Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. Ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὸν ἀσκητικὸ βίο, στὸν ὁποῖο διακρίθηκε μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία του συνασκούμενος μετὰ τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου. Γιὰ τὶς ἀρετές του τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς θείας ἱεροσύνης καὶ κατέστη Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Χαλκηδόνος.
Εὑρισκόμενος ἀντιμέτωπος μὲ τοὺς εἰκονομάχους καὶ πιεζόμενος ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες νὰ καταδικάσει τὴ διδασκαλία περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἔμενε ἀνένδοτος, γι’ αὐτὸ ἐξοριζόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Ἔτσι ἔλαβε καὶ τὸ στέφανο τῆς ὁμολογίας.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων