Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Ο Άγιος Ησύχιος ο Συγκλητικός

O Άγιος Ησύχιος έζησε στο χρόνια του Γαλερίου Μαξιμιανού, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., και κατείχε το αξίωμα του Συγκλητικού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των Χριστιανών, του προτείνεται να αρνηθεί την πίστη του και να σώσει τη ζωή του και το αξίωμά του. Όμως ο Ησύχιος δε δίστασε να περιφρονήσει όλες τις τιμές και τις υποσχέσεις και με θαυμαστή προθυμία ομολόγησε τη πίστη του. Τότε ο βασιλιάς εξαγριώθηκε και διέταξε να του αφαιρέσουν τα διάσημα του αξιώματός του και να του φορέσουν ταπεινωτικά ενδύματα και στη συνέχεια τον γελοιοποιεί μπροστά σ' όλους τούς αξιωματούχους. Όμως, ο Άγιος δέχεται τα πάντα αδιαμαρτύρητα, διότι γνωρίζει ότι οι ανθρώπινες τιμές είναι πρόσκαιρες, ενώ οι ουράνιες τιμές είναι αιώνιες. Εξοργισμένος από την ηρωική στάση του Ησύχιου, ο Μαξιμιανός διατάσσει την θανάτωσή του. Οι στρατιώτες οδηγούν τον Άγιο στον ποταμό Ορόντη, όπου αφού του έδεσαν μία πέτρα στο λαιμό τον έριξαν στο πλέον βαθύ μέρος. Έτσι αξιώθηκε να γίνει μάρτυρας για την πίστη του στο Χριστό.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἄξιας κοσμικῆς, ἀπορρίψας τὸ κλέος, τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, ὠμολόγησας χαίρων, Ἠσύχιε πανένδοξε, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, ὅθεν ἔφερες, ὥσπερ τιμὴν τὴν αἰσχύνην, καὶ τὸν θάνατον, ἐν πνιγμονῇ τῶν ὑδάτων, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου, Κύριε, ἐν τὴ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση, Αὐτοῦ ταὶς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τήν ὑπέρ ἡμῶν.
Τούς ἀθλητικούς ἀγῶνας ἰχνηλατήσας, πρός θεουργικήν, ἀγάπην ἀνεπτερώθης, καί τῆς ἄνω Συγκλήτου, ἐδείχθης ὁμότιμος, ἀρνησάμενος τήν πρόσκαιρον, καί ζωῆς πρός ὕδωρ ἔφθασας, ποταμοῦ ῥιφείς τοῖς ῥεύμασιν, Ἡσύχιε Ἀθλητά, εὐσεβῶν πρεσβευτά.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἀκαταγώνιστος Ἀθλητὴς γέγονας, τοῦ Παντοκράτορος, μάκαρ Ἡσύχιε, ἐν τῷ καιρῷ τῶν διωγμῶν, τῆς σαρκὸς μὴ φεισάμενος· ὅθεν θανατούμενος, ποταμίοις ἐν ὕδασι, τούτοις ἐναπέπνιξας, τὸν πολέμιον δράκοντα· διὸ ἐν εὐφροσύνῃ, τὴν θείαν μνήμην σου Μάρτυς ἑορτάζομεν.

Μεγαλυνάριον
Βουλὰς ἀσεβούντων ὑπεριδών, ἐν βουλῇ Κυρίου, ἐπορεύθης θεοπρεπῶς, καὶ ἀνδραγαθήσας, Ἡσύχιε ἐν ἄθλοις, λαμπρῶς ἐμεγαλύνθης, δόξῃ τῇ κρείττονι.