Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Ο Όσιος Ιωσήφ



Ο Όσιος Ιωσήφ έζησε κατά τον 14ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, όπου διήλθε τον βίο του με νηστεία και προσευχή. Κοιμήθηκε με ειρήνη και ενταφιάσθηκε στη Λαύρα των Σπηλαίων.






Ο Όσιος Ζωσιμάς εκ Ρωσίας

Ο Όσιος Ζωσιμάς του Βορμποζόμ γεννήθηκε περί τα τέλη του 15ου αιώνα μ.Χ. στη Ρωσία. Ασκήτεψε θεοφιλώς στη μονή του Κομέλ και στη νήσο Βορμποζόμ, κοντά στη Λευκή λίμνη, όπου ίδρυσε μοναστική αδελφότητα και ανήγειρε ναό αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1550 μ.Χ.





Οι Όσιοι Θεωνάς. Συμεών και Φερβίνος





Οι Όσιοι Θεωνάς. Συμεών και Φερβίνος απεβίωσαν ειρηνικά.





Ο Όσιος Πλάτων ηγούμενος της Μονής Στουδίου

Ο γνωστός για την αυστηρότητα της ζωής του και καθηγητής του ασκητισμού όσιος Πλάτων, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 732 από γονείς ευγενείς και πλούσιους, του Στεργίου και της Ευφημίας. Στην αρχή ήταν βασιλικός Νοτάριος στ' ανάκτορα, άλλ' απαρνήθηκε την κοσμική ζωή και πήγε στον 'Όλυμπο (Μ. Ασίας), όπου έγινε μοναχός στη Μονή των Συμβόλων. Κατόπιν επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη και παρέλαβε τους ανιψιούς του Θεόδωρο και Ιωσήφ (τον μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης), καθώς και τα λοιπά μέλη της οικογενείας του και αποσύρθηκε στα μέρη της Προύσας, όπου σε ιδιόκτητο κτήμα του έκτισε τη λεγόμενη Μονή του Σακκουδίωνος, της οποίας έγινε και ηγούμενος. Λόγω όμως ασθενείας του, παρέδωσε την ηγουμενία στον ανιψιό του Θεόδωρο. Αλλά οι βαρβαρικές επιδρομές, τον ανάγκασαν μαζί με το πνευματικό του ποίμνιο να επιστρέψει στη βασιλεύουσα, όταν του δόθηκε η Μονή Στουδίου, ερημωμένη τότε, για να την κατοικήσει, της οποίας μετά την ανακαινιση έγινε ηγούμενος. Ατυχώς, από την αυστηρότητα του χαρακτήρα του, ήλθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο τον ΣΤ', για τον γάμο του με τη Θεοδότη και εξορίστηκε. Κατόπιν ανακλήθηκε και πήρε ενεργό μέρος κατά της εικονομαχίας και υπέστη μαζί με τους ανιψιούς του Θεόδωρο και Ιωσήφ, συνεχείς εξορίες και κακουχίες μέχρι πού πέθανε στις 4 Απριλίου του 814.


Ο Όσιος Πόπλιος





Ο Όσιος Πόπλιος απεβίωσε ειρηνικά






Η Αγία Φερφούθη μετά της αδελφής και ανιψιάς της

Έζησαν τον 4ο αιώνα, στα χρόνια του βασιλιά Κωνσταντίνου, και όταν βασιλιάς στην Περσία ήταν ο Σαπώρ ο Β'. Όταν κάποτε η περσίδα βασίλισσα αρρώστησε, μερικές γυναίκες απέδωσαν την αρρώστεια της στις μαγικές ενέργειες της Περσίδας Φερφούθης και της αδελφής της. Συνελήφθήσαν λοιπόν και υποβλήθηκαν σε ανάκριση. Απολογήθηκαν ότι ήταν εντελώς αθώες από τέτοιο έγκλημα, διότι ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη, που καταδικάζει τις μαγείες. Η ενοχή τους βέβαια δεν αποδείχτηκε, αλλα η δήλωση, ότι ήταν χριστιανές, κίνησε τη δυσμένεια του κριτή εναντίον τους. Έτσι, σαν δήθεν μάγισσες και σαν χριστιανές, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Και μαζί μ' αυτές, καταδικάστηκε και η κόρη της αδελφής της Φερφούθης - η ανιψιά της δηλαδή - απαλό ακόμη και νεαρότατο κοριτσάκι. Η τερατώδης αυτή καταδίκη, μάλλον ευχαρίστησε τις άγιες γυναίκες, διότι έπασχαν για το Χριστό. Ο τρόπος του θανάτου τους υπήρξε ωμότατος. Τις πριόνισαν κάθετα από το λαιμό μέχρι τα πόδια, και έτσι όπως ήταν διχοτομημένα τα σώματα τους τα κάρφωσαν πάνω σε ξύλα.


Οι Άγιοι Θεόδουλος και Αγαθάπους

Οι Άγιοι Θεόδουλος και Αγαθάπους κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησαν στα πρώτα χρόνια των διωγμών. Ο Άγαθάποδας ήταν γέροντας και νεώτερος ο Θεόδουλος. Αλλά η χριστιανική αγάπη τους ένωνε αδελφικότατα. Μελετούσαν μαζί τις Γραφές, εργάζονταν για την εξάπλωση του Ευαγγελίου και μοχθούσαν υπηρετώντας τους πάσχοντες και στερημένους αδελφούς τους. Κάποια νύχτα, όμως, συνέβη κάτι παράδοξο. Είδαν και οι δύο το ίδιο όνειρο. Ότι, δηλαδή, ταξίδευαν με πλοίο και ξαφνικά έγινε τρικυμία, και το πλοίο έσπασε στα δύο. Αυτοί, όμως, σώθηκαν και ανέβηκαν σ' ένα βουνό, που η κορυφή του έφθανε στον ουρανό. Την επομένη μέρα, το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Τους συλλαμβάνουν και κατάλαβαν ότι τους περίμεναν κύματα θανάτου. Ο άρχοντας Φουστίνος ζήτα να αρνηθούν το Χριστό. Αυτοί, και οι δύο, Τον ομολογούν με θάρρος. Τότε, τους ρίχνουν στη θάλασσα. Στο βυθό της, βέβαια, πήγαν τα φθαρτά τους σώματα. Οι ψυχές τους, όμως, ανέβηκαν στο θρόνο του Θεού. Και αξιώθηκαν να φέρουν «επί τας κεφάλας αυτών στεφάνους χρυσούς» (Αποκάλυψη Ιωάννου, δ' 4). Να έχουν, δηλαδή, στα κεφάλια τους στεφάνια χρυσά, σύμβολα της νίκης και του ένδοξου θριάμβου τους.