Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Προς Τιμόθεων Α΄ επιστολή Παύλου

Α ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ 1


Α Τιμ. 1,1 Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατ᾿ ἐπιταγὴν Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς ἐλπίδος ἡμῶν,
Α Τιμ. 1,1 Εγώ ο Παύλος, απόστολος του Ιησού Χριστού κατόπιν προσταγής του Θεού, του Σωτήρος μας, και του Κυρίου Ιησού Χριστού, που είνα η ελπίδα μας,

Α Τιμ. 1,2 Τιμοθέῳ γνησίῳ τέκνῳ ἐν πίστει· χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.
Α Τιμ. 1,2 στον Τιμόθεον, που είναι δια της πίστεως στο κήρυγμά μου γνήσιον πνευματικόν μου τέκνον, είθε η χάρις, το έλεος και η ειρήνη να δοθή από τον Θεόν Πατέρα μας και από τον Χριστόν Ιησούν, τον Κυριον μας.

Α Τιμ. 1,3 Καθὼς παρεκάλεσά σε προσμεῖναι ἐν Ἐφέσῳ, πορευόμενος εἰς Μακεδονίαν, ἵνα παραγγείλῃς τισὶ μὴ ἑτεροδιδασκαλεῖν
Α Τιμ. 1,3 Καθώς σε είχα παρακελέσει τότε, που επήγαινα εις την Μακεδονίαν, να παραμείνης εις την Εφεσον, έτσι σε παρακαλώ και τώρα να μείνης, δια να παραγγέλλης εις μερικούς και να συμβουλεύης να μη διδάσκουν διαφορετικήν διδασκαλίαν από την του Ευαγγελίου,

Α Τιμ. 1,4 μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις, αἵτινες ζητήσεις παρέχουσι μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν Θεοῦ τὴν ἐν πίστει·
Α Τιμ. 1,4 ούτε να δίδουν προσοχήν εις μύθους και εις τας ατελεώτους γενεαλογίας προγόνων, αι αποίαι παρέχουν μάλλον αφορμήν και παρασύρουν εις ανωφελείς και επιβλαβείς συζητήσεις και φιλονεικίας, παρά στο έργον της σωτηρίας, το οποίον με απείρους σοφούς τρόπους προσφέρεται από τον Θεόν στους ανθρώπους δια της πίστεως.

Α Τιμ. 1,5 τὸ δὲ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυποκρίτου,
Α Τιμ. 1,5 Το δε τέλος και ο σκοπός της παραγγελίας μου είναι αγάπη από καθαράν και αγνήν καρδίαν και από συνείδησιν αγαθήν, που δεν την ταράσσουν αι τύψεις, και από πίστιν ειλικρινή και ορθήν.

Α Τιμ. 1,6 ὧν τινες ἀστοχήσαντες ἐξετράπησαν εἰς ματαιολογίαν,
Α Τιμ. 1,6 Από αυτάς δε τας αρετάς μερικοί παρεξέκλιναν και έπεσαν έξω και παρεξετράπησαν εις κενάς και ανωφελείς αργολογίας,

Α Τιμ. 1,7 θέλοντες εἶναι νομοδιδάσκαλοι, μὴ νοοῦντες μήτε ἃ λέγουσι μήτε περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται.
Α Τιμ. 1,7 θέλοντες να παρουσιάζωνται ως διδάσκαλοι του Νομου, χωρίς να ενοούν ούτε εκείνα που λέγουν ούτε εκείνα τα οποία προσφέρουν με τόσο αυθεντικάς τάχα και κατηγορηματικάς διαβεβαιώσεις.

Α Τιμ. 1,8 Οἴδαμεν δὲ ὅτι καλὸς ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται,
Α Τιμ. 1,8 Ημείς βέβαια γνωρίζομεν ότι ο νόμος είναι καλός, εάν τον χρησιμοποιή κανείς κατά τρόπον τον οποίον εδόθη.

Α Τιμ. 1,9 εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις,
Α Τιμ. 1,9 Ας γνωρίζη δε καθένας, ότι ο Νομος δεν εδόθη και δεν έχει ισχύν δια τον δίκαιον, του οποίου η συμπεριφορά ανταποκρίνεται εκ των προτέρων στον Νομον. Αλλ' ο Νομος υπάρχει και έχει ισχύν εναντίον των παρανόμων και των ανυποτάκτων στο θείον θέλημα, εναντίον των ασεβών και αμαρτωλών, εναντίον εκείνων που δεν έχουν τίποτε το όσιον και βεβηλώνουν τα πάντα. Εδόθη και έχει ισχύν δια τους πατροκτόνους και μητροκτόνους, δια τους φονείς των ανθρώπων,

Α Τιμ. 1,10 πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καὶ εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται,
Α Τιμ. 1,10 δια τους πόρνους, τους αρσενοκοίτας, δι' αυτούς, που πωλούν ως ανδράποδα τους ανθρώπους, δια τους ψεύστας και τους επιόρκους και δι' εκείνους, οι οποίοι διαπράττουν και ο,τι άλλο αντιστρατεύεται εις την ορθήν και αληθινήν διδασκαλίαν του Χριστού,

Α Τιμ. 1,11 κατὰ τὸ εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου Θεοῦ, ὃ ἐπιστεύθην ἐγώ.
Α Τιμ. 1,11 αυτήν που είναι σύμφωνος με το Ευαγγέλιον της δόξης του μακαρίου Θεού και το οποίον Ευαγγέλιον το ενεπιστεύθη ο Θεός εις εμέ.

Α Τιμ. 1,12 Καὶ χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντί με Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὅτι πιστόν με ἡγήσατο, θέμενος εἰς διακονίαν,
Α Τιμ. 1,12 Και ευχαριστώ τον Ιησούν Χριστόν, τον Κυριον μας, που με ενίσχυσε και εδυνάμωσεν στο έργον του Ευαγγελίου, διότι με ενέκρινεν άξιον της εμπιστοσύνης του και με έθεσεν εις την ιεράν αυτήν υπηρεσίαν του κηρύγματος

Α Τιμ. 1,13 τὸν πρότερον ὄντα βλάσφημον καὶ διώκτην καί ὑβριστήν· ἀλλ᾿ ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ,
Α Τιμ. 1,13 εμέ, που ήμουν προηγουμένως βλάσφημος του αγίου ονόματός του, διώκτης και υβριστής του έργου του και της Εκκλησίας του. Αλλ' ελεήθην από τον Θεόν, διότι όσα τότε έκαμνα, τα έκαμνα εξ αγνοίας, ευρισκόμενος εις την κατάστασιν της απιστίας.

Α Τιμ. 1,14 ὑπερεπλεόνασε δὲ ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Α Τιμ. 1,14 Αλλ' εδόθη εις εμέ με το παραπάνω η χάρις του Κυρίου ημών μαζή με την φωτισμένην πίστιν και την πλουσίαν αγάπην, που απορρέουν και προσφέρονται από τον Ιησούν Χριστόν.

Α Τιμ. 1,15 Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ·
Α Τιμ. 1,15 Αξιόπιστος είναι ο λόγος, που θα σου πω, και άξιος ολοψύχου και αδιστάκτου αποδοχής εκ μέρους όλων· ότι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός ήλθεν στον κόσμον να σώση τους αμαρτωλούς, μεταξύ των οποίων πρώτος είμι εγώ.

Α Τιμ. 1,16 ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ᾿ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Α Τιμ. 1,16 Αλλά δια τούτο ακριβώς ηλεήθην, δια να δείξη ολοκάθαρα ο Ιησούς Χριστός εις εμέ, περισσότερον από οιανδήποτε άλλον, όλην την μακροθυμίαν του προς παραδειγματισμόν και ενθάρρυνσιν όλων εκείνων, που έμελλαν να πιστεύσουν εις αυτόν, δια να απολαύσουν την αιωνίαν ζωήν.

Α Τιμ. 1,17 Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
Α Τιμ. 1,17 Εις δε τον βασιλέα και κύριον όλων των αιώνων και όλων των δημιουργημάτων, που έγιναν δια μέσου των αιώνων, στον άφθαρτον, στον αόρατον, στον ένα και μόνον πάνσοφον Θεόν, ας είναι τιμή και δόξα στους αιώνας των αιώνων· αμήν.

Α Τιμ. 1,18 Ταύτην τὴν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατὰ τὰς προαγούσας ἐπὶ σὲ προφητείας, ἵνα στρατεύῃ ἐν αὐταῖς τὴν καλὴν στρατείαν,
Α Τιμ. 1,18 Αυτήν την εντολήν παραθέτω εις τα χέρια σου, δια να την φυλάξης πιστώς, τέκνον Τιμόθεε, σύμφωνα με τας προφητείας και τας αποκαλύψστου Θεού, που ελέχθησαν δια σε, δηλαδή να είσαι συνεχώς ο καλός στρατιώτης, ο επιστρατευμένος εις αυτάς με την καλήν στρατείαν,

Α Τιμ. 1,19 ἔχων πίστιν καὶ ἀγαθὴν συνείδησιν, ἥν τινες ἀπωσάμενοι περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν·
Α Τιμ. 1,19 έχων την ορθήν πίστιν, αγαθήν και ακατάκριτον συνείδησιν, την οποίαν συνείδησιν μερικοί απώθησαν, την κατέπνιξαν και την επέταξαν από την ψυχήν των και έτσι κατέληξαν εις ναυάγιον της πίστεως των.

Α Τιμ. 1,20 ὧν ἐστιν Ὑμέναιος καὶ Ἀλέξανδρος, οὓς παρέδωκα τῷ σατανᾷ, ἵνα παιδευθῶσι μὴ βλασφημεῖν.
A Τιμ. 1,20 Από αυτούς είναι ο Υμέναιος και ο Αλέξανδρος, τους οποίους απεμάκρυνα από την Εκκλησίαν και τους παρέδωσα στον σατανάν. Τους απέκοψα δε από την Εκκλησίαν, δια να παιδαγωγηθούν με την σωφρονιστικήν αυτήν τιμωρίαν, ώστε να μη διδάσκουν πλέον ψευδολογίας και βλασφημίας.



Α ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ 2


Α Τιμ. 2,1 Παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων,
Α Τιμ. 2,1 Σας παρακαλώ, λοιπόν, και σας προτρέπω πρώτον από όλα να κάμνετε δεήσεις, προσευχάς, παρακλήσεις, ευχαριστίας δι' όλους τους ανθρώπους,

Α Τιμ. 2,2 ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι.
Α Τιμ. 2,2 δια τους βασιλείς και δι' όλους εκείνους που κατέχουν αξιώματα και θέσεις μέσα εις την κοινωνίαν, ώστε να τους φωτίζη ο Θεός να κυβερνούν με σύνεσιν, δια να διερχώμεθα τον βίον μας ειρηνικόν και ήσυχον με κάθε ευσέβειαν και σεμνότητα.

Α Τιμ. 2,3 τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ,
Α Τιμ. 2,3 Διότι το να προσευχώμεθα δια την πρόοδον και την σωτηρίαν των άλλων, αυτό είναι καλόν, ευάρεστον και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Σωτήρος ημών Θεού,

Α Τιμ. 2,4 ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.
Α Τιμ. 2,4 ο οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, να προχωρήσουν και να λάβουν πλήρη και καθαράν γνώσιν της αληθείας (δια να βαδίσουν ανεπηρέαστοι από τας πλάνας στον δρόμον της σωτηρίας).

Α Τιμ. 2,5 εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς,
Α Τιμ. 2,5 Διότι ένας είναι ο Θεός, Θεός όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, ένας είναι και ο μεσίτης ματαξύ του Θεού και των ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός, ο υιός του Θεού, που έγινεν άνθρωπος

Α Τιμ. 2,6 ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις,
Α Τιμ. 2,6 και έδωκε τον εαυτόν του λύτρον δια την εξαγοράν και απολύτρωσιν όλων από την δουλείαν και τον θάνατον της αμαρτίας, γεγονός το οποίον επεμαρτυρήθη και επεβεβαιώθη από αυτόν τον ίδιον στους καθωρισμένους από τον Θεόν καιρούς.

Α Τιμ. 2,7 εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος, -ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι,- διδάσκαλος ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ.
Α Τιμ. 2,7 Δι' αυτήν δε την μαρτυρίαν και διακήρυξιν έχω κληθή και τεθή από τον Θεόν κήρυξ και απόστολος-σας λέγω την αλήθειαν ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι-διδάσκαλος των εθνικών, δια να τους φανερώσω την πίστιν και την αλήθειαν.

Α Τιμ. 2,8 Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ.
Α Τιμ. 2,8 Θελω, λοιπόν, να προσεύχωνται οι άνδρες εις κάθε τόπον, να υψώνουν προς τον ουρανόν χέρια αμόλυντα από την αμαρτίαν και με πλουσίους τους καρπούς της αρετής, να προσεύχωνται χωρίς οργήν και χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν και ολιγοπιστίαν.

Α Τιμ. 2,9 ὡσαύτως καὶ τὰς γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ, μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεῖ,
Α Τιμ. 2,9 Επίσης αι γυναίκες πρέπει να προσεύχωνται με ενδυμασίαν σεμνήν, να στολίζουν δε τον εαυτόν των με συστολήν και σεμνότητα και σωφροσύνην και όχι με εξεζητημένα πλεξίματα των μαλλιών η με χρυσά κοσμήματα η με μαργαριτάρια η με πολυτελή ενδύματα,

Α Τιμ. 2,10 ἀλλ᾿ ὃ πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δι᾿ ἔργων ἀγαθῶν.
Α Τιμ. 2,10 αλλά με ο,τι ταιριάζει εις γυναίκας, αι οποίαι έχουν ως έργον των την ευσέβειαν· δηλαδή τους ταιριάζει να στολίζωνται με έργα αγαθά.

Α Τιμ. 2,11 Γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇ·
Α Τιμ. 2,11 Η γυναίκα ας προσπαθή να μαθαίνη την αλήθειαν του Ευαγγελίου με ησυχίαν, χωρίς να εκτρέπεται εις πολυλογίας και θορύβους, αλλά με κάθε σεμνότητα και υπακοήν.

Α Τιμ. 2,12 γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ᾿ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ.
Α Τιμ. 2,12 Δεν επιτρέπω δε εις την γυναίκα να διδάσκη εις τας λατρευτικάς συγκεντρώσεις των πιστών, ούτε να κυριαρχή και να εξουσιάζή επί του ανδρός, αλλά να παραμένη ήσυχος χωρίς αντιρρήσεις και θορύβους.

Α Τιμ. 2,13 Ἀδὰμ γὰρ πρῶτος ἐπλάσθη, εἶτα Εὔα·
Α Τιμ. 2,13 Ταιριάζει να υποτάσσεται η γυναίκα, διότι ο Αδάμ επλάσθη πρώτος και έπειτα από αυτόν επλάσθη η Εύα.

Α Τιμ. 2,14 καὶ Ἀδὰμ οὐκ ἠπατήθη, ἡ δὲ γυνὴ ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε·
Α Τιμ. 2,14 Και ο μεν Αδάμ δεν ηπατήθη από τον διάβολον, η δε γυναίκα εξηπατήθη από την υποβολήν του πονηρού και έπεσεν εις την παράβασιν.

Α Τιμ. 2,15 σωθήσεται δὲ διὰ τῆς τεκνογονίας, ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ καὶ ἁγιασμῷ μετὰ σωφροσύνης.
Α Τιμ. 2,15 Θα σωθή δε κάθε γυναίκα δια της τεκνογονίας, με την απόκτησιν δηλαδή και καλήν ανατροφήν των τέκνων της, εάν βέβαια μείνουν μέχρι τέλους εις την πίστιν προς τους άνδρας των, εις την αγάπην προς αυτούς και στον αγιασμόν με την σωφροσύνην και την αγνότητά των.


Α ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ 3


Α Τιμ. 3,1 Πιστὸς ὁ λόγος· εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ.
Α Τιμ. 3,1 Αξιόπιστος και αληθινός είναι ο λόγος, που θα σας πω· εάν κανείς επιθυμή πολύ το αξίωμα του επισκόπου, καλόν έργον επιθυμεί (εφ όσον πράγματι ποθεί το έργον του υψίστου τούτου λειτουργήματος και όχι την τιμήν του αξιώματος).

Α Τιμ. 3,2 δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν,
Α Τιμ. 3,2 Αλλ' ας έχη υπ' όψιν του, ότι το καλόν έργον ταιριάζει εις εκλεκτούς ανθρώπους. Πρέπει, λοιπόν, ο επίσκοπος να είναι άμεμπτος και ακατηγόρητος· να είναι, σύζυγος μιας μόνης γυναικός και να μην έχη συνάψει δεύτερον γάμον· να είναι εγκρατής και προσεκτικός, σώφρων, σεμνός, φιλόξενος, ικανός να διδάσκη τους άλλους τον λόγον του Θεού·

Α Τιμ. 3,3 μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλ᾿ ἐπιεικῆ, ἄμαχον, ἀφιλάργυρον,
Α Τιμ. 3,3 να μη είναι μέθυσος και οργίλος, να μη εκτρέπεται εις χειροδικίας, να μη είναι αισχροκερδής, αλλά να είναι επιεικής, αφιλόνεικος και φιλειρηνικός, αφιλάργυρος.

Α Τιμ. 3,4 τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενον, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητος·
Α Τιμ. 3,4 Να προΐσταται δε και να κυβερνά με σύνεσιν το σπίτι του, να έχη τέκνα καλώς παιδαγωγημένα, ώστε να υποτάσσωνται με κάθε σεμνότητα.

Α Τιμ. 3,5 εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε, πῶς ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται;
Α Τιμ. 3,5 Εάν δε κανείς δεν γνωρίζη να κυβερνά καλά το σπίτι του, πως θα ενδιαφερθή και θα φροντίση ορθώς δια την Εκκλησίαν του Θεού;

Α Τιμ. 3,6 μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου.
Α Τιμ. 3,6 Πρέπει ακόμη να μην είναι νεοφώτιστος και νεοπροσήλυτος εις την πίστιν του Χριστού, δια να μην υπερηφανευθή από το αξίωμα και πέση έτσι εις την ιδίαν καταδίκην, που έπεσε δια την αλαζονείαν του ο διάβολος.

Α Τιμ. 3,7 δεῖ δὲ αὐτόν καὶ μαρτυρίαν καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, ἵνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέσῃ καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου.
Α Τιμ. 3,7 Πρέπει δε, εκτός αυτών που είπαμεν ανωτέρω, να έχη και καλήν μαρτυρίαν περί της αμέμπτου ζωής του από τους έξω της Εκκλησίας ανθρώπους, δια να μη περιπέση στον περίγελων και τον χλευασμόν των ανθρώπων και συλληφθή έτσι εις την παγίδα του διαβόλου.

Α Τιμ. 3,8 Διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους, μὴ οἴνῳ πολλῷ προσέχοντας, μὴ αἰσχροκερδεῖς,
Α Τιμ. 3,8 Επίσης οι διάκονοι πρέπει να είναι σεμνοί, όχι διπλοπρόσωποι που δια λόγους καλακείας η συμφέροντος άλλα να λέγουν στον ένα και άλλα στον άλλον. Να μη δίνουν την καρδιά τους στο πολύ κρασί, να μη είναι αισχροκερδείς·

Α Τιμ. 3,9 ἔχοντας τὸ μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρᾷ συνειδήσει.
Α Τιμ. 3,9 να γνωρίζουν και να κρατούν καλά τας μυστηριώδεις αληθείας της πίστεως με καθαράν και αμόλυντον την συνείδησιν, με βίον δηλαδή άμεμπτον.

Α Τιμ. 3,10 καὶ οὗτοι δὲ δοκιμαζέσθωσαν πρῶτον, εἶτα διακονείτωσαν ἀνέγκλητοι ὄντες.
Α Τιμ. 3,10 Και αυτοί θα εξετάζωνται προηγουμένως και θα εξελέγχωνται με προσοχήν και έπειτα θα αναλαμβάνουν το έργον της διακονίας, εφ' όσον πράγματι αποδειχθούν, ότι είναι άμεμπτοι και ακέραιοι.

Α Τιμ. 3,11 γυναῖκας ὡσαύτως σεμνάς, μὴ διαβόλους, νηφαλίους, πιστὰς ἐν πᾶσι.
Α Τιμ. 3,11 Αι δε διακόνισσαι επίσης πρέπει να είναι σεμναί, απηλλαγμέναι από το πάθος της κακολογίας, και συκοφαντίας, εγκρατείς και προσεκτικαί, πισταί εις όλα τα καθήκοντα των.

Α Τιμ. 3,12 διάκονοι ἔστωσαν μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες, τέκνων καλῶς προϊστάμενοι καὶ τῶν ἰδίων οἴκων.
Α Τιμ. 3,12 Οι διάκονοι ας είναι σύζυγοι μια γυναικός και να μην έχουν έλθει εις δεύτερον γάμον· να προΐστανται και να παιδαγωγούν καλώς τα παιδιά των και όλην των την οικογένειαν.

Α Τιμ. 3,13 οἱ γὰρ καλῶς διακονήσαντες βαθμὸν ἑαυτοῖς καλὸν περιποιοῦνται καὶ πολλὴν παῤῥησίαν ἐν πίστει τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Α Τιμ. 3,13 Διότι εκείνοι, οι οποίοι με σύνεσιν και φόβον Θεού διηκόνησαν καλώς και διακονούν, αποκτούν καλόν βαθμόν, προάγονται δηλαδή στο αξίωμα του ιερέως και του αρχιερέως· επί πλέον δε αποκτούν τόλμην και θάρρος να ομολογούν και να κηρύττουν την πίστιν στον Ιησούν Χριστόν.

Α Τιμ. 3,14 Ταῦτά σοι γράφω ἐλπίζων ἐλθεῖν πρός σε τάχιον·
Α Τιμ. 3,14 Σου τα γράφω αυτά έχων την ελπίδα, ότι σύντομα θα έλθω εις σε, δια να σου πω και προφορικώς περισσότερα.

Α Τιμ. 3,15 ἐὰν δὲ βραδύνω, ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας.
Α Τιμ. 3,15 Εάν όμως αργοπορήσω, σου τα γράφω δια να γνωρίζης πως πρέπει να ζης και να φέρεσαι στον οίκον του Θεού, ο οποίος οίκος είναι η Εκκλησία του Θεού του ζώντος. (Είναι αυτή θεοσύστατος, ζων οργανισμός επί ασαλεύτου βάσεως εδραιωμένος, φορεύς της αιωνίου θείας αληθείας. Θεμέλιος λίθος και κεφαλή της είναι ο Χριστός, πλήρωμα δε αυτής οι πιστοί, κλήρος και λαός). Και η Εκκλησία αυτή είναι στύλος και στερεόν θεμέλιον της αληθείας.

Α Τιμ. 3,16 καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ.
Α Τιμ. 3,16 Και πράγματι είναι μεγάλο το μυστήριον της ευσεβείας, όπως μας το εδίδαξεν ο Κυριος. Ο Θεός εφανερώθη με σάρκα ανθρωπίνην εν μέσω των ανθρώπων, εμαρτυρήθη με τα καταπληκτικά σημεία του Αγίου Πνεύματος ως ο απόλυτα αναμάρτητος και δίκαιος Υιός του Θεού, έγινεν ορατός ως άνθρωπος από τους αγγέλους, εκηρύχθη μεταξύ των εθνικών, επιστεύθη στον κόσμον ως σωτήρ του κόσμου, ανελήφθη στους ουρανούς με δόξαν.


Α ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ 4


Α Τιμ. 4,1 Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων,
Α Τιμ. 4,1 Το δε Αγιον Πνεύμα ρητώς λέγει και προλέγει, ότι κατά τους κατόπιν χρόνους σκληρυμένοι μερικοί, εξ αιτίας της αμαρτωλότητός των, θα αποστατήσουν από την ορθήν πίστιν και θα προσέχουν εις πνεύματα πλάνης και εις δαιμονικάς διδασκαλίας.

Α Τιμ. 4,2 ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν,
Α Τιμ. 4,2 Θα δίδουν προσοχήν και πίστιν εις διδασκάλους του ψεύδους και της πλάνης, οι οποίοι θα έχουν αναίσθητον και ανάλγητον, σαν καυτηριασμένην, την συνείδησίν των.

Α Τιμ. 4,3 κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων, ἃ ὁ Θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν.
Α Τιμ. 4,3 Οι ασυνείδητοι αυτοί ψευδολόγοι θα εμποδίζουν τους ανθρώπους να έρχωνται εις γάμον, θα διδάσκουν ότι πρέπει να απέχουν οι άνθρωποι από φαγητά, τα οποία εν τούτοις ο ίδιος ο Θεός τα έδωσε, δια να τα τρώγουν και τα απολαμβάνουν με ευγνωμοσύνην προς τον Θεόν οι πιστοί και οι προχωρημένοι εις την πλήρη γνώσιν της αληθείας.

Α Τιμ. 4,4 ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον·
Α Τιμ. 4,4 Διότι κάθε τι, που έκτισεν ο Θεός και το έδωσε προς τροφήν στους ανθρώπους, είναι καλόν και κανένα από αυτά δεν είναι μολυσμένον και άξιον περιφρονήσεως, αρκεί μόνον να λαμβάνεται με ευγνωμοσύνην και ευχαριστίαν προς τον Θεόν.

Α Τιμ. 4,5 ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως.
Α Τιμ. 4,5 Διότι κάθε τι προς τροφήν γίνεται καθαρόν και άγιον με τον λόγον και την προσευχήν μας προς τον Θεόν.

Α Τιμ. 4,6 Ταῦτα ὑποτιθέμενος τοῖς ἀδελφοῖς καλὸς ἔσῃ διάκονος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας ᾗ παρηκολούθηκας.
Α Τιμ. 4,6 Εάν αυτά προσφέρης στους αδελφούς και τα θέτης πάντοτε υπ' όψιν των, θα αναδειχθής ο καλός διάκονος του Ιησού Χριστού, που θα τρέφεσαι συγχρόνως με τα λόγια της φωτισμένης πίστεως και της υγιούς διδασκαλίας, την οποίαν έχεις παρακολουθήσει.

Α Τιμ. 4,7 τοὺς δὲ βεβήλους καὶ γραώδεις μύθους παραιτοῦ, γύμναζε δὲ σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν·
Α Τιμ. 4,7 Αφινε κατά μέρος και μη δίδης σημασίαν στους ανιέρους και τους ακαθάρτους μύθους, με τους οποίους μόνον ωρισμένα γραΐδια ευρίσκουν ευχαρίστησιν να ασχολούνται. Να γυμνάζης δε, να ασκής και να συνηθίζης τον ευατόν σου εις την αληθινήν ευσέβειαν.

Α Τιμ. 4,8 ἡ γὰρ σωματικὴ γυμνασία πρὸς ὀλίγον ἐστὶν ὠφέλιμος, ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίαν ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης.
Α Τιμ. 4,8 Διότι η μεν σωματική γυμναστική και εξάσκησις ολίγον χρόνον και εις μικρά ζητήματα είναι ωφέλιμος, διότι αναφέρεται στο φθαρτόν μόνον σώμα. Η ευσέβεια όμως είναι ωφέλιμος εις όλα, εις την ψυχήν και στο σώμα, διότι υπόσχεται και προσφέρει αγαθά, δια την παρούσαν και την μέλουσα ζωήν.

Α Τιμ. 4,9 πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος·
Α Τιμ. 4,9 Αυτός δε ο λόγος, που σου γράφω, είναι αξιόπιστος και άξιος να γίνη δεκτός με όλην την καρδίαν.

Α Τιμ. 4,10 εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν.
Α Τιμ. 4,10 Δι' αυτό ακριβώς και ημείς κοπιάζωμεν και γινόμεθα αντικείμενον εμπαιγμών και ειρωνειών, διότι έχομεν τας ελπίδας μας στον ζώντα Θεόν, ο οποίος είναι σωτήρ και τρφοδότης όλων των ανθρώπων, μάλιστα δε σωτήρ των πιστών, στους οποίους χαρίζει την αιωνίαν ζωήν.

Α Τιμ. 4,11 Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε.
Α Τιμ. 4,11 Αυτά να παραγγέλλης συνεχώς, αυτά που σου γράφω να διδάσκης.

Α Τιμ. 4,12 μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ.
Α Τιμ. 4,12 Κανείς ας μη προκαταλαμβάνεται και ας μη καταφρονή το νεαρόν της ηλικίας σου, αλλά συ, καίτοι είσαι νέος ακόμη, να γίνης τύπος και παράδειγμα των πιστών στον λόγον σου, εις την συναναστροφήν σου με τους άλλους ανθρώπους, εις την αγάπην που θα δεικνύης προς τους όλους, εις την πνευματικήν ζωήν, εις την φωτισμένην πίστιν, εις την αγνότητα και καθαρότητα της ζωής σου.

Α Τιμ. 4,13 ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ.
Α Τιμ. 4,13 Εως ότου έλθω να επιδίδεσαι με επιμέλειαν και προσοχήν εις την ανάγνωσιν των Γραφών, εις την παρηγορίαν και νουθεσίαν των πιστών, εις την διδασκαλίαν όλων.

Α Τιμ. 4,14 μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου.
Α Τιμ. 4,14 Μη αδιαφορής και μη παραμελής το χάρισμα, που υπάρχει εις σε, και το οποίον σου εδόθη με επίθεσιν των χειρών της τάξεως των πρεσβυτέρων, σύμφωνα με προφητικήν αποκάλυψιν εκ μέρους του Θεού.

Α Τιμ. 4,15 ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν.
Α Τιμ. 4,15 Αυτά, που σου γράφω, να τα μελετάς πάντοτε· μέσα εις αυτά να μένης με την ψυχήν και την διάνοιαν, δια να γίνη έτσι φανερά η πρόοδός σου εις όλους, και να χρησιμεύση ως καλόν παράδειγμα.

Α Τιμ. 4,16 ἔπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου.
Α Τιμ. 4,16 Να αγρυπνής και να παρακολουθής με προσοχήν τον ευτόν σου και την διδασκαλίαν σου. Επίμενε εις αυτά, διότι όταν κάμνης αυτό, που σου συνιστώ, θα σώσης και τον εαυτόν σου και εκείνους που σε ακούουν.


Α ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ 5


Α Τιμ. 5,1 Πρεσβυτέρῳ μὴ ἐπιπλήξῃς, ἀλλὰ παρακάλει ὡς πατέρα, νεωτέρους ὡς ἀδελφούς,
Α Τιμ. 5,1 Μη επιπλήξης, και μάλιστα με απότομον τρόπον, γεροντότερον, αλλά να τον προτρέπης και να τον παρηγορής σαν πατέρα, τους δε νεωτέρους κατά την ηλικίαν να τους συμβουλεύης και να τους καθοδηγής σαν αδελφούς.

Α Τιμ. 5,2 πρεσβυτέρας ὡς μητέρας, νεωτέρας ὡς ἀδελφὰς ἐν πάσῃ ἁγνείᾳ.
Α Τιμ. 5,2 Τας ηλικιωμένας να τας προτρέπης και ενθαρρύνης σαν μητέρας, τας νεωτέρας κατά την ηλικίαν να τας νουθετής σαν αδελφάς, κρατών τον ευατόν σου εις πάσαν αγνότητα και καθαρώτητα.

Α Τιμ. 5,3 Χήρας τίμα τὰς ὄντως χήρας.
Α Τιμ. 5,3 Να τιμάς και να υπολήπτεσαι τας χήρας, τας πραγματικάς χήρας, αυτάς αι οποίαι ζουν με σεμνότητα και σωφροσύνην.

Α Τιμ. 5,4 εἰ δέ τις χήρα τέκνα ἢ ἔκγονα ἔχει, μανθανέτωσαν πρῶτον τὸν ἴδιον οἶκον εὐσεβεῖν καὶ ἀμοιβὰς ἀποδιδόναι τοῖς προγόνοις· τοῦτο γάρ ἐστι καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Α Τιμ. 5,4 Εάν δε καμμιά χήρα έχη παιδιά η εγγόνια, ας μανθάνουν αυτά να σέβωνται πρώτον την οικογένειάν των και να ανταποδίδουν αμοιβάς στους προγόνους των, απέναντι των όσων έλαβαν από αυτούς, όταν ως παιδιά είχαν ανάγκην διατροφής και περιποιήσεως· διότι αυτό είναι καλόν και ευάρεστον ενώπιον του Θεού.

Α Τιμ. 5,5 ἡ δὲ ὄντως χήρα καὶ μεμονωμένη ἤλπικεν ἐπὶ τὸν Θεὸν καὶ προσμένει ταῖς δεήσεσι καὶ ταῖς προσευχαῖς νυκτὸς καὶ ἡμέρας·
Α Τιμ. 5,5 Η δε πραγματική χήρα, η αγνή και σεμνή, η οποία μένει απολύτως μονή, χωρίς συγγενείς η απογόνους, έχει αναθέσει όλας τας ελπίδας της στον Θεόν και αφιερώνει τας ημέρας και τας νύκτας της εις δεήσεις και προσευχάς.

Α Τιμ. 5,6 ἡ δὲ σπαταλῶσα ζῶσα τέθνηκε.
Α Τιμ. 5,6 Η χήρα όμως που ζη ένα σπάταλον και τρυφηλόν βίον, καίτοι ζη ένα σωματικώς, έχει εν τούτοις αποθάνει πνευματικώς εξ αιτίας των αμαρτιών της.

Α Τιμ. 5,7 καὶ ταῦτα παράγγελλε, ἵνα ἀνεπίληπτοι ὦσιν.
Α Τιμ. 5,7 Και αυτά να παραγγέλλης και να συμβουλεύης εις τας χήρας, δια να είναι άμεμπτοι και ακατηγόρητοι.

Α Τιμ. 5,8 εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων.
Α Τιμ. 5,8 Εάν δε κανείς από τους απογόνους, περί των οποίων έκαμα λόγον ανωτέρω, δεν φροντίζη και δεν λαμβάνη πρόνοιαν δια τους ιδικούς του ανθρώπους και μάλιστα τους οικιακούς του, έχει αρνηθή την πίστιν και είναι χειρότερος από τον άπιστον, (ο οποίος επί τέλους ημπορεί να ενδιαφέρεται δια τους οικιακούς του).

Α Τιμ. 5,9 Χήρα καταλεγέσθω μὴ ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα γεγονυῖα, ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή,
Α Τιμ. 5,9 Χηρα ας κατατάσσεται εις την τάξιν των χήρων, δια να διακονή εις την Εκκλησίαν, εφ' όσον δεν είναι μικροτέρα των εξήντα ετών και έχει υπάρξει σύζυγος ενός μόνον ανδρός, χωρίς να έχη έλθει εις δεύτερον γάμον.

Α Τιμ. 5,10 ἐν ἔργοις καλοῖς μαρτυρουμένη, εἰ ἐτεκνοτρόφησεν, εἰ ἐξενοδόχησεν, εἰ ἁγίων πόδας ἔνιψεν, εἰ θλιβομένοις ἐπήρκεσεν, εἰ παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ ἐπηκολούθησε.
Α Τιμ. 5,10 Πρέπει δε να έχη εκ μέρους των άλλων και την καλήν μαρτυρίαν δια τα καλά της έργα· εάν δηλαδή έθρεψε και ανέθρεψε με επιμέλειαν τα τέκνα της, εάν εφιλοξένησε με προθυμίαν και χωρίς να λυπηθή έξοδα ανθρώπους, που δεν είχαν που να μείνουν, εάν έπλυνε τα πόδια των Χριστιανών που ήρχοντο από οδοιπορίαν, εάν επροθυμοποιήθη να βοηθήση τους θλιβομένους, εάν κατά το μέτρον των δυνάμεών της επεδίωξε κάθε έργον καλωσύνης.

Α Τιμ. 5,11 νεωτέρας δὲ χήρας παραιτοῦ· ὅταν γὰρ καταστρηνιάσωσι τοῦ Χριστοῦ, γαμεῖν θέλουσιν,
Α Τιμ. 5,11 Νεωτέρας όμως χήρας να μη τας δέχεσαι εις την τάξιν των διακονισσών, διότι όταν κυριευθούν από επιθυμίας και πόθους σαρκικής ζωής, αφανίζεται η αγάπη των προς τον Χριστόν και θέλουν να υπανδρευθούν.

Α Τιμ. 5,12 ἔχουσαι κρῖμα, ὅτι τὴν πρώτην πίστιν ἠθέτησαν·
Α Τιμ. 5,12 Αυταί δε επωμίζονται ευθύνην και καταδίκην, διότι την πρώτην αυτών υπόσχεσιν, ότι θα μένουν πισταί στον Χριστόν, την κατεπάτησαν.

Α Τιμ. 5,13 ἅμα δὲ καὶ ἀργαὶ μανθάνουσι περιερχόμεναι τὰς οἰκίας, οὐ μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα.
Α Τιμ. 5,13 Συγχρόνως δε αι νεώτεραι αυταί χήραι μανθάνουν να είναι αργαί και να περιέρχωνται τα διάφορα σπίτια. Και είναι όχι μόνον αργαί, αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λέγουσαι εκείνά που δεν πρέπει.

Α Τιμ. 5,14 βούλομαι οὖν νεωτέρας γαμεῖν, τεκνογονεῖν, οἰκοδεσποτεῖν, μηδεμίαν ἀφορμὴν διδόναι τῷ ἀντικειμένῳ λοιδορίας χάριν.
Α Τιμ. 5,14 Προς αποφυγήν, λοιπόν, αυτών των κινδύνων, θέλω αι νεώτεραι χήραι να υπανδρεύωνται, να αποκτον και να τρέφουν τα παιδιά των, να γίνωνται καλαί νοικοκυραί, ώστε να μη δίδουν καμμίαν αφορμήν στον εχθρόν της πίστεως, να εμπαίζη αυτάς και την πίστιν μας.

Α Τιμ. 5,15 ἤδη γάρ τινες ἐξετράπησαν ὀπίσω τοῦ σατανᾶ.
Α Τιμ. 5,15 Διότι, και τώρα που σου γράφω αυτά, μερικαί παρεξετράπησαν εις αμαρτωλήν ζωήν οπίσω από τον σατανά.

Α Τιμ. 5,16 εἴ τις πιστὸς ἢ πιστὴ ἔχει χήρας, ἐπαρκείτω αὐταῖς, καὶ μὴ βαρείσθω ἡ ἐκκλησία, ἵνα ταῖς ὄντως χήραις ἐπαρκέσῃ.
Α Τιμ. 5,16 Εάν κανείς πιστός η καμμιά πιστή έχη στο σπίτι του πτωχάς και εναρέτους χήρας, να παρέχη εις αυτάς ο,τι χρειάζεται δια την συντήρησίν των και ας μη επιβαρύνεται η Εκκλησία, δια να βοηθή άλλας πραγματικάς και απροστατεύτους χήρας.

Α Τιμ. 5,17 Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ·
Α Τιμ. 5,17 Οι πρεσβύτεροι, οι οποίοι προΐστανται κατά τρόπον καλόν και φροντίζουν και κοπιάζουν δια το ποίμνιόν των, ας κρίνωνται άξιοι μεγαλυτέρας αμοιβής, μάλιστα δε εκείνοι που κοπιάζουν στο κήρυγμα και την διδασκαλίαν.

Α Τιμ. 5,18 λέγει γὰρ ἡ γραφή· βοῦν ἀλοῶντα οὐ φιμώσεις· καί· ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ.
Α Τιμ. 5,18 Διότι και η Αγία Γραφή λέγει· “δεν θα δέσης και δεν θα κλείσης το στόμα του βωδιού, που αλωνίζει”· και “ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του”.

Α Τιμ. 5,19 κατὰ πρεσβυτέρου κατηγορίαν μὴ παραδέχου, ἐκτὸς εἰ μὴ ἐπὶ δύο ἢ τριῶν μαρτύρων.
Α Τιμ. 5,19 Μη δέχεσαι και νην υιοθετής κατηγορίαν εναντίον πρεσβυτέρου, παρά μόνον όταν επιβεβαιώνεται με την μαρτυρίαν δύο η τριών μαρτύρων.

Α Τιμ. 5,20 τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι.
Α Τιμ. 5,20 Αυτούς που συνεχώς αμαρτάνουν, χωρίς να έχουν προθυμίαν διορθώσεως, να τους ελέγχης ενώπιον όλων, δια να έχουν και οι άλλοι φόβον.

Α Τιμ. 5,21 διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων, ἵνα ταῦτα φυλάξῃς, χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν.
Α Τιμ. 5,21 Σε εξορκίζω ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού και των εκλεκτών αγγέλων να φυλάξης αυτά, που σου γράφω χωρίς καμμίαν προκατάληψιν και χωρίς να κάμνης τίποτε κινούμενος από ευμενή προδιάθεσιν της καρδίας σου προς τους πταίστας.

Α Τιμ. 5,22 χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει.
Α Τιμ. 5,22 Να μη απλώνης ταχέως και χωρίς προηγουμένην εξέτασιν τα χέρια σου, δια να χειροτονήσης κάποιον ούτε να συμμετέχης και να αναλαμβάνης ευθύνην εις ξένας αμαρτίας, εις αμαρτίας δηλαδή τας οποίας πιθανόν να διαπράξη ο χειροτονηθείς αναξίως· φύλαττε τον ευατόν σου αγνόν από όλα.

Α Τιμ. 5,23 Μηκέτι ὑδροπότει, ἀλλ᾿ οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας.
Α Τιμ. 5,23 Να μη πίνης πλέον νερό κατά το φαγητόν σου, αλλά να χρησιμοποιής και ολίγον οίνον δια το στομάχι σου και δια τας συχνάς ασθενείας σου.

Α Τιμ. 5,24 Τινῶν ἀνθρώπων αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι, προάγουσαι εἰς κρίσιν, τισὶ δὲ καὶ ἐπακολουθοῦσιν·
Α Τιμ. 5,24 Μερικών ανθρώπων αι αμαρτίαι είναι ολοφάνεροι, ώστε να υποβοηθούν εις την ορθήν κρίσιν περί αυτών. Εις μερικούς όμως αποκαλύπτονται κατόπιν. (Πρόσεχε, λοιπόν, να μη χειροτονής κάτι τέτοιους ανθρώπους).

Α Τιμ. 5,25 ὡσαύτως καὶ τὰ καλὰ ἔργα πρόδηλά ἐστι, καὶ τὰ ἄλλως ἔχοντα κρυβῆναι οὐ δύνανται.
Α Τιμ. 5,25 Και τα καλά επίσης έργα είναι ολοφάνερα και τα κακά έργα, που προσπαθούν οι πονηροί να τα αποκρύψουν, δεν είναι δυνατόν να μείνουν κρυμένα. Θα τα φανερώση ο Θεός.


Α ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ 6


Α Τιμ. 6,1 Ὅσοι εἰσὶν ὑπὸ ζυγὸν δοῦλοι, τοὺς ἰδίους δεσπότας πάσης τιμῆς ἀξίους ἡγείσθωσαν, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διδασκαλία βλασφημῆται.
Α Τιμ. 6,1 Οσοι δούλοι είναι κάτω από τον ζυγόν των απίστων, ας θεωρούν αξίους κάθε τιμής τους κυρίους των και ας φέρωνται απέναντι αυτών με σεβασμόν και τιμήν, δια να μη δίδουν αφορμήν να συκοφαντήται και να υβρίζεται το όνομα του Θεού και η διδασκαλία του Χριστού.

Α Τιμ. 6,2 οἱ δὲ πιστοὺς ἔχοντες δεσπότας μὴ καταφρονείτωσαν, ὅτι ἀδελφοί εἰσιν, ἀλλὰ μᾶλλον δουλευέτωσαν, ὅτι πιστοί εἰσι καὶ ἀγαπητοὶ οἱ τῆς εὐεργεσίας ἀντιλαμβανόμενοι.
Α Τιμ. 6,2 Οσοι δε έχουν ως κυρίους των πιστούς Χριστιανούς, ας μη τους περιφρονούν και ας μη παίρνουν πολύ θάρρος απέναντί των, εκ του γεγονότος, ότι είναι αδελφοί δια του Χριστού. Αλλά ας δουλεύουν περισσότερον, διότι αυτοί που απολαμβάνουν τους καρπούς της καλής εργασίας των, είναι πιστοί και αγαπητοί Χριστιανοί.

Α Τιμ. 6,3 Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει. εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ προσέρχεται ὑγιαίνουσι λόγοις τοῖς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῇ κατ᾿ εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ,
Α Τιμ. 6,3 Αυτά να διδάσκης και να προτρέπης τους Χριστιανούς να τα τηρούν. Εάν κανείς διδάσκη διαφορετικά και δεν μένη με υποταγήν και πίστιν προσηλωμένος στους αγίους λόγους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εις την διδασκαλίαν, που οδηγεί προς την αληθινήν ευσέβειαν,

Α Τιμ. 6,4 τετύφωται, μηδὲν ἐπιστάμενος, ἀλλὰ νοσῶν περὶ ζητήσεις καὶ λογομαχίας, ἐξ ὧν γίνεται φθόνος, ἔρις, βλασφημίαι, ὑπόνοιαι πονηραί,
Α Τιμ. 6,4 αυτός είναι σκοτισμένος και φουσκωμένος από αλαζονείαν και έπαρσιν, χωρίς να γνωρίζη τίποτε το ορθόν και οικοδομητικόν, αλλά κατέχεται από ασθένειαν και ασχολείται με νοσηρόν τρόπον γύρω από ματαίας συζητήσεις και λογομαχίας, από τας οποίας προέρχεται φθόνος, φιλονεικία, βλασφημίαι, υποψίαι αστήρικτοι και άδικοι.

Α Τιμ. 6,5 παραδιατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας, νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν. ἀφίστασο ἀπὸ τῶν τοιούτων.
Α Τιμ. 6,5 Από αυτάς ακόμη προέρχονται ανωφελείς και μάταιαι ασχολίαι ανθρώπων, που έχουν διεφθαρμένον τον νουν και έχουν στερηθή την αλήθειαν του Θεού και οι οποίοι θεωρούν την ευσέβειαν σαν ένα μέσον βιοπορισμού και εκμεταλλεύσεως των άλλων. Φεύγε μακρυά από κάτι τέτοιους ανθρώπους.

Α Τιμ. 6,6 ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας.
Α Τιμ. 6,6 Είναι πράγματι η ευσέβεια μεγάλος βιοπορισμός, όταν όμως ακολουθήται από την ολιγάρκειαν.

Α Τιμ. 6,7 οὐδὲν γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα·
Α Τιμ. 6,7 Ολοι ας είμεθα ολιγαρκείς, διότι τίποτε δεν εφέραμεν στον κόσμον κατά την γέννησίν μας. Είναι δε ολοφάνερον, ότι και τίποτε δεν ημπορούμεν να βγάλωμεν από τον κόσμον και να πάρωμεν μαζή μας κατά την ώραν του θανάτου μας.

Α Τιμ. 6,8 ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα.
Α Τιμ. 6,8 Οταν δε έχωμεν τας απαραιτήτους τροφάς, κατοικίαν και σκεπάσματα δια να σκεπαζώμεθα, εις αυτά θα αρκούμεθα.

Α Τιμ. 6,9 οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν.
Α Τιμ. 6,9 Εκείνοι που κατέχονται από την επιθυμίαν των χρημάτων και θέλουν να πλουτήσουν, περιπίπτουν μέσα εις πειρασμόν και εις παγίδα, που τους στήνει ο διάβολος, και εις επιθυμίας πολλάς και βλαβεράς, αι οποίαι βυθίζουν τους ανθρώπους εις την καταστροφήν και την απώλειαν.

Α Τιμ. 6,10 ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς.
Α Τιμ. 6,10 Διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Και μερικοί, οι οποίοι εκυριεύθησαν από αυτήν και την σφοδράν επιθυμίαν, που γεννά η φυλαργυρία δια το χρήμα, παρεπλανήθησαν και εξέκοψαν από την πίστιν και εκάρφωσαν τον ευτόν τους με πολλάς οδύνας και πόνους, σαν με φοβερά καρφιά.

Α Τιμ. 6,11 Σὺ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ταῦτα φεῦγε· δίωκε δὲ δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πρᾳότητα.
Α Τιμ. 6,11 Συ δε, ω άνθρωπε του Θεού, απόφευγε όλα αυτά τα αμαρτήματα και πάθη. Επιδίωκε δε να αποκτήσης την δικαιοσύνην, την ευσέβειαν, την πίστιν, την αγάπη, την υπομονήν, την πραότητα.

Α Τιμ. 6,12 ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθης καὶ ὡμολόγησας τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων.
Α Τιμ. 6,12 Να αγωνίζεσαι δε πάντοτε τον καλόν και ένδοξον αγώνα της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Πιάσε γερά και κράτησε σφικτά την αιώνιον ζωήν, εις την οποίαν έχεις κληθή από τον Θεόν και έδωσες την καλήν ομολογίαν της υγιούς πίστεώς σου ενώπιον πολλών μαρτύρων προ του βαπτίσματός σου.

Α Τιμ. 6,13 παραγγέλλω σοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τὰ πάντα καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν,
Α Τιμ. 6,13 Παραγγέλω εις σε ενώπιον του Θεού, ο οποίος ως πηγή και χορηγός της ζωής ζωοποιεί τα πάντα, και ενώπιον του Ιησού Χριστού, ο οποίος εμαρτύρησεν εμπρός στον Ποντιον Πιλάτον την καλήν ομολογίαν, ότι είναι Υιός του Θεού και βασιλεύς των πάντων και ο μόνος διδάσκαλος της αληθείας,

Α Τιμ. 6,14 τηρῆσαί σε τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
Α Τιμ. 6,14 σου παραγγέλλω να κρατήσης και να διατηρήσης την εντολήν, που έλαβες, και την υποχρέωσιν που ανέλαβες κατά το βάπτισμα και κατά την χειροτονίαν σου, αμόλυντον, άμεμπτον και ανωτέραν από κάθε κατηγορίαν μέχρι της ενδόξου και επισήμου εμφανίσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,

Α Τιμ. 6,15 ἣν καιροῖς ἰδίοις δείξει ὁ μακάριος καὶ μόνος δυνάστης, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων,
Α Τιμ. 6,15 την οποίαν ένδοξον εμφάνισιν θα δείξη ο Θεός κατά τους καθωρισμένους καιρούς, ο μακάριος και ο μόνος εξουσιαστής, ο βασιλεύς των βασιλευόντων και ο κύριος των κυριευόντων·

Α Τιμ. 6,16 ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται· ᾧ τιμὴ καὶ κράτος αἰώνιον· ἀμήν.
Α Τιμ. 6,16 αυτός, ο οποίος μόνος έχει από τον εαυτόν του την αθανασίαν και αιωνιότητα, ο οποίος κατοικεί στο απλησίαστον δι' όλα τα δημιουργήματα φως και το οποίον κανείς από τους ανθρώπους ούτε είδε ούτε ημπορεί να ίδη. Εις αυτόν δε ανήκει η τιμή και η αιωνία και ακατάλυτος εξουσία. Αμήν.

Α Τιμ. 6,17 Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰῶνι παράγγελλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν, μηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ᾿ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἡμῖν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν,
Α Τιμ. 6,17 Εις τους πλουσίους της παρούσης ζωής παραγγέλλε να μη αλαζονεύωνται και υπερηφανεύωνται ούτε να θεμελιώνουν τας ελπίδας των εις την αβεβαιότητα του πλούτου, αλλά να ελπίζουν στον ζώντα Θεόν, ο οποίος παρέχει τα πάντα εις ημάς πλουσίως, δια να τα απολαμβάνωμεν·

Α Τιμ. 6,18 ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνικούς,
Α Τιμ. 6,18 παράγγελλε εις αυτούς να πράττουν αγαθά έργα, να γίνωνται πλούσιοι όχι εις άψυχα και επικίνδυνα χρήματα, αλλ' εις καλά έργα. Να είναι πρόθυμοι εις μετάδοσιν των αγαθών, που τους έχει δώσει ο Θεός, καταδεκτικοί και ομιλητικοί,

Α Τιμ. 6,19 ἀποθησαυρίζοντας ἑαυτοῖς θεμέλιον καλὸν εἰς τὸ μέλλον, ἵνα ἐπιλάβωνται τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Α Τιμ. 6,19 δια να αποθησαυρίζουν προς μεγάλην των ωφέλειαν θεμέλιον καλόν και αμετακίνητον στο μέλλον, δια να κερδήσουν και κρατήσουν πάντοτε την αιώνιον ζωήν

Α Τιμ. 6,20 Ὦ Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως,
Α Τιμ. 6,20 Ω Τιμόθεε, την ιεράν παρακαταθήκην των αληθειών του Ευαγγελίου φύλαξε την ακεραίαν και ανόθευτον και απόφευγε τας ανιέρους ματαιολογίας και αντιλογίας της πλάνης η οποία φέρει το πλαστόν και ψεύτικον όνομα της γνώσεως.

Α Τιμ. 6,21 ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι περὶ τὴν πίστιν ἠστόχησαν. Ἡ χάρις μετὰ σοῦ· ἀμήν.
Α Τιμ. 6,21 Αυτήν δε την ψεύτικην γνώσιν έχοντες μερικοί ως επάγγελμα των και έργον των εξέπεσαν από την πίστιν και επλανήθησαν. Είθε η χάρις να είναι πάντοτε μαζή σου. Αμήν.