Κάθε τι πού είναι υπερφυσικό μπορεί με την επίνοιά του ο άνθρωπος να προσπαθή μόνο να το προκαλέση.
Το να παραμείνη όμως αυτό ως ενδημούσα κατάσταση, είναι μόνο δωρεά καθαρά της Χάριτος. Όταν κάποιος επιθυμή τον φόβο τού Θεού και κρατάη με λεπτομέρεια την
συνείδησή του, τον αξιώνει η θεία Χάρις και έρχεται μέσα του ως ενδημούσα κατάσταση ο θειος φόβος. Και έτσι αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται σε συνεχή επιφυλακή. Μετά,
δεν τον αφήνει να ησυχάση ούτε νύκτα, ούτε μέρα ο φόβος τού Θεού. Τού παριστάνει συνεχώς τον Θεόν ως κριτήν, τού παριστάνει συνεχώς το καθήκον του ως έναν απαράβατον
όρο, και αλλοίμονο του αν το παραβή. Και μέχρι σε τέτοιο σημείο μπορεί να αυξηθή αυτό, πού τού κόβεται η αναπνοή από τον φόβο. Ούτε να φάη τον αφήνει, ούτε να κοιμηθή,
ούτε να ειρηνεύση. Και αυτό όταν παραμένη μόνο σαν ενδημούσα κατάσταση, τότε έχομε την ενέργεια τού Θείου φόβου.
Υπό αυτή την έννοια είναι και τα δύο υπόλοιπα χαρίσματα. Όπως της κατανύξεως το χάρισμα, πού ερεθίζει κανείς τον εαυτό του σε πένθος και μετά σε κλάμα. Το κλάμα είναι
γέννημα τού πένθους. Το πένθος όταν παραμείνει μόνιμα διά της Χάριτος, ως δωρεά, τότε φέρνει και το κλάμα. Όταν επιθυμή αυτό το πράγμα ο άνθρωπος, συνεχώς ενθυμείται
ότι ελύπησε τον Θεό. Αναλογίζεται μέσα του την αγάπη του Θεού και όλη την κοσμοσωτήριο οικονομία, όλους τούς υπόλοιπους τρόπους στο πώς ο Θεός δημιούργησε τα πάντα
και τα προνοεί, τον τρόπο πού ανέχεται την ανθρώπινη αποστασία, παρ’ όλο πού την ευεργέτησε με την κένωσή Του. Ύστερα το γυρίζει και σ’ αυτή την δική του προσωπική
ατέλεια και προδοσία, την οποία προκαλεί στην θεία Χάριν με την σπατάλη της ανοχής του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο προκαλεί μια λυπηρά κατάσταση μέσα του. Αυτή είναι και
η αρχή του πένθους.
Όταν ο αγωνιστής επιμένη και το προκαλή, τότε η Θεία Χάρις του δίνει το χάρισμα του πένθους, ώστε να βρίσκεται συνεχώς σε μια λυπηρά πενθική κατάσταση, σε όλη του τη ζωή,
αν προσέχη βέβαια την συνείδησή του. Γιατί το πένθος είναι πάρα πολύ λεπτό και ευγενές, δεν ανέχεται να παραβιάση την συνείδησή του αυτός πού το έχει, ιδίως στο ζήτημα της
αγάπης. Αν πληγώση, αν καταφρονήση, αν αδικήση, αν κατακρίνη κάποιον, το πένθος αμέσως τον απειλεί και αν δεν διορθωθή, τότε φεύγει και τον αφήνει. Αν κρατήση με
συνείδηση το πένθος,, αυτό φέρνει το δάκρυ. Και αυτό είναι άχρι καιρού, δεν είναι πάντοτε, ανάλογα με ποιά πάθη και τί χαρακτήρα έχει. Υπάρχουν μερικοί χαρακτήρες πού είναι
πολύ σκληροί, ή άλλοι πού έχουν αμαρτήματα παρά φύσιν και τα όποια χρειάζονται περισσότερα δάκρυα. Σ’ αυτούς παραμένει η θεία Χάρις για μεγαλύτερο διάστημα, έως ότου
ξέρει αυτή πότε θα τούς καθαρίση. Μετά φεύγει αυτό, εναλλάσσεται μάλλον, και έρχεται η αίσθηση η εν Θεώ. Αρχίζει η αίσθηση της αγάπης του Θεού, οπόταν πλέον παύει ο φόβος,
παύει το πένθος του πόνου για την ενοχή και παραμένει ένα πένθος από αγάπη. Και είναι αδιάλειπτο, δεν φεύγει. Αλλά αυτό δεν είναι πένθος, υπό την στενή σημασία του όρου,
διότι δεν κλαίει γιατί αμάρτησε ή γιατί λύπησε τον Θεόν. Αυτά δεν μπορεί να τα ενθυμηθή, έχουν φύγει, δεν υφίστανται πλέον. Αλλά κλαίει από αγάπη, συνεχώς ενθυμούμενος την
αγάπη τού Θεού. Αυτό παραμένει και είναι αμετάβλητο. Το ίδιο είναι και η μνήμη τού θανάτου. Η μνήμη τού θανάτου είναι ένας καλός παράγων για να ενίσχυση κανείς μέσα του τον
θείο φόβο και από τον θείο φόβο να έλθη το πένθος. Προηγείται η μνήμη τού θανάτου, ως μέσον, εάν ξέρει ο άνθρωπος να την χειρισθή. Εάν το καλλιεργήση ως μέσον, πολύ τον
βοηθεί. Διότι μπροστά στη μνήμη τού θανάτου δεν ισχύουν ούτε οι πονηριές τού διαβόλου, ούτε οι διάφορες υπεκφυγές πού προβάλλει η ακηδία. Μπροστά στον καθρέπτη τού
θανάτου, τα πάντα είναι γυμνά. Εκεί ο άνθρωπος συγκλονίζεται ολόκληρος. Μπροστά στον θάνατο φαίνεται ποιος είναι ο άνθρωπος.
Η μνήμη τού θανάτου ενισχύει και τελειοποιεί τον θείο φόβο, ο όποιος φέρνει το πένθος και οδηγεί προς την κάθαρση. Μετά την κάθαρση, έρχεται ο φωτισμός.
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος εκδηλώσεως τού θείου φόβου, μέσω της κρίσεως και της οργής τού Θεού. Είναι και αυτό ένα μέσον το όποιο κι αυτό άχρι καιρού, αν το καλλιεργήση
ο άνθρωπος, τού προκαλεί τις καλές αυτές αφορμές πού είπα, για να τον οδηγήση στην πραγματική κάθαρση και εν συνεχεία στον φωτισμό και τον αγιασμό. Είναι επίνοιες αυτές με
τις οποίες βοηθά η θεία Χάρις και ολοκληρώνεται έτσι η ανθρώπινη προσωπικότητα. Πάντως όλα ξεκινούν από την προαίρεση. Η προαίρεση τού ανθρώπου τα προγραμματίζει,
η δύναμη της μετανοίας τα εφαρμόζει και η Χάρις με την παρουσία της τα ολοκληρώνει.
Επειδή, ιδίως η μνήμη τού θανάτου είναι φυσικό φαινόμενο, είναι έργο εύκολο και συνάμα επωφελέστατο. Βλέπεις έναν άνθρωπο ο όποιος μπορεί να συγκεντρώση τόσες ιδιοφυΐες,
ώστε να μπορή να κυβέρνηση όλη τη γη, να επινοήση τόσους τρόπους για να ευκολύνη την ζωή των ανθρώπων και να κάνη τόσα καλά, ώστε να ξεκουράση ολόκληρα έθνη και
φυλές, και τον βλέπεις, μπροστά στον θάνατο, αμέσως να σκύβη, να υποκύπτη και να διαλύεται! Όλα αυτά πραγματικά συγκλονίζουν τον άνθρωπο και τον βοηθούν στο να
προχωρήση επιτυχώς στον θειο φόβο.
Εδώ είναι η πραγματικότης. Δεν είναι μια θεωρία την οποίαν πλάθει κανείς και ανάλογα μπορεί να την πιάση. Κάθε ένας γνωρίζει το γενεαλογικό του δένδρο. Πού είναι οι γονείς
μας; πού είναι η μητέρα μας και τόσα άλλα αγαπητά πρόσωπα; Αυτός είναι ο πραγματικός καθρέπτης πού δείχνει την ουσία της προσωρινής ζωής, εδώ είναι ο θάνατος.
Αυτή η εργασία όμως θέλει επίνοιες συνεχώς και κυρίως φαίνεται αποτελεσματική στις κατάλληλες στιγμές πού οι επίνοιες λειτουργούν και αποδίδουν διότι έρχεται η αμαρτία υπό
τη μορφήν της πλάνης και της απάτης για να ερεθίση ιδίως την νεανική ηλικία στον ηδονισμό. Και παριστάνει στον άνθρωπο την ηδονή ως ένα χρήσιμο και όμορφο πράγμα,
πού είναι κρίμα να το στερείται, και σέρνει τον νου του εκεί. Αυτή την ώρα πού γαργαλίζει ο διάβολος και αρπάζει την φαντασία και την θέτει πάνω στην ηδονή φέρνοντας τα πάντα
στο ζενίθ για να λυγίση την προαίρεση, άρπαξε εσύ την μορφή του θανάτου και θέσε την αντίκρυ. Μόλις πλησιάση η μορφή του θανάτου εκεί, όλα χάνονται. Διότι εκείνα είναι ψεύδη,
δεν είναι πραγματικά. Είναι επίνοιες επίπλαστες υπό την μορφή της απάτης, όπως συνηθίζει ο διάβολος να παρουσιάζει την αμαρτία. Αντιθέτως, η μορφή του θανάτου είναι
πραγματικότης, δεν είναι επίνοια. Αλήθεια, πού είναι οι ένδοξοι; Πού είναι οι πλούσιοι; Πού είναι οι τίμιοι; Το βεβαιότερο πράγμα στην ζωή τού ανθρώπου είναι ο θάνατος. Όλα τα
άλλα αποτυγχάνουν. Ο θάνατος όμως ποτέ, ποτέ! Διότι τα άλλα όλα πού προβάλλει η ποικίλη μορφή της απάτης, της αμαρτίας είναι ψευδή. Μας παριστάνει τώρα, στη νεανική
ηλικία, μια γυναίκα με το κάλλος της, για να μας προκαλέση ηδονή. Γι αυτή την περίπτωση ο Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος επινοούσε, όπως ο ίδιος αναφέρει, έναν ωραίο
πρακτικό τρόπο πού είχε μεγάλη επιτυχία. Όταν τού παρουσιαζόταν ως προσβολή ένα τέτοιο πρόσωπο, αμέσως τού έβγαζε τα μάτια, τού έκοβε τα χείλη και το παρίστανε μέσα
από τις μορφές τού θανάτου. Έτσι τυπώθηκε μέσα του αυτή η μνήμη και έμεινε μόνιμη. Ύστερα, όλους τούς ανθρώπους τούς έβλεπε υπό την μορφή αυτή τού θανάτου και δεν
σκανδαλίστηκε ποτέ. Βλέπετε ότι η επίνοια αυτή είναι πάρα πολύ χρήσιμη; Διότι εκείνος πού είναι έξυπνος, κάνει αυτές τις εναλλαγές, διότι ο αγαπών την εαυτού σωτηρίαν,
μηχανεύεται. Μετά την πτώση, ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια συνεχή μάχη. Ο διάβολος και η αμαρτία προσπαθούν να απατήσουν τον άνθρωπο. Πράγματι, η αμαρτωλότης είναι
απάτη πού οδηγεί στον διχασμό της προσωπικότητος. Είναι καταστροφή της αξιοπρέπειας. Είναι διαφθορά. Πλανά τον άνθρωπο, τον παρασύρει στην διαφθορά, όπου και τον
καταστρέφει. Επομένως, είναι απαραίτητο καθήκον μας να βρισκόμαστε διαρκώς σε άμυνα, διότι προηγείται της πρακτικής μάχης η διανοητική. Εάν στον διανοητικό πόλεμο ο
άνθρωπος είναι προσεκτικός, ποτέ δεν θα φθάση στην ανάγκη να αναγκασθή πρακτικά να αντισταθή. Αν η αμαρτία προσπαθή να μας απατήση με δόλο και να μας προσφέρη
κάτι χρήσιμο το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι, είμαστε υποχρεωμένοι κι εμείς να αντιστεκόμαστε σ’ αυτή την προσβολή της.
Άρα, το θέμα της σωτηρίας δεν είναι, όπως φαντάζεται κανείς, θεωρητικό, ούτε μαγικό ή μηχανικό. Όχι! Είναι πραγματική μάχη. Ο μεν διάβολος ωθεί να μας φράξη τον δρόμο και
μείς αντιστεκόμαστε και τού χαλάμε τα σχέδια. Εάν βέβαια δεν υπήρχε και η σύμπραξη της Χάριτος μαζί μας, οι δικές μας μόνο επίνοιες, δεν θα ήταν δυνατόν να φέρουν
αποτέλεσμα διότι είναι άνισος ο πόλεμος και δεν θα τα βγάζαμε πέρα. Αλλά η θεία Χάρις, τον τρόπο αυτό της δικής μας αντιστάσεως τον ενισχύει, διότι τοις αγαπώσι τον Θεόν,
πάντα συνεργεί εις αγαθόν. Έρχεται τότε η θεία Χάρις και βλέπουσα την πρακτική μας αντίδραση, επεμβαίνει και εξουδετερώνει τον σατανά και μαζί με αυτόν διώχνει και τα πάθη
και όλα τα κακά. Αντί δε τούτων, εισάγει σαν μόνιμη κατάσταση τις αρετές, οι οποίες εν συνεχεία μεταβάλλονται σε χαρίσματα. Αυτός είναι ο τρόπος. Αμήν.
Το να παραμείνη όμως αυτό ως ενδημούσα κατάσταση, είναι μόνο δωρεά καθαρά της Χάριτος. Όταν κάποιος επιθυμή τον φόβο τού Θεού και κρατάη με λεπτομέρεια την
συνείδησή του, τον αξιώνει η θεία Χάρις και έρχεται μέσα του ως ενδημούσα κατάσταση ο θειος φόβος. Και έτσι αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται σε συνεχή επιφυλακή. Μετά,
δεν τον αφήνει να ησυχάση ούτε νύκτα, ούτε μέρα ο φόβος τού Θεού. Τού παριστάνει συνεχώς τον Θεόν ως κριτήν, τού παριστάνει συνεχώς το καθήκον του ως έναν απαράβατον
όρο, και αλλοίμονο του αν το παραβή. Και μέχρι σε τέτοιο σημείο μπορεί να αυξηθή αυτό, πού τού κόβεται η αναπνοή από τον φόβο. Ούτε να φάη τον αφήνει, ούτε να κοιμηθή,
ούτε να ειρηνεύση. Και αυτό όταν παραμένη μόνο σαν ενδημούσα κατάσταση, τότε έχομε την ενέργεια τού Θείου φόβου.
Υπό αυτή την έννοια είναι και τα δύο υπόλοιπα χαρίσματα. Όπως της κατανύξεως το χάρισμα, πού ερεθίζει κανείς τον εαυτό του σε πένθος και μετά σε κλάμα. Το κλάμα είναι
γέννημα τού πένθους. Το πένθος όταν παραμείνει μόνιμα διά της Χάριτος, ως δωρεά, τότε φέρνει και το κλάμα. Όταν επιθυμή αυτό το πράγμα ο άνθρωπος, συνεχώς ενθυμείται
ότι ελύπησε τον Θεό. Αναλογίζεται μέσα του την αγάπη του Θεού και όλη την κοσμοσωτήριο οικονομία, όλους τούς υπόλοιπους τρόπους στο πώς ο Θεός δημιούργησε τα πάντα
και τα προνοεί, τον τρόπο πού ανέχεται την ανθρώπινη αποστασία, παρ’ όλο πού την ευεργέτησε με την κένωσή Του. Ύστερα το γυρίζει και σ’ αυτή την δική του προσωπική
ατέλεια και προδοσία, την οποία προκαλεί στην θεία Χάριν με την σπατάλη της ανοχής του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο προκαλεί μια λυπηρά κατάσταση μέσα του. Αυτή είναι και
η αρχή του πένθους.
Όταν ο αγωνιστής επιμένη και το προκαλή, τότε η Θεία Χάρις του δίνει το χάρισμα του πένθους, ώστε να βρίσκεται συνεχώς σε μια λυπηρά πενθική κατάσταση, σε όλη του τη ζωή,
αν προσέχη βέβαια την συνείδησή του. Γιατί το πένθος είναι πάρα πολύ λεπτό και ευγενές, δεν ανέχεται να παραβιάση την συνείδησή του αυτός πού το έχει, ιδίως στο ζήτημα της
αγάπης. Αν πληγώση, αν καταφρονήση, αν αδικήση, αν κατακρίνη κάποιον, το πένθος αμέσως τον απειλεί και αν δεν διορθωθή, τότε φεύγει και τον αφήνει. Αν κρατήση με
συνείδηση το πένθος,, αυτό φέρνει το δάκρυ. Και αυτό είναι άχρι καιρού, δεν είναι πάντοτε, ανάλογα με ποιά πάθη και τί χαρακτήρα έχει. Υπάρχουν μερικοί χαρακτήρες πού είναι
πολύ σκληροί, ή άλλοι πού έχουν αμαρτήματα παρά φύσιν και τα όποια χρειάζονται περισσότερα δάκρυα. Σ’ αυτούς παραμένει η θεία Χάρις για μεγαλύτερο διάστημα, έως ότου
ξέρει αυτή πότε θα τούς καθαρίση. Μετά φεύγει αυτό, εναλλάσσεται μάλλον, και έρχεται η αίσθηση η εν Θεώ. Αρχίζει η αίσθηση της αγάπης του Θεού, οπόταν πλέον παύει ο φόβος,
παύει το πένθος του πόνου για την ενοχή και παραμένει ένα πένθος από αγάπη. Και είναι αδιάλειπτο, δεν φεύγει. Αλλά αυτό δεν είναι πένθος, υπό την στενή σημασία του όρου,
διότι δεν κλαίει γιατί αμάρτησε ή γιατί λύπησε τον Θεόν. Αυτά δεν μπορεί να τα ενθυμηθή, έχουν φύγει, δεν υφίστανται πλέον. Αλλά κλαίει από αγάπη, συνεχώς ενθυμούμενος την
αγάπη τού Θεού. Αυτό παραμένει και είναι αμετάβλητο. Το ίδιο είναι και η μνήμη τού θανάτου. Η μνήμη τού θανάτου είναι ένας καλός παράγων για να ενίσχυση κανείς μέσα του τον
θείο φόβο και από τον θείο φόβο να έλθη το πένθος. Προηγείται η μνήμη τού θανάτου, ως μέσον, εάν ξέρει ο άνθρωπος να την χειρισθή. Εάν το καλλιεργήση ως μέσον, πολύ τον
βοηθεί. Διότι μπροστά στη μνήμη τού θανάτου δεν ισχύουν ούτε οι πονηριές τού διαβόλου, ούτε οι διάφορες υπεκφυγές πού προβάλλει η ακηδία. Μπροστά στον καθρέπτη τού
θανάτου, τα πάντα είναι γυμνά. Εκεί ο άνθρωπος συγκλονίζεται ολόκληρος. Μπροστά στον θάνατο φαίνεται ποιος είναι ο άνθρωπος.
Η μνήμη τού θανάτου ενισχύει και τελειοποιεί τον θείο φόβο, ο όποιος φέρνει το πένθος και οδηγεί προς την κάθαρση. Μετά την κάθαρση, έρχεται ο φωτισμός.
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος εκδηλώσεως τού θείου φόβου, μέσω της κρίσεως και της οργής τού Θεού. Είναι και αυτό ένα μέσον το όποιο κι αυτό άχρι καιρού, αν το καλλιεργήση
ο άνθρωπος, τού προκαλεί τις καλές αυτές αφορμές πού είπα, για να τον οδηγήση στην πραγματική κάθαρση και εν συνεχεία στον φωτισμό και τον αγιασμό. Είναι επίνοιες αυτές με
τις οποίες βοηθά η θεία Χάρις και ολοκληρώνεται έτσι η ανθρώπινη προσωπικότητα. Πάντως όλα ξεκινούν από την προαίρεση. Η προαίρεση τού ανθρώπου τα προγραμματίζει,
η δύναμη της μετανοίας τα εφαρμόζει και η Χάρις με την παρουσία της τα ολοκληρώνει.
Επειδή, ιδίως η μνήμη τού θανάτου είναι φυσικό φαινόμενο, είναι έργο εύκολο και συνάμα επωφελέστατο. Βλέπεις έναν άνθρωπο ο όποιος μπορεί να συγκεντρώση τόσες ιδιοφυΐες,
ώστε να μπορή να κυβέρνηση όλη τη γη, να επινοήση τόσους τρόπους για να ευκολύνη την ζωή των ανθρώπων και να κάνη τόσα καλά, ώστε να ξεκουράση ολόκληρα έθνη και
φυλές, και τον βλέπεις, μπροστά στον θάνατο, αμέσως να σκύβη, να υποκύπτη και να διαλύεται! Όλα αυτά πραγματικά συγκλονίζουν τον άνθρωπο και τον βοηθούν στο να
προχωρήση επιτυχώς στον θειο φόβο.
Εδώ είναι η πραγματικότης. Δεν είναι μια θεωρία την οποίαν πλάθει κανείς και ανάλογα μπορεί να την πιάση. Κάθε ένας γνωρίζει το γενεαλογικό του δένδρο. Πού είναι οι γονείς
μας; πού είναι η μητέρα μας και τόσα άλλα αγαπητά πρόσωπα; Αυτός είναι ο πραγματικός καθρέπτης πού δείχνει την ουσία της προσωρινής ζωής, εδώ είναι ο θάνατος.
Αυτή η εργασία όμως θέλει επίνοιες συνεχώς και κυρίως φαίνεται αποτελεσματική στις κατάλληλες στιγμές πού οι επίνοιες λειτουργούν και αποδίδουν διότι έρχεται η αμαρτία υπό
τη μορφήν της πλάνης και της απάτης για να ερεθίση ιδίως την νεανική ηλικία στον ηδονισμό. Και παριστάνει στον άνθρωπο την ηδονή ως ένα χρήσιμο και όμορφο πράγμα,
πού είναι κρίμα να το στερείται, και σέρνει τον νου του εκεί. Αυτή την ώρα πού γαργαλίζει ο διάβολος και αρπάζει την φαντασία και την θέτει πάνω στην ηδονή φέρνοντας τα πάντα
στο ζενίθ για να λυγίση την προαίρεση, άρπαξε εσύ την μορφή του θανάτου και θέσε την αντίκρυ. Μόλις πλησιάση η μορφή του θανάτου εκεί, όλα χάνονται. Διότι εκείνα είναι ψεύδη,
δεν είναι πραγματικά. Είναι επίνοιες επίπλαστες υπό την μορφή της απάτης, όπως συνηθίζει ο διάβολος να παρουσιάζει την αμαρτία. Αντιθέτως, η μορφή του θανάτου είναι
πραγματικότης, δεν είναι επίνοια. Αλήθεια, πού είναι οι ένδοξοι; Πού είναι οι πλούσιοι; Πού είναι οι τίμιοι; Το βεβαιότερο πράγμα στην ζωή τού ανθρώπου είναι ο θάνατος. Όλα τα
άλλα αποτυγχάνουν. Ο θάνατος όμως ποτέ, ποτέ! Διότι τα άλλα όλα πού προβάλλει η ποικίλη μορφή της απάτης, της αμαρτίας είναι ψευδή. Μας παριστάνει τώρα, στη νεανική
ηλικία, μια γυναίκα με το κάλλος της, για να μας προκαλέση ηδονή. Γι αυτή την περίπτωση ο Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος επινοούσε, όπως ο ίδιος αναφέρει, έναν ωραίο
πρακτικό τρόπο πού είχε μεγάλη επιτυχία. Όταν τού παρουσιαζόταν ως προσβολή ένα τέτοιο πρόσωπο, αμέσως τού έβγαζε τα μάτια, τού έκοβε τα χείλη και το παρίστανε μέσα
από τις μορφές τού θανάτου. Έτσι τυπώθηκε μέσα του αυτή η μνήμη και έμεινε μόνιμη. Ύστερα, όλους τούς ανθρώπους τούς έβλεπε υπό την μορφή αυτή τού θανάτου και δεν
σκανδαλίστηκε ποτέ. Βλέπετε ότι η επίνοια αυτή είναι πάρα πολύ χρήσιμη; Διότι εκείνος πού είναι έξυπνος, κάνει αυτές τις εναλλαγές, διότι ο αγαπών την εαυτού σωτηρίαν,
μηχανεύεται. Μετά την πτώση, ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια συνεχή μάχη. Ο διάβολος και η αμαρτία προσπαθούν να απατήσουν τον άνθρωπο. Πράγματι, η αμαρτωλότης είναι
απάτη πού οδηγεί στον διχασμό της προσωπικότητος. Είναι καταστροφή της αξιοπρέπειας. Είναι διαφθορά. Πλανά τον άνθρωπο, τον παρασύρει στην διαφθορά, όπου και τον
καταστρέφει. Επομένως, είναι απαραίτητο καθήκον μας να βρισκόμαστε διαρκώς σε άμυνα, διότι προηγείται της πρακτικής μάχης η διανοητική. Εάν στον διανοητικό πόλεμο ο
άνθρωπος είναι προσεκτικός, ποτέ δεν θα φθάση στην ανάγκη να αναγκασθή πρακτικά να αντισταθή. Αν η αμαρτία προσπαθή να μας απατήση με δόλο και να μας προσφέρη
κάτι χρήσιμο το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι, είμαστε υποχρεωμένοι κι εμείς να αντιστεκόμαστε σ’ αυτή την προσβολή της.
Άρα, το θέμα της σωτηρίας δεν είναι, όπως φαντάζεται κανείς, θεωρητικό, ούτε μαγικό ή μηχανικό. Όχι! Είναι πραγματική μάχη. Ο μεν διάβολος ωθεί να μας φράξη τον δρόμο και
μείς αντιστεκόμαστε και τού χαλάμε τα σχέδια. Εάν βέβαια δεν υπήρχε και η σύμπραξη της Χάριτος μαζί μας, οι δικές μας μόνο επίνοιες, δεν θα ήταν δυνατόν να φέρουν
αποτέλεσμα διότι είναι άνισος ο πόλεμος και δεν θα τα βγάζαμε πέρα. Αλλά η θεία Χάρις, τον τρόπο αυτό της δικής μας αντιστάσεως τον ενισχύει, διότι τοις αγαπώσι τον Θεόν,
πάντα συνεργεί εις αγαθόν. Έρχεται τότε η θεία Χάρις και βλέπουσα την πρακτική μας αντίδραση, επεμβαίνει και εξουδετερώνει τον σατανά και μαζί με αυτόν διώχνει και τα πάθη
και όλα τα κακά. Αντί δε τούτων, εισάγει σαν μόνιμη κατάσταση τις αρετές, οι οποίες εν συνεχεία μεταβάλλονται σε χαρίσματα. Αυτός είναι ο τρόπος. Αμήν.