
Τα χρόνια που ζούσε ο Όσιος ήταν δύσκολα για την Ρωσία και τον λαό της. Οι πολεμικές αναταραχές έφεραν πείνα. Ο θάνατος απειλούσε τους κατοίκους του Κιέβου. Ο Όσιος, ακούραστα, μάζευε το πικρό αυτό χόρτο και καθημερινά ετοίμαζε ψωμιά και τα μοίραζε στους πεινασμένους αδελφούς του. Μερικοί θέλησαν να μιμηθούν τον Όσιο και να φτιάξουν μόνοι τους ψωμί από το πικρό αυτό χόρτο. Ήταν όμως αδύνατο να το φάνε, γιατί ήταν πολύ πικρό. Τότε κατάλαβαν ότι κάτι θαυμαστό συνέβαινε με τον Άγιο ασκητή, ο οποίος επιτελούσε το έργο αυτό με την Χάρη του Θεού.
Στον καιρό του Οσίου συνέβη και ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στον ηγεμόνα Μιχαήλ Σβιατοπόλκ και στους πρίγκιπες των πόλεων Βλαντιμίρ και Περεμίσλσκ. Τα τρόφιμα έφθαναν δύσκολα στο Κίεβο και το πρόβλημα μεγάλωσε όταν έπαψε να υπάρχει αλάτι. Τότε ο Όσιος μάζεψε από τα κελιά των μοναχών όλη την στάχτη και άρχισε να προσεύχεται. Η στάχτη έγινε αλάτι, το οποίο ο Όσιος μοίραζε και δεν τελείωνε ποτέ.
Οι έμποροι παραπονέθηκαν τότε στον σκληρό ηγεμόνα Μιχαήλ Σβιατοπόλκ, ο οποίος έδωσε εντολή να μεταφέρουν το αλάτι στην αυλή, για να το πωλεί αυτός. Τότε το αλάτι έγινε πάλι στάχτη και η αλήθεια αποκαλύφθηκε, για να δοξασθεί το Όνομα του Θεού. Ο ηγεμόνας, συντετριμμένος, πήγε στη μονή των Σπηλαίων και προσέπεσε με ταπείνωση στον Όσιο, ο οποίος προφήτεψε τη νίκη του ηγεμόνος κατά των Πολόφτσων.
Ο Όσιος Πρόχορος κοιμήθηκε ειρηνικά το έτος 1107 μ.Χ. Ο ηγεμόνας Μιχαήλ Σβιατοπόλκ δακρυσμένος ενταφίασε το σκήνωμα του Οσίου κοντά στη μονή του Αγίου Αντωνίου των Σπηλαίων.