Σάββατο 18 Απριλίου 2009

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ ΣΤ’ ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Κύριλλος ὁ ΣΤ’, ὁ ἐπιλεγόμενος Σεραπετζόγλου, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη καὶ διδάχθηκε τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του. Ὑπηρέτησε ὡς ἀρχιδιάκονος στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ ἔτος 1803 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ἰκονίου καὶ μετετέθη στὴν Ἀδριανούπολη τὸ ἔτος 1810. στὶς 4 Μαρτίου τοῦ 1813, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν αὐτὸς ποὺ συνέστησε τὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ σχολὴ ὑπὸ τοὺς τρεῖς διδασκάλους τῆς νέας μεθόδου, τὸ ἔτος 1815. Ὑπῆρξε φίλος τῶν γραμμάτων καὶ κήρυττε συνεχῶς τὸν Θεῖο λόγο. Στὶς 13 Δεκεμβρίου τοῦ 1818 παύθηκε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν πατρίδα του, τὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου ὑπέστη μὰ ἄλλους εἴκοσι ἑπτὰ κληρικοὺς καὶ προύχοντες τὸν διὰ ἀγχόνης θάνατο, τὸ ἔτος 1821, ὡς ἐνερχόμενος, σύμφωνα μὲ τὸ φιρμάνι ποὺ διέτασσε τὸν ἀπαγχονισμό, στὸ κίνημα ποὺ προετοίμαζε τὴν ἐλευθερία τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἔθνους.
Ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεῖς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεῖς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸ παρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν, ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβης ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσης μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως».