Ο αθλητής του Χριστού ποθεί την απόλυτη βίωση της εν Χριστώ κοινωνίας που δεν βλέπει να ενσαρκώνεται εύκολα μέσα στον κόσμο. Έτσι αναζητάει στο μοναχισμό την γνησιότητα της χριστιανικής ζωής και της χριστιανικής αληθείας.
«Πολλές φορές ευχήθηκα», λέγει ο Χρυσόστομος, «να παύσει να υπάρχει η ανάγκη των μοναστηριών και να επικρατήσει στις πόλεις τόσο καλή εφαρμογή των ηθικών νόμων, ώστε να μη χρειασθή να καταφύγη κανείς εις την έρημον». Επειδή όμως ο κόσμος γέμισε από αδικίες, ενώ η έρημος «είναι πλήρης από τους καρπούς της φιλοσοφημένης ζωής», δεν πρέπει να κατηγορούμε εκείνους που αναζητούν τον λιμένα ή και οδηγούν άλλους, που επιθυμούν την απόλυτη βίωση της χριστιανικής ζωής σ' αυτόν, αλλά εκείνους που καθιστούν την πόλη «αδιάβατον και ακατάλληλον προς την άσκησιν της φιλοσοφημένης ζωής, ώστε να αναγκάζωνται όσοι θέλουν να σωθούν, να καταφύγουν εις τας ερημίας» (Μ. Βασιλ.).
«Αν κάποια νύκτα πιάσει ένα σπίτι φωτιά, ποιόν θα κατηγορούσαμε, εκείνον που θα ξυπνήσει τους ανθρώπους που κοιμούνται μέσα και θα τους οδηγήσει έξω από το σπίτι εκείνο, ή αυτόν που έγινε πρόξενος της φωτιάς;» συμπληρώνει ο Χρυσόστομος.
Περιγράφοντας ο ίδιος πατέρας της Εκκλησίας τη ζωή στο μοναστικό κοινόβιο, λέγει για τους μοναχούς πως ενώ παντού υπάρχει τέτοια τρικυμία, αυτοί βρίσκονται στο λιμάνι και όχι σε κατώτερη κατάσταση από τους αγγέλους. Σ' αυτούς «δεν υπάρχει καμμία ανωμαλία, ούτε άλλοι μεν ευρίσκονται εις ευτυχίαν, άλλοι δε εις τας χειρότερας συμφοράς, αλλά όλοι εις μίαν ειρήνην και χαράν και δόξαν... Κανείς δεν ονειδίζει τον άλλον δια πτωχείαν, κανείς δεν υπερηφανεύεται δια τα πλούτη. Το ιδικόν μου και το ιδικόν σου, αυτό ακριβώς που ανατρέπει και ταράσσει τα πάντα, έχει αποβληθή, και όλα εις αυτούς είναι κοινά, το φαγητόν, η στέγη και τα ενδύματα. Και τι το παράξενον, αφού και αυτή η ψυχή είναι μία και η αυτή εις όλους;»
«Διότι κοινωνία βίου τελειότατη είναι κατ' εμέ εκείνη, όπου ιδιόκτητοι δεν υπάρχουν, αι αντιθέσεις της γνώμης έχουν εκλείψει, κάθε δε ταραχή και φιλονικία και έρις έχει απομακρυνθή, και όλα είναι κοινά· ψυχαί, γνώμαι, σώματα, εκείνα δια των οποίων τρέφονται και θεραπεύονται τα σώματα, ο Θεός, το εμπόρευμα της ευσέβειας, η σωτηρία, τα αγωνίσματα, οι κόποι, οι στέφανοι, όπου οι πολλοί είναι ένας και ο ένας δεν είναι μόνος, αλλά μέσα εις πολλούς».
Έτσι ο μοναχός μέσα στο κοινόβιο μπορεί να βιώσει ολοκληρωτικά την εντολή της αγάπης, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» (Α' Κορ. ιγ' 5) και δεν επιδιώκεται το ατομικό συμφέρον αλλά «το των πολλών, ίνα σωθώσι» (Α' Κορ. Γ 33). Ταυτόχρονα δε η πνευματική πρόοδος είναι ευκολωτέρα μέσω τού έλεγχου που προέρχεται από πρόσωπα που αγαπούν (Παροιμ. ιγ' 24. Εκκλ. δ' 10).
Το κοινόβιο των μοναχών αποδεικνύει ότι ο λόγος της Γραφής είναι πραγματικότης γιατί όπως ακριβώς το σώμα είναι ένα και έχει πολλά μέλη και όλα αποτελούν το ένα σώμα, έτσι και οι αδελφοί εκφράζουν αυτήν την ενότητα του Σώματος τού Χριστού και είναι «εις εν Χριστώ», ανεξάρτητα από την εθνική, κοινωνική, μορφωτική ή οποιαδήποτε άλλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των (Α' Κορ. ιβ' 8-10), γιατί ο καθένας έχει το χάρισμα του εξίσου για τους άλλους όσο και για τον εαυτό του.
«Τι ημπορεί να παραβληθή με αυτού του είδους την ζωήν»; ερωτά ο Μ. Βασίλειος αναφερόμενος στην κοινοβιακή ζωή, «τι είναι μακαριώτερον; τι είναι αληθέστερον από την σύνδεσιν και την ένωσιν; Τι είναι χαριέστερον από την ανάμιξιν των χαρακτήρων και των ψυχών; Εκινήθησαν άνθρωποι από διαφόρους φυλάς και χώρας και συνηρμόσθησαν με τοιαύτην ακρίβειαν εις ένα, ώστε να θεωρούνται μία ψυχή εις πολλά σώματα, να φαίνωνται όργανα μιας γνώμης».
Μ' αυτή τη βάση γίνεται κατανοητό γιατί ο Μ. Βασίλειος δεν επιτρέπει σε μία αδελφότητα ιδιαίτερες φιλίες και διακρίσεις· οι μοναχοί πρέπει να ακτινοβολούν προς όλους «την αυτήν ισότιμον αγάπην», λέγει. Πρέπει να υπάρχει «κοινή και ισότιμος αγάπη προς πάντας», γι' αυτό και οι ιδιαίτερες φιλίες μεταξύ δύο ή τριών χαρακτηρίζονται πονηρία. Έτσι οι μοναχοί επανέρχονται στην προ της πτώσεως κατάσταση, κατά την οποία το σύμπαν ήτο συνδεδεμένο με το δεσμό της αγάπης. Η διαίρεση επήλθε με την πτώση του ανθρώπου. Στην κοινοβιακή πολιτεία λοιπόν των μοναχών «επικαλύπτεται η αμαρτία τού προπάτορος Αδάμ», λέγει ο Μ. Βασίλειος και πραγματώνεται η κοινωνία ζωής τού Χριστού με τους αποστόλους και με ολόκληρη την αποστολική Εκκλησία (Πράξ. β' 42-47).
Με μόνη την ύπαρξή του ο μοναχός βεβαιώνει τη γνησιότητα της ευαγγελικής ζωής και αποτελεί ζωντανό κήρυγμα για την κοινωνία μας και ταυτόχρονα δρόμο για τον καθένα που θέλει να βιώσει απόλυτα το ευαγγέλιο της ολοκληρωτικής απαρνήσεως και ολοκληρωτικής αφοσιώσεως στον Κύριο (Ματθ. ιθ' 21).
Οι μοναχοί θεωρούνται αληθινοί στρατιώτες του Χριστού, οι οποίοι δεν εμπλέκονται σε βιοτικές υποθέσεις (Β' Τιμ. β' 4) είναι ελεύθεροι από κοσμικές φροντίδες και υποχρεώσεις και καταστέλλουν τις επαναστάσεις των αοράτων εχθρών (Εφ. στ' 12), αφού εσταύρωσαν την σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες· στο σώμα των περιφέρουν την νέκρωση τού Χριστού, για να φανερωθεί και η ζωή του Χριστού στο σώμα τους (Β' Κορ. δ' 10). Έτσι γίνονται άξιοι ακόλουθοι τού Κυρίου (Ματθ. ιστ' 24 Λουκ. θ' 23).
Αυτή η «νέκρωση τού Χριστού» στο σώμα τού μονάχου πραγματοποιείται κυρίως με τις τρείς μοναχικές αρετές· την παρθενία, την ακτημοσύνη και την υπακοή.
Η θεληματική παρθενία είναι εκείνη για την οποία ο Χριστός ανέφερε πως υπάρχουν «ευνούχοι», οι οποίοι «ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των ουρανών». Όμως προσέθεσε: «ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ιθ' 12). Επίσης ο απόστολος κατακρίνει τις νεώτερες χήρες που παρέβησαν «την πρώτην πίστιν τους», ενώ είχαν ενταχθεί στο τάγμα των χηρών και έδωσαν υπόσχεση αγαμίας, τα πάθη τις απέσπασαν από τον Χριστό και ήλθαν σε γάμο (Τιμ. ε' 1-12).
Το να εγκαταλείψει κανείς τον ουράνιο Νυμφίο, με τον οποίο ενώθηκε δια της μοναχικής υποσχέσεως, και να ενωθεί με γυναίκα, αυτό θεωρείται μοιχεία και τόσο χειρότερο από μοιχεία, όσο ανώτερος είναι ο Θεός από τους ανθρώπους. Ο μοναχός είναι άνθρωπος προσευχής. Και εκείνο που στους άλλους ανθρώπους συνιστάται για χάρη της προσευχής (Α' Κορ. ζ' 5), είναι γι' αυτόν κανόνας ζωής.
Η εγκράτεια πηγαίνει πάντοτε μαζί με τη νηστεία και την προσευχή. «Σαλπίσατε σάλπιγγι εν Σιών, αγιάσατε νηστείαν, κηρύξατε θεραπείαν, συναγάγετε λαόν, αγιάσατε εκκλησίαν... εξελθέτω νυμφίος εκ του κοιτώνος αυτού και νύμφη εκ του παστού αυτής» (Ιωήλ β' 15-16)· αυτός που προσεύχεται όπως πρέπει και νηστεύει όπως πρέπει, οφείλει να απορρίψει «κάθε βιωτικόν πόθον, κάθε φροντίδα και διαχυτικότητα και αφού συγκεντρώση τον εαυτόν του καλά από κάθε πλευράν, έτσι να πλησιάζη τον Θεόν», λέγει σχολιάζοντας ο Χρυσόστομος.
Ο ίδιος πατέρας αναφέρει πως οι πρωτόπλαστοι ζούσαν στον παράδεισο σαν στον ουρανό και απολάμβαναν ηδονή από την κοινωνία με τον Θεό, χωρίς να υπάρχει στην ψυχή τους επιθυμία για σαρκική μίξη, ήσαν στολισμένοι με την παρθενία. Ο Θεός είπε βέβαια «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. α' 28), αλλά όπως ο Θεός στην περίπτωση του Αβραάμ, από νεκρά σώματα (Γεν. ιε' 2) έδωσε τη «ρίζα» τόσων μυριάδων ανθρώπων, έτσι θα μπορούσε να προνοήσει, αν οι άνθρωποι έμεναν πιστοί και εγκρατεύοντο από την ηδονή του ξύλου, να βρει άλλο τρόπο αυξήσεως τού ανθρωπίνου γένους. Ο Θεός, εξ αιτίας της ανυπακοής του ανθρώπου, θέσπισε τον γάμον, για λόγους παιδαγωγίας.
Έτσι η παρθενία είναι επάνοδος και επαναφορά της «φυγάδας» στην προηγούμενη πατρίδα της και απαλλαγή της από την μακροχρόνια εξορία. Γι' αυτό και όταν ήλθε ο Χριστός, γεννήθηκε εκ Παρθένου και «μετέβαλε τους νόμους της φύσεως, φανερώνων εξ αρχής την προς αυτήν τιμήν και αποδεικνύων την παρθένον μητέρα» (Χρυσόστομος).
Η παρθενία είναι χάρισμα, λέγει ο Μ. Βασίλειος (βλ. Ματθ. ιθ' 11), που δεν περιλαμβάνει μόνο την άρνηση της παιδοποιίας, αλλά και την αγνότητα ολοκλήρου του βίου και τού τρόπου ζωής, την εγκράτεια όλων των παθών. Όπου υπάρχει το χάρισμα της παρθενίας, ο μοναχός δεν ακολουθεί τον σεμνό βίον από λύπη ή ανάγκη, αλλά «με ευφροσύνη και αγαλλίαση», λέγει ο πατέρας της Εκκλησίας. Γι' αυτό και η παρθενική ζωή δεν πρέπει να συνδέεται με καμμία σκοπιμότητα.
Ο άριστος τρόπος ζωής, λέγει ο Χρυσόστομος, που τρέφει τους καρπούς της παρθενίας, είναι ο «εσταυρωμένος βίος»· η ρίζα και ταυτόχρονα ο καρπός της παρθενίας, που ασκεί τους γενναίους στο θαυμαστό δρόμο αποκόπτει όλα τα δεσμά και τους αφήνει να πετούν προς τον ουρανό, «ωσάν πτερωτοί με πόδια ευκίνητα και ανάλαφρα», γιατί χωρίς τη φροντίδα για γυναίκα και παιδιά, μπορεί εύκολα ν' ασκηθεί στην ακτημοσύνη, όπου είναι η άλλη βασική μοναχική αρετή. Η παρθενία αποκόπτει κάθε αφορμή περιττής φροντίδας και ανοίγει τον δρόμο για την ολοκληρωτική αφοσίωση στα έργα του Θεού.
Ο μοναχός οφείλει να είναι ακτήμονας. Διαφορετικά, αν έχει ιδιαίτερη περιουσία, «διαφθείρει την ακρίβειαν της κοινωνίας» και δείχνει σοβαρά δείγματα απιστίας (Ψαλμ. λστ'/λζ' 25). Ο Χριστός έδειξε το παράδειγμα της τελείας ακτημοσύνης. δεν είχε ούτε τράπεζα, ούτε λυχνία, ούτε οικία, ούτε κάθισμα, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, λέγει ο Χρυσόστομος και παραπέμπει στο Ματθ. η' 20. Η ακτημοσύνη δεν αρνείται μόνο την κτήση αργυρίου και χρυσίου, αλλά και «οιουδήποτε πράγματος, εκ του οποίου κρέμαται το θέλημα τού ανθρώπου» (Ισαάκ ο Σύρος). Είναι «λύσις των δεσμών της υλικής αυτής και πρόσκαιρου ζωής και ελευθερία από τας ανθρωπίνας υποχρεώσεις, που μας καθιστά ισχυρότερους να αρχίσωμε τον δρόμον που φέρει εις τον Θεόν» (Μ. Βασίλειος).
Η ακτημοσύνη, συνεχίζει ο ίδιος πατέρας, είναι εν σημείον εκκινήσεως χωρίς εμπόδια δια την απόκτησιν και χρήσιν πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν» (Ψαλμ. ιη' 11/ιθ' 10), είναι με ένα λόγον μετάθεσις της ανθρωπινής καρδίας προς την ουράνιον πολιτείαν, ώστε να ημπορούμε να λέγωμεν «ότι το πολίτευμα ημών υπάρχει εις τους ουρανούς» (Φιλ. γ' 20). Το σπουδαιότερον δε είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστόν, ο οποίος αν και ήτο πλούσιος, «επτώχευσε δι' ημάς (Β' Κορ. η' 9)».
Επειδή ο μοναχός απέθανε δια τον κόσμο, λέγει ο Μ. Βασίλειος σε άλλο σημείο, ελευθερώθη από κάθε υποχρέωση έναντι των συγγενών και επειδή είναι ακτήμονας δεν έχει φυσικά τίποτε να τους δώσει ακόμη και τους καρπούς της χειρονακτικής του εργασίας δεν επιτρέπεται να διαθέσει στους συγγενείς, γιατί και το σώμα του, σαν «αφιέρωμα» δεν το εξουσιάζει. Αν δείξει έντονο ενδιαφέρον για τους συγγενείς και τους ενισχύσει με σκοπό να θεραπεύσει την ένδειά τους, διαπράττει ιεροσυλία, λέγει ο Βασίλειος· «διότι όσα συγκεντρώνονται δια τους αγίους, που αφιέρωσαν τους εαυτούς των εις τον Θεόν, νοούνται και θεωρούνται ιερά και αληθινά αναθέματα. Αυτός λοιπόν που ιδιοποιείται κάτι από αυτά, είναι ιερόσυλος».
Η τρίτη μοναχική αρετή είναι η υπακοή στο γέροντα, που είναι διδάσκαλος των αγαθών έργων. «Κάθε πράξις που γίνεται κρυφά από αυτόν είναι κλοπή και ιεροσυλία, που οδηγεί εις τον θάνατο και δεν ωφελεί, και εάν ακόμη σου φαίνεται πως είναι αγαθή»· τίποτε δεν επιτρέπεται να γίνεται κρυφά, καταλήγει ο Μ. Βασίλειος. Οι «κατά Θεόν ασκηταί», λέγει σε άλλο σημείο, πρέπει «να υπακούουν εις τους καθηγουμένους, χωρίς να σχολιάζουν τα πράγματα, όταν είναι καθαρά από αμαρτίαν, αλλά να τα εκπληρούν με κάθε προθυμίαν και ζήλον».
Η ένταξη στο μοναχικό κοινόβιο ανήκει βέβαια στην ελεύθερη προαίρεση τού ασκητού, όπως ακόμη και η εκλογή τού κοινοβίου και τού Γέροντος. Όμως μετά την είσοδό του πρέπει να δεχθεί την παιδαγωγία τού ηγουμένου˙ «ο συνετός καθηγούμενος γνωρίζει να ερευνά ακριβώς τον χαρακτήρα και τα πάθη και τας ψυχικός ορμάς και να καθορίζη αναλόγως ο,τι χρειάζεται δι έκαστον». Η υπακοή στον ηγούμενο συντελεί στο ξεπέρασμα τού ιδίου θελήματος και το «άνοιγμα» στην αγάπη.
Έτσι ο μοναχός, με τη ζωή του δείχνει στον κόσμο το μέτρο της αληθινής ζωής, της γνησιότητος και αγιότητος. Δεν είναι περιφρόνηση τού κόσμου η αποφυγή τού κόσμου. Εγκαταλείπει βέβαια τοπικά τον κόσμο, αλλά τον έχει στη σκέψη του, στη φροντίδα του, στις προσευχές του. Το να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους σημαίνει να χύνεις αίμα, είναι πιο κουραστικό από το απλό μαρτύριο, λέγει ο π. Σωφρόνιος.
Ο Ισαάκ ο Σύρος καλεί τους μοναχούς να γίνουν «έσωθεν ελεήμονες προς πάντας εν γένει τους ανθρώπους» και να φυλάξουν αυτήν την «εσωτερικήν ελεημοσύνην», αλλά, προσθέτει, όταν η ανάγκη των πραγμάτων καλεί σε έργα, «πρέπει άνευ τινός αμελείας να δείξωμε φανερώς την αγάπην ημών», ιδιαίτερα αν κάποιος δεν ακολουθεί την «παντοτεινήν ησυχίαν». Σ' αυτήν την περίπτωση πρέπει κανείς να ασκεί την ελεημοσύνη, επειδή δεν είναι τελείως ακτήμων και δεν φυλάττει «το τέλειον της ησυχίας». Εκτός βέβαια αν υπάρχει κάποιος «άσπλαγχνος και ωμός και απάνθρωπος· και ησυχάζει μόνον δια τα όμματα των ανθρώπων διότι γνωρίζομεν ακριβώς, ότι άνευ της αγάπης τού πλησίον ο νους δεν δύναται να φωτισθή εκ της προσευχής και της αγάπης του Θεού».
Ο ησυχαστής ολοκληρώνει την αγάπη προς τον πλησίον «δια του φρονήματος», με την προσευχή. Αν όμως «δεν εκτελούνται όλα τα έργα της ησυχίας», πρέπει τότε να εκπληρωθή η έλλειψη με «αισθητή πράξι», επαναλαμβάνει ο Ισαάκ ο Σύρος και υπογραμμίζει σε άλλο σημείο: «Γίνου κοινωνός των παθημάτων πάντων των ανθρώπων, αλλά σωματικώς απομακρύνθητι εκ πάντων. Μη ελέγξης τινά, μηδέ ονειδήσης, μήτε τους λίαν κακούς κατά την πολιτείαν αυτών».
Ο μοναχικός λοιπόν βίος αποτελεί απόλυτη βίωση της εν Χριστώ ζωής και ταυτόχρονα βεβαίωση της γνησιότητας της ευαγγελικής αλήθειας. Ο μοναχός, με την ελεύθερη προαίρεσή του, απαρνείται κάθε εξάρτηση από τα πράγματα αυτού του κόσμου, με σκοπό την ολοκληρωτική αφοσίωση στον Θεό. Αυτό το νόημα έχουν οι τρεις βασικές μοναχικές αρετές της παρθενίας, της ακτημοσύνης, της υπακοής. Η τοπική απομάκρυνση από τον κόσμο δεν σημαίνει και διακοπή του συνδέσμου της αγάπης. Ο μοναχός προσλαμβάνει στις προσευχές του ολόκληρο τον κόσμο και τον εμπιστεύεται στην αγάπη τού Θεού. Ταυτόχρονα, με την ύπαρξή του, υπενθυμίζει στον κόσμο μια άλλη διάσταση στη ζωή, που σήμερα τόσο λησμονείται: είναι η κάθετη διάσταση, που μας θυμίζει πως πρέπει να φρονούμε «τα άνω», μη τα επί της γης!
http://www.egolpion.com/
«Πολλές φορές ευχήθηκα», λέγει ο Χρυσόστομος, «να παύσει να υπάρχει η ανάγκη των μοναστηριών και να επικρατήσει στις πόλεις τόσο καλή εφαρμογή των ηθικών νόμων, ώστε να μη χρειασθή να καταφύγη κανείς εις την έρημον». Επειδή όμως ο κόσμος γέμισε από αδικίες, ενώ η έρημος «είναι πλήρης από τους καρπούς της φιλοσοφημένης ζωής», δεν πρέπει να κατηγορούμε εκείνους που αναζητούν τον λιμένα ή και οδηγούν άλλους, που επιθυμούν την απόλυτη βίωση της χριστιανικής ζωής σ' αυτόν, αλλά εκείνους που καθιστούν την πόλη «αδιάβατον και ακατάλληλον προς την άσκησιν της φιλοσοφημένης ζωής, ώστε να αναγκάζωνται όσοι θέλουν να σωθούν, να καταφύγουν εις τας ερημίας» (Μ. Βασιλ.).
«Αν κάποια νύκτα πιάσει ένα σπίτι φωτιά, ποιόν θα κατηγορούσαμε, εκείνον που θα ξυπνήσει τους ανθρώπους που κοιμούνται μέσα και θα τους οδηγήσει έξω από το σπίτι εκείνο, ή αυτόν που έγινε πρόξενος της φωτιάς;» συμπληρώνει ο Χρυσόστομος.
Περιγράφοντας ο ίδιος πατέρας της Εκκλησίας τη ζωή στο μοναστικό κοινόβιο, λέγει για τους μοναχούς πως ενώ παντού υπάρχει τέτοια τρικυμία, αυτοί βρίσκονται στο λιμάνι και όχι σε κατώτερη κατάσταση από τους αγγέλους. Σ' αυτούς «δεν υπάρχει καμμία ανωμαλία, ούτε άλλοι μεν ευρίσκονται εις ευτυχίαν, άλλοι δε εις τας χειρότερας συμφοράς, αλλά όλοι εις μίαν ειρήνην και χαράν και δόξαν... Κανείς δεν ονειδίζει τον άλλον δια πτωχείαν, κανείς δεν υπερηφανεύεται δια τα πλούτη. Το ιδικόν μου και το ιδικόν σου, αυτό ακριβώς που ανατρέπει και ταράσσει τα πάντα, έχει αποβληθή, και όλα εις αυτούς είναι κοινά, το φαγητόν, η στέγη και τα ενδύματα. Και τι το παράξενον, αφού και αυτή η ψυχή είναι μία και η αυτή εις όλους;»
«Διότι κοινωνία βίου τελειότατη είναι κατ' εμέ εκείνη, όπου ιδιόκτητοι δεν υπάρχουν, αι αντιθέσεις της γνώμης έχουν εκλείψει, κάθε δε ταραχή και φιλονικία και έρις έχει απομακρυνθή, και όλα είναι κοινά· ψυχαί, γνώμαι, σώματα, εκείνα δια των οποίων τρέφονται και θεραπεύονται τα σώματα, ο Θεός, το εμπόρευμα της ευσέβειας, η σωτηρία, τα αγωνίσματα, οι κόποι, οι στέφανοι, όπου οι πολλοί είναι ένας και ο ένας δεν είναι μόνος, αλλά μέσα εις πολλούς».
Έτσι ο μοναχός μέσα στο κοινόβιο μπορεί να βιώσει ολοκληρωτικά την εντολή της αγάπης, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» (Α' Κορ. ιγ' 5) και δεν επιδιώκεται το ατομικό συμφέρον αλλά «το των πολλών, ίνα σωθώσι» (Α' Κορ. Γ 33). Ταυτόχρονα δε η πνευματική πρόοδος είναι ευκολωτέρα μέσω τού έλεγχου που προέρχεται από πρόσωπα που αγαπούν (Παροιμ. ιγ' 24. Εκκλ. δ' 10).
Το κοινόβιο των μοναχών αποδεικνύει ότι ο λόγος της Γραφής είναι πραγματικότης γιατί όπως ακριβώς το σώμα είναι ένα και έχει πολλά μέλη και όλα αποτελούν το ένα σώμα, έτσι και οι αδελφοί εκφράζουν αυτήν την ενότητα του Σώματος τού Χριστού και είναι «εις εν Χριστώ», ανεξάρτητα από την εθνική, κοινωνική, μορφωτική ή οποιαδήποτε άλλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των (Α' Κορ. ιβ' 8-10), γιατί ο καθένας έχει το χάρισμα του εξίσου για τους άλλους όσο και για τον εαυτό του.
«Τι ημπορεί να παραβληθή με αυτού του είδους την ζωήν»; ερωτά ο Μ. Βασίλειος αναφερόμενος στην κοινοβιακή ζωή, «τι είναι μακαριώτερον; τι είναι αληθέστερον από την σύνδεσιν και την ένωσιν; Τι είναι χαριέστερον από την ανάμιξιν των χαρακτήρων και των ψυχών; Εκινήθησαν άνθρωποι από διαφόρους φυλάς και χώρας και συνηρμόσθησαν με τοιαύτην ακρίβειαν εις ένα, ώστε να θεωρούνται μία ψυχή εις πολλά σώματα, να φαίνωνται όργανα μιας γνώμης».
Μ' αυτή τη βάση γίνεται κατανοητό γιατί ο Μ. Βασίλειος δεν επιτρέπει σε μία αδελφότητα ιδιαίτερες φιλίες και διακρίσεις· οι μοναχοί πρέπει να ακτινοβολούν προς όλους «την αυτήν ισότιμον αγάπην», λέγει. Πρέπει να υπάρχει «κοινή και ισότιμος αγάπη προς πάντας», γι' αυτό και οι ιδιαίτερες φιλίες μεταξύ δύο ή τριών χαρακτηρίζονται πονηρία. Έτσι οι μοναχοί επανέρχονται στην προ της πτώσεως κατάσταση, κατά την οποία το σύμπαν ήτο συνδεδεμένο με το δεσμό της αγάπης. Η διαίρεση επήλθε με την πτώση του ανθρώπου. Στην κοινοβιακή πολιτεία λοιπόν των μοναχών «επικαλύπτεται η αμαρτία τού προπάτορος Αδάμ», λέγει ο Μ. Βασίλειος και πραγματώνεται η κοινωνία ζωής τού Χριστού με τους αποστόλους και με ολόκληρη την αποστολική Εκκλησία (Πράξ. β' 42-47).
Με μόνη την ύπαρξή του ο μοναχός βεβαιώνει τη γνησιότητα της ευαγγελικής ζωής και αποτελεί ζωντανό κήρυγμα για την κοινωνία μας και ταυτόχρονα δρόμο για τον καθένα που θέλει να βιώσει απόλυτα το ευαγγέλιο της ολοκληρωτικής απαρνήσεως και ολοκληρωτικής αφοσιώσεως στον Κύριο (Ματθ. ιθ' 21).
Οι μοναχοί θεωρούνται αληθινοί στρατιώτες του Χριστού, οι οποίοι δεν εμπλέκονται σε βιοτικές υποθέσεις (Β' Τιμ. β' 4) είναι ελεύθεροι από κοσμικές φροντίδες και υποχρεώσεις και καταστέλλουν τις επαναστάσεις των αοράτων εχθρών (Εφ. στ' 12), αφού εσταύρωσαν την σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες· στο σώμα των περιφέρουν την νέκρωση τού Χριστού, για να φανερωθεί και η ζωή του Χριστού στο σώμα τους (Β' Κορ. δ' 10). Έτσι γίνονται άξιοι ακόλουθοι τού Κυρίου (Ματθ. ιστ' 24 Λουκ. θ' 23).
Αυτή η «νέκρωση τού Χριστού» στο σώμα τού μονάχου πραγματοποιείται κυρίως με τις τρείς μοναχικές αρετές· την παρθενία, την ακτημοσύνη και την υπακοή.
Η θεληματική παρθενία είναι εκείνη για την οποία ο Χριστός ανέφερε πως υπάρχουν «ευνούχοι», οι οποίοι «ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των ουρανών». Όμως προσέθεσε: «ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ιθ' 12). Επίσης ο απόστολος κατακρίνει τις νεώτερες χήρες που παρέβησαν «την πρώτην πίστιν τους», ενώ είχαν ενταχθεί στο τάγμα των χηρών και έδωσαν υπόσχεση αγαμίας, τα πάθη τις απέσπασαν από τον Χριστό και ήλθαν σε γάμο (Τιμ. ε' 1-12).
Το να εγκαταλείψει κανείς τον ουράνιο Νυμφίο, με τον οποίο ενώθηκε δια της μοναχικής υποσχέσεως, και να ενωθεί με γυναίκα, αυτό θεωρείται μοιχεία και τόσο χειρότερο από μοιχεία, όσο ανώτερος είναι ο Θεός από τους ανθρώπους. Ο μοναχός είναι άνθρωπος προσευχής. Και εκείνο που στους άλλους ανθρώπους συνιστάται για χάρη της προσευχής (Α' Κορ. ζ' 5), είναι γι' αυτόν κανόνας ζωής.
Η εγκράτεια πηγαίνει πάντοτε μαζί με τη νηστεία και την προσευχή. «Σαλπίσατε σάλπιγγι εν Σιών, αγιάσατε νηστείαν, κηρύξατε θεραπείαν, συναγάγετε λαόν, αγιάσατε εκκλησίαν... εξελθέτω νυμφίος εκ του κοιτώνος αυτού και νύμφη εκ του παστού αυτής» (Ιωήλ β' 15-16)· αυτός που προσεύχεται όπως πρέπει και νηστεύει όπως πρέπει, οφείλει να απορρίψει «κάθε βιωτικόν πόθον, κάθε φροντίδα και διαχυτικότητα και αφού συγκεντρώση τον εαυτόν του καλά από κάθε πλευράν, έτσι να πλησιάζη τον Θεόν», λέγει σχολιάζοντας ο Χρυσόστομος.
Ο ίδιος πατέρας αναφέρει πως οι πρωτόπλαστοι ζούσαν στον παράδεισο σαν στον ουρανό και απολάμβαναν ηδονή από την κοινωνία με τον Θεό, χωρίς να υπάρχει στην ψυχή τους επιθυμία για σαρκική μίξη, ήσαν στολισμένοι με την παρθενία. Ο Θεός είπε βέβαια «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. α' 28), αλλά όπως ο Θεός στην περίπτωση του Αβραάμ, από νεκρά σώματα (Γεν. ιε' 2) έδωσε τη «ρίζα» τόσων μυριάδων ανθρώπων, έτσι θα μπορούσε να προνοήσει, αν οι άνθρωποι έμεναν πιστοί και εγκρατεύοντο από την ηδονή του ξύλου, να βρει άλλο τρόπο αυξήσεως τού ανθρωπίνου γένους. Ο Θεός, εξ αιτίας της ανυπακοής του ανθρώπου, θέσπισε τον γάμον, για λόγους παιδαγωγίας.
Έτσι η παρθενία είναι επάνοδος και επαναφορά της «φυγάδας» στην προηγούμενη πατρίδα της και απαλλαγή της από την μακροχρόνια εξορία. Γι' αυτό και όταν ήλθε ο Χριστός, γεννήθηκε εκ Παρθένου και «μετέβαλε τους νόμους της φύσεως, φανερώνων εξ αρχής την προς αυτήν τιμήν και αποδεικνύων την παρθένον μητέρα» (Χρυσόστομος).
Η παρθενία είναι χάρισμα, λέγει ο Μ. Βασίλειος (βλ. Ματθ. ιθ' 11), που δεν περιλαμβάνει μόνο την άρνηση της παιδοποιίας, αλλά και την αγνότητα ολοκλήρου του βίου και τού τρόπου ζωής, την εγκράτεια όλων των παθών. Όπου υπάρχει το χάρισμα της παρθενίας, ο μοναχός δεν ακολουθεί τον σεμνό βίον από λύπη ή ανάγκη, αλλά «με ευφροσύνη και αγαλλίαση», λέγει ο πατέρας της Εκκλησίας. Γι' αυτό και η παρθενική ζωή δεν πρέπει να συνδέεται με καμμία σκοπιμότητα.
Ο άριστος τρόπος ζωής, λέγει ο Χρυσόστομος, που τρέφει τους καρπούς της παρθενίας, είναι ο «εσταυρωμένος βίος»· η ρίζα και ταυτόχρονα ο καρπός της παρθενίας, που ασκεί τους γενναίους στο θαυμαστό δρόμο αποκόπτει όλα τα δεσμά και τους αφήνει να πετούν προς τον ουρανό, «ωσάν πτερωτοί με πόδια ευκίνητα και ανάλαφρα», γιατί χωρίς τη φροντίδα για γυναίκα και παιδιά, μπορεί εύκολα ν' ασκηθεί στην ακτημοσύνη, όπου είναι η άλλη βασική μοναχική αρετή. Η παρθενία αποκόπτει κάθε αφορμή περιττής φροντίδας και ανοίγει τον δρόμο για την ολοκληρωτική αφοσίωση στα έργα του Θεού.
Ο μοναχός οφείλει να είναι ακτήμονας. Διαφορετικά, αν έχει ιδιαίτερη περιουσία, «διαφθείρει την ακρίβειαν της κοινωνίας» και δείχνει σοβαρά δείγματα απιστίας (Ψαλμ. λστ'/λζ' 25). Ο Χριστός έδειξε το παράδειγμα της τελείας ακτημοσύνης. δεν είχε ούτε τράπεζα, ούτε λυχνία, ούτε οικία, ούτε κάθισμα, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, λέγει ο Χρυσόστομος και παραπέμπει στο Ματθ. η' 20. Η ακτημοσύνη δεν αρνείται μόνο την κτήση αργυρίου και χρυσίου, αλλά και «οιουδήποτε πράγματος, εκ του οποίου κρέμαται το θέλημα τού ανθρώπου» (Ισαάκ ο Σύρος). Είναι «λύσις των δεσμών της υλικής αυτής και πρόσκαιρου ζωής και ελευθερία από τας ανθρωπίνας υποχρεώσεις, που μας καθιστά ισχυρότερους να αρχίσωμε τον δρόμον που φέρει εις τον Θεόν» (Μ. Βασίλειος).
Η ακτημοσύνη, συνεχίζει ο ίδιος πατέρας, είναι εν σημείον εκκινήσεως χωρίς εμπόδια δια την απόκτησιν και χρήσιν πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν» (Ψαλμ. ιη' 11/ιθ' 10), είναι με ένα λόγον μετάθεσις της ανθρωπινής καρδίας προς την ουράνιον πολιτείαν, ώστε να ημπορούμε να λέγωμεν «ότι το πολίτευμα ημών υπάρχει εις τους ουρανούς» (Φιλ. γ' 20). Το σπουδαιότερον δε είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστόν, ο οποίος αν και ήτο πλούσιος, «επτώχευσε δι' ημάς (Β' Κορ. η' 9)».
Επειδή ο μοναχός απέθανε δια τον κόσμο, λέγει ο Μ. Βασίλειος σε άλλο σημείο, ελευθερώθη από κάθε υποχρέωση έναντι των συγγενών και επειδή είναι ακτήμονας δεν έχει φυσικά τίποτε να τους δώσει ακόμη και τους καρπούς της χειρονακτικής του εργασίας δεν επιτρέπεται να διαθέσει στους συγγενείς, γιατί και το σώμα του, σαν «αφιέρωμα» δεν το εξουσιάζει. Αν δείξει έντονο ενδιαφέρον για τους συγγενείς και τους ενισχύσει με σκοπό να θεραπεύσει την ένδειά τους, διαπράττει ιεροσυλία, λέγει ο Βασίλειος· «διότι όσα συγκεντρώνονται δια τους αγίους, που αφιέρωσαν τους εαυτούς των εις τον Θεόν, νοούνται και θεωρούνται ιερά και αληθινά αναθέματα. Αυτός λοιπόν που ιδιοποιείται κάτι από αυτά, είναι ιερόσυλος».
Η τρίτη μοναχική αρετή είναι η υπακοή στο γέροντα, που είναι διδάσκαλος των αγαθών έργων. «Κάθε πράξις που γίνεται κρυφά από αυτόν είναι κλοπή και ιεροσυλία, που οδηγεί εις τον θάνατο και δεν ωφελεί, και εάν ακόμη σου φαίνεται πως είναι αγαθή»· τίποτε δεν επιτρέπεται να γίνεται κρυφά, καταλήγει ο Μ. Βασίλειος. Οι «κατά Θεόν ασκηταί», λέγει σε άλλο σημείο, πρέπει «να υπακούουν εις τους καθηγουμένους, χωρίς να σχολιάζουν τα πράγματα, όταν είναι καθαρά από αμαρτίαν, αλλά να τα εκπληρούν με κάθε προθυμίαν και ζήλον».
Η ένταξη στο μοναχικό κοινόβιο ανήκει βέβαια στην ελεύθερη προαίρεση τού ασκητού, όπως ακόμη και η εκλογή τού κοινοβίου και τού Γέροντος. Όμως μετά την είσοδό του πρέπει να δεχθεί την παιδαγωγία τού ηγουμένου˙ «ο συνετός καθηγούμενος γνωρίζει να ερευνά ακριβώς τον χαρακτήρα και τα πάθη και τας ψυχικός ορμάς και να καθορίζη αναλόγως ο,τι χρειάζεται δι έκαστον». Η υπακοή στον ηγούμενο συντελεί στο ξεπέρασμα τού ιδίου θελήματος και το «άνοιγμα» στην αγάπη.
Έτσι ο μοναχός, με τη ζωή του δείχνει στον κόσμο το μέτρο της αληθινής ζωής, της γνησιότητος και αγιότητος. Δεν είναι περιφρόνηση τού κόσμου η αποφυγή τού κόσμου. Εγκαταλείπει βέβαια τοπικά τον κόσμο, αλλά τον έχει στη σκέψη του, στη φροντίδα του, στις προσευχές του. Το να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους σημαίνει να χύνεις αίμα, είναι πιο κουραστικό από το απλό μαρτύριο, λέγει ο π. Σωφρόνιος.
Ο Ισαάκ ο Σύρος καλεί τους μοναχούς να γίνουν «έσωθεν ελεήμονες προς πάντας εν γένει τους ανθρώπους» και να φυλάξουν αυτήν την «εσωτερικήν ελεημοσύνην», αλλά, προσθέτει, όταν η ανάγκη των πραγμάτων καλεί σε έργα, «πρέπει άνευ τινός αμελείας να δείξωμε φανερώς την αγάπην ημών», ιδιαίτερα αν κάποιος δεν ακολουθεί την «παντοτεινήν ησυχίαν». Σ' αυτήν την περίπτωση πρέπει κανείς να ασκεί την ελεημοσύνη, επειδή δεν είναι τελείως ακτήμων και δεν φυλάττει «το τέλειον της ησυχίας». Εκτός βέβαια αν υπάρχει κάποιος «άσπλαγχνος και ωμός και απάνθρωπος· και ησυχάζει μόνον δια τα όμματα των ανθρώπων διότι γνωρίζομεν ακριβώς, ότι άνευ της αγάπης τού πλησίον ο νους δεν δύναται να φωτισθή εκ της προσευχής και της αγάπης του Θεού».
Ο ησυχαστής ολοκληρώνει την αγάπη προς τον πλησίον «δια του φρονήματος», με την προσευχή. Αν όμως «δεν εκτελούνται όλα τα έργα της ησυχίας», πρέπει τότε να εκπληρωθή η έλλειψη με «αισθητή πράξι», επαναλαμβάνει ο Ισαάκ ο Σύρος και υπογραμμίζει σε άλλο σημείο: «Γίνου κοινωνός των παθημάτων πάντων των ανθρώπων, αλλά σωματικώς απομακρύνθητι εκ πάντων. Μη ελέγξης τινά, μηδέ ονειδήσης, μήτε τους λίαν κακούς κατά την πολιτείαν αυτών».
Ο μοναχικός λοιπόν βίος αποτελεί απόλυτη βίωση της εν Χριστώ ζωής και ταυτόχρονα βεβαίωση της γνησιότητας της ευαγγελικής αλήθειας. Ο μοναχός, με την ελεύθερη προαίρεσή του, απαρνείται κάθε εξάρτηση από τα πράγματα αυτού του κόσμου, με σκοπό την ολοκληρωτική αφοσίωση στον Θεό. Αυτό το νόημα έχουν οι τρεις βασικές μοναχικές αρετές της παρθενίας, της ακτημοσύνης, της υπακοής. Η τοπική απομάκρυνση από τον κόσμο δεν σημαίνει και διακοπή του συνδέσμου της αγάπης. Ο μοναχός προσλαμβάνει στις προσευχές του ολόκληρο τον κόσμο και τον εμπιστεύεται στην αγάπη τού Θεού. Ταυτόχρονα, με την ύπαρξή του, υπενθυμίζει στον κόσμο μια άλλη διάσταση στη ζωή, που σήμερα τόσο λησμονείται: είναι η κάθετη διάσταση, που μας θυμίζει πως πρέπει να φρονούμε «τα άνω», μη τα επί της γης!
http://www.egolpion.com/