Οι Όσιοι Πατέρες Ευγένιος και Μακάριος συνελήφθησαν επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου (361 - 363 μ.Χ.), ενώπιον του οποίου διεκήρυξαν με πνευματική ανδρεία ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και έλεγξαν τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα για τις δοξασίες του.
Αμέσως ο Ιουλιανός έδωσε εντολή να τους βασανίσουν. Αφού τους κρέμασαν, τους έβαλαν πάνω σε πυρακτωμένη σχάρα. Όμως οι Άγιοι με τη Χάρη του Θεού διαφυλάχθηκαν σώοι και αβλαβείς. Ύστερα από αυτό ο Ιουλιανός τους εξόρισε στην Μαυριτανία.
Εκεί έφθασαν σε ένα τόπο, όπου ασκήτευαν και ζούσαν με προσευχή και νηστεία. Οι κάτοικοι όμως της περιοχής τους συνέστησαν να φύγουν από εκεί, διότι στον τόπο εκείνο υπήρχε ένας δράκοντας. Οι Όσιοι δεν φοβήθηκαν, αλλά προσευχήθηκαν με θέρμη στον Θεό και αμέσως το θαύμα έγινε. Κεραυνός από τον ουρανό έπεσε και κατέκαψε τον δράκοντα.
Μετά από αυτό το γεγονός, οι Όσιοι μπήκαν στην σπηλιά που κατοικούσε ο δράκοντας και άρχισαν να προσεύχονται χωρίς να φάνε ή να πιουν τίποτα. Την τριακοστή μέρα, άκουσαν μια φωνή από τον ουρανό που τους πρόσταζε να πάνε σε μια πέτρα που υπήρχε εκεί κοντά. Όταν πήγαν οι Όσιοι, είδαν από την πέτρα να βγαίνει δυνατό φως και αμέσως, από θαύμα, σχίστηκε η πέτρα στα δυο και βγήκε απ' αυτήν άφθονο νερό. Αφού οι Όσιοι ήπιαν και ξεδίψασαν προσευχήθηκαν για άλλες οκτώ ημέρες και κοιμήθηκαν με ειρήνη παραδίδοντάς τις άγιες ψυχές τους στον Κύριο.