
Είναι η στιγμή, όπου σε όλες τις εκκλησίες της χώρας θα σβήσουν τα φώτα. Η πομπή της σταύρωσης, υπό το αμυδρό φως των κεριών, θα κινηθεί με αργό και σταθερό ρυθμό προς το κέντρο των ναών, διασχίζοντας το πλήθος των πιστών. Το Θείο δράμα σχεδόν κορυφώνεται… Αυτός που στήριξε τη γη πάνω στο νερό χλευάζεται: “στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των Αγγέλων Βασιλεύς ψευδή πορφύρα περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις ράπισμα κατεδέξατο - ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. Λόγχη εκεντήθη ο Υιός της Παρθένου”.
Η ελπίδα, ωστόσο, για το χαρμόσυνο γεγονός προκαλεί ανακούφιση στο πλήθος: Προσκυνούμεν Σου τα Πάθη, Χριστέ, δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου Ανάσταση”.
Σήμερα το βράδυ επίσης στην ακολουθία του Νυμφίου διαβάζονται τα 12 ευαγγέλια που περιγράφουν το γενεαλογικό δένδρο του Ιησού, προβλέπουν τον ερχομό του, καταγράφουν τα άγια Πάθη και τη λαμπρή Ανάσταση.
Τα έθιμα της Μεγάλης Πέμπτης
Παραδόσεις αιώνων αναβιώνουν από άκρη σε άκρη της Ελλάδας. Από τη Μακεδονία και τη Θράκη μέχρι την Κρήτη και από τη Ζάκυνθο ως τα νησιά του Αιγαίου, η Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί μια περίοδο κατάνυξης με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ανά περιοχή.
Τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, παραδοσιακά βάφουμε τα αυγά μας και ουσιαστικά ξεκινάνε τα περισσότερα πασχαλινά έθιμα της χώρας μας.
Από το πρωί οι γυναίκες καταγίνονται με το ζύμωμα. Ζυμώνουν τις κουλούρες της Λαμπρής με διάφορα μυρωδικά και τις στολίζουν με ξηρούς καρπούς και με στολίδια από ζυμάρι. Τα ονόματά τους ποικίλουν ανάλογα με το σχήμα που τους δίνουν. Λέγονται κουτσούνες, κουζουνάκια, κοφίνια, καλαθάκια, δοξάρια, αυγούλες, λαζαράκια.
Βασική ασχολία της ημέρας είναι και το βάψιμο των Αυγών, που συμβολίζει το θείο πάθος και την ανανέωση της ζωής. Για αυτό και η Μεγάλη Πέμπτη λέγεται επίσης και Κόκκινη Πέμπτη ή " ΚοκκινοΠέμπτη"
Το βάψιμο των αυγών γίνεται με ορισμένη εθιμοτυπία. Σε πολλά μέρη, είναι συγκεκριμένος ο αριθμός αυγών που θα βάψουν και οι τρόποι και τα μέσα βαφής που θα χρησιμοποιήσουν.
Η παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή πήγε στη Ρώμη και διαμαρτυρήθηκε στον Αύγουστο για το έγκλημα του Πιλάτου, αναφέροντας παράλληλα τα σχετικά με την Ανάσταση του Χριστού. Επειδή όμως ο Αύγουστος δυσπιστούσε, εκείνη του είπε για να πιστέψει στην Ανάσταση, ότι θα κοκκίνιζε μόνο του το αυγό που κρατούσε στα χέρια της. Όπως και έγινε.
Για μερικούς βάφονται κόκκινα σε ανάμνηση του χυμένου αίματος του Χριστού. Για άλλους το κόκκινο χρώμα είναι έκφραση χαράς για το ευτυχισμένο γεγονός της Ανάστασης του Κυρίου και συνάμα μέσο αποτρεπτικό κάθε κακού.
Την ίδια σημασία έχει και η ανάρτηση κόκκινων υφασμάτων από τα παράθυρα την Μεγάλη Πέμπτη.
Μεγάλη Πέμπτη - Ο Μυστικός Δείπνος

Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν' αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ' όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ' όλους».
Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στό Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ' όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, πήρε τα ιμάτιά Του και ξανακάθησε.
Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιός θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.
Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πιέστε απ' αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε». Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.

Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.
Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πεί εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε. Από 'κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωϊ.
Μυστικός Δείπνος






Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία

Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.


Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.

Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.
Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.

Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.

Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.
Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.
Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος.

Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».
Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.
Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.
Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.
Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».
Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.
Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.
Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια άσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.
Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».
Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».
Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.
Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μαρία τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον
Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ νύμφη σήμερον, τῇ μετανοίᾳ ἐδείχθης, Ἀγγέλων τήν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας, Σταυροῦ τῷ ὄπλῳ καταπατοῦσα, διά τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.
Οι Άγιοι Γερόντιος και Βασιλείδης

Οι Άγιοι Γερόντιος και Βασιλείδης (ή κατ' άλλους Βασιλειάδης) μαρτύρησαν δια ξίφους.
Ο Άγιος Αβραάμιος ο Νεομάρτυρας εκ Βουλγαρίας

Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του έγινε στις 6 Μαρτίου του έτους 1230 μ.Χ. από τον μεγάλο πρίγκιπα του Βλαντιμίρ Γεώργιο (τιμάται 4 Φεβρουαρίου), ο οποίος τα εναπέθεσε στον ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της μονής Κνυατζινίν.
Ο Όσιος Ευθύμιος Σαυζδαλίας

Με το πέρασμα του καιρού, στην ψυχή του νεαρού ωρίμασε η απόφαση να αφιερώσει τελείως την ζωή του στον Θεό. Αναζήτησε, λοιπόν, έναν πνευματικό καθοδηγητή που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην οδό της τελειώσεως. Την πνευματική καθοδήγησή του ανέλαβε ο Άγιος Διονύσιος, μοναχός στη μονή των Σπηλαίων του Νιζνέγκοροντ και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας (15 Οκτωβρίου).
Ο τελευταίος πρίγκιπας της Σουζδαλίας, Μπόρις, το έτος 1351 μ.Χ. αποφάσισε να ιδρύσει στην γενέτειρά του ένα μοναστήρι και για τον σκοπό αυτό επιθυμούσε να λάβει την ευλογία του ηγουμένου της μονής της Αναλήψεως, Αγίου Διονυσίου. Αφού έλαβε την ευλογία, ο πρίγκιπας ζήτησε να του αποστείλουν ένα μοναχό για να επιτηρεί την κατασκευή και την οργάνωση του μοναστηριού. Ο πρίγκιπας επέστρεψε στη Σουζδαλία, με την ευλογία και την υπόσχεση του Αγίου Διονυσίου ότι θα τον βοηθήσει.
Στο μεταξύ, ο Άγιος Διονύσιος επέλεξε ανάμεσα από τους μαθητές του όχι μόνο αυτόν που θα έστελνε στη Σουζδαλία, αλλά και άλλους μοναχούς για να τους στείλει σε άλλα μέρη, ώστε να διακονήσουν την Εκκλησία και τον λαό και να διαδοθεί ο μοναχισμός. Αφού κλήθηκε η αδελφότητα, ο Άγιος Διονύσιος διάλεξε δώδεκα μοναχούς από τους πιο δυνατούς στην πίστη και ζηλωτές και τους απέστειλε σε όλες τις βορειοανατολικές περιοχές της Ρωσίας. Ο Όσιος Ευθύμιος, που ήταν την εκείνη την εποχή τριάντα έξι ετών, ανέλαβε την υποχρέωση αν πάει στη Σουζδαλία, στον πρίγκιπα Μπόρις.

Ο πρίγκιπας Μπόρις συνεισέφερε με γενναιοδωρία στην κατασκευή της μονής, δωρίζοντας χρυσό και ασήμι για το επιχρύσωμα των τρούλων του ναού και άλλα υλικά. Ο Όσιος φρόντιζε για το ιερό αυτό έργο με την εργασία, την άσκηση, τα δάκρυα και την αδιάλειπτη προσευχή.
Όσο αυστηρός ήταν με τον εαυτό του, ο Όσιος Ευθύμιος, τόσο φιλεύσπλαχνος ήταν προς τους άλλους. Το μοναστήρι του, τοποθετημένο στα περίχωρα μια μεγάλης πόλεως, που ήταν σταυροδρόμι πολλών οδών, ήταν ανοικτό για όλους. Ο ηγούμενος δεν αρνιόταν ποτέ να βοηθήσει όποιον του το ζητούσε. Ο ξένος εύρισκε κοντά του καταφύγιο, ο φτωχός ελεημοσύνη, ο πεινασμένος τροφή. Η ελεημοσύνη και γενναιοδωρία του σε ορισμένους φαινόταν υπερβολική και έτσι αναγκαζόταν να ελεεί στα κρυφά, για να μην διεγείρει παράπονα εκ μέρους της αδελφότητας και την οδηγήσει σε πειρασμούς. Εξαγόρασε τα χρέη αυτών που δεν είχαν τα μέσα να αποπληρώσουν τους οφειλέτες τους και συχνά χάριζε τα χρέη που άλλοι όφειλαν στη μονή. Εξέθετε τους άδικους και διεφθαρμένους δικαστές, προστατεύοντας από καταχρήσεις όλους όσοι είχαν άδικα καταδικασθεί και παρακαλούσε να συμπεριφέρονται στους αληθινούς εγκληματίες με επιείκεια και φιλευσπλαχνία. Κάθε αμαρτωλός που αναζητούσε την σωτηρία, εύρισκε σε αυτόν τον οδηγό της μετάνοιας. Με την προσευχή του θεράπευε ασθενείς και δίωκε τα δαιμόνια.
Όταν ο Όσιος ένιωσε ότι το τέλος του είναι πλέον κοντά, κάλεσε όλους τους μοναχούς και ευλόγησε τον καθένα ξεχωριστά. Τους εμπιστεύθηκε όλους στα χέρια του Θεού. Τους ασπάσθηκε πατρικά και ζήτησε συγγνώμη από όλους. Στην συνέχεια κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και παράδωσε την ψυχή του στον Άγιο Θεό. Ο Όσιος Ευθύμιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1404 μ.Χ., σε ηλικία ογδόντα οκτώ ετών. Οι μοναχοί ενταφίασαν το ιερό λείψανό του κάτω από τα τείχη του ναού της Μεταμορφώσεως, στο μνήμα που κατά την κατασκευή του ναού, ο Όσιος είχε κτίσει με τα ίδια του τα χέρια.
Μετά την κοίμησή του, ο Όσιος Ευθύμιος συνέχισε να προστατεύει το μοναστήρι, όπως μαρτυρούν τα πολλά θαύματα που έλαβαν χώρα πλησίον του τάφου του. Στις 4 Ιουλίου 1507 μ.Χ., με την ευκαιρία της ανακατασκευής του ναού, τα ιερά λείψανά του βράθηκαν άφθαρτα.
Ο Όσιος Γερόντιος ο Κανονάρχης

Ο Όσιος Γερόντιος έζησε κατά τον 14ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, όπου του είχε ανατεθεί το διακόνημα του Κανονάρχου. Διακρίθηκε για τον ασκητικό του βίο και την υπακοή του.
Ο Όσιος Γερόντιος κοιμήθηκε με ειρήνη και ενταφιάσθηκε στη Λαύρα του Κιέβου.
Ο Όσιος Ιωάννης ο Φιλόσοφος εκ Γεωργίας

Στο μοναστήρι του Μπάρτζια, κατά τα έτη 1210 - 1214 μ.Χ., ο Όσιος Ιωάννης έγραψε μία αξιοσημείωτη ωδή, υπό τον τίτλο «Δούλος Χριστού», στην οποία σκιαγραφείται η εικόνα του Χριστιανού, που είναι πιστός στους Κανόνες της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας. Στο έργο αυτό ο μοναχός αυτοαποκαλείται συχνά περιπλανώμενος και δούλος Χριστού. Μεγάλο μέρος της ωδής αφιερώνεται στον Γεωργιανό αυτοκράτορα Άγιο Δαβίδ Γ', τον Αποκαταστάτη (τιμάται 26 Ιανουαρίου) και στην Γεωργιανή αυτοκράτειρα Ταμάρα τη Μεγάλη (τιμάται 1 Μαΐου και Κυριακή των Μυροφόρων).
Η θεολογική σημασία της ωδής «Δούλος Χριστού», είναι ειδικά εμφανής σε εκείνους τους στίχους, όπου ο ποιητής αφιερώνει προσευχές στο Όνομα της Υπεραγίας Τριάδος για να ευχαριστήσει τη Θεία Παντοδυναμία και τη Θεία Πρόνοια, που χάρισε στους ανθρώπους το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Μιλώντας για την σειρά της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό, ο Όσιος Ιωάννης γράφει, σε αντιστοιχία με τα έργα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, σχετικά με τις Θείες και Εκκλησιαστικές Ιεραρχίες.
Ο Όσιος Ιωάννης κοιμήθηκε σε βαθύ γήρας με ειρήνη.
Ο Όσιος Ευλόγιος ο διά Χριστόν σαλός

Μαζί με τον Όσιος Ιωάννη τον Φιλόσοφο, ακολούθησε την βασίλισσα Ταμάρα στη μάχη εναντίων του σουλτάνου Ρουκν-εντ-Διν στο Μπασιάνη, το έτος 1203 μ.Χ.
Ο Γεωργιανός στρατός, καθοδηγούμενος από τον βασιλέα Δαβίδ Σοσλάν, έφθασε στο μοναστήρι του Μπάρτζια, όπου οι Όσιοι Ευλόγιος και Ιωάννης, μαζί με την βασίλισσα, προσευχήθηκαν για την νίκη των Χριστιανών. Κατόπιν, οι Γεωργιανές δυνάμεις μεταφέρθηκαν στο Μπασιάνι, όπου βρισκόταν ο σουλτάνος με τον στρατό του, που τον αποτελούσαν 400.000 στρατιώτες. Η βασίλισσα, στην συνοδεία της οποίας ήταν και οι Όσιοι, κατέλυσε κοντά στο χωριό Κόζρχε και εκεί σταμάτησε, ενώ η προσευχή της ήταν αδιάλειπτη.
Μία ημέρα, ενώ οι Όσιοι Ευλόγιος και Ιωάννης ήταν μαζί με την βασίλισσα, ο Όσιος Ευλόγιος κοίταξε ψηλά, μετακινήθηκε από την θέση του και βγήκε από την σκηνή φωνάζοντας: «Ιδού η Χάρη του Κυρίου!» και ανηφόρισε προς την κορυφή ενός λόφου. Ο Όσιος Ιωάννης, που είχε παραμείνει με την βασίλισσα, είπε: «Ο σαλός είχε ένα όραμα και νομίζω ότι ήταν καλό». Φέρνοντας εκ των υστέρων στη μνήμη αυτή την ημέρα και ώρα, προκύπτει ότι εκείνη ακριβώς την στιγμή οι Γεωργιανοί πολεμιστές είχαν κατατροπώσει τον στρατό του σουλτάνου, που ήταν δέκα φορές μεγαλύτερος.
Ο Όσιος Ευλόγιος κοιμήθηκε με ειρήνη.
Ο Άγιος Μιχαήλ ο νεομάρτυς, ο Ρώσος

Ο Άγιος Μιχαήλ ήταν ένας Ρώσος δια Χριστόν σαλός νεομάρτυρας.
Ο Άγιος Μακάριος ο Ιερομάρτυρας ο Νέος

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Μακάριος μαρτύρησε στην Ρωσία το έτος 1944 μ.Χ.
Ο Όσιος Βαρσανούφιος της Όπτινα

Ο Όσιος Βαρσανούφιος γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1845 μ.Χ. στη Ρωσία. Ασκήτεψε στην έρημο της Όπτινα και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1913 μ.Χ.
Ο Όσιος Μακάριος ο ομολογητής ηγούμενος ιεράς Μονής Πελεκητής

Οι Άγιοι Ερμής και Θεοδώρα οι Μάρτυρες οι αυτάδελφοι

Οι Άγιοι Μάρτυρες Ερμής και Θεοδώρα κατάγονταν από επιφανή οικογένεια της Ρώμης. Υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο το έτος 132 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Αδριανού (117 - 138 μ.Χ.)
Ο Άγιος Πολυνίκης

Η μνήμη του αναφέρεται επιγραμματικά στο «Μικρόν Ευχολόγιον η Αγιασματάριον», έκδοση Αποστολικής Διακονίας 1956, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται η μνήμη του.
Οι Άγιοι Αλέξανδρος, Διονύσιος, Ινγενιανή, Πάκερος, Παρθένιος και Σατουρνίνος

Οι Άγιοι μαρτύρησαν στη Θεσσαλονίκη, πιθανότατα κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.
Ο Δίκαιος Αχάζ

Ο Δίκαιος Αχάζ απεβίωσε ειρηνικά.