
Ο υπάκουος γιος δέχτηκε το αίτημα του πατέρα του, που την επόμενη μέρα τον πούλησε σ' έναν πατρίκιο του παλατιού, τον Κωνσταντίνο. Αυτός αγάπησε πολύ τον Θεόφιλο για την προθυμία και την εργατικότητα του.
Κάποτε όμως ο πατρίκιος ξέχασε τον χαρτοφύλακα στο δωμάτιό του και έστειλε τον Θεόφιλο να του τον φέρει. Ο Θεόφιλος μπήκε στο δωμάτιο την ώρα που η κυρία του μοιχευόταν με ένα δούλο της. Αλλά ο Θεόφιλος επάνω στη βιασύνη του δεν τους πρόσεξε και αφού πήρε τον χαρτοφύλακα βγήκε από το δωμάτιο. Η πονηρή όμως γυναίκα του πατρικίου, συκοφάντησε τον Θεόφιλο στον άντρα της ότι δήθεν τη βίασε. Τότε ο πατρίκιος θυμωμένος, συνεννοήθηκε με τον έπαρχο να του στείλει τον Θεόφιλο για να τον αποκεφαλίσει.
Στο δρόμο για τον έπαρχο, ο Θεόφιλος συνάντησε ναό που είχε Θεία Λειτουργία και μπήκε μέσα για να λειτουργηθεί. Επειδή αργούσε, ο πονηρός δούλος είπε στον πατρίκιο να πάει αυτός να φέρει το κεφάλι του Θεόφιλου, που θα ήταν ήδη κομμένο. Όταν έφτασε στον έπαρχο ο πονηρός δούλος, ο δήμιος που καραδοκούσε πίσω από την πόρτα, νόμισε ότι αυτός είναι ο Θεόφιλος. Και έτσι του έκοψε το κεφάλι.
Αμέσως μετά έφτασε και ό Θεόφιλος. Και αφού πήρε το σακί με το κεφάλι το μετέφερε στον πατρίκιο, χωρίς να γνωρίζει τίποτα. Ο πατρίκιος και ιδιαίτερα η γυναίκα του, όταν είδαν ζωντανό τον Θεόφιλο και το κεφάλι του πονηρού δούλου μέσα στο σακί, έμειναν άφωνοι. Η γυναίκα του πατρικίου τότε, έντρομη για τη θεία δίκη, εξομολογήθηκε την αλήθεια στον άντρα της και ζήτησε δημόσια συγχώρηση.
Έτσι ο πατρίκιος, αγάπησε ακόμα περισσότερο τον Θεόφιλο και τον έκανε κληρονόμο σ' όλη του την περιουσία.