O Όσιος Λαυρέντιος (κατα κόσμον Λάμπρος Κανέλλος), γεννήθηκε στα Μέγαρα από ευσεβείς γονείς, τον Δημήτριο και την Κυριακή. Το επάγγελμά του ήταν γεωργός και οικοδόμος. Παντρεύτηκε τη Βασίλω και απέκτησε δύο γιους τον Ιωάννη και τον Δημήτριο.
Κάποιο βράδυ, είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία του υπέδειξε να πάει στη Σαλαμίνα, όπου κατόπιν προσευχής, βρήκε τη σεπτή εικόνα της και πάνω στο ερείπια παλαιάς Μονής το 1682 μ.Χ. οικοδόμησε νέα, τη γνωστή ως σήμερα Μονή της Φανερωμένης. Εκεί αργότερα εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Λαυρέντιος. Μοναχή όμως έγινε και η σύζυγός του, η οποία μετονομάσθηκε σε Βασσιανή.
Για τα πολλά του χαρίσματα και τη καθαρότητα της καρδιάς του αξιώθηκε από την Θεοτόκο να τελεί θαύματα.
Εκοιμήθη ειρηνικά στις 6 Μαρτίου 1707 μ.Χ., η μνήμη του Όμως τελείται στις 7 Μαρτίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἶνα τούτου ταὶς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ρυώμεθα κραυγάζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμιν Πάτερ τὰ πρόσφορα.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ Μεγάρων Ὅσιε, οἷάπερ φοῖνιξ βλαστήσας, μυστικῶς ἐξήνθησας, ἐν Σαλαμῖνι τῇ νήσῳ· ἔνθα δή, Μονὴν ἐγείρας τῇ Θεοτόκῳ, σκήνωμα, τοῦ Παρακλήτου λαμπρὸν ἐδείχθης, τῇ ὁσίᾳ σου ἀσκήσει, Χριστοῦ θεράπον, Πάτερ Λαυρέντιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Μεγαρεών, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Σαλαμῖνος, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ φύλαξ καὶ προστάτης, Πάτερ Λαυρέντιε.