Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Ἐπιστολὲς Παύλου

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 6

Ρωμ. 6,1 Τί οὖν ἐροῦμεν; ἐπιμενοῦμεν τῇ ἁμαρτίᾳ ἵνα ἡ χάρις πλεονάσῃ;
Ρωμ. 6,1 Εφ' όσον λοιπόν, όπου επληνθύνθη η αμαρτία, εδόθη πλουσιωτέρα η χάρις, τι θα είπωμεν; Θα επιμείνωμεν εις την αμαρτίαν, δια να μας δοθή πλουσιωτέρα η χάρις;

Ρωμ. 6,2 μὴ γένοιτο. οἵτινες ἀπεθάνομεν τῇ ἁμαρτίᾳ, πῶς ἔτι ζήσομεν ἐν αὐτῇ;
Ρωμ. 6,2 Μη γένοιτο· ημείς οι οποίοι έχομεν πλέον αποθάνει ως προς την αμαρτίαν και είμεθα νεκροί δι' αυτήν, πως θα ζήσωμεν ακόμη μέσα εις αυτή;

Ρωμ. 6,3 ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν;
Ρωμ. 6,3 Η δεν γνωρίζετε, ότι όσοι εβαπτίσθημεν με την πίστιν στον Ιησούν Χριστόν, εβαπτίσθημεν συγχρόνως (εβυθίσθημεν τρόπον τινά και εγίναμεν μέτοχοι) στον θάνατον αυτού; (Δια της σταυρώσεως του παλαιού ανθρώπου).

Ρωμ. 6,4 συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν.
Ρωμ. 6,4 Ετάφημεν, λοιπόν, μαζή με αυτόν δια του βαπτίσματος και εγίναμεν μέτοχοι στον θάνατον του, ίνα, όπως ακριβώς ανεστήθη ο Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του ουρανίου Πατρός, έτσι και ημείς αναστηθώμεν και ζήσωμεν μίαν νέαν ζωήν, σύμφωνον προς το θέλημα εκείνου.

Ρωμ. 6,5 εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα,
Ρωμ. 6,5 Διότι, εάν, σαν δύο δένδρα αδιασπάστως ηνωμένα εις ένα, εγίναμεν ένα σώμα με τον Χριστόν δια του βαπτίσματος, που είναι ομοίωμα του σταυρικού του θανάτου, κατά λογικήν και φυσικήν συνέπειαν θα γίνωμεν ένα με αυτόν και εις την ανάστασίν του (θα αναστηθώμεν δηλαδή και ημείς ένδοξοι, όπως και εκείνος),

Ρωμ. 6,6 τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ·
Ρωμ. 6,6 γνωρίζοντες τούτο, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος, η διεφθαρμένη από την αμαρτίαν φύσις μας, εσταυρώθη μαζή με τον Χριστόν δια του βαπτίσματος, δια να ατονήση πλέον και να είναι σαν πεθαμένον το σώμα μας απέναντι της αμαρτίας, ώστε να μη γίνωμεν πάλιν δούλοι της αμαρτίας.

Ρωμ. 6,7 ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας.
Ρωμ. 6,7 Διότι εκείνος που απέθανε έχει πλέον ελευθερωθή από τον κίνδυνον της αμαρτίας (δεδομένου ότι ο πεθαμένος και νεκρός ούτε πειράζεται ούτε αμαρτάνει).

Ρωμ. 6,8 εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ,
Ρωμ. 6,8 Εφ' όσον δε δια του βαπτίσματος έχομεν αποθάνει μαζή με τον Χριστόν, ως προς την αμαρτίαν, πιστεύομεν ότι και θα ζήσωμεν ένδοξοι μαζή με αυτόν εις την αιωνιότητα.

Ρωμ. 6,9 εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει.
Ρωμ. 6,9 Διότι γνωρίζομεν πολύ καλά, ότι ο Χριστός αναστηθείς εκ των νεκρών δεν πεθαίνει πλέον ποτέ, ο θάνατος δεν έχει καμμίαν απολύτως εξουσίαν και κυριότητα εις αυτόν.

Ρωμ. 6,10 ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὅ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ.
Ρωμ. 6,10 Και δεν τον κατακυριεύει πλέον ο θάνατος, διότι, τον σταυρικόν θάνατον τον υπέστη τότε ο Κυριος, άπαξ δια παντός, δια να εξαλείψη την αμαρτίαν. Και την ζωήν δε, την οποίαν ζη τώρα, την ζη αιωνίως ένδοξος πλησίον του Θεού.

Ρωμ. 6,11 οὕτω καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Ρωμ. 6,11 Ετσι και σεις θα θεωρήτε πλέον τους ευατούς σας, νεκρούς ως προς την αμαρτίαν, ζωντανούς δε δια τον Θεόν δια μέσου του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.

Ρωμ. 6,12 Μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν αὐτῇ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ,
Ρωμ. 6,12 Λοιπόν, ας μη βασιλεύη και ας μη κυριαρχή η αμαρτία στο θνητόν σας σώμα, ώστε να υπακούετε εις αυτήν, παρασυρόμενοι από τας επιθυμίας του σώματος.

Ρωμ. 6,13 μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ.
Ρωμ. 6,13 Ούτε να προσφέρετε και να κάνετε τα μέλη του σώματός σας όργανα και όπλα της αδικίας, δια των οποίων θα σας νικά και θα σας εξουσιάζη η αμαρτία. Αλλά να προσφέρετε τους εαυτούς σας στον Θεόν σαν άνθρωποι, που πράγματι έχετε αναστηθή εκ των νεκρών, και τα μέλη σας να τα προσφέρετε και αφιερώσετε στον Θεόν, δια να είναι όργανα και όπλα εις κάθε αρετήν.

Ρωμ. 6,14 ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει· οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν.
Ρωμ. 6,14 Ετσι δε ποτέ πλέον η αμαρτία δεν θα σας υποδουλώση, διότι δεν είσθε πλέον υπό την εξουσίαν του Νομου, ο οποίος κατεδίκαζε με την αμαρτίαν, χωρίς όμως να δίδη την λύτρωσιν, αλλά ευρίσκεσθε εις την βασιλείαν της χάριτος, που δίδει συγχώρησιν, ελευθερίαν και αγιασμόν.

Ρωμ. 6,15 Τί οὖν; ἁμαρτήσομεν ὅτι οὐκ ἐσμὲν ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν; μὴ γένοιτο.
Ρωμ. 6,15 Τι λοιπόν; Εφ' όσον δεν είμεθα υπό την κυριαρχίαν του Νομου, αλλ' ευρισκόμεθα εις την δωρεάν της χάριτος, θα αμαρτήσωμεν, αφού είναι εύκολον να λάβωμεν άφεσιν; Μη γένοιτο!

Ρωμ. 6,16 οὐκ οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾧ ὑπακούετε, ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἢ ὑπακοῆς εἰς δικαιοσύνην;
Ρωμ. 6,16 Δεν γνωρίζετε ότι εις εκείνον, που προσφέρετε τους εαυτούς σας δούλους, δια να τον υπακούετε, γίνεσθε πράγματι δούλοι με την υπακοήν αυτήν. Δηλαδή είσθε η δούλοι υπακούοντες εις την αμαρτίαν δια να καταλήξετε στον πνευματικόν θάνατον η δούλοι υπακούοντες στον Χριστόν, δια να αποκτήσετε την δικαίωσιν και την αιωνίαν μακαριότητα.

Ρωμ. 6,17 χάρις δὲ τῷ Θεῷ ὅτι ἦτε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, ὑπηκούσατε δὲ ἐκ καρδίας εἰς ὃν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς,
Ρωμ. 6,17 Αλλά, δόξα στον Θεόν, διότι ναι μεν υπήρξατε άλλοτε δούλοι της αμαρτίας, υπηκούσατε όμως με όλην σας την ψυχήν και την καρδίαν στον τέλειον κανόνα της αρίστης διδασκαλίας, την οποίαν έχετε διδαχθή από τους Αποστόλους.

Ρωμ. 6,18 ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ.
Ρωμ. 6,18 Ετσι δε, αφού εγίνατε ελεύθεροι από την αμαρτίαν, υπεδουλώθητε εις την αγιότητα και την αρετήν.

Ρωμ. 6,19 ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν.
Ρωμ. 6,19 Χρησιμοποιώ ανθρωπίνας εικόνας και εκφράσεις εξ αιτίας της αδυναμίας, που παρουσιάζει η ανθρωπίνη, η σαρκική ακόμη κατάστασίς σας. Δηλαδή όπως είχατε προσφέρει τα μέλη σας δούλα εις την ακαθαρσίαν της αμαρτίας και της ανομίας, δια να διαπράττετε την αμαρτίαν, έτσι και τώρα πρέπει να προσφέρετε τα μέλη σας δούλα εις την αρετήν, δια να πρωχωρήσετε και επιτύχετε την αγιότητα.

Ρωμ. 6,20 ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ.
Ρωμ. 6,20 Αλλοτε, όταν ήσθε δούλοι εις την αμαρτίαν, ήσθε μεν ελεύθεροι ως προς την δικαίωσιν και την αρετήν, που θέλει ο Θεός,

Ρωμ. 6,21 τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος.
Ρωμ. 6,21 αλλά ποίον καρπόν, ποίον κέρδος και ωφέλειαν είχατε τότε από τα έργα της αμαρτίας, δια τα οποία τώρα εντρέπεσθε κάθε φοράν που τα ενθυμείσθε. Διότι η κατάληξις εκείνων είναι ο αιώνιος πνευματικός θάνατος.

Ρωμ. 6,22 νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον.
Ρωμ. 6,22 Τωρα δε που απεκτήσατε την ελευθερίαν και απηλλάγητε από την δουλείαν της αμαρτίας, υπεδουλώθητε δε θεληματικά στον Θεόν, έχετε ως καρπόν την προκοπήν εις την αγιότητα τελικόν δε και αναφαίρετον κέρδος την αιωνίαν ζωήν.

Ρωμ. 6,23 τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Ρωμ. 6,23 Διότι αι μεν συνέπειαι και ο μισθός της αμαρτίας είναι ο πνευματικός θάνατος, το δε δώρον του Θεού προς εκείνους, που τον υπακούουν, είναι η αιώνιος ζωή δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 7


Ρωμ. 7,1 Ἤ ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί· γινώσκουσι γὰρ νόμον λαλῶ. ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ;
Ρωμ. 7,1 Ομιλώ προς ανθρώπους, οι οποίοι γνωρίζουν τον Νομον. Η μήπως αγνοείτε, αδελφοί, ότο ο Νομος έχει κύρος και εξουσίαν στον άνθρωπον, εφ' όσον αυτός ζη;

Ρωμ. 7,2 ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός.
Ρωμ. 7,2 Διότι η υπανδρευμένη γυναίκα, παραδείγματος χάριν, έχει δια του νόμου του γάμου δεθή προς τον άνδρα της, εφ' όσον χρόνον εκείνος ζη. Εάν όμως αποθάνη ο σύζυγός της, έχει αυτή αποδεσμευθή από την εξουσίαν του νόμου, ο οποίος την έδενε προηγουμένως με τον άνδρα της.

Ρωμ. 7,3 ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ·
Ρωμ. 7,3 Αρα, όταν ζη ο σύζυγος της, εάν αυτή συνάψη σχέσεις με άλλον άνδρα, θα γίνη μοιχαλίς. Εάν όμως πεθάνη ο σύζυγος της είναι ελευθέρα από τον νόμον, να γίνη σύζυγος άλλου ανδρός, χωρίς να θεωρήται αυτή πλέον μοιχαλίς.

Ρωμ. 7,4 ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς ἐθανατώθητε τῷ νόμῳ διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρῳ, τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντι, ἵνα καρποφορήσωμεν τῷ Θεῷ.
Ρωμ. 7,4 Ωστε, αδελφοί μου, κατά το παράδειγμά που σας έφερα, έχετε θανατωθή και αποθάνει ως προς τον Νομον δια του σταυρωθέντος σώματος του Κυρίου, ώστε να έχετε το δικαίωμα να ανήκετε εις άλλον, δηλαδή στον αναστηθέντα Χριστόν, δια να φέρωμεν έτσι καρπούς πνευματικούς προς τιμήν και δόξαν του Θεού.

Ρωμ. 7,5 ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ·
Ρωμ. 7,5 Διότι, όταν εζούσαμεν τον σαρκικόν βίον του παλαιού ανθρώπου, τα πάθη των αμαρτιών, τα οποία κατεδίκαζε αλλά δεν εξήλειφεν ο παλαιός Νομος, ενεργούσαν έντος μας και επράττοντο δια των μελών μας, δια να παράγουν έτσι καρπούς που έφερναν τον αιώνιον θάνατον.

Ρωμ. 7,6 νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος.
Ρωμ. 7,6 Τωρα όμως έχομεν αποδεσμευθή εντελώς από τον Νομον, διότι απεθάναμεν ως προς αυτόν, υπό την κατοχήν του οποίου προηγουμένως ευρισκόμεθα, ώστε τώρα να υπακούωμεν στον Θεόν, δια να ζήσωμεν την νέαν κατάστασιν, που μας εχάρισε το Πνεύμα, και να μη δουλεύωμεν εις την παλαιάν κατάστασιν, όπου εκυριαρχούσαν οι τύποι και το γράμμα του Νομου.

Ρωμ. 7,7 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις·
Ρωμ. 7,7 Αλλά τότε, τι λοιπόν θα είπωμεν; Οτι ο Νομος, που μας εδημιουργούσε αυτήν την κατάστασιν της δουλείας, ήτο κάτι το αμαρτωλόν και κακόν; Ασφαλώς όχι. Αλλά πρέπει να λέγωμεν ότι την αμαρτίαν δεν την εγνωρίσαμεν ει μη μόνον δια του Νομου, ο οποίος και την απηγόρευε. Διότι και την αμαρτωλήν επιθυμίαν δεν θα την εγνώριζα ως αμαρτωλήν, εάν ο Νομος ρητώς δεν έλεγεν “ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστι”.

Ρωμ. 7,8 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά.
Ρωμ. 7,8 Ελαβεν όμως αφορμήν από αυτάς τας απαγορεύσστου Νομου η αμαρτία, που υπήρχε μέσα μου και ως κατάστασις και ως ροπή προς το κακόν και εκαλλιέργησε και εφλόγισε μέσα μου κάθε αμαρτωλήν επιθυμίαν. Διότι χωρίς τον Νομον η αμαρτία είναι νεκρά, σαν να μην υπάρχη.

Ρωμ. 7,9 ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ· ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν,
Ρωμ. 7,9 Εγώ δε εζούσα κάποτε χωρίς τον Νομον, χωρίς να έχω γνώσιν των εντολών του. Οταν δε εγνώρισα την εντολήν, τότε αναζωγονήθηκε μέσα μου και μου έγινε γνωστή η αμαρτία.

Ρωμ. 7,10 ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον·
Ρωμ. 7,10 Συνέπεια αυτού είναι, ότι εγώ απέθανα πνευματικώς εξ αιτίας των παραβάσεων. Και έτσι η εντολή του Νομου, που είχε δοθή δια να με χειραγωγήση εις την λύτρωσιν και ζωήν, αυτή ευρέθη ότι με ωδήγησεν στον θάνατον.

Ρωμ. 7,11 ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ δι᾿ αὐτῆς ἀπέκτεινεν.
Ρωμ. 7,11 Διότι η αμαρτία επήρε αφορμήν από την εντολήν, με ηπάτησε και με παρέσυρε δελεαστικώς εις την παράβασιν και δι' αυτής με εθανάτωσε πνευματικώς.

Ρωμ. 7,12 ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή.
Ρωμ. 7,12 Ωστε ο μεν Νομος, που εδόθη δια του Μωϋσέως, είναι άγιος και κάθε εντολή του είναι αγία και δικαία και αγαθή δι' εμέ τον άνθρωπον.

Ρωμ. 7,13 τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτίᾳ, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ᾿ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς.
Ρωμ. 7,13 Αλλά θα ερωτήση κανείς· Αυτό, λοιπόν, το αγαθόν, ο άγιος δηλάδη και δίκαιος Νομος, έγινε δι' εμέ αιτία θανάτου; Μη γένοιτο! Αλλ' η αμαρτία, δια να φανή πόσον ολεθρία και φοβερά είναι, επέτυχε δια του Νομου, που είναι αγαθός και δίκαιος, να κατεργασθή και πραγματοποιήση έντος μου τον θάνατον· δια να γίνη έτσι και αποδειχθή ολοκάθαρα δια μέσου της εντολής, πόσον υπερβολικά καταστρεπτική και ύπουλος είναι η αμαρτία δια τον άνθρωπον.

Ρωμ. 7,14 οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
Ρωμ. 7,14 Διότι γνωρίζομεν ότι ο νόμος είναι πνευματικός, δώρον δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, δια να εξυπηρετή την ιδικήν μας πνευματικήν ζωήν. Εγώ όμως είμαι δούλος της σαρκός, σαν πουλημένος σκλάβος υπό την κυριαρχίαν της αμαρτίας.

Ρωμ. 7,15 ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ.
Ρωμ. 7,15 Κυριευμένος και σκοτισμένος από το πάθος δεν γνωρίζω καλά αυτό το κακόν που πράττω. Διότι δεν πράττω αυτό το οποίον εσωτερικώς θέλω, αλλά κάμνω εκείνο το οποίον μισώ.

Ρωμ. 7,16 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός.
Ρωμ. 7,16 Εάν δε, παρασυρόμενος από την εσωτερικήν μου αμαρτωλότητα και τους εξωτερικούς πειρασμούς, πράττω αυτό που δεν θέλω, τότε με την θέλησίν μου και αντίθετα προς τα έργα μου συμφωνώ με τον Νομον και ομολογώ ότι είναι καλός.

Ρωμ. 7,17 νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.
Ρωμ. 7,17 Τωρα δε δεν πράττω εγώ το κακόν, αλλά η αμαρτία, η οποία κατοικεί μέσα μου και με εξουσιάζει.

Ρωμ. 7,18 οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω·
Ρωμ. 7,18 Διότι γνωρίζω καλά ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή εις την διεφθαρμένην ανθρωπίνην φύσιν, το αγαθόν· αυτό δε φαίνεται καθαρά και εκ του γεγονότος, ότι το να θέλω μεν το καλόν είναι τούτο κοντά μου, το να πραγματοποιώ όμως το καλόν δεν το ευρίσκω κοντά μου και εύκολον.

Ρωμ. 7,19 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω.
Ρωμ. 7,19 Διότι δεν πράττω το αγαθόν, το οποίον εσωτερικώς με όλην μου την θέλησιν επιθυμώ, αλλά το κακόν, που δεν θέλω, αυτό πράττω.

Ρωμ. 7,20 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.
Ρωμ. 7,20 Εάν δε εγώ πράττω το κακόν, που εις την πραγματικότητα δεν το θέλω, αυτό σημαίνει ότι δεν το πραγματοποιώ πλέον εγώ, αλλ' η αμαρτία, που κατοικεί μέσα μου και η οποία με έχει κάμει δούλον της.

Ρωμ. 7,21 εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται·
Ρωμ. 7,21 Αρα ευρίσκω τον Νομον του Θεού βοηθόν και σύμφωνον με την θέλησίν μου, η οποία και θέλει να πράττω το καλόν. Δεν ημπορώ όμως να τηρήσω αυτόν, διότι υπάρχει κοντά μου και έντος μου το κακόν, η δύναμις της αμαρτίας.

Ρωμ. 7,22 συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον,
Ρωμ. 7,22 Διότι ευχαριστούμαι και ευφραίνομαι στον νόμον του Θεού με όλην μου την ψυχήν, την καρδίαν και τον νουν.

Ρωμ. 7,23 βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου.
Ρωμ. 7,23 Βλέπω όμως να κυριαρχή εις τα μέλη μου άλλος νόμος, η δύναμις της αμαρτίας, που αντιστρατεύεται και μάχεται όσα ο νους μου και η συνείδησις μου υποδεικνύουν ως ορθά, και με υποδουλώνει στον νόμον της αμαρτίας, ο οποίος κυριαρχεί εις την αμαρτωλήν ανθρωπίνην μου φύσιν.

Ρωμ. 7,24 Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;
Ρωμ. 7,24 Δυστυχισμένος και ταλαιπωρημένος εγώ άνθρωπος! Ποιός θα με ελευθερώση και θα με γλυτώση από το σώμα τούτο, μέσα στο οποίον κυριαρχεί η αμαρτία και δια της αμαρτίας ο θάνατος;

Ρωμ. 7,25 εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν· ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοΐ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.
Ρωμ. 7,25 Ευχαριστώ τον Θεόν, ο οποίος με ηλευθέρωσε και με έσωσε δια του Ιησού Χριστού, του Κυρίου ημών. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι εγώ δουλεύω εις δύο κυρίους· με τον νουν και την συνείδησιν δουλεύω στον νόμον του Θεού, με τα μέλη όμως της σαρκός μου δουλεύω στον νόμον της αμαρτίας.


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 8

Ρωμ. 8,1 Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα.
Ρωμ. 8,1 Επομένως δεν υπάρχει τώρα καμμία καταδίκη στους πιστεύοντας και τους ηνωμένους με τον Ιησούν Χριστόν, οι οποίοι ζουν και πολιτεύονται όχι σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της σαρκός, αλλά σύμφωνα με τας εντολάς του Πνεύματος.

Ρωμ. 8,2 ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Ρωμ. 8,2 Διότι ο Νομος του Πνεύματος, η χάρις, ο φωτισμός και η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, που μεταδίδει και καλλιεργεί και αναπτύσσει την κατά Χριστόν ζωήν, με απηλευθέρωσε από τον νόμον και την κυριαρχίαν της αμαρτίας και του θανάτου.

Ρωμ. 8,3 τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί,
Ρωμ. 8,3 Διότι εκείνο το οποίον ήτο αδύνατον και ακατόρθωτον στον Νομον, που δεν ημπορούσε δηλαδή να κατανικήση την αμαρτωλότητα και την αντίστασιν του σαρκικού αμαρτωλού ανθρώπου, το επραγματοποίησε και το έφερεν εις πέρας ο Θεός με το να στείλη, δια την εξάλειψιν της αμαρτίας, τον Υιόν του τον μονογενή, με ανθρώπινον σώμα, χωρίς βέβαια και να είναι αμαρτωλόν. Και έτσι καταδίκασε και κατέλυσε την αμαρτίαν δια της αναμαρτήτου σαρκός του Υιού του, που παρεδόθη εις θάνατον.

Ρωμ. 8,4 ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα·
Ρωμ. 8,4 Δια να εκπληρωθούν πλέον με την χάριν του Θεού όλαι αι διατάξστου Νομου και από ημάς, οι οποίοι ζώμεν και φερόμεθα τώρα, όχι σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της σαρκός, αλλά σύμφωνα προς τα παραγγέλματα του Ευαγγελίου και τας υπαγορεύσστου Αγίου Πνεύματος.

Ρωμ. 8,5 οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος.
Ρωμ. 8,5 Διότι όσοι ευρίσκονται ακόμη υπό την κυριαρχίαν της σαρκός φρονούν και επιθυμούν όσα θέλει η σαρξ· όσοι όμως κατευθύνονται από την χάριν και την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, σκέπτονται και φρονούν και θέλουν όσα το Αγιον Πνεύμα τους υπαγορεύει.

Ρωμ. 8,6 τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν·
Ρωμ. 8,6 Αι σκέψεις, τα φρονήματα και αι επιθυμίαι της σαρκός προκαλούν τον πνευματικόν θάνατον. Το δε φρόνημα, που υπαγορεύει το Πνεύμα το Αγιον και η αγία κατάστασις που δημιουργεί, οδηγεί εις την αληθινήν ζωήν και ειρήνην. Διότι η σαρκική κατάστασις και επιθυμία είναι εχθρά στον Θεόν και φέρει τον θάνατον.

Ρωμ. 8,7 τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται·
Ρωμ. 8,7 Εις τον Νομον του Θεού δεν υποτάσσεται ο σαρκικός άνθρωπος και ούτε έχει την δύναμιν να υποταχθή.

Ρωμ. 8,8 οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται.
Ρωμ. 8,8 Οσοι δε ζουν κατά σάρκα και πορεύονται κατά τας επιθυμίας της σαρκός, δεν ημπορούν να αρέσουν και να ευαρεστήσουν στον Θεόν.

Ρωμ. 8,9 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλ᾿ ἐν πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν. εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ.
Ρωμ. 8,9 Σεις όμως δεν είσθε πλέον δούλοι της σαρκός, αλλ' ευρίσκεσθε υπό την καθοδήγησιν του πνεύματος σας, που έχει φωτισθή και αναγεννηθή από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, εάν βέβαια κατοική έντος υμών το Πνεύμα του Θεού. Εάν δε κανείς δεν έχη μέσα του Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι άνθρωπος του Χριστού.

Ρωμ. 8,10 εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην.
Ρωμ. 8,10 Εάν δε κατοική ο Χριστός μέσα σας, τότε έστω και αν το σώμα σας υπόκειται στον θάνατον εξ αιτίας της αμαρτίας, το πνεύμα σας όμως έχει ζωήν αιωνίαν χάρις εις την δικαίωσιν, που ελάβατε από τον Χριστόν.

Ρωμ. 8,11 εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν.
Ρωμ. 8,11 Εάν δε το Πνεύμα του Θεού, που ανέστησε εκ νεκρών τον Ιησούν, κατοική μέσα σας, τότε αυτός που ανέστησε τον Χριστόν θα ζωοποιήση και τα θνητά σώματα σας ένεκα του Πνεύματός του, που κατοικεί μέσα σας.

Ρωμ. 8,12 Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν·
Ρωμ. 8,12 Αρα, λοιπόν, αδελφοί, αφού τέτοιες ευεργεσίες ελάβομεν και τέτοιες δωρεές ετοιμάζονται δι' ημάς, δεν έχομεν υποχρέωσιν εις την σάρκα, να ζώμεν κατά τας επιθυμίας της σαρκός (αλλά στο Πνεύμα, να ζώμεν κατάς υπαγορεύσστου Πνεύματος).

Ρωμ. 8,13 εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε.
Ρωμ. 8,13 Διότι, εάν ζήτε κατά τας επιθυμίας της σαρκός, μέλλετε να αποθάνετε τον αιώνιον θάνατον. Εάν όμως, με τας πνευματικάς δυνάμεις που χαρίζει το Πνεύμα, αποστρέφεσθε και νεκρώνετε τας κακάς πράξστου σώματος, θα ζήσετε αιωνίως πλησίον του Θεού.

Ρωμ. 8,14 ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ.
Ρωμ. 8,14 Διότι, όσοι οδηγούνται και κατευθύνονται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι οι πραγματικοί υιοί του Θεού.

Ρωμ. 8,15 οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ.
Ρωμ. 8,15 Σεις δε, όταν επιστεύσατε και εβαπτίσθητε, δεν ελάβετε ψυχικήν κατάστασιν και φρονήματα δουλείας, δια να περιπέσετε πάλιν εις φόβον, αλλ' ελάβετε από το Πνεύμα το Αγιον ψυχικήν κατάστασιν και φρονήματα υιών του Θεού κατά χάριν, ώστε χάρις εις αυτά να φωνάζωμεν με θάρρος προς τον Θεόν; Αββά ο Πατήρ!

Ρωμ. 8,16 αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ.
Ρωμ. 8,16 Αυτό δε το Αγιον Πνεύμα μαρτυρεί και επιβεβαιώνει μαζή με το ιδικόν μας πνεύμα ότι είμεθα τέκνα του Θεού.

Ρωμ. 8,17 εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν.
Ρωμ. 8,17 Εάν δε είμαθα τέκνα, κατά λογικήν συνέπειαν είμεθα και κληρονόμοι· κληρονόμοι μεν του Θεού, που είναι πατέρας μας, συγκληρονόμοι δε μαζή με τον Χριστόν, που είναι πρωτότοκος αδελφός μας. Αποκτώμεν δε αυτά τα δικαιώματα, εάν βεβαίως πάσχωμεν και ταλαιπωρούμεθα μαζή με τον Χριστόν δια να δοξασθώμεν έτσι μαζή του.

Ρωμ. 8,18 Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς.
Ρωμ. 8,18 Φρονώ δε, και είναι απολύτως λογική η σκέψις μου, ότι τα όσα υποφέρομεν κατά το διάστημα της παρούσης ζωής δεν είναι άξια κατά κανένα τρόπον να συγκριθούν προς την δόξαν, η οποία μέλλει να αποκαλυφθή και δοθή εις ημάς.

Ρωμ. 8,19 ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται.
Ρωμ. 8,19 Και αυτή ακόμη η άψυχος κτίσις ευρίσκεται εις συνεχή έντονον αναμονήν, περιμένουσα με πόθον την ένδοξον φανέρωσιν των τέκνων του Θεού.

Ρωμ. 8,20 τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι
Ρωμ. 8,20 Διότι και η κτίσις έχει υποδουλωθή εις την φθοράν όχι βέβαια με την θέλησίν της, αλλά από τον Θεόν, ο οποίος την υπέταξεν εις την φθοράν (μετά την πτώσιν του ανθρώπου) με την ελπίδα όμως της απαλλαγής.

Ρωμ. 8,21 ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Ρωμ. 8,21 Η βεβαία δε ελπίς είναι ότι και αυτή η κτίσις θα ελευθερωθή από τον ζυγόν της φθοράς και του θανάτου και άφθαρτος πλέον θα λάβη μέρος εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού.

Ρωμ. 8,22 οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν·
Ρωμ. 8,22 Διότι γνωρίζομεν, ότι όλη η κτίσις μαζή στενάζει και πονεί πολύ μέχρι σήμερον.

Ρωμ. 8,23 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος ἔχοντες καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν.
Ρωμ. 8,23 Και όχι μόνον η κτίσις, αλλά και ημείς οι ίδιοι, μολονότι έχομεν ήδη πάρει την απαρχήν των δωρεών του Αγίου Πνεύματος ως προκαταβολήν, τρόπον τινά, και εγγύησιν δια τα μέλλοντα αγαθά, στενάζομεν εν τούτοις εσωτερικώς, περιμένοντες το πλήρες και τέλειον δώρον της υιοθεσίας μας εκ μέρους του Θεού, την απολύτρωσιν του σώματος ημών εκ της φθοράς.

Ρωμ. 8,24 τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν· ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει;
Ρωμ. 8,24 Διότι τώρα έχομεν σωθή με την ελπίδα, την βεβαίαν και ασφαλή. Ελπίς όμως η οποία είναι αισθητή και ορατή, δεν είναι ελπίς. Διότι εκείνο το οποίον βλέπει κανείς με τα σωματικά του μάτια, τι λόγος υπάρχει να το ελπίζη, αφού το βλέπει ως πραγματικότητα;

Ρωμ. 8,25 εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι᾿ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα.
Ρωμ. 8,25 Εάν όμως εκείνο, που δεν βλέπομεν, ελπίζωμεν να το αποκτήσωμεν στο μέλλον, τότε με πολλήν υπομονήν και σφοδράν επιθυμίαν το περιμένομεν.

Ρωμ. 8,26 Οντως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν· τὸ γὰρ τί προσευξόμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις·
Ρωμ. 8,26 Και αυτό επίσης το Αγιον Πνεύμα μας βοηθεί ωσαύτως εις όλας τας αδυναμίας μας, απαλύνει τους κόπους και τους πόνους και τας θλίψεις μας. Ειδικώτεον δε, επειδή ημείς δεν γνωρίζομεν πως πρέπει να προσευχηθώμεν και τι να ζητήσωμεν εις την προσευχήν μας, αυτό τούτο το Πνεύμα το Αγιον μεσιτεύει με το παραπάνω υπέρ ημών, εμπνέει εις τας καρδίας μας στεναγμούς ιεράς κατανύξεως, που δεν είναι δυνατόν να εκφρασθούν με λόγια, και οι οποίοι μας υψώνουν προς τον Θεόν.

Ρωμ. 8,27 ὁ δὲ ἐρευνῶν τὰς καρδίας οἶδε τί τὸ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἁγίων.
Ρωμ. 8,27 Ο Θεός όμως, ο οποίος ερευνά και τα βάθη των καρδιών, γνωρίζει τι θέλει να εκφράση με τους στεναγμούς αυτούς το Πνεύμα, διότι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, προσεύχεται και κατ' αυτόν τον τρόπον υπέρ των πιστών.

Ρωμ. 8,28 Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν·
Ρωμ. 8,28 Τους στεναγμούς μας δια τας θλίψεις της παρούσης ζωής τους απαλύνει και το γεγονός, ότι γνωρίζομεν πως εις εκείνους που αγαπούν τον Θεόν όλα υποβοηθούν και συνεργάζονται δια το καλόν των· εις αυτούς δηλαδή, οι οποίοι σύμφωνα με την προαιώνιον πρόθεσιν του Θεού έχουν κληθή και έχουν δεχθή την σωτηρίαν.

Ρωμ. 8,29 ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς·
Ρωμ. 8,29 Διότι εκείνους τους οποίους ο Θεός έχει προγνωρίσει ως αξίους σωτηρίας δια την καλήν των διάθεσιν, τους προώρισε να γίνουν ομοιόμορφοι προς την ένδοξον εικόνα του Υιού του, ώστε να είναι ο Υιός του Θεού πρωτοτόκος μεταξύ πολλών αδελφών, που θα είναι όμοιοί του.

Ρωμ. 8,30 οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε.
Ρωμ. 8,30 Εκείνους δε που προώρισε δια την δόξαν της ομοιώσεώς των προς τον Χριστόν, αυτούς και εκάλεσε· και αυτούς που εκάλεσε και εδέχθησαν την κλήσιν, τους κατέστησε δικαίους· και εκείνους που εδικαίωσε, αυτούς και εδόξασε εις την Βασιλείαν των ουρανών.

Ρωμ. 8,31 Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν;
Ρωμ. 8,31 Τι λοιπόν, θα είπωμεν και τι συμπεράσματα θα βγάλωμεν δια τας μεγάλας αυτάς δωρεάς, που μας εχάρισεν ο Θεός; Το συμπέρασμα είναι ότι, εάν ο Θεός μας αγαπά και είναι υπερασπιστής μας, ποίος θα τολμήση να εναντιωθή προς ημάς και να μας βλάψη;

Ρωμ. 8,32 ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;
Ρωμ. 8,32 Αυτός, ο οποίος δεν ελυπήθη ούτε τον μονογενή Υιόν του, αλλά τον παρέδωκεν στον σταυρικόν θάνατον υπέρ όλων ημών, πως μαζή με αυτόν δεν θα μας χαρίση και κάθε άλλην εύνοιαν και όλα τα άλλα, που μας χρειάζονται; (Αφού μας εδώρισε το απείρως ανώτερον, δεν θα μας χαρίση και τα άλλα αγαθά;)

Ρωμ. 8,33 τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν·
Ρωμ. 8,33 Ποίος θα τολμήση να παρουσιασθή επικριτής και κατήγορος εναντίον των εκλεκτών του Θεού; Κανείς· διότι “αυτός ο ίδιος ο Θεός σβήνει και εξαλείφει τας αμαρτίας μας και μας κάμνει δικαίους”.

Ρωμ. 8,34 τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν.
Ρωμ. 8,34 “Ποίος θα τολμήση να μας κατακρίνη και να μας καταδικάση”; Κανένας· διότι ο Χριστός είναι εκείνος, που απέθανε δι' ημάς, μάλλον δε και ανεστήθη δια την δικαίωσίν μας, ο οποίος και ευρίσκεται πάντοτε ένδοξος εις τα δεξιά του Θεού και μεσιτεύει προς τον Πατέρα δι' ημάς.

Ρωμ. 8,35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;
Ρωμ. 8,35 Ποιός, λοιπόν, θα ημπορέση ποτέ να μας χωρίση από την αγάπην του Χριστού; Θλίψις η εσωτερική στενοχωρία η διωγμός εκ μέρους των απίστων η πείνα η γυμνότης η οιοσδήποτε κίνδυνος η μαχαίρα, που να μας απειλή με σφαγήν;

Ρωμ. 8,36 καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς.
Ρωμ. 8,36 Αντικρύζομεν βέβαια και αυτόν τον κίνδυνον της σφαγής, όπως άλλωστε έχει προφητευθή και στους ψαλμούς ότι· “ένεκά σου, Κυριε, εκτιθέμεθα εις κίνδυνον θανάτου όλην την ημέραν. Εθεωρήθημεν από τους διώκτας μας σαν πρόβατα, προωρισμένα εις σφαγήν”.

Ρωμ. 8,37 ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς.
Ρωμ. 8,37 Αλλά εις όλας αυτάς τας δυσκολίας και τας απειλάς βγαίνομεν με το παραπάνω νικηταί, δια της βοηθείας του Χριστού, ο οποίος τόσον πολύ μας έχει αγαπήσει.

Ρωμ. 8,38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα
Ρωμ. 8,38 Διότι έχω απόλυτον πεποίθησιν και βεβαιότητα, ότι ούτε ο θάνατος, με τον οποίον μας απειλούν, ούτε αι τέρψεις και αι απολαύσεις της ζωής, τας οποίας μας υπόσχονται, ούτε αι υπερκόσμιαι δυνάμεις, τα εν ουρανοίς τάγματα των αγγέλων και των αρχών και των δυνάμεων, ούτε αι περιστάσεις και τα γεγονότα του παρόντος ούτε τα μελλοντικά γεγονότα

Ρωμ. 8,39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Ρωμ. 8,39 ούτε ύψος δόξης ούτε βάθος ταπεινώσεως και περιφρονήσεως ούτε καμμιά άλλη κτίσις διαφορετική απ' αυτήν που βλέπομεν, θα ημπορέση ποτέ να μας χωρίση από την αγάπην του Θεού, όπως μας την εφανέρωσεν ο ίδιος δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 9

Ρωμ. 9,1 Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ,
Ρωμ. 9,1 Αλήθειαν σας λέγω, ως άνθρωπος που ομιλεί ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι και έχω μαρτυρούσαν και επιβεβαιώνουσαν την αλήθειαν αυτήν ταύτην την συνείδησίν μου, η οποία φωτίζεται από το Αγιον Πνεύμα.

Ρωμ. 9,2 ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου.
Ρωμ. 9,2 Σας λέγω, λοιπόν, ότι μεγάλη λύπη υπάρχει μέσα μου, συνεχής και ακατάπαυστος πόνος εις την καρδίαν μου, δια την σκληροκαρδίαν και απιστίαν των ομοεθνών μου Εβραίων.

Ρωμ. 9,3 ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα,
Ρωμ. 9,3 Θα ηυχόμην δε να χωρισθώ εγώ ο ίδιος από τον Χριστόν και να γίνω ανάθεμα, εάν ήτο δυνατόν με την καταδίκην μου αυτήν να σωθούν οι κατά σάρκα αδελφοί μου, οι ομοεθνείς μου Ιουδαίοι.

Ρωμ. 9,4 οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι,
Ρωμ. 9,4 Αυτοί που είναι απόγονοι του Ιακώβ, στους οποίους ανήκει η υιοθεσία και η δόξα με τα τόσα θαύματα που έκαμε προς χάριν αυτών ο Θεός· στους οποίους εδόθησαν αι συνθήκαι, που είχε κάμει ο Θεός με τους προγόνους των, και η νομοθεσία και η λατρεία και αι ανεκτίμητοι υποσχέσεις.

Ρωμ. 9,5 ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ρωμ. 9,5 Αυτοί, των οποίων οι πατέρες και οι πατριάρχαι είναι επίσημοι και ένδοξοι και από τους οποίους κατάγεται, κατά σάρκα, ο Χριστός, ο οποίος είναι Θεός, κύριος και εξουσιαστής όλων, άξιος να υμνήται και να δοξάζεται στους αιώνας. Αμήν.

Ρωμ. 9,6 Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ, οὗτοι Ἰσραήλ,
Ρωμ. 9,6 Το γεγονός όμως ότι εξέπεσαν αυτοί από τας ευλογίας, δεν σημαίνει ότι έχει ξεπέσει και διαψευσθή υπό των πραγμάτων ο λόγος του Θεού, διότι αληθινοί Ισραηλίται δεν είναι όλοι όσοι κατάγονται σαρκικώς από τον Ισραήλ,

Ρωμ. 9,7 οὐδ᾿ ὅτι εἰσὶ σπέρμα Ἀβραάμ, πάντες τέκνα, ἀλλ᾿ ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα·
Ρωμ. 9,7 ούτε, διότι είναι σαρκικοί απόγονοι του Αβραάμ, είναι όλοι άξια τέκνα του Αβραάμ. Αλλά, όπως ο Θεός είπεν στον Αβραάμ, “θα ονομασθούν αληθινοί απόγονοί σου από τον Ισαάκ”.

Ρωμ. 9,8 τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ τὰ τέκνα τῆς σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας λογίζεται εἰς σπέρμα.
Ρωμ. 9,8 δηλαδή τέκνα του Θεού δεν είναι όλοι οι κατά σάρκα απόγονοι του Αβραάμ, που γεννώνται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Αλλά θεωρούνται και είναι γνήσια τέκνα και πραγματικοί απόγονοι του Αβραάμ αυτοί που γεννώνται σύμφωνα με την υπόσχεσιν του Θεού.

Ρωμ. 9,9 ἐπαγγελίας γὰρ ὁ λόγος οὗτος· κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐλεύσομαι καὶ ἔσται τῇ Σάῤῥᾳ υἱός.
Ρωμ. 9,9 Διότι είναι λόγος της επισήμου υποσχέσεως του Θεού, αυτός τον οποίον είπεν στον Αβραάμ· ότι δηλαδή, “κατά το ερχόμενον έτος, εις τέτοιαν εποχήν, θα έλθω, και η στείρα Σαρρα θα έχη παιδί”, δηλαδή τον Ισαάκ.

Ρωμ. 9,10 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Ῥεβέκκα ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα, Ἰσαὰκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν·
Ρωμ. 9,10 Οχι μόνον δε η Σαρρα ετεκνοποίησε, σύμφωνα με την υπόσχεσιν του Θεού, αλλά και η Ρεβέκκα έλαβε τέτοια υπόσχεσιν και από ένα άνδρα, δηλαδή τον πατέρα μας Ισαάκ, ετεκνοποίησε.

Ρωμ. 9,11 μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἵνα ἡ κατ᾿ ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ καλοῦντος,
Ρωμ. 9,11 Είναι δε αξιοσημείωτον ο,τι πριν ακόμη γεννηθούν τα παιδιά, όταν δεν είχαν πράξει κάτι καλόν η κάτι κακόν, ελέχθη εις την Ρεβέκκαν από τον Θεόν, ,

Ρωμ. 9,12 ἐῤῥέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι,
Ρωμ. 9,12 ότι “ο μεγαλύτερος, ο Ησαύ, θα υπηρετήση στον μικρότερον, στον Ιακώβ”, και τούτο δια να μένη στερεά και ακλόνητος η θεία βουλή και προαπόφασις η οποία δεν εκξαρτάται από τα έργα του ανθρώπου, αλλά από τον καλούντα Θεόν.

Ρωμ. 9,13 καθὼς γέγραπται· τὸν Ἰακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ Ἠσαῦ ἐμίσησα.
Ρωμ. 9,13 Πράγματι δε η βουλή του Θεού επραγματοποιήθη, σύμφωνα και με εκείνο που έχει γραφή και από τον προφήτην Μαλαχίαν· “τον Ιακώβ και τους απογόνους του Ισραηλίτας ηγάπησα, τον δε Ησαύ και τους Ιδουμαίους απογόνους του εμίσησα”.

Ρωμ. 9,14 Τί οὖν ἐροῦμεν; μὴ ἀδικία παρὰ τῷ Θεῷ; μὴ γένοιτο.
Ρωμ. 9,14 Εμπρός στο γεγονός αυτό της εκλογής του Θεού τι θα είπωμεν; Μηπως διεπράχθη αδικία από τον Θεόν εις βάρος του Ησαύ; Μη γένοιτο!

Ρωμ. 9,15 τῷ γὰρ Μωϋσῇ λέγει· ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω.
Ρωμ. 9,15 Αλλά και στον Μωϋσήν είπεν ο Θεός· “εγώ ο δίκαιος και απροσωπόληπτος θα ελεήσω εκείνον που κρίνω άξιον ελέους και θα εκδηλώσω την στοργήν και τους οικτιρμούς μου προς εκείνον, τον οποίον κρίνω άξιον της εσπλαγχνίας μου”.

Ρωμ. 9,16 ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ.
Ρωμ. 9,16 Αρα το θείον έλεος δεν εξαρτάται κυρίως από εκείνον που το θέλει και τρέχει δια να το αποκτήση, αλλ' από τον ελεούντα Θεόν.

Ρωμ. 9,17 λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε, ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δυναμίν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ.
Ρωμ. 9,17 Διότι, όπως είναι γραμμένο εις την Εξοδον, είπεν ο Θεός στον Φαραώ· ότι “δι' αυτό τούτο επέτρεψα να εξερεθισθής και να σκληρυνθής, δια να δείξω δια μέσου σου στον λαόν μου, με τα μεγάλα θαύματά μου, την δύναμίν μου και να διαλαληθή τοιουτοτρόπως το όνομά μου εις όλην την γην”.

Ρωμ. 9,18 ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει.
Ρωμ. 9,18 Αρα, λοιπόν, όποιον θέλει ο παντοδύναμος Θεός ελεεί και όποιον θέλει τον αφίνει να σκληρυνθή, σύμφωνα με την δικαίαν αυτού πρόγνωσιν.

Ρωμ. 9,19 Ἐρεῖς οὖν μοι· τί ἔτι μέμφεται; τῷ γὰρ βουλήματι αὐτοῦ τίς ἀνθέστηκε;
Ρωμ. 9,19 Θα μου είπης όμως τώρα· αφού όποιον θέλει τον αφίνει και σκληρύνεται, διατί τον καταδικάζει; Εις το θέλημά του ποιός ποτέ έχει αντισταθή;

Ρωμ. 9,20 μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί με ἐποίησας οὕτως;
Ρωμ. 9,20 Βεβαίως, κανείς δεν έχει αντισταθή και δεν έχει ματαιώσει το θέλημα του Θεού· αλλά, ω άνθρωπε, συ ποιός είσαι ο οποίος συζητείς και αντιλέγεις προς τον Θεόν; “Μηπως είναι δυνατόν ποτέ το πήλινον αγγείον να πη στον αγγειοπλάστην που το έπλασε· Διατί με έκαμες έτσι;

Ρωμ. 9,21 ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν;
Ρωμ. 9,21 Η μήπως ο κεραμοποιός δεν είναι κύριος και εξουσιαστής στον πηλόν του, ώστε να κάμη από το αυτό φύραμα άλλο μεν σκεύος δια χρήσιν τιμητικήν και άλλο δια χρήσιν ευτελή;

Ρωμ. 9,22 εἰ δὲ θέλων ὁ Θεὸς ἐνδείξασθαι τὴν ὀργὴν καὶ γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ ἤνεγκεν ἐν πολλῇ μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν,
Ρωμ. 9,22 Εάν δε ο Θεός, θέλων να δείξη την οργήν του και να κάμη γνωστήν την δύναμιν του, ηνέχθη με πολλήν μακροθυμίαν σκεύη οργής, τα οποία μόνα των, με την αμετανόητον κακίαν των, ετοίμασαν και προώρισαν τον ευατόν των δια την απώλειαν, συ τι ημπορείς στούτο νε πης;

Ρωμ. 9,23 καὶ ἵνα γνωρίσῃ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ ἐπὶ σκεύη ἐλέους, -ἃ προητοίμασεν εἰς δόξαν,
Ρωμ. 9,23 Και πάλιν τι ημπορείς να πης, εάν ο Θεός, θέλων να δείξη τον πλούτον της δόξης αυτού, έδωσε χάριν εις σκεύη ελέους, εις ανθρώπους δηλαδή αξίους του ελέους του, τους οποίους εκ των προτέρων παρεσκεύασε και ητοίμασε δια να τους δοξάση;

Ρωμ. 9,24 οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ μόνον ἐξ Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν,
Ρωμ. 9,24 Αυτούς δε τους ανθρώπους, δηλαδή ημάς, εκάλεσεν εις την δόξαν, όχι μόνον από τους Ιουδαίους αλλά και από τους εθνικούς.

Ρωμ. 9,25 ὡς καὶ ἐν τῷ Ὡσηὲ λέγει· καλέσω τὸν οὐ λαόν μου λαόν μου, καὶ τὴν οὐκ ἠγαπημένην ἠγαπημένην·
Ρωμ. 9,25 Συμφωνα και με εκείνο που είπε ο Θεός δια του προφήτου Ωσηέ· “θα καλέσω και θα αναδείξω λαόν μου τους εθνικούς, οι οποίοι δεν είναι τώρα λαός μου και θα καλέσω και θα αναδείξω αγαπημένην μου την εκκλησίαν των ειδωλολατρών, η οποία τώρα δεν είναι αγαπημένη μου”.

Ρωμ. 9,26 καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ οὗ ἐρρέθη αὐτοῖς, οὐ λαός μου ὑμεῖς, ἐκεῖ κληθήσονται υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος.
Ρωμ. 9,26 Και εις την χώραν όχι μόνον των Εβραίων, αλλά και των ειδωλολατρών, όπου ελέχθη εις αυτούς· “δεν είσθε σεις λαός μου”, και εκεί ακόμη θα ονομασθούν παιδιά του ζώντος Θεού.

Ρωμ. 9,27 Ἡσαΐας δὲ κράζει ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ· ἐὰν ᾖ ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα σωθήσεται·
Ρωμ. 9,27 Αλλά και ο Ησαΐας κράζει σχετικώς με τον Ισραηλιτικόν λαόν· “εάν το πλήθος των απογόνων του Ισραήλ είναι σαν την άμμον της θαλάσσης, δεν θα σωθούν όλοι, αλλά θα σωθή το εκλεκτόν υπόλοιπον των καλοπροαιρέτων”.

Ρωμ. 9,28 λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ἐν δικαιοσύνῃ ὅτι λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς.
Ρωμ. 9,28 Διότι “ο Θεός πραγματοποιεί και φέρει εις πέρας, σύντομα και με δικαιοσύνην, απόφασιν, που είχε λέβει, ότι δηλαδή θα πραγματοποιήση ταχέως εις την γην τον λόγον του”.

Ρωμ. 9,29 καὶ καθὼς προείρηκεν Ἡσαΐας, εἰ μὴ Κύριος Σαβαὼθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμοῤῥα ἂν ὡμοιώθημεν.
Ρωμ. 9,29 Και όπως ο προφήτης Ησαΐας έχει προαναγγείλει· “Εάν ο παντοδύναμος Κυριος δεν είχε αφήσει εν μέσω ημών αγαθούς, απογόνους του Αβραάμ, θα είχαμεν γίνει σαν τα Σοδομα και θα είχαμε ομοιωθή με τα Γομορρα”.

Ρωμ. 9,30 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὅτι ἔθνη τὰ μὴ διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δὲ τὴν ἐκ πίστεως,
Ρωμ. 9,30 Τι λοιπόν θα συμπεράνωμεν τώρα; Οτι τα ειδωλολατρικά έθνη που δεν επεδίωκαν να δικαιωθούν, κατέλαβον ως κτήμα των την δικαίωσιν, δικαίωσιν δε η οποία προέρχεται από την πίστιν,

Ρωμ. 9,31 Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον δικαιοσύνης εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασε.
Ρωμ. 9,31 οι δε Ισραηλίται, οι οποίοι επιζητούσα την δικαίωσιν των δια του Νομου στον αληθινόν Νομον της δικαιώσεως, δεν κατώρθωσαν να φθάσουν.

Ρωμ. 9,32 διατί; ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ἔργων νόμου· προσέκοψαν γὰρ τῷ λίθῳ τοῦ προσκόμματος,
Ρωμ. 9,32 Διατί; Διότι δεν επεδίωκαν την δικαίωσίν των δια της πίστεως στον Χριστόν, αλλά δια του Μωσαϊκού Νομου, ως εάν ήτο δυνατόν με έργα του Νομου να δικαιωθούν. Διότι εξ αιτίας της απιστίας των “εσκόνταψαν επάνω στον Χριστόν, ο οποίος υπήρξε δι' αυτούς λίθος προσκόμματος”.

Ρωμ. 9,33 καθὼς γέγραπται· ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον προσκόμματος καὶ πέτραν σκανδάλου, καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται.
Ρωμ. 9,33 Ετσι δε έχει γραφή και στον προφήτην Ησαΐαν· “ιδού εγώ θέτω εις την Ιερουσαλήμ ακρογωνιαίον θεμέλιον λίθον, τον Ιησούν Χριστόν, στον οποίον όμως θα σκοντάπτουν και σαν εις πέτραν σκανδάλου θα πίπτουν όσοι δεν θα πιστεύσουν. Εξ αντιθέτου, καθένας που πιστεύει και θεμελιώνεται επάνω εις αυτόν, δεν θα εντροπιασθή”.


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 10


Ρωμ. 10,1 Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν·
Ρωμ. 10,1 Αδελφοί, παρ' όλην την απιστίαν που μέχρι σήμερον έχουν δείξει οι Ισραηλίται, η θερμή επιθυμία μου και η ευμενής διάθεσις της καρδίας μου και η δέησίς μου προς τον Θεόν είναι υπέρ των Ισραηλιτών, δια να δεχθούν και αυτοί την σωτηρίαν.

Ρωμ. 10,2 μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν.
Ρωμ. 10,2 Διότι γνωρίζω και δίδω μαρτυρίαν δι' αυτούς ότι έχουν ζήλον Θεού, αλλά όχι με φωτισμένην την γνώσιν και σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού.

Ρωμ. 10,3 ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν.
Ρωμ. 10,3 Διότι αυτοί ηγνόησαν μεν και περεμέρισαν την δικαίωσιν, που παρέχει ο Θεός, ζητούν δε να στήσουν τας ιδικάς των αντιλήψεις περί δικαιώσεως και έτσι δεν υπετάχθησαν εις την δικαίωσιν του Θεού.

Ρωμ. 10,4 τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι.
Ρωμ. 10,4 Διότι σκοπός του Νομου αλλά και τέρμα της αποστολής του Νομου είναι ο Χριστός, ο οποίος δίδει την δικαίωσιν στον καθένα, που πιστεύει εις αυτόν.

Ρωμ. 10,5 Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς·
Ρωμ. 10,5 Διότι ο Μωϋσής γράφει σχετικώς με την δικαίωσιν, η οποία προέρχεται από τον νόμον ότι· “ο άνθρωπος, ο οποίος θα τηρήση όλα όσα διατάσσει ο Νομος, αυτός θα ζήση δι' αυτών”.

Ρωμ. 10,6 ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν·
Ρωμ. 10,6 Δια δε την εκ πίστεως δικαίωσιν λέγει πάλιν ο Μωϋσής· “μη αφήσης να εισχωρήση λογισμός αμφιβολίας εις την καρδίαν σου, και είπης· ποιός θ' ανεβή στον ουρανόν;” δια να κατεβάση, δηλαδή, από εκεί τον Χριστόν, που θα μου δώση την σωτηρίαν.

Ρωμ. 10,7 ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν.
Ρωμ. 10,7 Η “ποιός θα κατεβή εις την άβυσσον του Αδου;” δια να αναστήση δηλαδή τον Χριστόν, που θα μας δώση την δικαίωσιν.

Ρωμ. 10,8 ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾿ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν.
Ρωμ. 10,8 Αλλά τι λέγει ο Θεός δια της Γραφής; Λεγει ότι “κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα και εις την καρδίαν σου”, δηλαδή το Ευαγγέλιον της πίστεως, το οποίον ημείς οι Απόστολοι κηρύσσομεν.

Ρωμ. 10,9 ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ·
Ρωμ. 10,9 Διότι, εάν με το στόμα σου ομολογήσης τον Ιησούν ως ύψιστον Κυριον, και με όλην σου την καρδίαν εσωτερικώς πιστεύσης ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθής.

Ρωμ. 10,10 καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.
Ρωμ. 10,10 Διότι με την καρδίαν του πιστεύει κανείς στον Χριστόν και ως συνέπειαν αυτής της πίστεώς του έχει την δικαίωσιν· με το στόμα του δε ομολογεί τον Χριστόν εμπρός στους ανθρώπους και λαμβάνει έτσι την σωτηρίαν.

Ρωμ. 10,11 λέγει γὰρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται.
Ρωμ. 10,11 Αλλωστε και η Αγία Γραφή λέγει· “καθένας, που πιστεύει εις αυτόν, είτε Ιουδαίος είναι είτε εθνικός, δεν θα εντροπιασθή ούτε θα ίδη να διαψεύδεται η πίστις του”.

Ρωμ. 10,12 οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν·
Ρωμ. 10,12 Ναι, καθένας που πιστεύει, διότι δεν υπάρχει καμμία διάκρισις μεταξύ Ιουδαίου και Ελληνος, επειδή ο αυτός Κυριος είναι Κυριος και Θεός όλων, προσφέρων πλουσίας τας δωρεάς του εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται.

Ρωμ. 10,13 πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.
Ρωμ. 10,13 Αυτό προλέγει και ο προφήτης Ιωήλ· “καθένας που θα επικαλεσθή με πίστιν το όνομα του Κυρίου, θα σωθή”.

Ρωμ. 10,14 πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;
Ρωμ. 10,14 Οι Εβραίοι όμως δεν επίστευσαν στον Χριστόν. Πως, λοιπόν, θα επικαλεσθούν Εκείνον, στον οποίον δεν επίστευσαν; Πως δε θα πιστεύσουν εις Εκείνον, δια τον οποίον δεν ήκουσαν κήρυγμα και διδασκαλίαν; Πως δε είναι δυνατόν να ακούσουν, χωρίς να υπάρχη δι' αυτούς ο κήρυξ, ο διδάσκαλος της αληθείας;

Ρωμ. 10,15 πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά!
Ρωμ. 10,15 Πως δε θα κηρύξουν επιτυχώς την αλήθειαν του Ευαγγελίου οι κήρυκες, εάν δεν αποσταλούν εις την υπηρεσίαν αυτήν; Πρέπει δε να λάβουν, όπως και έλαβαν, προς τούτο εντολήν από τον Θεόν, καθώς έχει γραφή και στον προφήτην Ησαΐαν· “πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων, που κηρύττουν το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης του Θεού προς τους ανθρώπους, αυτών που αναγγέλουν τα αγαθά και τας δωρεάς”, που μας προσφέρει δια της θυσίας του ο λυτρωτής!

Ρωμ. 10,16 Ἀλλ᾿ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· Ἡσαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν;
Ρωμ. 10,16 Αλλά, μολονότι ο Θεός έστειλε τους κήρυκάς του, δεν υπήκουσαν όλοι οι Εβραίοι στο Ευαγγέλιον. Αυτήν την απιστίαν προείπε και ο Ησαΐας, λέγων· “Κυριε, ποιός επίστευσεν εις όσα ήκουσεν από ημάς να κηρύττωμεν;”

Ρωμ. 10,17 ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ.
Ρωμ. 10,17 Αρα η πίστις γεννάται μέσα εις την καρδίαν από την ακρόασιν του κηρύγματος· το δε κήρυγμα έχει ως περιεχόμενον και σκοπόν την ανάπτυξιν και γνωστοποίησιν των λόγων του Θεού.

Ρωμ. 10,18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν.
Ρωμ. 10,18 Αλλά λέγω, ότι ίσως θα ημπορούσε να ισχυρισθή κανείς· μήπως τάχα οι Ιουδαίοι δεν ήκουσαν το κήρυγμα; Καθε άλλο, διότι βεβαιότατα “εις όλην την γην εξήλθε και διεδόθη φωτεινόν και έντονον το κήρυγμα των Αποστόλων, και εις τα πέρατα της οικουμένης έχουν φθάσει και έχουν ακουσθή οι λόγοι των”.

Ρωμ. 10,19 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς.
Ρωμ. 10,19 Αλλά πάλιν λέγω, ότι θα ημπορούσε να ερωτήση κανείς· Μηπως δεν εγνώρισαν και δεν ενόησαν καλά τον λόγον του Θεού οι Ισραηλίται; Οχι, διότι απ' αρχής αυτοί ήσαν σκληρόκαρδοι και κωφοί στο θέλημα του Θεού. Πρώτος ο Μωϋσής λέγει, εκ μέρους του Θεού, δι' αυτούς· “εγώ θα σας κάμω να καταληφθήτε από ζήλειαν δι' έθνος, που δεν το θεωρείτε έθνος, και θα σας εξερεθίσω ένεκα του φθόνου σας εναντίον ειδωλολατρικού έθνους, το οποίον σεις θεωρείτε ασύνετον και το οποίον εν τούτοις εγώ δια την καλήν του διάθεσιν θα ελεήσω”.

Ρωμ. 10,20 Ἡσαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι.
Ρωμ. 10,20 Ο δε προφήτης Ησαΐας τολμά και λέγει εκ μέρους του Θεού προς τους Ισραηλίτας· απεκαλύφθην εγώ και έγινα γνωστός από τους εθνικούς, που δεν με ζητούν, έγινα φανερός εις εκείνους, οι οποίοι λόγω της αγνοίας των δεν με ερωτούν”.

Ρωμ. 10,21 πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.
Ρωμ. 10,21 Προς δε τον Ισραηλιτικόν λαόν λέγει· “όλας τας ημέρας συνεχώς άπλωσα με στοργήν τα χέρια μου, δια να αγκαλιάσω ένα λαόν, ο οποίος απειθεί και αντιλέγει”.