Ο Άγιος Κόιντος έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στα χρόνια του αυτοκράτορα Λευκτίου Αύρηλιανού του Σιδηρόχειρα, και καταγόταν από τη Φρυγία. Ειδωλολάτρης πριν, αλλά με αγάπη προς την αλήθεια και πόθο προς την αρετή, δεν δυσκολεύτηκε να ασπασθεί την χριστιανική πίστη, όταν άκουσε τη διδασκαλία της και είδε τις αρετές των πιστών της.
Κάποτε λοιπόν, πήγε σε κάποιο χωριό, την Αιολίδα (ή Nεολίδα), και μοίραζε ελεημοσύνη στους φτωχούς. Ο δε ηγεμόνας Ρούφος, τον συνέλαβε, και όταν του διέταξε να θυσιάσει στα είδωλα αμέσως κατέλαβε τον ηγεμόνα δαιμόνιο. Τότε ο Άγιος, παρακάλεσε τον Θεό και ο ηγεμόνας ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο. Ο δε Ροϋφος, όχι μόνο άφησε ελεύθερο τον Κόιντο, αλλά του έδωσε και πολλά δώρα για το ευεργέτημα που του έκανε.
Κατόπιν πήγε σε μια άλλη πόλη, την Κύμη, όπου με τη βία οι ειδωλολάτρες τον εισήγαγαν σε ειδωλολατρικό ναό προκειμένου να θυσιάσει στα είδωλα. Και επειδή δια της προσευχής του Αγίου έγινε σεισμός και γκρεμίστηκε ο ναός των ειδώλων, έντρομοι οι ειδωλολάτρες άφησαν ελεύθερο τον Άγιο. Μετά 40 μέρες, συνέλαβε τον Άγιο ο άρχοντας Κλέαρχος, που ήταν φανατικός ειδωλολάτρης και διέταξε να συντρίψουν τα σκέλη του Μάρτυρα. Όταν δε έγινε αυτό, αμέσως αυτά έγιναν σώα και υγιή, με τη δύναμη του Χριστού.
Μετά από αυτά ο Κόιντος πήγαινε σε διάφορες πόλεις και χωριά, για 10 ολόκληρα χρόνια και γιάτρευε κάθε ασθένεια και βοηθούσε τους φτωχούς. Έτσι. με τέτοια θαύματα και θεάρεστα έργα πού έπραξε, παρέδωσε τη μακάρια ψυχή του στον Κύριο.