Ο Όσιος Παύλος ονομάστηκε «απλός», διότι ήταν αμαθής γεωργός που δεν γνώριζε τίποτα από τις έθιμοτυπίες του κόσμου. Τον στόλιζε όμως άκακο ήθος και ήταν τέλειος αγαθός ισραηλίτης, χωρίς καμμιά πονηριά και δόλο. Μέχρι τα εξήντα του, οι γεωργικές εργασίες ήταν ή κύρια ασχολία του. Αλλά η σύζυγος του ήταν εντελώς διαφορετική. Αυτή έκανε τη δήθεν ευγενή, διότι έζησε κάποτε σαν υπηρέτρια στην πόλη. Κορόιδευε λοιπόν τον Παύλο σαν κουτό και ανόητο, που χάνεται με τους σταυρούς και ξόδευε την ώρα της άνεσης του με προσευχές και ψαλμούς. Μέχρι που έφτασε στο σημείο να προδώσει τη συζυγική της πίστη!
Ο Παύλος, όταν βεβαιώθηκε αυτό, γέμισε από πολλή θλίψη και πίκρα. Στέναξε βαθειά, προσευχήθηκε και αποφάσισε να την αφήσει και να φύγει μακριά. Πήγε δε στην έρημο, κοντά στον Μέγα Αντώνιο (βλέπε 17 Ιανουαρίου).
Στο νέο αυτό στάδιο της ζωής του ο Παύλος, ανέπτυξε εξαίρετες ασκητικές αρετές. Θερμός στην ευσέβεια του, άδολος στην καρδιά του, ταπεινός στα φρονήματα του, πράος στο ήθος του, στολιζόταν από τα ωραιότερα χριστιανικά άνθη και είλκυσε την αγάπη του αγίου Αντωνίου. Ο Θεός μάλιστα, του έδωσε και το χάρισμα να θαυματουργεί, και έτσι θεράπευσε πολλούς δαιμονισμένους.
Κοιμήθηκε σε βαθιά γεράματα στα βάθη της ερήμου και έμεινε σαν το γνησιότερο κάτοπτρο της θείας αγαθότητας.