Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Συμεὼν ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου καὶ ἦταν προϊστάμενος τῶν Ἐκκλησιῶν Κτησιφῶντος καὶ Σαλὴκ (στὴ Σελευκεία).
Ὅταν εἶδε τὰ παράνομα ἔργα τῶν Περσῶν καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε τὶς διαταγές τους, ἔγραψε στὸν βασιλέα Σαβώριο ὅτι «ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἀνεχόμαστε νὰ σᾶς ὑποφέρουμε. Κάνε λοιπὸν αὐτὸ ποὺ θέλεις». Τότε ὁ Σαβώριος, ἀφοῦ ἔστειλε στρατιῶτες, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ὁδήγησε δέσμιο στὴ φυλακή.
Ἐκεῖ, στὴ φυλακὴ ὄντας ὁ Ἅγιος, κατάφερε μὲ τὴν διδασκαλία του νὰ ἐπαναφέρει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸν πραιπόσιτο καὶ εὐνοῦχο τοῦ βασιλέως Γοθαζὰτ ἢ Γουζθαδάτ, ποὺ ἦταν μὲν Χριστιανὸς ἀλλὰ φοβόταν καὶ προσκυνοῦσε τὸν ἥλιο, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῶν Περσῶν. Καὶ πῶς ἔγινε αὐτό; Ὅταν ὁ Ἅγιος Συμεὼν κλείσθηκε στὴ φυλακή, τὸν εἶδε ὁ Γοθαζὰτ καὶ θέλησε νὰ τὸν ἀσπασθεῖ. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν δέχθηκε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν δέχθηκε, εἶπε στὸν ἑαυτό του: «Ἂν ὁ Συμεών, ποῦ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποστράφηκε, πῶς ὁ Χριστός, τὸν Ὁποῖο ἀρνήθηκα, θὰ μὲ ἀγαπήσει;».
Ἡ εἴδηση ἔφθασε στὰ αὐτιὰ τοῦ βασιλέως Σαβωρίου. Ἡ ὀργή του στράφηκε κατὰ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν καὶ ἐπεκτάθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Ἔδωσε ἐντολὴ νά ἀποκεφαλίσουν ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς. Συνελήφθησαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ἀβδελὰ χίλιοι ἑκατὸν πενήντα ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν τὴν ἴδια μέρα μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὃ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ὑποφήτης τῶν ἐνθέων δογμάτων, Μαρτυρικὸν συνασπισμὸν ἐπαλείφεις, λόγοις ὁμοὺ καὶ πράξεσι πρὸς ἄθλους ἱερούς, μεθ' ὧν καὶ συνήθλησας, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Χριστῷ ἀνέδραμες, σὺν αὐτοὶς ἀνακράζων. Ἰδοὺ ἠμεῖς ὡς πρόβατα σφαγῆς, τὴ σῆ ἀγάπη, Σωτὴρ ἐλογίσθημεν