Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Βουρλᾶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἐργαζόταν στὴ Σμύρνη ὡς χαλκουργός. Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν ἀπατήθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο καφεπώλη καὶ ἐξισλαμίσθηκε. Ἦταν τὸ Α’ Σάββατο τῶν νηστειῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Κατὰ τὴ λαμπροφόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ἄκουσε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ψάλλουν τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, ᾖλθε στὸν ἑαυτό του καὶ συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημά του. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸ καφενεῖο, ὅπου ἐργαζόταν καὶ ἀκολούθησε τοὺς πιστοὺς συμψάλλοντας μαζί τους, τοὺς ὕμνους τῆς Ἀναστάσεως.
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ᾖλθε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: «Ἐὰν κάποιος γελασθεῖ καὶ δώσει χρυσάφι καὶ πάρει μολύβι, δὲν εἶναι νόμιμο νὰ δώσει πίσω τὸ μολύβι καὶ νὰ πάρει τὸ χρυσάφι ποὺ ἔδωσε, ἀφοῦ ἡ ἀλλαγὴ δὲν ἦταν δίκαιη καὶ δὲν ἔγινε μὲ γνώση, ἀλλὰ μὲ ἀπάτη καὶ ἀγνωσία;». Ὁ κριτὴς ἀπάντησε καταφατικά. Τότε ὁ Ἅγιος συνέχισε λέγοντας: «Τότε, λοιπόν, πᾶρε ἐσὺ πίσω τὸ μολύβι ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀντὶ χρυσάφι, δηλαδὴ τὴν δική σου θρησκεία καὶ ἐγὼ παίρνω πίσω τὸ χρυσάφι ποὺ σοῦ ἔδωσα, δηλαδὴ τὴν πίστη τῶν πατέρων μου».
Οἱ Τοῦρκοι θαύμασαν τὴν παρρησία τοῦ Μάρτυρα καὶ προσπάθησαν μὲ κολακεῖες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις νὰ μεταστρέψουν τὴν πίστη του. Προσέκρουσαν ὅμως στὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ εὐσέβεια τοῦ Μάρτυρος. Γι’ αὐτὸ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἀργότερα τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ γιὰ δεύτερη ἀνάκριση. Ὁ Ἅγιος ὅμως καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἔτσι καταδικάσθηκε, τὸ ἔτος 1772, στὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο καὶ δέχθηκε μὲ χαρὰ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Μιχαὴλ ρίχθηκε στὴ θάλασσα, ἀλλὰ κάποιοι Χριστιανοὶ βαφεῖς τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς.