
Το σπάσιμο του ροδιού το πρωί της Πρωτοχρονιάς, μετά την εκκλησιαστική λειτουργία του Αγίου Βασιλείου, είναι μια παράδοση που τη συναντάμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.Ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού φέρει στον εκκλησιασμό μαζί του ένα ρόδι. Όταν η οικογένεια επιστρέφει στο σπίτι, ο νοικοκύρης δεν μπαίνει μέσα μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας και να του ανοίξουν, καθώς δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει το κλειδί του.

Οι κολόνιες
Στην Κεφαλονιά,

καθώς και στα υπόλοιπα Επτάνησα, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι του νησιού γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου, κατεβαίνουν στους δρόμους κρατώντας μπουκάλια με κολόνιες και ραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας: "Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς να σας ειπούμε χρόνους πολλούς" και ευλογώντας έτσι τον ερχομό του νέου έτους, ευχόμενοι μακροζωία και ευρωστία.
Η ευχή που ανταλλάσσουν για τον χρόνο που φεύγει είναι: "Καλή Αποκοπή", δηλαδή «με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό χρόνο».

Στη Σιάτιστα
και στα γύρω χωριά, οι μικροί μεταμφιεσμένοι γυρίζουν στα σπίτια ή σταματούν τους μεγάλους στο δρόμο και τραγουδώντας «Και βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη...», προσπαθούν να τους αποσπάσουν χρήματα.


Στις Κυκλάδες
θεωρούν καλό οιωνό να φυσάει βοριάς την πρωτοχρονιά. Επίσης θεωρούν καλό σημάδι αν έρθει στην αυλή τους περιστέρι τη μέρα αυτή. Αν όμως πετάξει πάνω από το σπιτικό τους κοράκι τους βάζει σε σκέψεις μελαγχολικές ότι τάχα τους περιμένουν συμφορές.
Σε μερικά χωριά όταν πλένονται το πρωί της Πρωτοχρονιάς αγγίζουν το πρόσωπό τους μ' ένα κομμάτι σίδερο, για να είναι όλο το χρόνο... "σιδερένιοι". Με την Πρωτοχρονιά είναι συνδεδεμένες και πολλές προλήψεις. Τη μέρα αυτή αποφεύγουν να πληρώνουν χρέος, να δανείσουν λεφτά, να δουλέψουν ή να δώσουν φωτιά. 'Oλα αυτά ξεκινούν από την προληπτική σκέψη: ό,τι κάνει και πάθει κανείς αυτή τη μέρα θα εξακολουθεί να συμβαίνει όλο το χρόνο.
Οι ρόδες στη Δεσκάτη

Στην Επανομή

ΠΟΝΤΟΣ
Στον Πόντο, για τ' ανύπαντρα κορίτσια έλεγαν : Εσύ κορίτσι που θέλεις να ονειρευτείς στον ύπνο σου αν θα πάρεις πλούσιο άντρα ή φτωχό, κρύψε κρυφά, χωρίς κανένας να σε δει, την πρώτη σου μπουκιά από τη βασιλόπιτα του τραπεζιού. Σαν κλειστείς μονάχη σου στην κάμαρά σου, άλειψε τηνε με μέλι και με βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει κατά το Βοριά και στάσου εκεί τα μεσάνυχτα και πες :

Ω! Γενάρη, Καλαντάρη και καλά
καλαντισμένε, εκεί στις Άκριες που θα πας
κι εκεί που θα γυρίσεις εκεί 'ναι οι Μοίρες
των Μοιρών και η δική μου Μοίρα. Αν
είναι πλούσια και καλή, πες της να 'ρθει να
μ' εύρει, αν είναι και πεντάφτωχη, πάλι να
'ρθει να μ' εύρει.
Κοιμήσου ύστερα, με τη μπουκιά αφημένη στο παράθυρο και θα δεις στον ύπνο σου αυτό που ευχήθηκες.
Κίος Βιθυνίας (Προποντίδα=Θάλασσα του Μαρμαρά)
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω πατούσε το δικέφαλο αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση.

Το βράδυ στις 8 έστηναν τον ψημένο Αϊ-Βασίλη στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον Αϊ-Βασίλη λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να 'μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα». Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον Αϊ-Βασίλη. Ένα - ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να 'μαστε καλά!». Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας, ένα για τους φτωχούς και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κοιτάζουν και το κομμάτι της δουλειάς. Αν τύχει εκεί το φλουρί η δουλειά θα πάει καλά όλο το χρόνο.
Καστανιές Ανατολικής Θράκης

Η πρωτοχρονιά στη Θράκη ξεποτυλίγεται μέσα στο Δωδεκαήμερο όπως σόλη την Ελλάδα. Είναι η πιο χαρούμενη ήμερα του έτους, γιατί μικροί μεγάλοι ανταλάσσουν δώρα, ανταλλάσσουν φιλιά, ανταλλάσσουν ευχές, και τρων και πίνουν όπου κι αν κάνουν επίσκεψη. Τα τραγούδια είναι στημένα ολημερίς κι ολονυχτίς.

Σούρβα, σούρβα γερό κορμί
γερό σταυρί και του χρόνου γούλ’ γέροι και καλόκαρδοι
Αλλού το συμπληρώνουν καλύτερα:
Σούρβα, σούρβα γερό κορμί
γερό κορμί, γερό σταυρί
σαν ασήμι σαν κρανιά
και του χρόν' γούλ' γεροί,
και καλόκαρδοι
Στο άνοιγμα της πόρτας ψάλλουν τον Άγι Βασίλη:
Άγιο Βασίλης έρχεται Γεννάρης ξημερώνει
— Άγιο Βασίλη, πόρκεσαι και πούθε να πηγαίνης;
— Απ' τη μάννα μ' έρχομαι και στο σκολειό πηγαίνω.
Έτσι οι νουνοί αφού φιλοδωρήσουν τους βαπτιστικούς των, αφού τους φορτώσουν με πολλούς ξηρούς καρπούς, τους αποστέλλουν με δώρα για τους σπιτικούς. Αυτή η επίσκεψις είναι η πρώτη, που γίνεται μετά την εκκλησία. Και είναι σαν μια ιεροτελεστία με το τυπικό της απαράβατο.

Μας ήρτε η Πρωτοχρονιά
σας εύχομαι χρόνια πολλά
σας εύχομαι ευτυχία
και του χρόνου με υγεία
Φίλοι μ' αν έχετε παιδιά
κι αν λείπουνε στην ξενητειά
εύχομαι να τα ιδήτε
ως καθώς επιθυμήτε.
Ευτυχές το νέον έτος
να το έχετε και φέτος
τι τα ζητούνε τα πολλά
που καταντούνε βαρεττά;
Τα ολίγ' αυτά αρκούνε
κι αλλού τα καρτερούνε
δια να σας καλαντίσω
και να σας ευχαριστήσω.
Στου παπού την πόρτα
κάθεται μια κόττα
δος μου το μπαξίσι μου
να πάγω σάλλη πόρτα.
Οταν τελείωση το τραγούδι οι σπιτικοί προσφέρουν τα παιδιά δώρα που τα λένε σουρβακίδια. Τα παιδιά εύχονται κι αποχωρούν να παν σάλλη πόρτα. .
εικονίσματα και τον επόμενο χρόνο τον έβαζαν στην άλλη πίτα.
Σάλλα μέρη της Θράκης τραγουδούν τα κάλανδα όχι μόνο από βραδύς, αλλά και το πρωί μετά την εκκλησία. Πηγαίνοντας στα σπίτια τραγουδούν τον Αγιβασίλη, παίρνουν δώρα φρούτα, χρήματα κλπ.

Στην Κομοτηνή

τα Χριστούγεννα δεν λένε κάλανδα, αλλά την Πρωτοχρονιά από βραδύς γυρνούν με ταναμμένα φανάρια στολισμένα με κορδέλλες χάρτινες και ποικιλόχρωμες, με βαπόρια και τραγουδούν τα κάλανδα από ένα τυπωμένο βιβλίο. Τα παιδιά κρατούν σφυριά ξύλινα, βαμμένα με λογιώ - λογιώ χρώματα και μαυτά χτυπούν τις πόρτες και μαζεύουν στραγάλια, σύκα, ξυλοκέρατα, πορτοκάλια, καρύδια. 'Όχι όμως και χρήματα.
Η ποίηση των ημερών αυτών στη Θράκη είναι χωρίς σχήματα, είναι αληθινή, γεμάτη έξαρση κι αρμονία. Η λαϊκή μούσα τραγουδεί τον αγιοβασίλη με χαρτί και καλαμάρι και τον καλεί να καθίσει και να τραγουδίσει με το λαό μαζί.
.. Εδώ παραθέτουμε από πολλά που έχουμε το τραγούδι του νοικοκύρη:
Αφέντη μ' αφεντίτσι μου, χίλιες φορές αφέντη
Αφέντη μου στη τάβλα σου χρυσή καντήλα καίει
Αν βάλης λάδι και κηρί φέγγει τουν κόσμουν όλουν
φέγγει και τις αρχόντισσες που κλώθουν το χρυσάφι
που δερμονίζουν τα φλουριά και κοσκινίζουν τάστρα.
Κι από τα κοσκινίσματα κερνά τα παλικάρια.
Στο τραγούδισμα των καλάνδων πολλές φορές μεσολαβούν και διωξίματα. Δεν ανοίγουν οι πόρτες παρ' όλα τα χτυπήματα, αλλά και τα παιδιά ξέρουν να εκδικούνται με ωραία σκωπτικά στιχουργήματα.
Ένα τέτοιο σκωπτικό λέγονταν στο Ορτάκιοϊ της Θράκης:
Εσένα πρέπει αφέντη μου σακκί και δεκανίκι
να σε τραβούνε τα σκυλιά και πέντε δέκα λύκοι.