι και εγώ, δηλαδή άγαμος και αφωσιωμένος στον Θεόν, αλλ' ο καθένας έχει από τον Θεόν ιδικόν του ιδιαίτερον χάρισμα, άλλος μεν έχει το χάρισμα να ζη κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή άγαμος· άλλος δε να ζη κατά διαφορετικόν τρόπον, δηλαδή έγγαμος.

Α Κορ. 7,8 Λέγω δὲ τοῖς ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐστιν ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ.
Α Κορ. 7,8 Λεγω δε στους αγάμους και εις τας χήρας, ότι είναι καλόν και συμφέρον δι' αυτούς, εάν μείνουν όπως εγώ, δηλαδή άγαμοι.

Α Κορ. 7,9 εἰ δὲ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι.
Α Κορ. 7,9 Εάν όμως δεν αισθάνωνται την δύναμιν να εγκρατευθούν, αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν το χάρισμα της αγαμίας, και ας προχωρήσουν εις γάμον. Διότι είναι προτιμότερον να έλθη κανείς εις γάμον, παρά να πυρποληται από την φλόγα της σαρκικής επιθυμίας.

Α Κορ. 7,10 τοῖς δὲ γεγαμηκόσι παραγγέλλω, οὐκ ἐγώ, ἀλλ᾿ ὁ Κύριος, γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι·
Α Κορ. 7,10 Εις εκείνους δε οι οποίοι έχουν έλθει εις γάμον, δίδω την εντολήν, όχι εγώ, αλλά ο Κυριος, η γυναίκα να μη χωρισθή από τον άνδρα της.

Α Κορ. 7,11 ἐὰν δὲ καὶ χωρισθῇ, μενέτω ἄγαμος ἢ τῷ ἀνδρὶ καταλλαγήτω· καὶ ἄνδρα γυναῖκα μὴ ἀφιέναι.
Α Κορ. 7,11 Εάν όμως συμβή και χωρισθή, ας μένη άγαμος η ας συμφιλιωθή με τον άνδρα της. Αλλά και ο άνδρας να μη αφίνη την γυναίκα του.

Α Κορ. 7,12 τοῖς δὲ λοιποῖς ἐγὼ λέγω, οὐχ ὁ Κύριος· εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ᾿ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω αὐτήν·
Α Κορ. 7,12 Εις δε τους άλλους εγγάμους, εγώ ως απόστολος του Κυρίου, και όχι κατ' ευθείαν ο Κυριος, λέγω· εάν κανένας αδελφός Χριστιανός έχη γυναίκα άπιστον, που την έλαβε ως σύζυγον, πριν και αυτός πιστεύση, και αυτή συγκατατίθεται προθύμως να κατοική μαζή του, ας μη την απομπέμπη.

Α Κορ. 7,13 καὶ γυνὴ εἴ τις ἔχει ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ᾿ αὐτῆς, μὴ ἀφιέτω αὐτόν.
Α Κορ. 7,13 Και γυναίκα Χριστιανή, που έχει άνδρα άπιστον, και αυτός δέχεται προθύμως να κατοική μαζή της, ας μην τον αφήση.

Α Κορ. 7,14 ἡγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί· ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστι, νῦν δὲ ἅγιά ἐστιν.
Α Κορ. 7,14 Διότι ο άνδρας ο άπιστος έχει κατά κάποιον τρόπον και εις κάποιον βαθμόν αγιασθή δια της ενώσεώς του προς την πιστήν γυναίκα· και η άπιστος γυναίκα έχει κάπως αγιασθή και αυτή δια της ενώσεώς της προς τον πιστόν άνδρα της. Επειδή, εάν δεν υπήρχε αυτή η κάποια μετάδοσις αγιασμού τα τέκνα θα ήσαν κατά φυσικήν συνέπειαν ακάθαρτα· ενώ τώρα είναι και αυτά άγια.

Α Κορ. 7,15 εἰ δὲ ὁ ἄπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. οὐ δεδούλωται ὁ ἀδελφὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ ἐν τοῖς τοιούτοις. ἐν δὲ εἰρήνῃ κέκληκεν ἡμᾶς ὁ Θεός.
Α Κορ. 7,15 Εάν δε ο άπιστος σύζυγος επιθυμή και θέλη χωρισμόν, ας χωρίζεται η Χριστιανή γυναίκα. Εις τοιαύτας περιπτώσεις δεν είναι υποδουλωμένος και δεσμευμένος ο πιστός η πιστή. Ο Θεός μας έχει καλέσει να ζώμεν με ειρήνην εσωτερικήν και με ειρήνην προς τους γύρω μας και δεν είναι ορθόν να ταλαιπωρήται ο πιστός σύζυγος από τας έριδας και τας μάχας της απίστου συζύγου.

Α Κορ. 7,16 τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις; ἢ τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις;
Α Κορ. 7,16 Ως προς δε την συνοίκησιν, σας λέγω και τούτο· που το ξέρεις συ, η Χριστιανή γυναίκα, εάν στέργουσα να συγκατοικής με τον άπιστον άνδρα σου, εφ' όσον και αυτός το θέλει, μήπως τυχόν και τον σώσης; Η που το ξέρεις συ, ο Χριστιανός σύζυγος, μήπως και σώσης την άπιστον γυναίκα;

Α Κορ. 7,17 εἰ μὴ ἑκάστῳ ὡς ἐμέρισεν ὁ Θεός, ἕκαστον ὡς κέκληκεν ὁ Κύριος, οὕτω περιπατείτω. καὶ οὕτως ἐν ταῖς ἐκκλησίαις πάσαις διατάσσομαι.
Α Κορ. 7,17 Εκτός όμως αυτών που είπα παραπάνω, ο καθένας ας προσπαθή να ζη και να πορεύεται σύμφωνα με τας συνθήκας της ζωής, τας οποίας ο Θεός εν τη προνοία του του έχει κανονίσει, να συνεχίση ομαλά τον βίον του, όπως τον ευρήκεν η κλήσις, που του απηύθηνεν ο Κυριος. Εγώ κατ' αυτόν τον τρόπον κανονίζω και ορίζω εις όλας τας τας Εκκλησίας.

Α Κορ. 7,18 περιτετμημένος τις ἐκλήθη; μὴ ἐπισπάσθω. ἐν ἀκροβυστίᾳ τις ἐκλήθη; μὴ περιτεμνέσθω.
Α Κορ. 7,18 Εκλήθη κανείς εις την Χριστιανικήν πίστιν και εδέχθη το βάπτισμα, ενώ ήτο περιτετμημένος; Ας μη τραβά το δέρμα, δια να κρύψη την περιτομήν του. Εκλήθη κανείς εις την πίστιν και έγινε Χριστιανός, ενώ ήτο απερίτμητος; Ας μη περιτέμνεται.

Α Κορ. 7,19 ἡ περιτομὴ οὐδέν ἐστι, καὶ ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ.
Α Κορ. 7,19 Τιποτε δεν είναι η περιτομή, και τίποτε δεν είναι η ακροβυστία. Αλλ' εκείνο που έχει την αξίαν είναι η τήρησις των εντολών του Θεού.

Α Κορ. 7,20 ἕκαστος ἐν τῇ κλήσει ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω.
Α Κορ. 7,20 Καθένας ας μένη εις την κατάστασίν που ευρέθη, όταν εκλήθη από τον Θεόν εις την πίστιν.

Α Κορ. 7,21 δοῦλος ἐκλήθης; μή σοι μελέτω· ἀλλ᾿ εἰ καὶ δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι.
Α Κορ. 7,21 Εκλήθης εις την πίστιν καθ' ον χρόνον ήσο δούλος; Μη σε μέλη δια την δουλείαν σου αυτήν. Αλλά και αν ακόμη ημπορής να γίνης ελεύθερος, χρησιμοποίησε μάλλον και προτίμα την κατάστασιν της δουλείας.

Α Κορ. 7,22 ὁ γὰρ ἐν Κυρίῳ κληθεὶς δοῦλος ἀπελεύθερος Κυρίου ἐστίν· ὁμοίως καὶ ὁ ἐλεύθερος κληθεὶς δοῦλός ἐστι Χριστοῦ.
Α Κορ. 7,22 Διότι εκείνος ο οποίος ήτο δούλος, όταν εκλήθη από τον Κυριον εις την πίστιν, έχει τώρα απελευθερωθή υπό του Κυρίου, ο οποίος του εχάρισε την λύτρωσιν από τον ζυγόν της δουλείας και του θανάτου. Ομοίως και εκείνος που εκλήθη εις την πίστιν, καθ' ον χρόνον ήτο ελεύθερος, είναι τώρα δούλος του Χριστού.

Α Κορ. 7,23 τιμῆς ἠγοράσθητε· μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων.
Α Κορ. 7,23 Ολοι έχετε εξαγορασθή από τον Χριστόν με ανεκτίμητον τίμημα. Μη γίνεσθε, λοιπόν, δούλοι των ανθρώπων, (μη συμμορφώνεσθε και μη υποδουλώνεσθε εις τας αμαρτωλάς απαιτήσεις και συνηθείας των ανθρώπων).

Α Κορ. 7,24 ἕκαστος ἐν ᾧ ἐκλήθη, ἀδελφοί, ἐν τούτῳ μενέτω παρὰ τῷ Θεῷ.
Α Κορ. 7,24 Ο καθένας, αδελφοί, εις όποιαν κατάστασιν ευρέθη, όταν εκλήθη, εις αυτήν και ας μένη, (φροντίζων μόνον και αγωνιζόμενος να είναι πάντοτε κοντά στον Θεόν).

Α Κορ. 7,25 Περὶ δὲ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν Κυρίου οὐχ ἔχω, γνώμην δὲ δίδωμι ὡς ἠλεημένος ὑπὸ Κυρίου πιστὸς εἶναι.
Α Κορ. 7,25 Ως προς δε τας παρθένους, δεν έχω εντολήν εκ μέρους του Κυρίου να σας διαβιβάσω, αλλά και εγώ σαν άνθρωπος, που έχω ελεηθή από τον Κυριον, ώστε να είμαι αξιόπιστος διδάσκαλος σας, σας δίδω γνώμην.

Α Κορ. 7,26 νομίζω οὖν τοῦτο καλὸν ὑπάρχειν διὰ τὴν ἐνεστῶσαν ἀνάγκην, ὅτι καλὸν ἀνθρώπῳ τὸ οὕτως εἶναι.
Α Κορ. 7,26 Νομίζω, λοιπόν, ότι εξ αιτίας της δυσκόλου εποχής, που διερχόμεθα εις την παρούσαν ζωήν, τούτο είναι καλόν· ότι δηλαδή είναι καλόν στον άνθρωπον να μένη έτσι, δηλαδή άγαμος.

Α Κορ. 7,27 δέδεσαι γυναικί; μὴ ζήτει λύσιν· λέλυσαι ἀπὸ γυναικός; μὴ ζήτει γυναῖκα·
Α Κορ. 7,27 Είσαι όμως δεμένος δια των δεσμών του γάμου με γυναίκα; Μη ζητής να λυθής από τον δεσμόν αυτόν της γυναικός. Είσαι ελεύθερος από τα δεσμά του γάμου με γυναίκα; Μη ζητής σύζυγον.

Α Κορ. 7,28 ἐὰν δὲ καὶ γήμῃς, οὐχ ἥμαρτες· καὶ ἐὰν γήμῃ ἡ παρθένος, οὐχ ἥμαρτε· θλῖψιν δὲ τῇ σαρκὶ ἕξουσιν οἱ τοιοῦτοι· ἐγὼ δὲ ὑμῶν φείδομαι.
Α Κορ. 7,28 Αλλά και αν έλθης εις γάμον, δεν διαπράττεις καμμίαν αμαρτίαν. Και η παρθένος εάν υπανδρευθή, δεν θα έχη αμαρτήσει. Θα έχουν όμως αυτοί θλίψιν κατά το σώμα, (εξ αιτίας των μεριμνών και των φροντίδων και των αγώνων, στους οποίους περιπλέκονται οι έγγαμοι). Εγώ όμως σας λυπούμαι και θέλω να προλάβω αυτάς τας ταλαιπωρίας σας.

Α Κορ. 7,29 τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι,
Α Κορ. 7,29 Και τούτο σας λέγω ακόμη, αδελφοί μου, ο καιρός είναι ολίγος και περιωρισμένος, ώστε και εκείνοι που έχουν γυναίκας να είναι σαν να μην έχουν, και ας φροντίζουν να μη υποδουλώνωνται εξ ολοκλήρου εις βιωτικάς μερίμνας.

Α Κορ. 7,30 καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες,
Α Κορ. 7,30 Και εκείνοι που κλαίουν δια τας θλίψεις των, να είναι σαν να μη κλαίουν, διότι γρήγορα εις την σύντομον ροήν του χρόνου θα περάσουν και αυταί. Και εκείνοι που χαίρουν, να ζουν σαν να μη χαίρουν δια τον ίδιον λόγον. Και εκείνοι που αγοράζουν, σαν να μη κατέχουν, διότι πολύ γρήγορα θα τα αφήσουν.

Α Κορ. 7,31 καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου.
Α Κορ. 7,31 Και αυτοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν και μεταχειρίζονται τα αγαθά του κόσμου τούτου, ας μη κάμουν κατάχρησιν, η οποία βλάπτει και το σώμα και την ψυχήν· διότι φεύγει ασυγκράτητα η εξωτερική μορφή του κόσμου τούτου.

Α Κορ. 7,32 θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι. ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ·
Α Κορ. 7,32 Θελω δε να είσθε απηλλαγμένοι από τας πολλάς και δυσκόλους φροντίδας του βίου τούτου. Ο άγαμος φροντίζει και ενδιαφέρεται δι' όσα παραγγέλλει και θέλει ο Κυριος. Φροντίζει πως να αρέση στον Κυριον (αυτή δε η φροντίδα είναι ειρηνική και χαρούμενη).

Α Κορ. 7,33 ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί.
Α Κορ. 7,33 Εκείνος όμως που ήλθεν εις γάμον, φροντίζει δια τα κοσμικά πράγματα, πως θα αρέση εις την γυναίκα του.

Α Κορ. 7,34 μεμέρισται καὶ ἡ γυνὴ καὶ ἡ παρθένος. ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία καὶ σώματι καὶ πνεύματι· ἡ δὲ γαμήσασα μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῷ ἀνδρί.
Α Κορ. 7,34 Υπάρχει διαφορά και διάκρισις μεταξύ της εγγάμου και εκείνης που ηθέλησε και έμεινε παρθένος. Η μείνασα παρθένος φροντίζει με όλην της την ψυχήν και επιδιώκει εκείνα που αρέσουν στον Κυριον, δια να είναι αγία και καθαρά κατά το σώμα και την ψυχήν. Η έγγαμος φροντίζει πολύ δια κοσμικά πράγματα, πως θα αρέση στον άνδρα της.

Α Κορ. 7,35 τοῦτο δὲ πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν συμφέρον λέγω, οὐχ ἵνα βρόχον ὑμῖν ἐπιβάλω, ἀλλὰ πρὸς τὸ εὔσχημον καὶ εὐπάρεδρον τῷ Κυρίῳ ἀπερισπάστως.
Α Κορ. 7,35 Λεγω δε αυτό περί της παρθενικής ζωής αποκλειστικά και μόνον προς το συμφέρον σας, όχι δια να σας βάλω θηλειά στον λαιμόν και να σας τραβήξω, χωρίς να το θέλετε, στον άγαμον βίον, αλλά δια να σας δείξω και να σας οδηγήσω εις μίαν σεμνήν ζωήν και διακεκριμένην θέσιν πλησίον του Κυρίου, χωρίς βιωτικούς περισπασμούς και φροντίδας.

Α Κορ. 7,36 Εἰ δέ τις ἀσχημονεῖν ἐπὶ τὴν παρθένον αὐτοῦ νομίζει, ἐὰν ᾖ ὑπέρακμος, καὶ οὕτως ὀφείλει γίνεσθαι ὃ θέλει ποιείτω· οὐχ ἁμαρτάνει· γαμείτωσαν.
Α Κορ. 7,36 Αν όμως κανένας πατέρας νομίζη, σύμφωνα με τας κρατούσας αντιλήψεις, ότι είναι εντροπήν και άσχημον πράγμα δι' αυτόν, που άφησε την κόρην του να περάση πλέον την ώριμον ηλικίαν δια τον γάμον και τα πράγματα φανερώνουν, ότι έτσι πρέπει να γίνη, δηλαδή ότι πρέπει να την υπανδρεύση, ας κάμη αυτό που θέλει, ας κάμη το καθήκον του. Τοιουτοτρόπως ενεργών δεν αμαρτάνει. Ας γίνη ο γάμος.

Α Κορ. 7,37 ὃς δὲ ἕστηκεν ἑδραῖος ἐν τῇ καρδίᾳ, μὴ ἔχων ἀνάγκην, ἐξουσίαν δὲ ἔχει περὶ τοῦ ἰδίου θελήματος, καὶ τοῦτο κέκρικεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, τοῦ τηρεῖν τὴν ἑαυτοῦ παρθένον, καλῶς ποιεῖ.
Α Κορ. 7,37 Εκείνος όμως που έχει σταθή ακλόνητος με αμετακίνητον την απόφασιν μέσα εις την καρδιά του και δεν αισθάνεται καμμίαν ανάγκην να αλλάξη γνώμην και έχει εξουσίαν να πορευθή σύμφωνα με το θέλημά του και έχει οριστικώς αποφασίσει μέσα του να κρατήση την παρθένον του άγαμον, καλά κάνει.

Α Κορ. 7,38 ὥστε καὶ ὁ ἐκγαμίζων καλῶς ποιεῖ, ὁ δὲ μὴ ἐκγαμίζων κρεῖσσον ποιεῖ.
Α Κορ. 7,38 Ωστε, λοιπόν, και εκείνος που υπανδρεύει την παρθένον του, καλά κάνει. Εκείνος όμως που, σύμφωνα και με την ιδικήν της θέλησιν, δεν την υπανδρεύει κάνει καλύτερα.

Α Κορ. 7,39 Γυνὴ δέδεται νόμῳ ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· ἐὰν δὲ κοιμηθῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κυρίῳ.
Α Κορ. 7,39 Καθε άγγαμος γυναίκα, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού, έχει δεθή με τον άνδρα της δια του γάμου, όσον καιρόν βέβαια ζη ο άνδρας της. Εάν όμως αποθάνη ο σύζυγός της, είναι ελευθέρα να υπανδρευθή όποιον θέλει, αλλά μόνον σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου.

Α Κορ. 7,40 μακαριωτέρα δέ ἐστιν ἐὰν οὕτω μείνῃ, κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην· δοκῶ δὲ κἀγὼ Πνεῦμα Θεοῦ ἔχειν.
Α Κορ. 7,40 Κατά την γνώμην μου όμως είναι ευτυχεστέρα και περισσότερον κερδισμένη, εάν μείνη χήρα. Νομίζω δε ότι έχω και εγώ Πνεύμα Θεού, ώστε να μη κάνω λάθος εις τας γνώμας μου.



Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 8


Α Κορ. 8,1 Περὶ δὲ τῶν εἰδωλοθύτων, οἴδαμεν ὅτι πάντες γνῶσιν ἔχομεν.
Α Κορ. 8,1 Ας ομιλήσω τώρα δι' ένα άλλο θέμα. Δια τα ειδωλόθυτα, δια τα κρέατα δηλαδή που έχουν προσφερθή ως θυσία. Ξερομεν ότι όλοι έχομεν γνώσιν· αυτό εννοείται.

Α Κορ. 8,2 ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ. εἰ δέ τις δοκεῖ εἰδέναι τι, οὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε καθὼς δεῖ γνῶναι·
Α Κορ. 8,2 Η γνώσις όμως χωρίς την ορθήν πράξιν οδηγεί εις κουφότητα και αλαζονεία, ενώ η αγάπη οικοδομεί και ωφελεί τον πλησίον. Εάν δε κανείς νομίζη ότι γνωρίζει κάτι, αυτός ακόμη δεν έχει γνωρίσει τίποτε, όπως πρέπει να το γνωρίζη εις βάθος και πλάτος.

Α Κορ. 8,3 εἰ δέ τις ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, οὗτος ἔγνωσται ὑπ᾿ αὐτοῦ.
Α Κορ. 8,3 Εάν όμως κανείς αγαπά τον Θεο, αυτός έχει γίνει πολύ γνωστός και οικείος και φίλος του Θεού, και παίρνει από τον Θεόν την αληθινήν γνώσιν.

Α Κορ. 8,4 Περὶ τῆς βρώσεως οὖν τῶν εἰδωλοθύτων οἴδαμεν ὅτι οὐδὲν εἴδωλον ἐν κόσμῳ, καὶ ὅτι οὐδεὶς Θεὸς ἕτερος εἰ μὴ εἷς.
Α Κορ. 8,4 Λοιπόν εις ο,τι αφορά το αν πρέπει να τρώγωμεν η όχι τα ειδωλόθυτα, γνωρίζομεν, ότι εις την πραγματικότητα κανένα είδωλον δεν υπάρχει στον κόσμον, και ότι κανένας άλλος Θεός δεν υπάρχει, ειμή μόνον ο ένας, ο αληθινός Θεός.

Α Κορ. 8,5 καὶ γὰρ εἴπερ εἰσὶ λεγόμενοι θεοὶ εἴτε ἐν οὐρανῷ εἴτε ἐπὶ τῆς γῆς, ὥσπερ εἰσὶ θεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί,
Α Κορ. 8,5 Διότι και αν μερικοί φαντάζονται, ότι υπάρχουν πολλοί λεγόμενοι θεοί, είτε στον ουρανόν είτε εις την γην-όπως και πράγματι υπάρχουν πολλοί ψευδείς θεοί και πολλοί κύριοι εις την γην, και αυτοί είναι τα πονηρά πνεύματα-

Α Κορ. 8,6 ἀλλ᾿ ἡμῖν εἷς Θεὸς ὁ πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι᾿ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι᾿ αὐτοῦ.
Α Κορ. 8,6 αλλά δι' ημάς τους Χριστιανούς ένας μόνον Θεός υπάρχει, ο Πατήρ, από τον οποίον προέρχονται και πηγάζουν τα πάντα και δια τον οποίον ημείς όλοι οφείλομεν να ζώμεν και να αποβλέπωμεν ως προς το ύψιστον αγαθόν. Και ένας μόνος Κυριος υπάρχει, ο Ιησούς Χριστός, δια του οποίου έγιναν τα πάντα, δια του οποίου και ημείς εγεννήθημεν και αναγεννήθημεν.

Α Κορ. 8,7 Ἀλλ᾿ οὐκ ἐν πᾶσιν ἡ γνῶσις· τινὲς δὲ τῇ συνειδήσει τοῦ εἰδώλου ἕως ἄρτι ὡς εἰδωλόθυτον ἐσθίουσι, καὶ ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται.
Α Κορ. 8,7 Αλλ' αυτή η καθαρά και αγία γνώσις δεν υπάρχει εις όλους. Και απόδειξις ότι μερικοί από τους Χριστιανούς έχουν μέσα εις την συνείδησίν των την πεποίθησιν ότι το είδωλον, που ελάτρευαν άλλοτε, είναι πραγματικός Θεός· και τρώγουν έως τώρα ακόμη τα κρέατα, σαν ιεράν θυσίαν, που έχει προσφερθή εις θεούς. Και το αποτέλεσμα είναι ότι η συνείδησίς των, που είναι ακόμη αδύνατος και αδιαφώτιστος, μολύνεται από αυτό που έκαναν και τους ελέγχει.

Α Κορ. 8,8 βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύωμεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα.
Α Κορ. 8,8 Μαθετε, λοιπόν, όλοι ότι το οιανδήποτε φάγητον και τα ειδωλόθυτα, δεν μας δίδουν ηθικήν αξίαν και δεν μας παρουσιάζουν ως εναρέτους και αρεστούς ενώπιον του Θεού. Διότι ούτε εάν φάγωμεν τα ειδωλόθυτα, με την ορθήν πεποίθησιν ότι αυτά είναι κοινά κρέατα, προχωρούμεν και πλεονάζομεν εις αρετήν ούτε εάν δεν φάγωμεν βραδυπορούμεν και καθυστερούμεν εις αυτήν

Α Κορ. 8,9 βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν.
Α Κορ. 8,9 Προσέχετε όμως μήπως η εξουσία, που σας δίδει η φωτισμένη σας πίστις να τρώγετε και τα ειδωλόθυτα, γίνη πρόσκομμα στους ασθενείς και αδυνάτους κατά την πίστιν.

Α Κορ. 8,10 ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε, τὸν ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ κατακείμενον, οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν;
Α Κορ. 8,10 Διότι εάν κανείς από αυτούς ίδη σε, που έχεις την ορθήν γνώσιν και θεωρείσαι προωδευμένος Χριστιανός, να στρογγυλοκάθεσαι και να τρώγης εις κάποιον τραπέζι ειδωλολατρικού ναού, δεν θα ενισχυθή η συνείδησις αυτού του αδελφού, ο οποίος είναι ασθενής κατά την πίστιν, να τρώγη τα ειδωλόθυτα με θρησκευτικήν ευλάβειαν;

Α Κορ. 8,11 καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι᾿ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν.
Α Κορ. 8,11 Και έτσι θα παρασυρθή πάλιν εις την ειδωλολατρείαν και θα χαθή εξ αιτίας της ιδικς σου φωτισμένης γνώσεως ο ασθενής κατά την πίστιν αδελφός, δια τον οποίον εν τούτοις ο Χριστός εθυσιάσθη επάνω στον σταυρόν.

Α Κορ. 8,12 οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε.
Α Κορ. 8,12 Ετσι δε αμαρτάνοντες εναντίον των αδελφών και καταφέροντες κτυπήματα εις την ασθενή συνείδησίν των, αμαρτάνετε ενώπιον του Χριστού, διότι ματαιώνετε το έργον της σωτηρίας των αδελφών.

Α Κορ. 8,13 διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω.
Α Κορ. 8,13 Δι' αυτό εάν το φάγητον γίνεται αφορμή να κλονισθή εις την πίστιν και την χριστιανικήν ζωήν του ο αδελφός μου, δεν θα φάγω ποτέ κανένα είδος κρέατος δια να μη σκανδαλίσω τον αδελφόν μου. (Η θυσία των δικαιωμάτων αποτελεί καθήκον, όταν δι' αυτής προλαμβάνωμεν το σκάνδαλον, υποβοηθούμεν δε εις την αρετήν).



Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 9


Α Κορ. 9,1 Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ;
Α Κορ. 9,1 Εγώ δεν είμαι Απόστολος όπως και οι άλλοι Απόστολοι; Δεν είμαι ελεύθερος όπως και οι άλλοι Χριστιανοί; Δεν έχω ιδεί και εγώ τον Ιησούν Χριστόν, τον Κυριον μας; Σεις οι Κορίνθιοι δεν είσθε το έργον μου, το οποίον με την χάριν του Κυρίου και εις δόξαν του Κυρίου έχω πραγματοποιήσει;

Α Κορ. 9,2 εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.
Α Κορ. 9,2 Εάν, έστω, δι' άλλους ανθρώπους δεν είμαι Απόστολος, αλλά δια σας οπωσδήποτε είμαι. Μαρτυρία και απόδειξις και επίσημος σφραγίς του αποστολικού μου αξιώματος και έργου είσθε σεις με την χάριν του Κυρίου.

Α Κορ. 9,3 ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί.
Α Κορ. 9,3 Η απολογία μου εις εκείνους, οι οποίοι μου κάνουν ανάκρισιν και ερευνούν με καχυποψίαν να μάθουν, αν είμαι Απόστολος, είναι αυτή ακριβώς, το έργον που έχω κάμει εις σας.

Α Κορ. 9,4 Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν;
Α Κορ. 9,4 Και, λοιπόν, μήπως εγώ και οι συνεργάται μου δεν έχομεν δικαίωμα να φάγωμεν και να πίωμεν αυτά που μας προσφέρουν οι μαθηταί μας δια την διατροφήν μας;

Α Κορ. 9,5 μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς;
Α Κορ. 9,5 Μηπως δεν έχομεν και ημείς δικαίωμα να έχωμεν μαζή μας ανά τας διαφόρους περιοδείας μας Χριστιανήν αδελφήν, δια να μας υπηρετή, (όπως και οι άλλοι Απόστολοι και οι λεγόμενοι αδελφοί του Κυρίου και ο Κηφάς;

Α Κορ. 9,6 ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι;
Α Κορ. 9,6 Η μόνος εγώ και ο Βαρνάβας δεν έχομεν δικαίωμα να εργαζώμεθα βιοποριστικόν έργον, (όπως και οι άλλοι Απόστολοι) και να ζώμεν από τα βοηθήματα, που με αγάπην θα μας προσφέρουν οι μαθηταί μας;

Α Κορ. 9,7 τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει;
Α Κορ. 9,7 Σας ερωτώ· ποιός ποτέ στρατιώτης παίρνει μέρος εις μίαν εκστρατείαν, εις ένα πόλεμον και πληρώνει ο ίδιος την τροφήν και τον οπλισμόν του; Ποιός φυτεύει αμπέλι και από τον καρπόν αυτού δεν τρώγει; Η ποιός βόσκει ποίμνιον και δεν τρώγει από το γάλα του ποιμνίου; ( Ημείς οι Απόστολοι είμεθα και στρατιώται του Χριστού και εργάται του αμπελώνος του και ποιμένες των λογικών του προβάτων. Σας ερωτώ λοιπόν· είναι λογικόν και νοητόν να μη τρεφώμεθα από το έργον και νοητόν να μη τρεφώμεθα από το έργον μας;)

Α Κορ. 9,8 Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει;
Α Κορ. 9,8 Αλλά μήπως αυτά που σας λέγω είναι παρμένα από τας συνηθείας των ανθρώπων μόνο; Η μήπως δεν λέγει τα ίδια και ο μωσαϊκός Νομος;

Α Κορ. 9,9 ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ;
Α Κορ. 9,9 Διότι και στον Νομον του Μωϋσέως έχει γραφή· “δεν θα βάλης φίμωτρον και δεν θα δέσης το στόμα του βωδιού που αλωνίζει”· θα του το αφήσης ελεύθερον να τρώγη και κάτι από τα στάχυα που αλωνίζει. Μηπως ο Θεός σαν Νομοθέτης ενδιαφέρεται δια τα βόδια;

Α Κορ. 9,10 ἢ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι.
Α Κορ. 9,10 Η δεν είναι λογικώτερον να πιστεύσωμεν, μήπως δι' ημάς πάντως δίδη αυτήν την εντολήν; Ναι δι' ημάς το λέγει. Διότι δι' ημάς τους πνευματικούς εργάτας έχει γραφή στον Νομον ότι ο γεωργός με την ελπίδα ότι θα απολαύση και ο ίδιος από την εσοδείαν, οφείλει να οργώνη και να καλλιεργή. Και εκείνος που γεμάτος ελπίδα αλωνίζει οφείλει να μετέχη εις την ελπίδα, ότι θα απολαύση τους καρπούς των κόπων του.

Α Κορ. 9,11 Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν;
Α Κορ. 9,11 Λοιπόν και ημείς οι πνευματικοί εργάται, εάν εσπείραμεν εις σας τον σπόρον της θείας αληθείας και σας μετεδώσαμεν τας πνευματικάς δωρεάς του Θεού, είναι μεγάλο και παράδοξον πράγμα, εάν και ημείς θερίσωμεν και πάρωμεν προς συντήρησιν μας μερικά από τα υλικά αγαθά σας;

Α Κορ. 9,12 εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.
Α Κορ. 9,12 Εάν άλλοι έχουν απέναντί σας αυτό το δικαίωμα, να τρέφωνται δηλαδή από σας, δεν πρέπει πολύ περισσότερον να το έχωμεν ημείς; (Ποίος από σας και ποίος λογικός άνθρωπος θα πη όχι;). Και εν τούτοις ημείς δεν εκάμαμεν χρήσιν αυτών των δικαιωμάτων μας, αλλ' υποφέρομεν αντιθέτως τα πάντα και πείναν και δίψαν και γυμνότητα, δια να μη δώσωμεν ουδέ την παραμικροτέραν δυσκολίαν, ούτε το παραμικρότερον εμπόδιον εις την απρόσκοπον διάδοσιν του Ευαγγελίου του Χριστού.

Α Κορ. 9,13 οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ τὰ ἱερὰ ἐργαζόμενοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐσθίουσιν, οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται;
Α Κορ. 9,13 Δεν γνωρίζετε, ότι αυτοί που υπηρετούν στο ιερόν και υποβοηθούν εις την λατρείαν, όπως είναι οι Λευΐται, τρώγουν και τρέφονται από εκείνα, που προσφέρονται ως θυσία στον ναόν; Οι ιερείς και οι αρχιερείς των Εβραίων, οι οποίοι με ζήλον εργάζονται κοντά στο θυσιαστήριον και προσφέρουν τας θυσίας, δεν μοιράζονται μαζή με το θυσιαστήριον τας θυσίας;

Α Κορ. 9,14 οὕτω καὶ ὁ Κύριος διέταξε τοῖς τὸ εὐαγγέλιον καταγγέλλουσιν ἐκ τοῦ εὐαγγελίου ζῆν.
Α Κορ. 9,14 Ετσι και τώρα ο Κυριος έδωσεν εντολήν δι' εκείνους, που κηρύττουν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας να ζουν από το Ευαγγέλιον, δηλαδή από τους πιστούς, που δέχονται το ευαγγελικόν κήρυγμα.

Α Κορ. 9,15 ἐγὼ δὲ οὐδενὶ ἐχρησάμην τούτων. Οὐκ ἔγραψα δὲ ταῦτα ἵνα οὕτω γένηται ἐν ἐμοί· καλὸν γάρ μοι μᾶλλον ἀποθανεῖν ἢ τὸ καύχημά μου ἵνα τις κενώσῃ.
Α Κορ. 9,15 Εγώ όμως δεν έκαμα χρήσιν κανενός από τα δικαιώματα αυτά. Δεν σας τα έγραψα δε αυτά, δια να γίνεται έτσι απ' εδώ και πέρα και εις εμέ, να μου προσφέρωνται δηλαδή από σας όσα χρειάζονται δια την συντήρησίν μου. Διότι εγώ προτιμώ να πεθάνω μάλλον από την στέρησιν και την ταλαιπωρίαν επάνω εις την εργασίαν του Ευαγγελίου, παρά να κάμη κανείς κενόν και άνευ περιεχομένου το καύχημά μου, το ότι δηλαδή κηρύττω το ευαγγέλιον του Χριστού χωρίς να επιβαρύνω κανένα.

Α Κορ. 9,16 ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοι καύχημα· ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται· οὐαὶ δὲ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι·
Α Κορ. 9,16 Μολονότι και το κηρύττω το Ευαγγέλιον δεν μου δίδει κανένα δικαίωμα να καυχώμαι, διότι το αποστολικόν έργον είναι δι' εμέ ανάγκη και υποχρέωσις, με την οποίαν ο Κυριος με ετίμησε. Αλλοίμονόν μου δε εάν δεν εκπληρώσω αυτήν την αποστολήν και παύσω να κηρύττω το Ευαγγέλιον.

Α Κορ. 9,17 εἰ γὰρ ἑκὼν τοῦτο πράσσω, μισθὸν ἔχω· εἰ δὲ ἄκων, οἰκονομίαν πεπίστευμαι.
Α Κορ. 9,17 Διότι εάν κάμνω αυτό το έργον από ιδικήν μου καλήν διάθεσιν και πρωτοβουλίαν, χωρίς να μο έχη δοθή από κανένα τέτοια εντολήν, τότε θα είχα το δικαίωμα να ζητώ μισθόν. Εάν όμως το κάμνω όχι από ιδικήν μου πρωτοβουλίαν, αλλ' ως εντολήν, τότε είμαι ένας οικονόμος, στον οποίον ο Κυριος έχει εμπιστευθή την διαχείρησιν αυτής της πνευματικής εξουσίας.

Α Κορ. 9,18 τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ.
Α Κορ. 9,18 Ποίος λοιπόν είναι ο μισθός μου και η καύχησίς μου εις την περίστασιν αυτήν; Είναι αυτός· να κηρύττω το Ευαγγέλιον του Χριστού και ως ανεκτίμητον αξίαν να το προσφέρω στους ακροατάς μου, χωρίς να τους επιβαρύνω με δαπάνας δια την συντήρισίν μου· και έτσι να μη κάμνω καμμίαν απολύτως χρήσιν του δικαιώματος, που μου δίδει αυτό τούτο το Ευαγγέλιον.

Α Κορ. 9,19 Ἐλεύθερος γὰρ ὢν ἐκ πάντων πᾶσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἵνα τοὺς πλείονας κερδήσω·
Α Κορ. 9,19 Επί τη ευκαιρία δε πρέπει να σας είπω ότι και άλλας θυσίας έχω κάμει. Διότι αν και ήμουν ελεύθερος από όλους, χωρίς κανένα κύριον επί του εαυτού μου, εν τούτοις έκαμα τον εαυτόν μου δούλον εις όλους, δια να κερδήσω στον Χριστόν τους περισσοτέρους.

Α Κορ. 9,20 καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω·
Α Κορ. 9,20 Και έγινα μεταξύ των Ιουδαίων σαν Ιουδαίος, δια να κερδήσω Ιουδαίους· εις εκείνους που ευρίσκοντο υπό την εξουσίαν του μωσαϊκού Νομου έγινα σαν να ήμουν και εγώ υπό Νομον, δια να κερδήσω τους υπό Νομον.

Α Κορ. 9,21 τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος Θεῷ, ἀλλ᾿ ἔννομος Χριστῷ, ἵνα κερδήσω ἀνόμους·
Α Κορ. 9,21 Εις τους εθνικούς που δεν είχαν τον μωσαϊκόν Νομον, έγινα σαν άνομος χωρίς φυσικά ποτέ να παραβώ νόμον Θεού, αλλά ζων σύμφωνα με τον νόμον του Χριστού, δια να κερδήσω τους ανόμους.

Α Κορ. 9,22 ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω.
Α Κορ. 9,22 Εις τους ασθενείς κατά την πίστιν και την αρετήν Χριστιανούς έγινα κι' εγώ σαν ασθενής, δια να κερδήσω εις Χριστόν τους ασθενείς. Εις όλους έγινα τα πάντα, χωρίς βέβαια να παραβώ ποτέ το θέλημα του Θεού, δια να σώσω με κάθε τίμημα και θυσίαν έστω και μερικούς.

Α Κορ. 9,23 Τοῦτο δὲ ποιῶ διὰ τὸ εὐαγγέλιον, ἵνα συγκοινωνὸς αὐτοῦ γένωμαι.
Α Κορ. 9,23 Αυτό δε το πράττω δια το Ευαγγέλιον του Χριστού, δια να γίνω και εγώ μαζή με τους άλλους πιστούς συμμέτοχος εις την χάριν και τας δωρεάς, που παρέχει.

Α Κορ. 9,24 οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἐν σταδίῳ τρέχοντες πάντες μὲν τρέχουσιν, εἷς δὲ λαμβάνει τὸ βραβεῖον; οὕτω τρέχετε, ἵνα καταλάβητε.
Α Κορ. 9,24 Δεν γνωρίζετε τι συμβαίνει με αυτούς που τρέχουν στο στάδιον; Οτι δηλαδή όλοι τρέχουν, ένας όμως παίρνει το βραβείον; Ετσι και σεις, να τρέχετε με ενθουσιασμόν και επιμονήν τον δρόμον της αρετής, δια να κερδήσετε όλοι, και όχι ένας μόνον, το βραβείον.

Α Κορ. 9,25 πᾶς δὲ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἵνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δὲ ἄφθαρτον.
Α Κορ. 9,25 Εχετε δε βέβαια υπ' όψιν σας, ότι κάθε αθλητής εγκρατεύεται από όλα, φαγητά, ποτά, κ.λ.π. εκείνοι μεν δια να πάρουν έναν φθαρτόν στέφανον, ημείς δε δια να πάρωμεν από τον Θεόν τον άφθαρτον στέφανον.

Α Κορ. 9,26 ἐγὼ τοίνυν οὕτω τρέχω, ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτω πυκτεύω, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων,
Α Κορ. 9,26 Εγώ, λοιπόν, έτσι τρέχω και αγωνίζομαι, όχι εις την τύχην και χωρίς σκοπόν, αλλά με συγκεκριμένον σκοπόν. Ετσι πυγμαχώ προς κάτι ωρισμένον και όχι σαν να γρονθοκοπώ αέρα.

Α Κορ. 9,27 ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι.
Α Κορ. 9,27 Αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το υποβάλλω εις σκληράν πειθαρχίαν και δουλείαν μήπως τυχόν ενώ θα έχω κηρύξει και καλέσει άλλους εις σωτηρίαν, εγώ αποδοκιμασθώ από τον Θεόν.



Α ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ 10


Α Κορ. 10,1 Οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι οἱ πατέρες ἡμῶν πάντες ὑπὸ τὴν νεφέλην ἦσαν, καὶ πάντες διὰ τῆς θαλάσσης διῆλθον,
Α Κορ. 10,1 Δεν θέλω δε, αδελφοί, να αγνοήτε, ότι οι πρόγονοι ημών των Ισραηλιτών όλοι ήσαν κάτω από την σκέπην της νεφέλης και όλοι επέρασαν ασφαλείς και υγιείς δια μέσου της θαλάσσης.

Α Κορ. 10,2 καὶ πάντες εἰς τὸν Μωϋσῆν ἐβαπτίσαντο ἐν τῇ νεφέλῃ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ,
Α Κορ. 10,2 Και όλοι δια του Μωϋσέως και μαζή με τον Μωϋσήν επήραν σαν ένα ειδός βαπτίσματος εις την νεφέλην και εις την θάλασσαν (πράγμα το οποίον ετόνωσε τους δεσμούς μεταξύ των, ως ενός λαού του Θεού).

Α Κορ. 10,3 καὶ πάντες τὸ αὐτὸ βρῶμα πνευματικὸν ἔφαγον,
Α Κορ. 10,3 Και όλοι έφαγαν την αυτήν τροφήν, το μάννα, το οποίον το Πνεύμα του Θεού τους έδιδε.

Α Κορ. 10,4 καὶ πάντες τὸ αὐτὸ πόμα πνευματικὸν ἔπιον· ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός.
Α Κορ. 10,4 Και όλοι έπιαν το αυτό ποτόν, το οποίον το Πνεύμα το Αγιον τους προσέφερε. Διότι έπιναν από υπερφυσικήν και αόρατον, από πνευματικήν πέτραν, που τους ακολουθούσε· αυτή δε η πέτρα ήτο ο Χριστός.

Α Κορ. 10,5 ἀλλ᾿ οὐκ ἐν τοῖς πλείοσιν αὐτῶν εὐδόκησεν ὁ Θεός· κατεστρώθησαν γὰρ ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Α Κορ. 10,5 Αλλά, καίτοι όλοι επήραν τας δωρεάς αυτάς του Πνεύματος, ο Θεός δεν ευηρεστήθη και δεν έδωσε την ειδικήν ευμένειάν του στους περισοτέρους από αυτούς. Και τούτο, επειδή οι περισσότεροι παρέβησαν το θέλημά του, ετιμωρήθησαν από τον Θεόν, και έπεσαν κάτω νεκροί εις την έρημον γην.

Α Κορ. 10,6 Ταῦτα δὲ τύποι ἡμῶν ἐγενήθησαν, εἰς τὸ μὴ εἶναι ἡμᾶς ἐπιθυμητὰς κακῶν, καθὼς κἀκεῖνοι ἐπεθύμησαν.
Α Κορ. 10,6 Αυτά όλα έγιναν προφητικά σύμβολα και αλληγορίαι δι' ημάς και μας διδάσκουν να μη κυριευώμεθα από επιθυμίας κακών και αμαρτωλών πραγμάτων, όπως εκείνοι επεθύμησαν.

Α Κορ. 10,7 μηδὲ εἰδωλολάτραι γίνεσθε, καθώς τινες αὐτῶν, ὡς γέγραπται· ἐκάθισεν ὁ λαὸς φαγεῖν καὶ πιεῖν, καὶ ἀνέστησαν παίζειν.
Α Κορ. 10,7 Ούτε δε να γίνεσθε ειδωλολάτραι τρώγοντες με ευλάβειαν τα ειδωλόθυτα, όπως έγιναν μερικοί από εκείνους, καθώς έχει γραφή εις την Παλαιάν Διαθήκην· “εκάθισεν ο λαός να φάγη και να πίη και εσηκώθησαν έπειτα να παίξουν και να χορεύσουν προς τιμήν και λατρείαν του ειδώλου, του χρυσού μόσχου που είχαν στήσει”.

Α Κορ. 10,8 μηδὲ πορνεύωμεν, καθώς τινες αὐτῶν ἐπόρνευσαν καὶ ἔπεσον ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ εἰκοσιτρεῖς χιλιάδες.
Α Κορ. 10,8 Ακόμη δε ας μη παρασυρώμεθα ποτέ από την πορνείαν, όπως μερικοί από αυτούς επόρνευσαν και εις μίαν ημέραν έπεσαν κάτω νεκροί εικόσι τρεις χιλιάδες.

Α Κορ. 10,9 μηδὲ ἐκπειράζωμεν τὸν Χριστόν, καθὼς καί τινες αὐτῶν ἐπείρασαν καὶ ὑπὸ τῶν ὄφεων ἀπώλοντο.
Α Κορ. 10,9 Ούτε να ζητούμεν να δοκιμάσωμεν, εάν ο Χριστός θα μας φυλάξη από τους κινδύνους της αμαρτίας και της ειδωλολατρείας, όπως και μερικοί από εκείνους επείραξαν τότε τον Θεόν και δια την παράβασίν των αυτήν επέθαναν δαγκωμένοι από τα δηλητηριώδη φίδια.

Α Κορ. 10,10 μηδὲ γογγύζετε, καθὼς καί τινες αὐτῶν ἐγόγγυσαν καὶ ἀπώλοντο ὑπὸ τοῦ ὀλοθρευτοῦ.
Α Κορ. 10,10 Και μη γογγύζετε εις καιρόν θλίψεων εναντίων του Θεού, όπως και μερικοί από εκείνους εγόγγυσαν και εξωλοθρεύθησαν από τον εξολοθρευτήν άγγελον.

Α Κορ. 10,11 ταῦτα δὲ πάντα τύποι συνέβαινον ἐκείνοις, ἐγράφη δὲ πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν, εἰς οὓς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν.
Α Κορ. 10,11 Ολαι δε αυταί αι τιμωρίαι επεβλήθησαν εις εκείνους, διότι έτσι έπρεπε να γίνη. Αλλ' αυτά ήσαν και προφητικά σύμβολα· εγράφησαν και δια την νουθεσίαν και καθοδήγησιν ημών των σημερινών πιστών, στους οποίους κατέληξαν οι τελευταίοι χρόνοι της προχριστιανικής περιόδου και ήρχισεν η νέα εποχή της χάριτος του Χριστού.

Α Κορ. 10,12 Ὥστε ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ.
Α Κορ. 10,12 Ας τα έχωμεν, λοιπόν, υπ' όψιν αυτά ημείς οι σημερινοί Χριστιανοί, ώστε εκείνος που νομίζει, ότι στέκεται καλά εις την πίστιν, ας προσέχη μήπως πέση, όπως έπεσαν οι Εβραίοι τότε.

Α Κορ. 10,13 πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος· πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν.
Α Κορ. 10,13 Πειρασμός βέβαια μεγάλος έως τώρα δεν σας έχει καταλάβει, ειμή μόνον μικροπειρασμοί προσωρινοί, τους οποίους ημπορεί να υποστή και να υπερνικήση ο άνθρωπος. Εάν δε στο μέλλον παρουσιασθον μεγάλοι πειρασμοί, μη λησμονείτε, ότι είναι αξιόπιστος ο Θεός, ο οποίος δεν θα σας αφήση να πειρασθήτε παραπάνω από την δύναμιν σας, αλλά μαζή με τον πειρασμόν θα ανοίξη και διέξοδον, ώστε να βγήτε από τον περιρασμόν και θα σας δώση την δύναμιν να τον υπομείνετε.

Α Κορ. 10,14 Διόπερ, ἀγαπητοί μου, φεύγετε ἀπὸ τῆς εἰδωλολατρείας.
Α Κορ. 10,14 Δι' αυτό ακριβώς, αγαπητοί μου, φεύγετε μακρυά από την ειδωλαλατρείαν, από τας θυσίας, τα έθιμα και την ζωήν των ειδωλολατρών (χωρίς να φοβηθήτε τας παρεξηγήσεις και τους πειρασμούς εκ μέρους αυτών).

Α Κορ. 10,15 ὡς φρονίμοις λέγω· κρίνατε ὑμεῖς ὅ φημι.
Α Κορ. 10,15 Ομιλώ προς σας, ως προς ανθρώπους συνετούς και λογικούς, κρίνατε και σεις αυτό το οποίον θα σας πω·

Α Κορ. 10,16 τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; τὸν ἄρτον ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν;
Α Κορ. 10,16 Το ποτήριον, το οποίον ο ίδιος ο Κυριος ηυλόγησε κατά τον μυστικόν δείπνον, και το οποίον ημείς με προσευχήν, με ευχαριστίας και δεήσεις αγιάζομεν, σύμφωνα προς το θέλημά του, δεν είναι κοινωνία και συμμετοχή στο αίμα του Χριστού; Ο άρτος, τον οποίον στο μυστήριον της θείας Ευχαριστίας κόπτομεν εις τεμάχια και μοιραζόμεθα μεταξύ μας, δεν είναι κοινωνία του σώματος του Χριστού;

Α Κορ. 10,17 ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν.
Α Κορ. 10,17 Επειδή δε ένας είναι ο άρτος, από τον οποίον κοινωνούμεν, ένα πνευματικόν σώμα είμεθα οι πολλοί. Διότι όλοι από τον ένα άρτον, το σώμα του Κυρίου, μετέχομεν, και δι' αυτού ενωνόμεθα όλοι μεταξύ μας.

Α Κορ. 10,18 βλέπετε τὸν Ἰσραὴλ κατὰ σάρκα· οὐχὶ οἱ ἐσθίοντες τὰς θυσίας κοινωνοὶ τοῦ θυσιαστηρίου εἰσί;
Α Κορ. 10,18 Κυττάξατε τους Ισραηλίτας οι οποίοι είναι μόνον κατά σάρκα και όχι κατά πνεύμα απόγονοι των πατριαρχών· αυτοί οι οποίοι τρώγουν τας θυσίας που προσφέρονται στο ιερόν της Ιερουσαλήμ, δεν είναι κοινωνοί και συμμέτοχοι του θυσιαστηρίου; (Ετσι και όσοι τρώγουν με πίστιν τας θυσίας των ειδώλων γίνονται συμμέτοχοι και κοινωνοί των ειδώλων).

Α Κορ. 10,19 τί οὖν φημί; ὅτι εἴδωλόν τί ἐστιν; ἢ ὅτι εἰδωλόθυτόν τί ἐστιν;
Α Κορ. 10,19 Λοιπόν, τι λέγω; Οτι υπάρχει πράγματι στον κόσμον αυτόν είδωλον, που εικονίζει αληθινόν Θεόν; Η ότι το ειδωλόθυτον είναι κάτι που εγκλείει κάποιαν ιερότητα και δύναμιν; Οχι βέβαια.

Α Κορ. 10,20 ἀλλ᾿ ὅτι ἃ θύει τὰ ἔθνη, δαιμονίοις θύει καὶ οὐ Θεῷ· οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς κοινωνοὺς τῶν δαιμονίων γίνεσθαι.
Α Κορ. 10,20 Αλλά λέγω, ότι τα ζώα και αι άλλαι προσφοραί, που θυσιάζουν οι ειδωλολάτραι, “τα θυσιάζουν εις τα δαιμόνια, και όχι στον Θεόν”. Εγώ, λοιπόν, δεν θέλω να γίνεσθε σεις συμμέτοχοι και κοινωνοί των δαιμονίων.

Α Κορ. 10,21 οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν καὶ ποτήριον δαιμονίων· οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καὶ τραπέζης δαιμονίων.
Α Κορ. 10,21 Δεν ημπορείτε και δεν πρέπει να πίνετε το ποτήριον του Κυρίου, το ποτήριον της θείας Ευχαρηστίας, και κατόπιν να πίνετε από το ποτήριον του οίνου που προσφέρεται ως σπονδή και θυσία εις τα δαιμόνια. Δεν ημπορείτε να μετέχετε εις την τράπεζαν του Κυρίου και εις την τράπεζαν των δαιμονίων.

Α Κορ. 10,22 ἢ παραζηλοῦμεν τὸν Κύριον; μὴ ἰσχυρότεροι αὐτοῦ ἐσμεν;
Α Κορ. 10,22 Η παρακινούμεν εις ζηλοτυπίαν και παροργίζομεν τον Κυριον εναντίον μας; Και μήπως τάχα είμεθα ισχυρότεροι από αυτόν, δια να αντικρύσωμεν την δικαίαν οργήν του;

Α Κορ. 10,23 Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει. πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ.
Α Κορ. 10,23 Ολα έχω το δικαίωμα να τα πράττω, αλλά δεν είναι συμφέρον και ωφέλιμον δι' εμέ να τα πράττω όλα. Ολα έχω το δικαίωμα να τα κάνω, αλλά δεν οικοδομούν όλα στο έργον της σωτηρίας.

Α Κορ. 10,24 μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος.
Α Κορ. 10,24 Κανείς δε, παρασυρόμενος από την φιλαυτίαν του, να μη επιζηήή ο,τι του αρέσει η ο,τι τον εξυπηρετε, αλλ' ας επιδιώκη και ας ενδιαφέρεται ο καθένας και δια το καλόν του άλλου.

Α Κορ. 10,25 Πᾶν τὸ ἐν μακέλλῳ πωλούμενον ἐσθίετε μηδὲν ἀνακρίνοντες διὰ τὴν συνείδησιν·
Α Κορ. 10,25 Ετσι κάθε κρέας που πωλείται στο κρεοπωλείον, χωρίς να εξετάζετε από που προέρχεται, ας το τρώγετε, δια να μη δίδετε και αφορμήν ταραχής εις την συνείδησίν σας.

Α Κορ. 10,26 τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς.
Α Κορ. 10,26 Ας σκέπτεσθε δε, ότι όχι μόνον τα κρέατα, αλλ' “όλη η γη και τα εν αυτή ανήκουν στον Κυριον”.

Α Κορ. 10,27 εἰ δέ τις καλεῖ ὑμᾶς τῶν ἀπίστων καὶ θέλετε πορεύεσθαι, πᾶν τὸ παρατιθέμενον ὑμῖν ἐσθίετε μηδὲν ἀνακρίνοντες διὰ τὴν συνείδησιν.
Α Κορ. 10,27 Εάν δε σας προσκαλή εις φάγητον κάποιος από τους απίστους και θέλετε να πάτε, τρώγετε κάθε τι που παρατίθεται εις την τράπεζαν, χωρίς να εξετάζεται από που προέρχεται, δια να μη δώσετε αφορμήν τύψεων εις την συνείδησίν σας.

Α Κορ. 10,28 ἐὰν δέ τις ὑμῖν εἴπῃ, τοῦτο εἰδωλόθυτόν ἐστι, μὴ ἐσθίετε δι᾿ ἐκεῖνον τὸν μηνύσαντα καὶ τὴν συνείδησιν· τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς.
Α Κορ. 10,28 Εάν όμως σας πη κανείς “αυτό που παρατίθεται είναι ειδωλόθυτον”, μη το τρώτε, όχι διότι είναι μολυσμένον, αλλά δι' εκείνον, που σας το κατέστησε γνωστόν και δια την συνείδησίν του, η οποία είναι επόμενον να τον τύψη εάν φάγη και αυτός και να εξεγερθή και σκανδαλισθή εναντίον σας, εάν αυτός μεν δεν φάγη, φάγετε όμως σεις. Παλιν όμως σας επαναλαμβάνω, ότι τα πάντα ανήκουν στον Κυριον, διότι του Κυρίου είναι η γη και κάθε τι που την γεμίζει.

Α Κορ. 10,29 συνείδησιν δὲ λέγω οὐχὶ τὴν ἑαυτοῦ, ἀλλὰ τὴν τοῦ ἑτέρου. ἱνατί γὰρ ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπὸ ἄλλης συνειδήσεως;
Α Κορ. 10,29 Συνείδησιν δε λέγω όχι την ιδικήν σου, αλλά του άλλου. Ισως όμως ερωτήση κανείς· διατί η ελευθερία, την οποίαν έχω από τον Θεόν να τρώγω και από τα ειδωλόθυτα ακόμη, να κρίνεται και να καταδικάζεται από την συνείδησιν του άλλου;

Α Κορ. 10,30 εἰ ἐγὼ χάριτι μετέχω, τί βλασφημοῦμαι ὑπὲρ οὗ ἐγὼ εὐχαριστῷ;
Α Κορ. 10,30 Εάν δε εγώ, πληροφορημένος την αλήθειαν από την χάριν του Θεού, τρώγω κάθε είδος κρέατος, διατί κατηγορούμαι δια την πράξιν μου αυτήν, δια την οποίαν μάλιστα εγώ ευχαριστώ και δοξολογώ τον Θεόν;

Α Κορ. 10,31 Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε.
Α Κορ. 10,31 Δυο όμως πράγματα πρέπει να έχετε υπ' όψιν σας. Πρώτον είτε τρώγετε είτε πίνετε είτε οτιδήποτε άλλο πράττετε, όλα να τα κάμνετε εις δόξαν Θεού.

Α Κορ. 10,32 ἀπρόσκοπτοι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ,
Α Κορ. 10,32 Δεύτερον να μη παρέχετε πρόσκομμα και αφορμήν σκανδάλου εις κανέναν· ούτε στους Ιουδαίους ούτε στους Ελληνας, ούτε εις την Εκκλησίαν του Θεού.

Α Κορ. 10,33 καθὼς κἀγὼ πάντα πᾶσιν ἀρέσκω, μὴ ζητῶν τὸ ἐμαυτοῦ συμφέρον, ἀλλὰ τὸ τῶν πολλῶν, ἵνα σωθῶσι.
Α Κορ. 10,33 Να φέρεσθε όπως εγώ, ο οποίος δι' όλα και εις όλους είμαι ευάρεστος, διότι δεν ζητώ αυτό που εγωϊστικώς με συμφέρει αλλά αυτό που συμφέρει και ωφελεί τους πολλούς, δια να σωθούν.
Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 1o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 2o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 3o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 4o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 5o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 6o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 7o - Μέρος 1o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 7o - Μέρος 2o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 8o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 9o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 10o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 11o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 12o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 13o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 14o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 15o - Μέρος 1o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 15o - Μέρος 2o

Α΄προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: Κεφάλαιο 16o