Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δίδυμος καὶ Θεοδώρα ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοὺ (286-305 μ.Χ.) καὶ ἐπὶ ἄρχοντος Ἀλεξανδρείας Εὐστρατίου. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὴ καί, ἀφοῦ ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων τὸν Χριστό, κλείσθηκε στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, ἀνακρίθηκε ἐκ νέου καὶ ὁδηγήθηκε σὲ πορνεῖο γιὰ διαφθορά. Ἀλλά, κατὰ θεία οἰκονομία, ὁ πρῶτος ποὺ εἰσῆλθε, ὁ στρατιωτικὸς Δίδυμος, θέλοντας νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ντροπὴ καὶ τὸν ψυχικὸ θάνατο τὴν ἕντυσε μὲ τὴν στρατιωτικὴ στολή του καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω. Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἀκόλαστους νέους, ὅταν εἰσῆλθε στὸ πορνεῖο καὶ βρῆκε ἀντὶ τῆς Θεοδώρας γυμνὸ τὸν Δίδυμο, ἐξεπλάγη καὶ κατήγγειλε τὸ γεγονὸς στὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νά συλλάβουν τὸν Ἅγιο Δίδυμο. Ἐκεῖνος ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔκαψαν τὸ ἱερὸ λείψανό του. Τὸ ἴδιο τέλος ὑπέστη καὶ ἡ Ἁγία Θεοδώρα, ποὺ τελειώθηκε διὰ πυρός.
Ἔτσι, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες τελειώθηκαν, ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο.