Τόμος Β' Κεφάλαιο Η'
7. Είπε ο αββάς Ησαϊας:
“Νομίζω πώς είναι πολύ σπουδαίο και πολύτιμο αγαθό να νικήσει κανείς την κενοδοξία και να προκόψει στη γνώση του Θεού. Γιατί αυτός που πέφτει στην εξουσία αυτού του πονηρού πάθους της κενοδοξίας, γίνεται ξένος προς την ειρήνη, σκληραίνει η καρδιά του προς τους εν Χριστώ αδελφούς και τελική συμφορά του είναι ότι πέφτει στην υψηλοφροσύνη, δηλαδή στην υπερηφάνεια, που είναι η μάνα όλων των κακών.
Εσύ όμως, πιστέ δούλε του Χριστού, κράτα κρυφή την εργασία σου, και με πόνο καρδιάς φρόντισε να μη χάσεις τον μισθό της εργασίας σου εξαιτίας της ανθρωπαρέσκειας. Γιατί αυτός που κάνει κάτι για να επιδειχθεί στους ανθρώπους απομακρύνεται από τον μισθό του, όπως είπε ο Κύριος”.
12. Πήγε άλλος αδελφός σ΄ αυτόν (στον αββά Θεόδωρο της Φέρμης) και άρχισε να μιλάει και να ερευνά για πράγματα, τα οποία ακόμη δεν είχε αρχίσει να τα εφαρμόζει. Και του λέει ο Γέροντας:
“Ακόμη δεν βρήκες πλοίο, ούτε τις αποσκευές σου φόρτωσες, και πριν ταξιδέψεις, έφτασες κιόλας σ΄ εκείνη την πόλη;
Πρώτα άρχισε την εργασία και καθώς την κάνεις, θα φθάσεις σ΄ αυτά που τώρα λες”.
16. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Μάθε στην καρδιά σου να εφαρμόζει αυτά που διδάσκει η γλώσσα σου”.
17. Είπε επίσης:
“Οι άνθρωποι παρουσιάζουν με πληρότητα τη διδασκαλία, αλλά ελάχιστα απ΄ αυτά εφαρμόζουν”.
20. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Εκείνος που με κάθε τρόπο επιδιώκει τη φιλία των ανθρώπων, απομακρύνεται εντελώς από τη φιλία του Θεού.
Δεν είναι καλό να θέλει κανείς να αρέσει σε όλους. Γιατί η Γραφή λέει:
Αλίμονο σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν”.
22. Ο αββάς Αμμούν της Ραϊθούς ρώτησε τον αββά Σισόη:
“Όταν διαβάζω την Αγία Γραφή γυρεύει ο λογισμός μου να φτιάξει κάποιες ωραίες φράσεις, για να έχω ν΄ απαντώ, όταν με ρωτούν”.
Κι ο Γέροντας του λέει:
“Δεν χρειάζεται. Καλύτερα είναι από την καθαρότητα του νου (της καρδιάς) να αποκτήσεις και το να μη μεριμνάς τι θα πιεις, και σωστά να
μιλάς”.
26. Είπε η αγία Συγκλητική:
“Όπως ακριβώς ο θησαυρός όταν βγει στο φανερό, με τον καιρό λιγοστεύει και τελικά εξαφανίζεται, κατά τον ίδιο τρόπο και η αρετή, όταν γίνεται γνωστή και κοινοποιείται, χάνεται. Και όπως το κερί λιώνει, όταν πλησιάσει τη φωτιά, το ίδιο και η ψυχή διασκορπίζεται από τους επαίνους και χαλαρώνει”.
28. Κάποια φορά που καθόταν ο αββάς Τιθόης, κοντά εκεί ήταν ένας αδελφός αλλά δεν το ήξερε αυτό και στέναξε, και δεν κατάλαβε ότι ήταν ο αδελφός δίπλα, γιατί βρισκόταν σε έκσταση. Κατόπιν όμως του έβαλε μετάνοια και είπε: “Συγχώρεσέ με, αδελφέ, δεν έγινα ακόμα μοναχός, αφού στέναξα μπροστά σου”.
31. Ένας αδελφός, ασκητής που δεν έτρωγε ψωμί, επισκέφθηκε κάποιον ονομαστό Γέροντα. Βρέθηκαν εκεί τη μέρα εκείνη κι άλλοι ξένοι και μαγείρεψε ο Γέροντας για χάρη τους λίγο φαγητό. Όταν κάθισαν να φάνε, ο ασκητής έβαλε για τον εαυτό του μόνο ρεβίθια μουσκεμένα και έτρωγε.
Όταν σηκώθηκαν απ΄ το τραπέζι, τον πήρε ιδιαίτερα ο Γέροντας και του ΄πε:
“Αδελφέ, όταν επισκέπτεσαι κάποιον, μη δείχνεις τη μοναχική σου άσκηση. Αν, πάλι, θέλεις να κρατάς οπωσδήποτε την άσκησή σου, να κάθεσαι στο κελί σου και να μην πηγαίνεις πουθενά”.
Ο ασκητής πήρε ένα καλό μάθημα από τα λόγια του Γέροντα και στο εξής στις συναντήσεις με τους αδελφούς δεν ξεχώριζε.
32. Είπε κάποιος από τους Πατέρες ότι στις όχθες του ποταμού, κοντά στο χωριό όπου ο μακάριος Σιλουανός ζούσε στην Παλαιστίνη, κατοικούσε ένας αδελφός που προσποιούνταν τον σαλό. Έτσι, κάθε φορά που τον συναντούσε κάποιος αδελφός, άρχιζε και γελούσε. Γι αυτό λοιπόν κι εκείνος τον άφηνε κι έφευγε.
Συνέβη κάποια φορά να επισκεφθούν τον αββά Σιλουανό τρεις Πατέρες.
Και αφού έκαναν προσευχή, τον παρακάλεσαν να στείλει κάποιον μαζί τους για να δουν τους αδελφούς μέσα στα κελιά τους. Είπαν επίσης στον Γέροντα:
“Κάνε αγάπη και δώσε εντολή στον αδελφό να μας πάει σ΄ όλους”.
Και ο Γέροντας ενώπιόν τους είπε στον αδελφό:
“Να πας τους Πατέρες σε όλους”.
Ιδιαίτερα όμως του παρήγγειλε:
“Πρόσεξε, να μην τους πάς σ΄ εκείνον τον σαλό, για να μην σκανδαλισθούν”.
Καθώς περνούσαν απ΄ τα κελιά των αδελφών οι Πατέρες, έλεγαν στον οδηγό τους:
“Δείξε αγάπη να μας πας σε όλους”.
Και απαντούσε εκείνος:
“Βεβαίως”.
Όμως δεν τους πήγε στο κελί του σαλού σύμφωνα με την εντολή του Γέροντα.
Όταν επέστρεψαν στον Γέροντα τους είπε:
“Είδατε τους αδελφούς;”
“Ναι -του είπαν- και ευχαριστούμε. Αλλά λυπούμαστε που δεν πήγαμε σ΄ όλους”.
Ρωτάει τότε ο Γέροντας τον οδηγό τους:
“Δεν σου είπα να τους πάς σε όλους;”
“Έτσι έκανα, πάτερ” απάντησε ο αδελφός.
Αλλά και την ώρα που έφευγαν οι Πατέρες είπαν πάλι στον Γέροντα:
“Αληθινά σας είμαστε ευγνώμονες, που είδαμε τους αδελφούς, για ένα μόνο λυπούμαστε που δεν τους είδαμε όλους”.
Παίρνει τότε ο αδελφός τον Γέροντα ιδιαίτερα και του λέει:
“Στον σαλό αδελφό δεν τους πήγα”.
Αφού έφυγαν οι Πατέρες, ο Γέροντας καλοσκέφτηκε αυτό που έγινε, σηκώνεται λοιπόν και πάει στον αδελφό που προσποιούνταν τον σαλό.
Χωρίς να χτυπήσει, ανοίγει σιγά-σιγά το μάνδαλο και αιφνιδιάζει τον αδελφό.
Εκείνος καθισμένος έκανε την πνευματική του εργασία και είχε δύο καλαθάκια, το ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά.
Σαν είδε τον Γέροντα, άρχισε -όπως συνήθιζε- να γελάει. Κι ο Γέροντας του λέει:
“Άσ΄ τα τώρα αυτά και πες μου ποια είναι η άσκησή σου”.
Εκείνος πάλι γελούσε. Συνέχισε ο αββάς Σιλουανός:
“Το ξέρεις πολύ καλά ότι εκτός Σαββάτου και Κυριακής δεν βγαίνω από το κελί, αλλά τώρα ήρθα μεσοβδόμαδα, γιατί ο Θεός μ΄ έστειλε εδώ”.
Φοβήθηκε ο αδελφός και βάζοντας μετάνοια στον Γέροντα, του λέει:
“Συγχώρεσέ με, πάτερ. Κάθε πρωί αρχίζω την πνευματική μου εργασία έχοντας τα χαλίκια αυτά μπροστά μου. Εάν μου έρθει καλός λογισμός, ρίχνω ένα χαλίκι στο δεξιό ζεμπίλι, αν έρθει πονηρός λογισμός, ρίχνω στο αριστερό. Το απόγευμα μετρώ τα χαλίκια και αν του δεξιού είναι περισσότερα, τρώγω, αν όμως του αριστερού είναι περισσότερα, δεν τρώγω.
Την επόμενη μέρα πάλι εάν μου έρθει πονηρός λογισμός, λέγω στον εαυτό μου: Πρόσεξε τι κάνεις, γιατί πάλι δεν θα φας”.
Θαύμασε σαν τ΄ άκουσε ο αββάς Σιλουανός, και είπε:
“Πράγματι οι Πατέρες που ήρθαν σήμερα άγιοι άγγελοι ήταν, που ήθελαν να κάνουν γνωστή την αρετή του αδελφού.
Γιατί και με την παρουσία τους ένιωσα μεγάλη χαρά και ευφροσύνη πνευματική”.
37. Είπε ένας Γέροντας:
“Εκείνος που φανερώνει τα καλά του έργα και τα κάνει γνωστά στον κόσμο, μοιάζει με τον σποριά που ρίχνει τον σπόρο στην επιφάνεια της γης και έρχονται τα πτηνά του ουρανού και τον τρώνε. Ενώ εκείνος πού κρύβει την άσκησή του, όπως βάζει ο σποριάς τον σπόρο μέσα στης γης τα αυλάκια, αυτός ακριβώς θα έχει άφθονη συγκομιδή”.
7. Είπε ο αββάς Ησαϊας:
“Νομίζω πώς είναι πολύ σπουδαίο και πολύτιμο αγαθό να νικήσει κανείς την κενοδοξία και να προκόψει στη γνώση του Θεού. Γιατί αυτός που πέφτει στην εξουσία αυτού του πονηρού πάθους της κενοδοξίας, γίνεται ξένος προς την ειρήνη, σκληραίνει η καρδιά του προς τους εν Χριστώ αδελφούς και τελική συμφορά του είναι ότι πέφτει στην υψηλοφροσύνη, δηλαδή στην υπερηφάνεια, που είναι η μάνα όλων των κακών.
Εσύ όμως, πιστέ δούλε του Χριστού, κράτα κρυφή την εργασία σου, και με πόνο καρδιάς φρόντισε να μη χάσεις τον μισθό της εργασίας σου εξαιτίας της ανθρωπαρέσκειας. Γιατί αυτός που κάνει κάτι για να επιδειχθεί στους ανθρώπους απομακρύνεται από τον μισθό του, όπως είπε ο Κύριος”.
12. Πήγε άλλος αδελφός σ΄ αυτόν (στον αββά Θεόδωρο της Φέρμης) και άρχισε να μιλάει και να ερευνά για πράγματα, τα οποία ακόμη δεν είχε αρχίσει να τα εφαρμόζει. Και του λέει ο Γέροντας:
“Ακόμη δεν βρήκες πλοίο, ούτε τις αποσκευές σου φόρτωσες, και πριν ταξιδέψεις, έφτασες κιόλας σ΄ εκείνη την πόλη;
Πρώτα άρχισε την εργασία και καθώς την κάνεις, θα φθάσεις σ΄ αυτά που τώρα λες”.
16. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Μάθε στην καρδιά σου να εφαρμόζει αυτά που διδάσκει η γλώσσα σου”.
17. Είπε επίσης:
“Οι άνθρωποι παρουσιάζουν με πληρότητα τη διδασκαλία, αλλά ελάχιστα απ΄ αυτά εφαρμόζουν”.
20. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Εκείνος που με κάθε τρόπο επιδιώκει τη φιλία των ανθρώπων, απομακρύνεται εντελώς από τη φιλία του Θεού.
Δεν είναι καλό να θέλει κανείς να αρέσει σε όλους. Γιατί η Γραφή λέει:
Αλίμονο σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν”.
22. Ο αββάς Αμμούν της Ραϊθούς ρώτησε τον αββά Σισόη:
“Όταν διαβάζω την Αγία Γραφή γυρεύει ο λογισμός μου να φτιάξει κάποιες ωραίες φράσεις, για να έχω ν΄ απαντώ, όταν με ρωτούν”.
Κι ο Γέροντας του λέει:
“Δεν χρειάζεται. Καλύτερα είναι από την καθαρότητα του νου (της καρδιάς) να αποκτήσεις και το να μη μεριμνάς τι θα πιεις, και σωστά να
μιλάς”.
26. Είπε η αγία Συγκλητική:
“Όπως ακριβώς ο θησαυρός όταν βγει στο φανερό, με τον καιρό λιγοστεύει και τελικά εξαφανίζεται, κατά τον ίδιο τρόπο και η αρετή, όταν γίνεται γνωστή και κοινοποιείται, χάνεται. Και όπως το κερί λιώνει, όταν πλησιάσει τη φωτιά, το ίδιο και η ψυχή διασκορπίζεται από τους επαίνους και χαλαρώνει”.
28. Κάποια φορά που καθόταν ο αββάς Τιθόης, κοντά εκεί ήταν ένας αδελφός αλλά δεν το ήξερε αυτό και στέναξε, και δεν κατάλαβε ότι ήταν ο αδελφός δίπλα, γιατί βρισκόταν σε έκσταση. Κατόπιν όμως του έβαλε μετάνοια και είπε: “Συγχώρεσέ με, αδελφέ, δεν έγινα ακόμα μοναχός, αφού στέναξα μπροστά σου”.
31. Ένας αδελφός, ασκητής που δεν έτρωγε ψωμί, επισκέφθηκε κάποιον ονομαστό Γέροντα. Βρέθηκαν εκεί τη μέρα εκείνη κι άλλοι ξένοι και μαγείρεψε ο Γέροντας για χάρη τους λίγο φαγητό. Όταν κάθισαν να φάνε, ο ασκητής έβαλε για τον εαυτό του μόνο ρεβίθια μουσκεμένα και έτρωγε.
Όταν σηκώθηκαν απ΄ το τραπέζι, τον πήρε ιδιαίτερα ο Γέροντας και του ΄πε:
“Αδελφέ, όταν επισκέπτεσαι κάποιον, μη δείχνεις τη μοναχική σου άσκηση. Αν, πάλι, θέλεις να κρατάς οπωσδήποτε την άσκησή σου, να κάθεσαι στο κελί σου και να μην πηγαίνεις πουθενά”.
Ο ασκητής πήρε ένα καλό μάθημα από τα λόγια του Γέροντα και στο εξής στις συναντήσεις με τους αδελφούς δεν ξεχώριζε.
32. Είπε κάποιος από τους Πατέρες ότι στις όχθες του ποταμού, κοντά στο χωριό όπου ο μακάριος Σιλουανός ζούσε στην Παλαιστίνη, κατοικούσε ένας αδελφός που προσποιούνταν τον σαλό. Έτσι, κάθε φορά που τον συναντούσε κάποιος αδελφός, άρχιζε και γελούσε. Γι αυτό λοιπόν κι εκείνος τον άφηνε κι έφευγε.
Συνέβη κάποια φορά να επισκεφθούν τον αββά Σιλουανό τρεις Πατέρες.
Και αφού έκαναν προσευχή, τον παρακάλεσαν να στείλει κάποιον μαζί τους για να δουν τους αδελφούς μέσα στα κελιά τους. Είπαν επίσης στον Γέροντα:
“Κάνε αγάπη και δώσε εντολή στον αδελφό να μας πάει σ΄ όλους”.
Και ο Γέροντας ενώπιόν τους είπε στον αδελφό:
“Να πας τους Πατέρες σε όλους”.
Ιδιαίτερα όμως του παρήγγειλε:
“Πρόσεξε, να μην τους πάς σ΄ εκείνον τον σαλό, για να μην σκανδαλισθούν”.
Καθώς περνούσαν απ΄ τα κελιά των αδελφών οι Πατέρες, έλεγαν στον οδηγό τους:
“Δείξε αγάπη να μας πας σε όλους”.
Και απαντούσε εκείνος:
“Βεβαίως”.
Όμως δεν τους πήγε στο κελί του σαλού σύμφωνα με την εντολή του Γέροντα.
Όταν επέστρεψαν στον Γέροντα τους είπε:
“Είδατε τους αδελφούς;”
“Ναι -του είπαν- και ευχαριστούμε. Αλλά λυπούμαστε που δεν πήγαμε σ΄ όλους”.
Ρωτάει τότε ο Γέροντας τον οδηγό τους:
“Δεν σου είπα να τους πάς σε όλους;”
“Έτσι έκανα, πάτερ” απάντησε ο αδελφός.
Αλλά και την ώρα που έφευγαν οι Πατέρες είπαν πάλι στον Γέροντα:
“Αληθινά σας είμαστε ευγνώμονες, που είδαμε τους αδελφούς, για ένα μόνο λυπούμαστε που δεν τους είδαμε όλους”.
Παίρνει τότε ο αδελφός τον Γέροντα ιδιαίτερα και του λέει:
“Στον σαλό αδελφό δεν τους πήγα”.
Αφού έφυγαν οι Πατέρες, ο Γέροντας καλοσκέφτηκε αυτό που έγινε, σηκώνεται λοιπόν και πάει στον αδελφό που προσποιούνταν τον σαλό.
Χωρίς να χτυπήσει, ανοίγει σιγά-σιγά το μάνδαλο και αιφνιδιάζει τον αδελφό.
Εκείνος καθισμένος έκανε την πνευματική του εργασία και είχε δύο καλαθάκια, το ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά.
Σαν είδε τον Γέροντα, άρχισε -όπως συνήθιζε- να γελάει. Κι ο Γέροντας του λέει:
“Άσ΄ τα τώρα αυτά και πες μου ποια είναι η άσκησή σου”.
Εκείνος πάλι γελούσε. Συνέχισε ο αββάς Σιλουανός:
“Το ξέρεις πολύ καλά ότι εκτός Σαββάτου και Κυριακής δεν βγαίνω από το κελί, αλλά τώρα ήρθα μεσοβδόμαδα, γιατί ο Θεός μ΄ έστειλε εδώ”.
Φοβήθηκε ο αδελφός και βάζοντας μετάνοια στον Γέροντα, του λέει:
“Συγχώρεσέ με, πάτερ. Κάθε πρωί αρχίζω την πνευματική μου εργασία έχοντας τα χαλίκια αυτά μπροστά μου. Εάν μου έρθει καλός λογισμός, ρίχνω ένα χαλίκι στο δεξιό ζεμπίλι, αν έρθει πονηρός λογισμός, ρίχνω στο αριστερό. Το απόγευμα μετρώ τα χαλίκια και αν του δεξιού είναι περισσότερα, τρώγω, αν όμως του αριστερού είναι περισσότερα, δεν τρώγω.
Την επόμενη μέρα πάλι εάν μου έρθει πονηρός λογισμός, λέγω στον εαυτό μου: Πρόσεξε τι κάνεις, γιατί πάλι δεν θα φας”.
Θαύμασε σαν τ΄ άκουσε ο αββάς Σιλουανός, και είπε:
“Πράγματι οι Πατέρες που ήρθαν σήμερα άγιοι άγγελοι ήταν, που ήθελαν να κάνουν γνωστή την αρετή του αδελφού.
Γιατί και με την παρουσία τους ένιωσα μεγάλη χαρά και ευφροσύνη πνευματική”.
37. Είπε ένας Γέροντας:
“Εκείνος που φανερώνει τα καλά του έργα και τα κάνει γνωστά στον κόσμο, μοιάζει με τον σποριά που ρίχνει τον σπόρο στην επιφάνεια της γης και έρχονται τα πτηνά του ουρανού και τον τρώνε. Ενώ εκείνος πού κρύβει την άσκησή του, όπως βάζει ο σποριάς τον σπόρο μέσα στης γης τα αυλάκια, αυτός ακριβώς θα έχει άφθονη συγκομιδή”.