Τα Κάλαντα, το «Λάζαρε πες μας τι είδες..», λέγονται το πρωί του Σαββάτου του Λαζάρου και αναφέρονται στην Ανάσταση του Λαζάρου. Επίσης το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής λέγεται και το μοιρολόι «Σήμερα μαύρος ουρανός.» , που αναφέρεται στη σταύρωση του Χριστού.
Τα κάλαντα αυτά λέγονται συνήθως από σχολικές ομάδες. Συνάμα δυο κορίτσια ή ένα αγόρι και ένα κορίτσι κρατούν ένα στεφάνι που έχει πλεχθεί με τα ωραιότερα λουλούδια της εποχής και αυτό κατόπιν αποτίθεται με μεγάλο σεβασμό είτε στον ΕΠΙΤΑΦΙΟ είτε στον τάφο του πρόσφατα νεκρού της ενορίας.
Τα κάλαντα αυτά λέγονται συνήθως από σχολικές ομάδες. Συνάμα δυο κορίτσια ή ένα αγόρι και ένα κορίτσι κρατούν ένα στεφάνι που έχει πλεχθεί με τα ωραιότερα λουλούδια της εποχής και αυτό κατόπιν αποτίθεται με μεγάλο σεβασμό είτε στον ΕΠΙΤΑΦΙΟ είτε στον τάφο του πρόσφατα νεκρού της ενορίας.
Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας
Λαζάρου την Ανάσταση να μπω στ’ αρχοντικό σας.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός,
εν τη πόλει Βιθανία.
Μάρθα κλαίει και η Μαρία
Λάζαρο τον αδερφό τους,
τον γλυκό και καρδιακό τους.
Τον μοιρολογούν και λέουν,
τον μοιρολογούν και κλαίουν
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να `ρτει
και εβγήκεν η Μαρία
έξω από τη Βιθανία
και εμπρός του γόνυ κλει
και τους πόδας του φιλεί.
<<Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου, δεν θ` απέθνησκε ο αδελφός μου Πλην! Και τώρα ‘γω πιστεύω και καλότατα ηξεύρω ότι δύνασ’ αν θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις. Τον τάφο να μου δείξετε και ‘γω τον ανασταίνω. Τραπέζι να ‘τοιμάσετε και ‘γω θε να πηγαίνω. Και παρευθύς επήγαν και τον τάφο του εδείξαν. Επήγαν και του έδειξαν τον τάφο του Λαζάρου Τους είπε και εκύλησαν τον λίθο, που ‘χε απάνου. Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει: <<Άδη, Τάρταρε και Χάρο, Λάζαρο θα σου τον πάρω>>.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη
ως εξαίσιο σημάδι
Λάζαρος απελυτρώθη,
ανεστήθη και εσηκώθη,
Λάζαρος σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία
εκεί κι όλη Βηθανία.
Μαθητές και Αποστόλοι
τότε ευρεθήκαν όλοι
Δόξα το Θεώ φωνάζουν
και το Λάζαρο ξετάζουν
<<Πες μας, Λάζαρε, τι είδες εις τον Άδη, όπου πήγες;>>
<<Είδα φόβους, είδα ΄τρόμους, είδα βάσανα και πόνους. Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι της καρδιάς, των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον>>.
Του χρόνου πάλι νιορτάσωμε
με υγεία να σας βρούμε,
στον οίκο σας χαρούμενοι
τον Λάζαρο να πούμε.
Ή τους ήχους μας χαρούμενους πάλι να τραγουδούμε
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπόνται
Σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρεις κατηραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό των Πάντων Βασιλέα
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να κάμει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι
Η Παναγία η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή της
φωνή εξήλθε εξ’ ουρανού και απ’ αρχαγγέλου στόμα
Σώσων κυρά τας προσευχάς, σώσων και τας μετάνοιας
και τον υιό σου πιάσανε και σαν ληστή τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.
Φτιάξε καρφιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια
κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάνει πέντε.
Συ Φαραέ που τα’ φτιαξες εσύ να μας διδάξεις.
Τα δυο βάρτε στα πόδια του και τ’ άλλα δυο στα χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό, βάρτε το στην καρδιά του
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει
σταμνιά νερό της έριχναν τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Μα σαν της ήρθε ο λογισμός, μα σαν της ήρθε ο νους της
ζητά μαχαίρι να σφαεί, φωτιά να πάει να πέση,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το Μονογενή της.
Απολογιέται κι ο Χριστός της μάνας του και λέγει.
- Μάνα μ' αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέτ' όλος ο κόσμος,
μάνα μου αν σφαγείς εσύ, σφάζετ' όλος ο κόσμος,
μάνα μ' αν κρεμαστείς εσύ, κρεμιέτ' όλος ο κόσμος.
Πάρτο μάνα μου υπομονή, να πάρ' όλος ο κόσμος.
Άντε μάνα μου στο καλό και διάφορο δεν έχεις,
μόν' το μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ' απαντέχεις
-----
Όσοι αγαπάτε το Χριστό κι όσοι τον προσκυνάτε
Όλοι ακολουθήσετε να πάμε να τον βρούμε.
Δεν ακολούθησε κανείς μονάχα τρεις Παρθένες
η Μάρθα – η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
του Ιακώβου η αδερφή και οι τέσσερες αντάμα,
πήραν τη στράτα, το στρατί, στρατί το μονοπάτι
Το μονοπάτι τς’ έβγαλε μες του ληστή την πόρτα,
άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα από το φόβο της άνοιξε μοναχή της.
Κοιτά δεξά, κοιτά ζερβά κανέναν δεν ηγλέπει
Κοιτά και δεξιότερα βλέπει τον Άι Γιάννη.
Αφέντη μ’ Άι Γιάννη μου και Βαπτιστή του γιού μου
Μην είδες τον υγιόκα μου και σε διδάσκαλό σου.
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
Δεν έχω χεροκάλαμο για να σου τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον το γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι
εκείνος είναι ο γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτούσε
δεν μου μιλάς παιδάκι μου δεν μου μιλάς παιδί μου
τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχεις
κοντά στο Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύκτι
που θα λαλήσει ο πετεινός σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος το ακούει σώζεται και όποιος το λέει αγιάζει
και όποιος το καλοσκεφτεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο τάφο.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί δεντρί δεν ήτανε δεντρί εφανερώθει
στην κορυφή ήταν ο Χριστός και στα κλαδιά οι Αγγέλοι
και μέσα στα χαμόκλαδα ήταν οι μάρτυρές του
που μαρτυρούσαν και έλεγαν για του Χριστού τα Πάθη
για του Χριστού τ’ αφέντη μας και του Μονογενή μας
που έχυσε το αίμα του για πινομή δική μας.