Τόμος Β' Κεφάλαιο ΣΤ'
1. Κάποιος αδελφός που απαρνήθηκε τον κόσμο, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κράτησε όμως λίγα για τον εαυτό του και πήγε στον αββά Αντώνιο. Όταν το ΄μαθε αυτό ο Γέροντας του λέει:
“Εάν θέλεις να γίνεις μοναχός, πήγαινε στο τάδε χωριό, αγόρασε κρέας, τύλιξέ το στο σώμα σου γυμνό και έλα κατόπιν εδώ”.
Έκανε ο αδελφός όπως του υπέδειξε, αλλά τα σκυλιά και του πουλιά ξέσχισαν το σώμα του.
Όταν γύρισε στον Γέροντα, τον ρώτησε να μάθει εάν έγιναν τα πράγματα όπως τον συμβούλεψε.
Και καθώς εκείνος του έδειχνε το καταξεσχισμένο σώμα του, του λέει ο άγιος Αντώνιος:
“Εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο και θέλουν να έχουν χρήματα, έτσι κατακόπτονται από τους δαίμονες που τους πολεμούν”.
7. Πήγε κάποιος αδελφός στον Αγάθωνα και του ΄πε: “Άφησέ με να μένω μαζί σου”.
Καθώς όμως πήγαινε βρήκε στο δρόμο ένα κομμάτι νίτρο και το φερε αυτό.
Και ο Γέροντας τον ρώτησε: “Από πού βρήκες το νίτρο;”
“Στο δρόμο -είπε ο αδελφός- το βρήκα καθώς περπατούσα, και το πήρα”.
Του λέει τότε ο Γέροντας: “Εάν ήλθες να κατοικήσεις μαζί μου, αυτό που δεν το έβαλες εσύ εκεί, πώς το πήρες;”
Και τον έστειλε να το πάει στο μέρος απ΄ όπου το είχε πάρει.
18. Είπε επίσης:
“Είναι αδύνατο να ζήσει κανείς σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, εάν είναι φιλήδονος και φιλοχρήματος”.
22. Επισκέφθηκαν κάποτε μερικοί αδελφοί τον αββά Μακάριο στη Σκήτη.
Μέσα στο κελί του δεν υπήρχε τίποτε εκτός από νερό χαλασμένο, και του είπαν:
“Αββά, έλα πάνω στο χωριό και θα σε φροντίζουμε”.
Κι ο Γέροντας τους λέει: “Αδελφοί, γνωρίζετε το ψωμάδικο του τάδε στην πόλη;”
“Ναι” του είπαν.
“Το ξέρω κι εγώ” τους αποκρίθηκε.
“Ξέρετε και το χωράφι του δείνα απ΄ όπου περνάει ο ποταμός;”
Του είπαν: “Ναι”.
Και κατέληξε ο Γέροντας: “Κι εγώ το ξέρω. Όταν λοιπόν θέλω κάτι, δεν σας έχω ανάγκη. Παίρνω τα πόδια μου και πηγαίνω”.
30. Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
“Η θεληματική ακτημοσύνη είναι θησαυρός για τον μοναχό. Θησαύρισε, αδελφέ μου, για τον Ουρανό, γιατί ατέλειωτοι είναι οι αιώνες της αναπαύσεως”.
1. Κάποιος αδελφός που απαρνήθηκε τον κόσμο, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κράτησε όμως λίγα για τον εαυτό του και πήγε στον αββά Αντώνιο. Όταν το ΄μαθε αυτό ο Γέροντας του λέει:
“Εάν θέλεις να γίνεις μοναχός, πήγαινε στο τάδε χωριό, αγόρασε κρέας, τύλιξέ το στο σώμα σου γυμνό και έλα κατόπιν εδώ”.
Έκανε ο αδελφός όπως του υπέδειξε, αλλά τα σκυλιά και του πουλιά ξέσχισαν το σώμα του.
Όταν γύρισε στον Γέροντα, τον ρώτησε να μάθει εάν έγιναν τα πράγματα όπως τον συμβούλεψε.
Και καθώς εκείνος του έδειχνε το καταξεσχισμένο σώμα του, του λέει ο άγιος Αντώνιος:
“Εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο και θέλουν να έχουν χρήματα, έτσι κατακόπτονται από τους δαίμονες που τους πολεμούν”.
7. Πήγε κάποιος αδελφός στον Αγάθωνα και του ΄πε: “Άφησέ με να μένω μαζί σου”.
Καθώς όμως πήγαινε βρήκε στο δρόμο ένα κομμάτι νίτρο και το φερε αυτό.
Και ο Γέροντας τον ρώτησε: “Από πού βρήκες το νίτρο;”
“Στο δρόμο -είπε ο αδελφός- το βρήκα καθώς περπατούσα, και το πήρα”.
Του λέει τότε ο Γέροντας: “Εάν ήλθες να κατοικήσεις μαζί μου, αυτό που δεν το έβαλες εσύ εκεί, πώς το πήρες;”
Και τον έστειλε να το πάει στο μέρος απ΄ όπου το είχε πάρει.
18. Είπε επίσης:
“Είναι αδύνατο να ζήσει κανείς σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, εάν είναι φιλήδονος και φιλοχρήματος”.
22. Επισκέφθηκαν κάποτε μερικοί αδελφοί τον αββά Μακάριο στη Σκήτη.
Μέσα στο κελί του δεν υπήρχε τίποτε εκτός από νερό χαλασμένο, και του είπαν:
“Αββά, έλα πάνω στο χωριό και θα σε φροντίζουμε”.
Κι ο Γέροντας τους λέει: “Αδελφοί, γνωρίζετε το ψωμάδικο του τάδε στην πόλη;”
“Ναι” του είπαν.
“Το ξέρω κι εγώ” τους αποκρίθηκε.
“Ξέρετε και το χωράφι του δείνα απ΄ όπου περνάει ο ποταμός;”
Του είπαν: “Ναι”.
Και κατέληξε ο Γέροντας: “Κι εγώ το ξέρω. Όταν λοιπόν θέλω κάτι, δεν σας έχω ανάγκη. Παίρνω τα πόδια μου και πηγαίνω”.
30. Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
“Η θεληματική ακτημοσύνη είναι θησαυρός για τον μοναχό. Θησαύρισε, αδελφέ μου, για τον Ουρανό, γιατί ατέλειωτοι είναι οι αιώνες της αναπαύσεως”.