Ο Άγιος Αυξίβιος (ή κατ' άλλους Ευξίφιος) έζησε στα αποστολικά χρόνια. Γιος πλούσιας ειδωλολατρικής οικογένειας της Ρώμης, είχε γνωρισθεί με χριστιανούς της Ρώμης, που τον κατηχούσαν τον λόγο του Ευαγγελίου. Όταν οι γονείς του θέλησαν να τον παντρέψουν με είδωλολάτρισσα, αναχώρησε κρυφά από τη Ρώμη και πήγε στην Κύπρο. Εκεί βρισκόταν τότε ο Απόστολος Βαρνάβας και ο νεαρός τότε Μάρκος, ο μετέπειτα Ευαγγελιστής, που κήρυττε τον λόγο του Χρίστου. Ο Αυξίβιος παρακολούθησε τα κηρύγματα του και βαπτίστηκε. Έγινε μάλιστα Ιερέας του Σόλους της Κύπρου (πόλη αρχαία της Κύπρου, ομώνυμη υπήρχε στην Κιλικία), όπου εργάστηκε με πολύ αποστολικό ζήλο. Σε κάποια μάλιστα δημόσια διδασκαλία του, συναντήθηκε με τον αδελφό του Θεμισταγόρα και τη γυναίκα του, που είχαν γνωρίσει στην Ρώμη τον χριστιανισμό και ήλθαν να τον συναντήσουν. Η χαρά ήταν μεγάλη. Αφού τους κατήχησε με μεγάλη ακρίβεια, τους έκανε αχώριστους συνεργάτες του στην ευαγγελική του αποστολή. Καρπός της συνεργασίας αυτής ήταν η θαυμάσια διάδοση του Ευαγγελίου σ' όλη την πόλη και τα περίχωρα των Σόλων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀποστόλων τὴν χάριν ὡς τοῦ Πνεύματος ὄργανον, διὰ Μάρκου τοῦ θείου, θησαυρίσας, Αὐξίβιε, ἐδείχθης Ἱεράρχης εὐκλεής, καὶ πρόεδρος τῶν Σόλων καὶ ποιμὴν διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱερὰν τιμῶμεν ἀνακράζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.