
Οἱ Τοῦρκοι ἀνέφεραν τὰ συμβάντα στὸν βεζίρη, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν σύλληψη τοῦ Ἁγίου Παύλου καὶ τὸν ἱερέων τοῦ ναοῦ. Ὅταν ὁ Ἅγιος συνῆλθε ἀπὸ τὴν κρίση τῆς ἀσθένειάς του, ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος, ὁ ὁποῖος τοῦ ζήτησε νὰ ὁμολογήσει ἐπίσημα τὸ Μουσουλμανισμό, ὑποσχόμενος πλοῦτο καὶ τιμὲς καὶ ἀπειλώντας μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο. Ὁ Παῦλος, ἐνδυναμούμενος καὶ ἀπὸ τὴν σύζυγό του, ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ τὸν βασάνισαν. Ἀφοῦ κήρυξε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸ βεζίρη, τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ ἔτους 1683, ὁδηγήθηκε δέσμιος στὸν ἱππόδρομο Ἀτμεϊντᾶν, ὅπου τοῦ ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλή του.