Η Οσία Μαρία γεννήθηκε κατά τον 19ο αιώνα μ.Χ. στο χωριό Περεντίνο της επαρχίας Σταράγια του Νόβγκοροντ από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς. Ο πατέρας της ονομαζόταν Βασίλειος Σωφρόνωφ και αξιώθηκε να αποκτήσει ακόμη τέσσερα παιδιά, δύο υιούς και δύο θυγατέρες. Από μικρή ηλικία η Μαρία διδάχθηκε το Ωρολόγιο και το Ψαλτήρι. Τα βράδια του χειμώνα καθόταν και διάβαζε τους Βίους των Αγίων, ενώ τη νύχτα σηκωνόταν κρυφά και σχεδόν αθόρυβα πήγαινε μπροστά στις ιερές εικόνες και έκανε μετάνοιες.
Τα χρόνια περνούσαν, αλλά η Μαρία δεν αποφάσιζε να κάνει τη δική της οικογένεια. Επισκεπτόταν τακτικά τα μοναστήρια και τους ασκητές που ζούσαν στα δάση πέρα από τον ποταμό Λόβατ. Κάποιος από τους άγιους εκείνους Γέροντες τη συμβούλεψε να βαδίσει προς το βορά, στη λίμνη Βέιζ, όπου ζούσε ο ερημίτης π. Ησαΐας, ο θείος της. Εκείνος θα την καθοδηγούσε στο δρόμο της σωτηρίας. Έτσι η Οσία Μαρία ξεκίνησε για το Όλονετς, για να πάρει την ευλογία του πατρός Ησαΐου. Εκεί και έμεινε, για να σκητέψει, μέσα σε μια καλύβα.
Μετά τρία χρόνια ασκήσεως και προσευχής ήλθαν νέοι πειρασμοί. Η Οσία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την καλύβα της και να περιπλανιέται στα δάση και στην έρημο. Έτσι έφθασε μετά από πολλές ταλαιπωρίες για προσκύνημα στη Σταυρούπολη του Καυκάσου, αναζητώντας ένα ησυχαστικό καταφύγιο σε μια χαράδρα.
Μετά από πολύ άσκηση και προσευχή έφθασε ο καιρός να παραδώσει την αγία της ψυχή στον Κύριο, που τόσο αγάπησε. Η ψυχή της χωρίσθηκε από το σώμα της Αγίας το έτος 1860 μ.Χ.