Ο Xριστιανισμός ως μονοθεϊστική θρησκεία δέχεται ένα θεό,που δημιούργησε τον κόσμο «εκ του μη όντος» υποδηλώνοντας έτσι τη διαφορετική ουσία του «όντος» και άκτιστου θεού, από αυτήν του «μη όντος» και κτιστού κόσμου. Ταυτόχρονα, ο Xριστιανισμός πρεσβεύει ότι ως θρησκεία εξ αποκαλύψεως, ο θεός αποκαλύπτει στην πορεία της ιστορίας το τριαδικό του μυστήριο δηλ. την ύπαρξη ενός αλλά τρισυπόστατου θεού (Πατέρα, Υιό, Άγιο Πνεύμα). Κυρίως αυτό το πρόβλημα της ενότητας της μίας θείας φύσης σε τρία θεία πρόσωπα αλλά και το Χριστολογικό δόγμα (το πρόβλημα της ένωσης μεταξύ της θείας και ανθρώπινης
φύσης του Ιησού Χριστού και της σχέσης αυτού προς τον θεό Πατέρα), προκάλεσαν
οξύτατες διαφωνίες μεταξύ των χριστιανών, και οδήγησαν στη διαμόρφωση διάφορων
αιρετικών δοξασιών, όπως ο αρειανισμός, ο δοκητισμός, ο μονοφυσιτισμός κ.ά.,
που χαρακτηρίζουν ιστορικά ολόκληρη αυτή την περίοδο της αρχαίας εκκλησίας.
Τελικά, το 451 μ.Χ.κατά τη Δ'' Οικουμενική Σύνοδο, η αιώνια σχέση των
τριών προσώπων ή υποστάσεων αποσαφηνίζεται:
Ο τριαδικός Θεός είναι μονάδα, γιατί υπάρχει ένα αίτιο και
μια ουσία• και είναι τριαδικός κατά τις υποστάσεις, γιατί υπάρχει η ετερότητα
των υποστάσεων. Έτσι ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός ακτίστως και το
Άγιο Πνεύμα εκπορευτό. Οι ιδιότητες αυτές είναι μεταξύ τους αμεταβίβαστες και
ακοινώνητες, δηλαδή δεν τις έχει άλλο πρόσωπο από την τριάδα.
Τα ιερά κείμενα του χριστιανισμού ονομάζονται «Αγία Γραφή». Αυτή, αποτελείται από δύο μέρη: Την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Η Παλαιά Διαθήκη, αποτελείται από 49
βιβλία διαφόρων συγγραφέων που γράφτηκαν περίπου από τον 15ο αι. π.Χ. μέχρι και
τον 1ο αι. π.Χ. Η Καινή Διαθήκη, αποτελείται από 27 βιβλία, τα τέσσερα από τα
οποία ονομάζονται «Ευαγγέλια» (από το ευάγγελος = άγγελος καλών ειδήσεων),
επειδή εστιάζονται στο χαρμόσυνο κατά τους Xριστιανούς μήνυμα της ενανθρώπησης
του ίδιου του θεού. Με μικρές παρεκκλίσεις, η πλειονότητα των μελετητών
πιστεύει πως το σύνολο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, έχουν γραφτεί σε
διάστημα 50 χρόνων, περίπου από το 50 μ.Χ. έως το τέλος του 1ου αι. μ.Χ. Για τη συγγραφή των Ευαγγελίων συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ξεκινά από το 65 μ.Χ. περίπου. Οι τέσσερις συγγραφείς των Ευαγγελίων είναι οι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης. Οι Ματθαίος και Ιωάννης ισχυρίζονται πως είναι
αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες των όσων γράφουν ως μαθητές του Ιησού, ενώ ο
Ευαγγελιστής Μάρκος ήταν συνοδός του μαθητή και αποστόλου Πέτρου και ο
Ευαγγελιστής Λουκάς συνοδός του Αποστόλου Παύλου.
Η χριστιανική θρησκεία ονομάζει Κανονικά Βιβλία ή Κανόνα, το σύνολο των ιερών
κειμένων που θεωρεί ότι περιέχουν την αυθεντική αποστολική παράδοση και πίστη,
όπως αυτή βιώθηκε στην πορεία της Εκκλησίας. Ως κριτήριο για τον έλεγχο της
αυθεντικότητας της πίστης χρησιμοποίησαν την Αγία Γραφή και την εκκλησιαστική
Ιερή Παράδοση και όσα σχετικά βιβλία εξαιρέθηκαν από τον Κανόνα, ονομάστηκαν Απόκρυφα. Η ονομασία αυτή, προήλθε κυρίως από κύκλους που τα
θεωρούσαν σημαντικά, όπου ο όρος είχε θετική έννοια και δήλωνε τα βιβλία που
ήταν προφυλαγμένα από την κοινή χρήση εξαιτίας του βάθους των νοημάτων τους που
δεν μπορούσε να συλλάβει ο κοινός αναγνώστης. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς
χρησιμοποιούσαν τον ίδιο όρο με αρνητική όμως έννοια και ο Κανόνας συντάχθηκε για να αποκλειστούν από την εκκλησιαστική χρήση, κείμενα του 2ου αιώνα μ.Χ. και μετά, τα οποία θεωρούσαν χωρίς θεολογικό βάθος, αμφίβολης αξίας και προέλευσης (ψευδεπίγραφα ή νόθα) ή προέρχονταν από συγγραφείς που η εκκλησία θεωρούσε αιρετικούς όπως ήταν οι Γνωστικοί .
Από τους αρχαίους χρόνους ως και σήμερα, η χώρα στην οποία
γεννήθηκε, έζησε και δίδαξε ο ιδρυτής του χριστιανισμού, Ιησούς, ονομάζεται Παλαιστίνη. Σύμφωνα με τα ιερά κείμενα, ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, ενώ έζησε και μεγάλωσε στο χωριό Ναζαρέτ, περιοχή στην οποία σήμερα βρίσκεται η ομώνυμη πόλη,140 χιλιόμετρα βόρεια τής Ιερουσαλήμ. Ήταν Εβραϊκής καταγωγής και κήρυξε το μήνυμα του στην ευρύτερη περιοχήτης Γαλιλαίας, που μαζί με την Ιουδαία, υπήρξε το θέατρο της δράσης του (Ναζαρέτ, Κανά,Τιβεριάδα, Καπερναούμ κ.λπ.). Σε μια εποχή που σύμφωνα με τις αρχαίες εσχατολογικές προσδοκίες για την έλευση του Μεσσία, ο λαός του Ισραήλ ήλπιζε πως στη δουλεία του υπό τη Ρώμη θα έβαζε τέλος κάποια θεία επέμβαση, ο Ιησούς Χριστός δίδασκε τους οπαδούς του να αγαπούν το Θεό με όλο τους το είναι και να νοιάζονται για τους συνανθρώπους τους όπως ακριβώς για τους εαυτούς τους. Το όνομα «Χριστός», είναι η μετάφραση στα ελληνικά της εβραϊκής λέξης «Μασιάχ», που σημαίνει Μεσσίας και έχει συνδεθεί με το «Ιησούς» δηλ. αυτός που έχει το χρίσμα, ο εκλεκτός τού θεού, ο κεχρισμένος. Οι μαθητές του πάντως, τον
αναγνώριζαν ως τον αναμενόμενο Μεσσία, τον Χριστό. Οι πρώτοι οπαδοί του Ιησού
από τη Ναζαρέτ δεν ονόμαζαν τους εαυτούς τους Χριστιανούς ενώ οι Ιουδαίοι τους
έλεγαν Ναζωραίους. Αυτό άλλαξε σύντομα και στην πόλη Αντιόχεια της Συρίας
που υπήρξε ένα από τα πρώτα κέντρα του Χριστιανισμού, οι οπαδοί του Χριστού
ονομάστηκαν για πρώτη φορά «Χριστιανοί» Γενικά ο Χριστιανισμός δέχεται πως το
κέντρο της πίστεώς του είναι η Ανάσταση του Ιησού και μάλιστα ως ιστορικό
γεγονός. Για τους Χριστιανούς, κάθε διαχωρισμός της ηθικής διδασκαλίας από το
υπερφυσικό περιεχόμενο είναι μη αποδεκτός. Ισχυρίζονται πως δεν πρόκειται για
ένα ακόμη κοινωνικό κίνημα, αλλά για συνδυασμό ηθικής διδασκαλίας και
υπερφυσικών γεγονότων που αναφέρονται στον άνθρωπο συνολικά, κατανοώντας όχι
μόνο τα προβλήματα που αυτός αντιμετωπίζει στο κοινωνικό και διαπροσωπικό
επίπεδο αλλά και τις οντολογικές ανησυχίες του σε θέματα όπως το πρόβλημα του
κακού, η φθορά και ο θάνατος.