Ο κόσμος, όταν κάνει λόγο για πνευματικότητα, εννοεί την δύναμη του νου. Εννοεί την γνώση και το ανοικτό πνεύμα θέασης της ζωής, τον φιλοσοφικό στοχασμό, την εμβέλεια του λόγου που αναφέρεται σε θέματα που έχουν να κάνουν όχι με την υλική πραγματικότητα, αλλά με τις ιδέες. Και η ζωή χτίζεται ως επιβίωση με τα αγαθά, την εργασία, την ύλη, αλλά ως ποιότητα έχει να κάνει με τις ιδέες και τις ηδονές. Ο πνευματικός άνθρωπος ζητά να οργανώσει όχι μόνο την δική του ζωή, αλλά και τις ζωές των άλλων, με γνώμονα τις ιδέες, είτε δικές του είτε παρμένες από διάλογο με τα κείμενα και τις σκέψεις άλλων. Και η κοινωνία έχει ανάγκη τους πνευματικούς ανθρώπους, διότι αυτοί είναι που μπορούν να δείξουν πώς γίνεται οι άνθρωποι να ανεβάζουν το επίπεδο της ζωής τους, ασχολούμενοι όχι μόνο με την επιβίωση, αλλά και με την δυνατότητα να χτίζουν σχέσεις στηριγμένες στον ανθρωπισμό, την δικαιοσύνη, την κοινωνική αρμονία, ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει θυσίες ή την χρήση άλλων ανθρώπων ως υποτακτικών τους. Αυτός ο τρόπος ζωής φέρνει ηδονές, που δεν περιορίζονται μόνο στο προσωπικό επίπεδο και έχουν να κάνουν με την καταξίωση, την αποδοχή, την χαρά που αναζητεί ο κάθε άνθρωπος, αλλά προεκτείνονται και σε κοινωνικό, διότι μόνο μέσα από την οργάνωση της ζωής με στόχο την ποιότητά της, μπορεί να υπάρχει σκοπός και χαρά, λόγω της επιτυχίας.
Οι πνευματικοί άνθρωποι συνήθως λειτουργούν ως κοινωνικοί ιατροί. Διαγιγνώσκουν τις ασθένειες και την παθολογία της κοινωνίας στην οποία ζούνε, και , ανάλογα με τις ιδέες τους, προτείνουν λύσεις και τρόπους θεραπείας. Ο αγώνας τους μάλιστα, είναι να πείσουν και άλλους, ιδίως όσους έχουν ευθύνη για την πορεία της κοινωνίας, όπως είναι οι πολιτικοί και οι εκπαιδευτικοί, για την ορθότητα της θεραπείας που προτείνουν και να βρούνε οι ιδέες τους εφαρμογή. Εκεί έρχεται η σύγκρουση, η διαπάλη των ιδεών. Και είναι η Ιστορία της ανθρωπότητας στην πράξη μία συνεχής σύγκρουση ανάμεσα σε ιδέες και πρόσωπα που αποσκοπούν στην θεραπεία των αδυναμιών της κοινωνίας ή στην εξουσία πάνω σ’ αυτήν, με την δύναμη είτε των όπλων είτε της καλάμου.
Απέναντι σ’ αυτή την θεώρηση του κόσμου και στον τρόπο των πνευματικών ανθρώπων, η Εκκλησία μας καλεί, ιδίως κατά την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να δούμε έναν άλλο τρόπο θέασης του πνεύματος και της πνευματικότητας. Πνευματικός άνθρωπος είναι για την Εκκλησία αυτός ο οποίος αγωνίζεται να προσελκύσει το Άγιο Πνεύμα στην ύπαρξή του, να το αποκτήσει και να γίνει φορέας του. Αυτό σημαίνει να βρει το Θεό και να Τον κρατήσει στη ζωή του. Όμως κάτι τέτοιο συνεπάγεται την ανάγκη να διαπιστώσει την δική του, προσωπική ασθένεια πρωτίστως, να βρει την θεραπεία, να σωθεί, να κατασταθεί δηλαδή ακέραιος έναντι του Θεού και του πλησίον, και στη συνέχεια να μοιραστεί την εμπειρία του με τους συνανθρώπους του.
Η πνευματικότητα για την Εκκλησία δεν είναι διαπάλη ιδεών, αλλά θεραπεία του ανθρωπίνου «χρωτός». Σημαίνει αναγνώριση ότι υπάρχει ασθένεια, που είναι η αμαρτία, και αγώνας για την ίασή της. Και η ίαση έρχεται με τα φάρμακα της πνευματικής ζωής, όπως είναι η προσευχή και η νηστεία, όπως είναι η διαφύλαξη του νου από τους πονηρούς λογισμούς, η αντίσταση του ανθρώπου σ’ εκείνες τις επιθυμίες που τον χωρίζουν από το Θεό και τον συνάνθρωπο, και, ταυτόχρονα, η καλλιέργεια της αγάπης προς τον Θεό, όπως αυτή γίνεται μέσα από την μνήμη του. Χωρίς μνήμη Θεού, όπως αυτή εκφράζεται στην αναφορά προς Αυτόν, στην μελέτη των δικαιωμάτων Του, στην εγκαθίδρυση του Θεού στην καρδιά, στην αναζήτηση του θελήματός Του, στην λατρεία Του, η όποια θεραπεία δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, γιατί απλώς περιορίζει τα συμπτώματα της ασθένειας, αλλά δεν καθιστά τον άνθρωπο ζώσα ύπαρξη. Κι έτσι, η ψυχή μας δεν σώζεται, ο άνθρωπος δηλαδή δεν βιώνει την ακεραιότητα της αγάπης έναντι του Θεού, δεν πληρούται δηλαδή εσωτερικά από την χάρη του Αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα ο νους του να είναι αλλού, προσανατολισμένος στον παρόντα κόσμο, στις ιδέες και τις απολαύσεις του, ακόμη κι αν διατρέφει μέσα του αναζητήσεις ή ελπίδες κοινωνίας με το Θεό.
Θεραπεία του χρωτός και σωτηρία της ψυχής είναι για την Εκκλησία η θεραπεία του όλου ανθρώπου. Συνήθως, ως πνευματικότητα εννοούμε την ίαση της ψυχής μας, τον πόλεμο κατά των παθών της. Όμως στην εκκλησιαστική ζωή η θεραπεία περιλαμβάνει και το σώμα. Το σώμα κινείται με γνώμονα τις επιθυμίες. Ξεκινά από την ανάγκη για επιβίωση, αυτάρκεια και χαρά και κινεί και την ψυχή προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’ αυτό οι μεγάλες ιδέες στην ιστορία του κόσμου είχαν ως στόχο την κοινωνική μεταρρύθμιση, δηλαδή την θεραπεία των αναγκών του ανθρωπίνου σώματος και έθεταν την ψυχή στην υπηρεσία του. Για την Εκκλησία όμως στόχος της πνευματικής ζωής δεν είναι η μεταρρύθμιση του κόσμου και η ικανοποίηση των αναγκών του σώματος, αλλά η συνάντηση με το Θεό. Αυτή θα καλύψει και τις σωματικές ανάγκες, αφού ο άνθρωπος θα κατανοήσει ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται», και θα διαπιστώσει ότι τίποτε ο Θεός δεν θα τον αφήσει να στερηθεί, από όσα πραγματικά έχει ανάγκη, αρκεί να ζητήσει και να αποκτήσει στην καρδιά του «την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Του» και τα υπόλοιπα θα του προστεθούν.
Η συνάντηση αυτή δεν έχει ως κέντρο τον νου αλλά την καρδιά, δηλαδή τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Και τότε διαλύεται μία ακόμη λανθασμένη θεώρηση. Ο άνθρωπος που έχει συναντήσει τον Θεό και αγωνίζεται για την θεραπεία του στην εκκλησιαστική ζωή τίποτε δεν θα στερηθεί, ακόμη κι αν στερηθεί τα αγαθά και τις ηδονές στην ποσότητα και την ποιότητα που για τον κόσμο θεωρείται το κατώφλι της ευτυχίας. Γιατί η ευτυχία προέρχεται από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά που αγωνίζεται να είναι καθαρή και ο άνθρωπος τότε «τον Θεόν όψεται». Και μέσα από αυτήν την θέαση του κόσμου κατά Θεόν, ο άνθρωπος χαίρεται αληθινά την αγάπη και την κοινωνία με το Θεό και τον συνάνθρωπο, όχι απομονώνοντας το σώμα από την ψυχή, ούτε υπερτονίζοντας το ένα εις βάρος του άλλου, αλλά εντάσσοντας την ύπαρξη του στη ζωή της Εκκλησίας, στα μυστήριά της, στη χαρά της κοινωνίας με τον αδελφό του.
Υπάρχει μία ακόμη μεγάλη διαφορά στον τρόπο που ο κόσμος και η Εκκλησία βλέπουν τον πνευματικό άνθρωπο. Ο κοσμικός πνευματικός άνθρωπος ανήκει στην elite της κοινωνίας. Χρειάζεται κόπο, σπουδή, γνώση, κοινωνική ανέλιξη για να πετύχει. Δεν είναι για όλους η ιδιότητα του πνευματικού κατά κόσμον ανθρώπου. Στην Εκκλησία όμως η πνευματική ζωή και η ιδιότητα του πνευματικού κατά Θεόν ανθρώπου είναι μία πρόσκληση ανοιχτή για όλους. Ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, μόρφωσης, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης, ο αγώνας του Πνεύματος δεν είναι αγώνας για να γίνει κάποιος σπουδαίος και να αλλάξει τον κόσμο. Αντιθέτως, όσο πιο ψηλά ανεβαίνει κάποιος πνευματικά στην Εκκλησία, τόσο ταπεινώνει τον εαυτό του, γιατί γνωρίζει ότι «χωρίς τον Θεόν ου δύναται ποιείν ουδέν», ενώ έχει ως μέτρο σύγκρισής του όχι τους άλλους, αλλά την τελειότητα και καθαρότητα του Θεού και εκεί κατανοεί ότι τα μέτρα του είναι ενώπιον του Θεού μηδαμινά. Μέσα από αυτό το ήθος της ταπείνωσης τότε μπορεί και κρατά την χάρη του Θεού και ωφελεί εν αγάπη τους συνανθρώπους του. Γιατί ο κατά Θεόν πνευματικός άνθρωπος φέγγει ως «λύχνος» όλους και είναι «πόλις επάνω όρους κειμένη».
Η Εκκλησία μας, μέσα από την ακολουθία των Χαιρετισμών στην Υπεραγία Θεοτόκο, μας δείχνει ακριβώς αυτόν τον δρόμο. Η Παναγία ήταν μία ασήμαντη κοπέλα, όπως μυριάδες άλλες που πέρασαν από αυτόν τον κόσμο. Είχε όμως την αληθινά πνευματική μόρφωση και την παρουσία της χάριτος του Θεού μέσα της. Άνοιξε όχι μόνο τον νου ή την ψυχή στο Θεό, αλλά και το σώμα της έδωσε ώστε Εκείνος να σαρκωθεί. Και έχοντας κατά νουν το «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» παρέμεινε όχι απλώς σ’ αυτή τη ζωή πνευματικός άνθρωπος, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί πνευματικά στην αιωνιότητα, δίπλα στον Υιό και Θεόν της. Ήταν άλλωστε η Παναγία ό,τι ωραιότερο έχει δώσει το ανθρώπινο Γένος στο Θεό και ο Χριστός, σαρκούμενος εντός της, την έκανε γέφυρα ζωής και κοινωνίας με το Θεό. Και εκείνη παραμένει το δικό μας πρότυπο πνευματικότητας.
Αυτήν έχοντας κατά νουν ας αγωνιζόμαστε για την δική μας θεραπεία της ψυχής και του σώματος, που έρχεται όταν εκζητούμε το Άγιο Πνεύμα, όταν κοινωνούμε τον Χριστό στα μυστήρια, όταν αγωνιζόμαστε να μεταμορφώσουμε τον εντός μας κόσμο σε κόσμο Θεού. Ας διαλαλούν οι κατά κόσμον «πνευματικοί» άνθρωποι τις ιδέες τους και τους στόχους τους. Βλέπουμε άλλωστε, την αποτυχία τους να αλλάξουν την ανθρώπινη φύση, ακόμη κι αν χτίζουν έναν κόσμο διαφορετικό. Χωρίς θεραπεία της ύπαρξης, δεν υπάρχει αληθινή μεταμόρφωση. Κι εμείς γνωρίζουμε ότι νόημα ζωής έχουμε όταν είμαστε πρόσωπα που σχετιζόμαστε με τον Θεό. Κι εκεί έγκειται η αληθινή πνευματικότητα, που σώζεται και σώζει.
http://blogs.sch.gr/kantonopou/
Οι πνευματικοί άνθρωποι συνήθως λειτουργούν ως κοινωνικοί ιατροί. Διαγιγνώσκουν τις ασθένειες και την παθολογία της κοινωνίας στην οποία ζούνε, και , ανάλογα με τις ιδέες τους, προτείνουν λύσεις και τρόπους θεραπείας. Ο αγώνας τους μάλιστα, είναι να πείσουν και άλλους, ιδίως όσους έχουν ευθύνη για την πορεία της κοινωνίας, όπως είναι οι πολιτικοί και οι εκπαιδευτικοί, για την ορθότητα της θεραπείας που προτείνουν και να βρούνε οι ιδέες τους εφαρμογή. Εκεί έρχεται η σύγκρουση, η διαπάλη των ιδεών. Και είναι η Ιστορία της ανθρωπότητας στην πράξη μία συνεχής σύγκρουση ανάμεσα σε ιδέες και πρόσωπα που αποσκοπούν στην θεραπεία των αδυναμιών της κοινωνίας ή στην εξουσία πάνω σ’ αυτήν, με την δύναμη είτε των όπλων είτε της καλάμου.
Απέναντι σ’ αυτή την θεώρηση του κόσμου και στον τρόπο των πνευματικών ανθρώπων, η Εκκλησία μας καλεί, ιδίως κατά την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να δούμε έναν άλλο τρόπο θέασης του πνεύματος και της πνευματικότητας. Πνευματικός άνθρωπος είναι για την Εκκλησία αυτός ο οποίος αγωνίζεται να προσελκύσει το Άγιο Πνεύμα στην ύπαρξή του, να το αποκτήσει και να γίνει φορέας του. Αυτό σημαίνει να βρει το Θεό και να Τον κρατήσει στη ζωή του. Όμως κάτι τέτοιο συνεπάγεται την ανάγκη να διαπιστώσει την δική του, προσωπική ασθένεια πρωτίστως, να βρει την θεραπεία, να σωθεί, να κατασταθεί δηλαδή ακέραιος έναντι του Θεού και του πλησίον, και στη συνέχεια να μοιραστεί την εμπειρία του με τους συνανθρώπους του.
Η πνευματικότητα για την Εκκλησία δεν είναι διαπάλη ιδεών, αλλά θεραπεία του ανθρωπίνου «χρωτός». Σημαίνει αναγνώριση ότι υπάρχει ασθένεια, που είναι η αμαρτία, και αγώνας για την ίασή της. Και η ίαση έρχεται με τα φάρμακα της πνευματικής ζωής, όπως είναι η προσευχή και η νηστεία, όπως είναι η διαφύλαξη του νου από τους πονηρούς λογισμούς, η αντίσταση του ανθρώπου σ’ εκείνες τις επιθυμίες που τον χωρίζουν από το Θεό και τον συνάνθρωπο, και, ταυτόχρονα, η καλλιέργεια της αγάπης προς τον Θεό, όπως αυτή γίνεται μέσα από την μνήμη του. Χωρίς μνήμη Θεού, όπως αυτή εκφράζεται στην αναφορά προς Αυτόν, στην μελέτη των δικαιωμάτων Του, στην εγκαθίδρυση του Θεού στην καρδιά, στην αναζήτηση του θελήματός Του, στην λατρεία Του, η όποια θεραπεία δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, γιατί απλώς περιορίζει τα συμπτώματα της ασθένειας, αλλά δεν καθιστά τον άνθρωπο ζώσα ύπαρξη. Κι έτσι, η ψυχή μας δεν σώζεται, ο άνθρωπος δηλαδή δεν βιώνει την ακεραιότητα της αγάπης έναντι του Θεού, δεν πληρούται δηλαδή εσωτερικά από την χάρη του Αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα ο νους του να είναι αλλού, προσανατολισμένος στον παρόντα κόσμο, στις ιδέες και τις απολαύσεις του, ακόμη κι αν διατρέφει μέσα του αναζητήσεις ή ελπίδες κοινωνίας με το Θεό.
Θεραπεία του χρωτός και σωτηρία της ψυχής είναι για την Εκκλησία η θεραπεία του όλου ανθρώπου. Συνήθως, ως πνευματικότητα εννοούμε την ίαση της ψυχής μας, τον πόλεμο κατά των παθών της. Όμως στην εκκλησιαστική ζωή η θεραπεία περιλαμβάνει και το σώμα. Το σώμα κινείται με γνώμονα τις επιθυμίες. Ξεκινά από την ανάγκη για επιβίωση, αυτάρκεια και χαρά και κινεί και την ψυχή προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’ αυτό οι μεγάλες ιδέες στην ιστορία του κόσμου είχαν ως στόχο την κοινωνική μεταρρύθμιση, δηλαδή την θεραπεία των αναγκών του ανθρωπίνου σώματος και έθεταν την ψυχή στην υπηρεσία του. Για την Εκκλησία όμως στόχος της πνευματικής ζωής δεν είναι η μεταρρύθμιση του κόσμου και η ικανοποίηση των αναγκών του σώματος, αλλά η συνάντηση με το Θεό. Αυτή θα καλύψει και τις σωματικές ανάγκες, αφού ο άνθρωπος θα κατανοήσει ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται», και θα διαπιστώσει ότι τίποτε ο Θεός δεν θα τον αφήσει να στερηθεί, από όσα πραγματικά έχει ανάγκη, αρκεί να ζητήσει και να αποκτήσει στην καρδιά του «την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Του» και τα υπόλοιπα θα του προστεθούν.
Η συνάντηση αυτή δεν έχει ως κέντρο τον νου αλλά την καρδιά, δηλαδή τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Και τότε διαλύεται μία ακόμη λανθασμένη θεώρηση. Ο άνθρωπος που έχει συναντήσει τον Θεό και αγωνίζεται για την θεραπεία του στην εκκλησιαστική ζωή τίποτε δεν θα στερηθεί, ακόμη κι αν στερηθεί τα αγαθά και τις ηδονές στην ποσότητα και την ποιότητα που για τον κόσμο θεωρείται το κατώφλι της ευτυχίας. Γιατί η ευτυχία προέρχεται από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά που αγωνίζεται να είναι καθαρή και ο άνθρωπος τότε «τον Θεόν όψεται». Και μέσα από αυτήν την θέαση του κόσμου κατά Θεόν, ο άνθρωπος χαίρεται αληθινά την αγάπη και την κοινωνία με το Θεό και τον συνάνθρωπο, όχι απομονώνοντας το σώμα από την ψυχή, ούτε υπερτονίζοντας το ένα εις βάρος του άλλου, αλλά εντάσσοντας την ύπαρξη του στη ζωή της Εκκλησίας, στα μυστήριά της, στη χαρά της κοινωνίας με τον αδελφό του.
Υπάρχει μία ακόμη μεγάλη διαφορά στον τρόπο που ο κόσμος και η Εκκλησία βλέπουν τον πνευματικό άνθρωπο. Ο κοσμικός πνευματικός άνθρωπος ανήκει στην elite της κοινωνίας. Χρειάζεται κόπο, σπουδή, γνώση, κοινωνική ανέλιξη για να πετύχει. Δεν είναι για όλους η ιδιότητα του πνευματικού κατά κόσμον ανθρώπου. Στην Εκκλησία όμως η πνευματική ζωή και η ιδιότητα του πνευματικού κατά Θεόν ανθρώπου είναι μία πρόσκληση ανοιχτή για όλους. Ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, μόρφωσης, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης, ο αγώνας του Πνεύματος δεν είναι αγώνας για να γίνει κάποιος σπουδαίος και να αλλάξει τον κόσμο. Αντιθέτως, όσο πιο ψηλά ανεβαίνει κάποιος πνευματικά στην Εκκλησία, τόσο ταπεινώνει τον εαυτό του, γιατί γνωρίζει ότι «χωρίς τον Θεόν ου δύναται ποιείν ουδέν», ενώ έχει ως μέτρο σύγκρισής του όχι τους άλλους, αλλά την τελειότητα και καθαρότητα του Θεού και εκεί κατανοεί ότι τα μέτρα του είναι ενώπιον του Θεού μηδαμινά. Μέσα από αυτό το ήθος της ταπείνωσης τότε μπορεί και κρατά την χάρη του Θεού και ωφελεί εν αγάπη τους συνανθρώπους του. Γιατί ο κατά Θεόν πνευματικός άνθρωπος φέγγει ως «λύχνος» όλους και είναι «πόλις επάνω όρους κειμένη».
Η Εκκλησία μας, μέσα από την ακολουθία των Χαιρετισμών στην Υπεραγία Θεοτόκο, μας δείχνει ακριβώς αυτόν τον δρόμο. Η Παναγία ήταν μία ασήμαντη κοπέλα, όπως μυριάδες άλλες που πέρασαν από αυτόν τον κόσμο. Είχε όμως την αληθινά πνευματική μόρφωση και την παρουσία της χάριτος του Θεού μέσα της. Άνοιξε όχι μόνο τον νου ή την ψυχή στο Θεό, αλλά και το σώμα της έδωσε ώστε Εκείνος να σαρκωθεί. Και έχοντας κατά νουν το «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» παρέμεινε όχι απλώς σ’ αυτή τη ζωή πνευματικός άνθρωπος, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί πνευματικά στην αιωνιότητα, δίπλα στον Υιό και Θεόν της. Ήταν άλλωστε η Παναγία ό,τι ωραιότερο έχει δώσει το ανθρώπινο Γένος στο Θεό και ο Χριστός, σαρκούμενος εντός της, την έκανε γέφυρα ζωής και κοινωνίας με το Θεό. Και εκείνη παραμένει το δικό μας πρότυπο πνευματικότητας.
Αυτήν έχοντας κατά νουν ας αγωνιζόμαστε για την δική μας θεραπεία της ψυχής και του σώματος, που έρχεται όταν εκζητούμε το Άγιο Πνεύμα, όταν κοινωνούμε τον Χριστό στα μυστήρια, όταν αγωνιζόμαστε να μεταμορφώσουμε τον εντός μας κόσμο σε κόσμο Θεού. Ας διαλαλούν οι κατά κόσμον «πνευματικοί» άνθρωποι τις ιδέες τους και τους στόχους τους. Βλέπουμε άλλωστε, την αποτυχία τους να αλλάξουν την ανθρώπινη φύση, ακόμη κι αν χτίζουν έναν κόσμο διαφορετικό. Χωρίς θεραπεία της ύπαρξης, δεν υπάρχει αληθινή μεταμόρφωση. Κι εμείς γνωρίζουμε ότι νόημα ζωής έχουμε όταν είμαστε πρόσωπα που σχετιζόμαστε με τον Θεό. Κι εκεί έγκειται η αληθινή πνευματικότητα, που σώζεται και σώζει.
http://blogs.sch.gr/kantonopou/