Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

Η Αγία Ευγενία ή Οσιοπαρθενομάρτυς


Έζησε στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από τη Ρώμη και οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος και Κλαυδία. Επίσης, είχε και δύο άλλα αδέλφια, τον Άβίτα και το Σέργιο. Ό πατέρας της διορίστηκε έπαρχος στην Αλεξάνδρεια και πήγε εκεί με όλη του την οικογένεια. Εκεί ή Ευγενία σπούδασε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και έμαθε άριστα την ελληνική και ρωμαϊκή φιλολογία. Όταν τελείωσε τις σπουδές της, ψάχνοντας για περισσότερη γνώση πήρε στα χέρια της από μια χριστιανή κόρη τις επιστολές του Απ. Παύλου. Όταν τις διάβασε, εντυπωσιάσθηκε πολύ. Εκεί μέσα δεν υπήρχαν θεωρίες και φιλοσοφικές δοξασίες. ΟΙ γραμμές τους ενέπνεαν ζωή και ελπίδα. Εκείνη την περίοδο, οι γονείς της ήθελαν να τη δώσουν σύζυγο σε κάποιο Ρωμαίο αξιωματούχο, τον Άκυλίνα. Τότε ή Ευγενία, αρνούμενη να δεχθεί αυτή την πρόταση των γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ανδρικά και έφυγε σε άλλη πόλη. Εκεί κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανή και έλαβε συγχρόνως το μοναχικό σχήμα. Μετά από χρόνια, επέστρεψε στο σπίτι της και ή αναγνώριση από τους γονείς της έγινε μέσα σε δάκρυα και ανέκφραστη χαρά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλοι στο σπίτι της Ευγενίας δέχθηκαν το χριστιανισμό. Από μίσος τότε οι ειδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τον πατέρα της. Και όταν ή Ευγενία επέστρεψε στη Ρώμη, επειδή δε θυσίαζε στα είδωλα, την αποκεφάλισαν, τερματίζοντας έτσι ένδοξα "τον καλόν αγώνα της πίστεως"1, μαζί με την επίγεια ζωή της.
1. Α' προς Τιμόθεον, στ' 12.
Άπολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείου πνεύματος, τηi ύμνωδία, φώς προσέλαβες θεογνωσίας, Ευγενία Χριστού καλλιπάρθενε• και εν Όσιων χορεία έκλάμψασα, άθλητικώς τον έχθρόν έθριάμβευσας. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Η ΑΓΙΑ ΒΑΣΙΛΑ
Στους Συναξαριοτές σημειώνεται μόνο, ότι συμμαρτύρησε με την Αγία Ευγενία και θανατώθηκε δια αποκεφαλισμού. Ό Σ. Εύστρατιάδης όμως, νομίζει ότι ή Αγία αύτη είναι ή μητέρα της Αγίας Ευγενίας, διότι μαζί μ' αυτή αναφέρεται και ή μνήμη του πατέρα της Αγίας Ευγενίας, Φιλίππου, καθώς και των υπηρετών της Πρώτα και Υακίνθου, πού όλοι μαζί μαρτύρησαν στην Ρώμη επί Κομόδου (180-192 μ.Χ.). Αλλ' ό Γαλανός στους "Βίους των Αγίων" αναφέρει ότι τη Βασίλα προσήλκυσε στο χριστιανισμό ή Αγία Ευγενία στη Ρώμη. Ό μνηστήρας όμως της Αγ. Βασίλας, Πομπήιος, ήταν ειδωλολάτρης, και κατέδωσε στις αρχές την Αγ. Βασίλα και την Αγία Ευγενία, με αποτέλεσμα ή μεν πρώτη να αποκεφαλιστεί, ή δε δεύτερη Αφού πρώτα ρίχτηκε στον ποταμό Τίβερη και διασώθηκε, κατόπιν να αποκεφαλιστεί και αύτη.

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Ήταν πατέρας της Αγίας Ευγενίας και μαρτύρησε, αφού θανατώθηκε με μαχαίρι.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΡΩΤΑΣ & ΥΑΚΙΝΘΟΣ
Ήταν υπηρέτες και αργότερα συνασκητές της Αγίας Ευγενίας, οι όποιοι μαρτύρησαν δια ξίφους στη Ρώμη.

Ο ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ "Ό από στρατιωτών"
Αυτός ό Άγιος ήταν στρατιώτης και πήρε μέρος στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων, επί Νικηφόρου του Λογοθέτου (802-811). Σε μια οδοιπορία διανυκτέρευσε σε ένα ξενοδοχείο. Τη νύχτα όμως, ή κόρη του ξενοδόχου τον επιτέθηκε με αμαρτωλές προθέσεις. Αλλ' ό Νικόλαος συγκρατήθηκε και δεν μόλυνε το σώμα του από την αισχρή πράξη, στην οποία τον καλούσε και τον ερέθιζε ή πονηρή κόρη. Τότε αξιώθηκε νυκτερινής οπτασίας, πού επιβράβευσε την αγνότητα του. Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο σώος και άβλαβης, αποσύρθηκε σε κάποια Μονή, όπου έγινε μοναχός. Και Αφού έζησε ζωή όσία, πέθανε ειρηνικά.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΧΑΪΚΟΣ
Μαρτύρησε δια ξίφους.

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ
Ό Άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης υποθέτει, ότι ό Όσιος αυτός είναι ό λεγόμενος Πάνδεκτος (δηλαδή ό συγγραφέας της Πανδέκτου), πού έζησε στα μέσα του 7ου αιώνα και καταγόταν από τη Γαλατία και ήταν μοναχός στη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Αυτός μάλιστα, περιέγραψε και την άλωση της Ιερουσαλήμ από τους Άραβες και θρήνησε το φόνο των μοναχών της Λαύρας από τους επιδρομείς. Για τον Άντίοχο καλή μελέτη έγραψε ό άρχιμ. Κάλλιστος (1910) και ό Ί. Φωκυλίδης στο έργο του "Ή Ιερά Λαύρα Σάββα του ηγιασμένου".

Ο ΟΣΙΟΣ ΒΙΤΙΜΙΩΝ
Μάλλον ασκητής της ερήμου πού απεβίωσε ειρηνικά.

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΦΡΟΔΙΣΙΟΣ
Μάλλον ασκητής της ερήμου πού απεβίωσε ειρηνικά.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΟΣΣΙΟΣ & ΘΕΟΚΛΕΙΟΣ
Άγνωστοι στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου. Αναφέρονται στον Παρισινό Κώδικα 1621, με λίγα βιογραφικά στοιχεία. Μαρτύρησαν επί Μαξιμιανού (286-305) και Μαγνεντίου. Συνελήφθησαν σαν χριστιανοί από τον ηγεμόνα Βαύδο (πού ήταν ηγεμόνας της Άδριανούπολης της Μακεδονίας) και επειδή δεν πείστηκαν ν' αρνηθούν τον Χριστό, βασανίστηκαν ανελέητα με τον πιο φρικτό τρόπο. Τόσα πολλά είναι τα βασανιστήρια τους, πού είναι αδύνατο να απαριθμηθούν και απορεί κανείς πώς κατόρθωσαν να επιζήσουν. Τελικά τους αποκεφάλισαν και έτσι έλαβαν τα άφθαρτα στεφάνια του μαρτυρίου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΤΟΥΛΟΣ
Άγνωστος στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου και τα έντυπα Μηναία. Αναφέρεται στον Παρισινό Κώδικα 1621 με σύντομο βιογραφικό υπόμνημα. Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτό, ό Άγιος αυτός μαρτύρησε στα χρόνια του βασιλιά Λικινίου (307-323), στον όποιο καταγγέλθηκε σαν χριστιανός. Αφού τον συνέλαβαν, τον κρέμασαν και του έγδαραν το δέρμα. Κατόπιν τον παρέδωσαν στον ηγεμόνα Ζηλικίνθιο και επειδή δεν κατάφερε κι' αυτός να αλλαξοπιστήσει τον μάρτυρα, τον βασάνισε σκληρά και στο τέλος τον αποκεφάλισε.


Ο ΟΣΙΟΣ ΑΓΑΠΙΟΣ ό νεώτερος
Ό Αγάπιος ό νεώτερος, κατά κόσμον Αντώνιος Αντωνόπουλος, γνωστός και ως Αγάπιος Παπαντωνόπουλος (Δημητσάνα, 1753-1812). Φοίτησε στη σχολή της γενέτειρας του, όπου είχε διδασκάλους τον Αγάπιο Λεονάρδο και τον Γεράσιμο Γούνα. Όταν με τα Όρλοφικά ή σχολή έκλεισε, ό Αγάπιος ακολούθησε τον Γεράσιμο Γούνα στη Σμύρνη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη φημισμένη σχολή της πόλης με σχολάρχη τον Ιερόθεο Δενδρινό. Στη Σμύρνη πήρε και το σχήμα του μοναχού. Αργότερα ακολούθησε τον Γεράσιμο Γούνα στη Χίο και τελικά επέστρεψε στη γενέτειρα του Δημητσάνα, όπου τον Αύγουστο του 1781 ανέλαβε τη διεύθυνση της παλιάς σχολής του. Τη φήμη της ή σχολή της Δημητσάνας την οφείλει κατά κύριο λόγο στον Αγάπιο τον νεώτερο, ό οποίος επί 32 ολόκληρα χρόνια άσκησε τα καθήκοντα του σχολάρχη με μοναδική ευσυνειδησία, εργατικότητα και εντιμότητα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Αγάπιου, πού μας αποκαλύπτεται στην αλληλογραφία του, είναι ή απλότητα και λιτότητα της ζωής του: "... ζώμεν δημητσανίτικα", γράφει στον Άνθιμο Καράκαλλο, πού ένθερμα υποστήριζε το έργο της σχολής, "πότε με μολόχες, πότε με τζικνίδες, πότε με αβρονιές, πότε με αριάνι, πότε με μοναχό ψωμί". Συνγραφικό έργο του Αγάπιου δεν έχουμε. Ή διδασκαλία του, όμως ήταν ό σπόρος από τον όποιο βλάστησαν πολλοί έξοχοι διδάσκαλοι και κληρικοί της εποχής