Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Οἱ Ἅγιοι Θεόδουλος καὶ Ἀγαθόπους οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Θεόδουλος καὶ Ἀγαθόπους κατάγονταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ μαρτύρησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ διοκλητιάνειου διωγμοῦ ἐπὶ Καίσαρος Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος Φαυστίνου.
Ὁ Θεόδουλος ἦταν ἀναγνώστης καὶ προερχόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια. Οἱ ἀδελφοί του Καπίτων, Μητρόδωρος καὶ Φιλόστοργος, ἦταν εὐσεβέστατοι νέοι καὶ στὶς δύσκολες ὧρες ποὺ πέρασε ὁ Ἅγιος Θεόδουλος μετὰ τὴν σύλληψή του, στάθηκαν δίπλα του ἐνισχύοντάς τον. Στὸ Συναξάριό του ἀναφέρεται ὅτι λίγο πρὶν ἐξαπολυθεῖ ὁ διωγμὸς ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὕπνου του ὁ Ἅγιος Θεόδουλος δέχθηκε ὡς δῶρο ἕνα δαχτυλίδι, σύμβολο δόξας τοῦ δωρεοδότου Θεοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ Ἅγιος Θεόδουλος ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ ἐπιτελοῦσε ἰάσεις.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαθόπους ἦταν γέροντας στὴν ἡλικία καὶ διάκονος. Ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Θεόδουλο στὸν ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλονίκης, γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι ὅμως ὁμολόγησαν ἐνώπιον τοῦ Φαυστίνου τὴν πίστη τους στὸν Θεό. Ὁ Φαυστίνος, βλέποντας τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία τῶν Ἁγίων, ἀποφάσισε νὰ ἐπιχειρήσει νὰ τοὺς μεταπείσει χωριστὰ τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἀπομάκρυνε ὅλους καὶ κράτησε κοντά του μόνο τὸν Θεόδουλο, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἴσως μπορέσει νὰ κάμψει τὸ φρόνημά του εὐκολότερα ἐξαιτίας τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του. Μάταια, ὅμως.
Ὁ ἡγεμόνας ἀκολούθησε τὴν ἴδια τακτικὴ καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀγαθόποδα. Καὶ ἐκεῖνος ὅμως, μὲ τὴν σειρά του, ἔδωσε τὴν σθεναρὴ ὁμολογία τῆς πίστεώς του.
Ἀρκετοὶ ἀπὸ τὸ παριστάμενο πλῆθος, ἐμφορούμενοι ἀπὸ δειλία, προσπάθησαν νὰ τοὺς μεταπείσουν, προβάλλοντας ὡς ἐπιχείρημα στὸν μὲν Ἅγιο Θεόδουλο τὴ νεότητά του, τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ λυπηθεῖ, στὸν δὲ Ἅγιο Ἀγαθόποδα τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας του. Οἱ Μάρτυρες ὡστόσο ἔμειναν ἀνυποχώρητοι γι’ αὐτὸ καὶ ὁδηγήθηκαν στὴ φυλακή, ὅπου πέρασαν τὴ νύχτα προσευχόμενοι. Κατὰ τὸ μεσονύκτιο ἐνδυναμώθηκαν μὲ θεῖες ὀπτασίες καὶ συνέχισαν νὰ δοξολογοῦν τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ποὺ τοὺς σκέπαζε μὲ τὴν Χάρη Του.
Κάποιος Οὐρβανός, ποὺ παρακολουθοῦσε ὅλα ὅσα εἶχαν συμβεῖ στὴ φυλακή, ἔσπευσε νὰ καταγγείλει τὰ γενόμενα στὸν Φαυστίνο. Ἐπιπλέον δὲ τοῦ συνέστησε νὰ θανατώσει ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα τὸ ν Θεόδουλο καὶ τὸν Ἀγαθόποδα , γιατί ὅσο περισσότερο παρέμεναν στὴ φυλακὴ τόσο περισσότεροι θὰ πίστευαν στὸν Χριστό.
Ὁ Φαυστίνος, ταραγμένος ἀπὸ ὅσα ἄκουσε, διέταξε νὰ τοῦ παρουσιάσουν ἀμέσως τοὺς δυὸ Μάρτυρες γιὰ νά τοὺς ἀνακρίνει. Γιὰ τελευταία φορὰ ὁ ἡγεμόνας προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἀλλὰ ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ ἔλαβε ἦταν: «Εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ προτιμᾶμε ὑπὲρ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ὑποστοῦμε τὰ πάντα». Κατόπιν τούτου διέταξε νὰ τοὺς ρίξουν στὴ θάλασσα γιὰ νὰ πνιγοῦν.
Ἔτσι ἄθλησαν οἱ δυὸ Ἅγιοι καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τῆς οὐράνιας δόξας καὶ μακαριότητας.