Είναι κοινό μυστικό ότι ζούμε σε μία εποχή και μία κοινωνία όπου οι πάντες και τα πάντα κρίνονται και κατακρίνονται όταν δε μας ικανοποιούν ή δεν ανταποκρίνονται άμεσα στο κάλεσμά μας. Όπως είναι φυσικό δεν ήταν δυνατό να ξεφύγει από αυτό ούτε ο Θεός. Το αντίθετο μάλιστα, Αυτός είναι ο βασικότερος αποδέκτης παραπόνων, κατηγοριών, αμφισβητήσεων και λοιπών ισχυρισμών.
Ακούμε συχνά πως ο Θεός δε μας ακούει όταν του μιλάμε, όταν δηλαδή υποτίθεται ότι προσευχόμαστε σε Αυτόν – συνήθως με τρόπο να φαίνεται στους άλλους η ψευδοευσέβειά μας- ξεχνώντας τα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού:
Κατά Ματθαίον ΣΤ’ 5 Καί όταν προσεύχη, ουκ έση ως οι υποκριταί· ότι φιλούσιν εν ταίς συναγωγαίς και εν ταίς γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι, όπως αν φανώσι τοίς ανθρώποις· αμήν λέγω υμίν, ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. 6 σύ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείόν σου και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τώ πατρί σου τώ εν τώ κρυπτώ· και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τώ κρυπτώ αποδώσει σοι εν τώ φανερώ.
Σε αυτή την παραπάνω αντίληψη περί βαρυκοΐας του Θεού θα προσθέσουμε μία ακόμη αρκετά διαδεδομένη. Πολλές φορές όταν κάποιος σαν δοκιμάζεται ή αντιμετωπίζει μια δυσκολία και του πει κανένας χριστιανός: «έχει ο Θεός», θα ανταπαντήσει με ύφος: «ο Θεός έχει, εμείς δεν έχουμε!».
Μας προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση αυτή η «σκληροκαρδία», η «ψυχρότητα», η «αδιαφορία» του Θεού και με όλο το δίκαιο μαζί μας Τον δικάζουμε εκ νέου και Τον σταυρώνουμε ξανά. Πώς τολμά ο Θεός να μην υπακούει αμέσως σε ότι του παραγγέλουμε; Ειδικά όταν εμείς αποδεικνυόμαστε πρωτοπόροι στον πνευματικό στίβο επισκεπτόμενοι στα πεταχτά και βιαστικά την εκκλησία για να ανάψουμε ένα κερί, νηστεύοντας –και μάλιστα κουραζόμενοι- μία ή και καμία μέρα του έτους, μη εκκλησιαζόμενοι, μη εξομολογούμενοι, μη προσευχόμενοι και δοξολογούντες τον Κύριο τακτικώς και καθημερινώς, εμπαίζοντες και εξευτελίζοντες το τίμιο όνομά Του σε χυδαία ανέκδοτα, επικαλούμενοι Αυτόν και την Παναγία μόνο για να βλασφημήσουμε, επιδιδόμενοι στον πάσης φύσεως τζόγο, στην πορνεία, τη μοιχεία, την ανωμαλία, τιμώντες τα παιδιά μας σφάζοντάς τα από τις πρώτες τους εβδομάδες στην κοιλιά της μητέρας τους, κοινωνώντας αναξίως –φοβούμαστε τις περισσότερες φορές- και δίχως ως ορίζει η Εκκλησία το τίμιο Σώμα και το τίμιο Αίμα Του και εν τέλει υψηλοφρονούντες ότι είμαστε σωστοί σε όλα απέναντι στο Θεό. Ότι εντάξει ο Θεός θα μας βάλει με τους καλούς, θα παραβλέψει τα λίγα (!!!) στραβά μας. Αλλά πάραυτα ο Θεός δεν ακούει!
Αλήθεια όμως τι ζητούμε πολλές φορές απ’Αυτόν; Ζητούμε «τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών» όπως εκφωνεί ο ιερέας στη Θεία Λειτουργία; Επιδιώκουμε να γίνει το θέλημά Του καθώς σύμφωνα με τον άγιο Νείλο τον ασκητή ο Θεός μόνο γνωρίζει το συμφέρον μας ενώ εμείς όχι; Προσευχόμαστε για αυτούς που έχουν ανάγκη; Είτε είναι κεκοιμημένοι που έφυγαν δίχως καλές σχέσεις με το Θεό είτε είναι εν ζωή αλλά ασθενούν, βασανίζονται ή βρίσκονται αιχμάλωτοι; Ή μήπως αιτούμαστε υλικά και του κόσμου τούτου αιτήσεις όπως π.χ. ο Θεός να μας βοηθήσει να βγάλουμε πολλά χρήματα, να αποκτήσουμε ακριβό αυτοκίνητο για προβολή, πολλά ακίνητα και γενικώς να καλοπερνάμε; Ή μήπως όταν είμαστε σε κόντρα με κάποιον ή μας έκανε κάτι πολύ άσχημο δεν ευχόμαστε ή ακόμη ζητάμε από το Θεό να τον τιμωρήσει ή το πλέον ακραίο και να του στερήσει τη ζωή; Δεν ευχόμαστε το θάνατό του; Ακραίο; Όχι. Γνωρίζουμε μια τέτοια περίπτωση. Πάραυτα, ακόμη και εδώ, το ότι ο Θεός ανέχεται να ακούει τέτοια πράγματα και δε μας εξαφανίζει παραχρήμα όπως εξήρανε τη συκή δείχνει το έλεός Του.
Πρέπει να κατανοήσουμε πως ο Θεός δεν είναι ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ ή κάποιο απέραντο πολυκατάστημα το οποίο θα επισκεφθούμε όποτε το θελήσουμε και θα βρούμε ότι μας έμαθε τόσο έντεχνα ο διάβολος να επιθυμούμε. Εμείς δυστυχώς αιτούμεθα για να εντυπωσιάζουμε, να καλοπερνάμε και να υπερηφανευόμαστε. Ο Θεός όμως είναι πολύ διαφορετικός:
Κατά Ματθαίον ΙΑ’ 28 Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. 29 άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμι και ταπεινός τή καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών· 30 ο γάρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν.
Ο Θέος είναι πράος και ταπεινός και ο ίδιος λέει σχετικά με την προσευχή:
Κατά Ματθαίον ΣΤ’ 7 Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί, δοκούσι γάρ ότι εν τή πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται. 8 μη ούν ομοιωθήτε αυτοίς· οίδε γάρ ο πατήρ υμών ών χρείαν έχετε πρό τού υμάς αιτήσαι αυτόν. 9 Ούτως ούν προσεύχεσθε υμείς· Πάτερ ημών ο εν τοίς ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου· 10 ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γής. 11 τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον· 12 και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοίς οφειλέταις ημών· 13 και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από τού πονηρού. ότι σού εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας· αμήν.
Το να ζητήσει κανείς υλικά αγαθά, επιτυχία, χρήματα και άλλα παρεμφερή από το Θεό δίχως τίποτε άλλο επιδιώκοντας μόνο να ικανοποιήσει την επίγεια ζωή του και τον εγωισμό του αποτελεί μέγα σφάλμα. Καλύτερα να τα ζητήσει από το διάβολο, ο οποίος σίγουρα θα προστρέξει:
Επιστολή Πέτρου Α’ Ε’ 8 νήψατε, γρηγορήσατε· ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη·
Άλλωστε όσοι ακολούθησαν το διάβολο, γρήγορα έλαβαν ότι ποθούσαν ούτως ώστε να δεθούν σφιχτά με αυτόν. Ίσως πει κανείς: «κακό είναι να ζητώ να αποκτήσω ένα σπίτι ή π.χ. να έχω μια καλή δουλειά;» Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Κύριος:
Κατά Ματθαίον ΣΤ’ 24 ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά. 25 Διά τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τή ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τώ σώματι υμών τι ενδύσησθε· ουχί η ψυχή πλείόν εστιν της τροφής και το σώμα τού ενδύματος; 26 εμβλέψατε εις τα πετεινά τού ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά· ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; 27 τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; 28 και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; καταμάθετε τα κρίνα τού αγρού πώς αυξάνει· ου κοπιά ουδέ νήθει·
Τα πουλιά ούτε σπέρνουν ούτρε θερίζουν αλλά ο Θεός δεν τα αφήνει, τον άνθρωπο λοιπόν θα εγκαταλείψει; Ή μήπως εμείς ξέρουμε καλύτερα από το Θεό τι ανάγκες έχουμε;
Και συνεχίζει:
Κατά Μάρκον Η’ 36 τι γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; 37 ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;
Πάραυτα αρκετοί πατέρες λένε ότι δεν είναι πάντα κακό στην προσευχή μας να αιτούμεθα στο Θεό και για υλικά αγαθά υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτά δεν υποσκελίζουν / υποβαθμίζουν την προσευχή όσον αφορά το πνευματικό-σωτηριολογικό της χαρακτήρα για εμάς καθώς και να μην αποτελούν πρόσκομμα πνευματική μας προσπάθεια και προκοπή, τόσο τη δική μας όσο και της οικογένειάς μας.
Για να μιλήσουμε λοιπόν με το Θεό πρέπει καταρχήν να μάθουμε με ποιον μιλάμε και δε δείχνουμε να ενδιαφερόμαστε για αυτό. Αυτό θα συμβεί μονάχα εάν το επιθυμήσουμε πραγματικά με τη μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων οι οποίες με τις αναλύσεις τους έκαναν τη Γραφή ένα είδος «κρέμας» για πνευματικά νήπια όπως εμείς και με την ενεργή συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας. Διαφορετικά πώς θα Τον γνωρίσουμε; Όσο πάντα βέβαια μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει το Θεό. «Πλησίασε με άυλον τρόπον τον Άυλον και θα εννοήσεις» τονίζει ο άγιος Νείλος ο ασκητής. Κι όταν συμβεί αυτό θα ξέρουμε τι να Του ζητήσουμε. Όπως δεν μπορούμε σε ένα δικηγόρο να ζητήσουμε να μας θεραπεύσει μια νόσο ή σε έναν καθηγητή σχολείου να μας κτίσει ένα σπίτι, ομοίως και από το Θεό δεν μπορούμε να περιμένουμε πράγματα ενάντια στη σωτηρία μας. Ο Θεός είναι «ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών» και από Αυτόν πρέπει να προσδωκούμε τις απαραίτητες επεμβάσεις – θεραπείες συνεπεία των οποίων θα κερδίσουμε μια θέση στη Βασλεία των Ουρανών.
Ο Θεός εν τέλει ακούει, εμείς δε γνωρίζουμε να μιλάμε.
Ο Θεός έχει και δίνει, εμείς δε γνωρίζουμε τι έχει ζητώντας τα δικά μας.
Ακούμε συχνά πως ο Θεός δε μας ακούει όταν του μιλάμε, όταν δηλαδή υποτίθεται ότι προσευχόμαστε σε Αυτόν – συνήθως με τρόπο να φαίνεται στους άλλους η ψευδοευσέβειά μας- ξεχνώντας τα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού:
Κατά Ματθαίον ΣΤ’ 5 Καί όταν προσεύχη, ουκ έση ως οι υποκριταί· ότι φιλούσιν εν ταίς συναγωγαίς και εν ταίς γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι, όπως αν φανώσι τοίς ανθρώποις· αμήν λέγω υμίν, ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. 6 σύ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείόν σου και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τώ πατρί σου τώ εν τώ κρυπτώ· και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τώ κρυπτώ αποδώσει σοι εν τώ φανερώ.
Σε αυτή την παραπάνω αντίληψη περί βαρυκοΐας του Θεού θα προσθέσουμε μία ακόμη αρκετά διαδεδομένη. Πολλές φορές όταν κάποιος σαν δοκιμάζεται ή αντιμετωπίζει μια δυσκολία και του πει κανένας χριστιανός: «έχει ο Θεός», θα ανταπαντήσει με ύφος: «ο Θεός έχει, εμείς δεν έχουμε!».
Μας προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση αυτή η «σκληροκαρδία», η «ψυχρότητα», η «αδιαφορία» του Θεού και με όλο το δίκαιο μαζί μας Τον δικάζουμε εκ νέου και Τον σταυρώνουμε ξανά. Πώς τολμά ο Θεός να μην υπακούει αμέσως σε ότι του παραγγέλουμε; Ειδικά όταν εμείς αποδεικνυόμαστε πρωτοπόροι στον πνευματικό στίβο επισκεπτόμενοι στα πεταχτά και βιαστικά την εκκλησία για να ανάψουμε ένα κερί, νηστεύοντας –και μάλιστα κουραζόμενοι- μία ή και καμία μέρα του έτους, μη εκκλησιαζόμενοι, μη εξομολογούμενοι, μη προσευχόμενοι και δοξολογούντες τον Κύριο τακτικώς και καθημερινώς, εμπαίζοντες και εξευτελίζοντες το τίμιο όνομά Του σε χυδαία ανέκδοτα, επικαλούμενοι Αυτόν και την Παναγία μόνο για να βλασφημήσουμε, επιδιδόμενοι στον πάσης φύσεως τζόγο, στην πορνεία, τη μοιχεία, την ανωμαλία, τιμώντες τα παιδιά μας σφάζοντάς τα από τις πρώτες τους εβδομάδες στην κοιλιά της μητέρας τους, κοινωνώντας αναξίως –φοβούμαστε τις περισσότερες φορές- και δίχως ως ορίζει η Εκκλησία το τίμιο Σώμα και το τίμιο Αίμα Του και εν τέλει υψηλοφρονούντες ότι είμαστε σωστοί σε όλα απέναντι στο Θεό. Ότι εντάξει ο Θεός θα μας βάλει με τους καλούς, θα παραβλέψει τα λίγα (!!!) στραβά μας. Αλλά πάραυτα ο Θεός δεν ακούει!
Αλήθεια όμως τι ζητούμε πολλές φορές απ’Αυτόν; Ζητούμε «τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών» όπως εκφωνεί ο ιερέας στη Θεία Λειτουργία; Επιδιώκουμε να γίνει το θέλημά Του καθώς σύμφωνα με τον άγιο Νείλο τον ασκητή ο Θεός μόνο γνωρίζει το συμφέρον μας ενώ εμείς όχι; Προσευχόμαστε για αυτούς που έχουν ανάγκη; Είτε είναι κεκοιμημένοι που έφυγαν δίχως καλές σχέσεις με το Θεό είτε είναι εν ζωή αλλά ασθενούν, βασανίζονται ή βρίσκονται αιχμάλωτοι; Ή μήπως αιτούμαστε υλικά και του κόσμου τούτου αιτήσεις όπως π.χ. ο Θεός να μας βοηθήσει να βγάλουμε πολλά χρήματα, να αποκτήσουμε ακριβό αυτοκίνητο για προβολή, πολλά ακίνητα και γενικώς να καλοπερνάμε; Ή μήπως όταν είμαστε σε κόντρα με κάποιον ή μας έκανε κάτι πολύ άσχημο δεν ευχόμαστε ή ακόμη ζητάμε από το Θεό να τον τιμωρήσει ή το πλέον ακραίο και να του στερήσει τη ζωή; Δεν ευχόμαστε το θάνατό του; Ακραίο; Όχι. Γνωρίζουμε μια τέτοια περίπτωση. Πάραυτα, ακόμη και εδώ, το ότι ο Θεός ανέχεται να ακούει τέτοια πράγματα και δε μας εξαφανίζει παραχρήμα όπως εξήρανε τη συκή δείχνει το έλεός Του.
Πρέπει να κατανοήσουμε πως ο Θεός δεν είναι ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ ή κάποιο απέραντο πολυκατάστημα το οποίο θα επισκεφθούμε όποτε το θελήσουμε και θα βρούμε ότι μας έμαθε τόσο έντεχνα ο διάβολος να επιθυμούμε. Εμείς δυστυχώς αιτούμεθα για να εντυπωσιάζουμε, να καλοπερνάμε και να υπερηφανευόμαστε. Ο Θεός όμως είναι πολύ διαφορετικός:
Κατά Ματθαίον ΙΑ’ 28 Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. 29 άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμι και ταπεινός τή καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών· 30 ο γάρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν.
Ο Θέος είναι πράος και ταπεινός και ο ίδιος λέει σχετικά με την προσευχή:
Κατά Ματθαίον ΣΤ’ 7 Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί, δοκούσι γάρ ότι εν τή πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται. 8 μη ούν ομοιωθήτε αυτοίς· οίδε γάρ ο πατήρ υμών ών χρείαν έχετε πρό τού υμάς αιτήσαι αυτόν. 9 Ούτως ούν προσεύχεσθε υμείς· Πάτερ ημών ο εν τοίς ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου· 10 ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γής. 11 τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον· 12 και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοίς οφειλέταις ημών· 13 και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από τού πονηρού. ότι σού εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας· αμήν.
Το να ζητήσει κανείς υλικά αγαθά, επιτυχία, χρήματα και άλλα παρεμφερή από το Θεό δίχως τίποτε άλλο επιδιώκοντας μόνο να ικανοποιήσει την επίγεια ζωή του και τον εγωισμό του αποτελεί μέγα σφάλμα. Καλύτερα να τα ζητήσει από το διάβολο, ο οποίος σίγουρα θα προστρέξει:
Επιστολή Πέτρου Α’ Ε’ 8 νήψατε, γρηγορήσατε· ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη·
Άλλωστε όσοι ακολούθησαν το διάβολο, γρήγορα έλαβαν ότι ποθούσαν ούτως ώστε να δεθούν σφιχτά με αυτόν. Ίσως πει κανείς: «κακό είναι να ζητώ να αποκτήσω ένα σπίτι ή π.χ. να έχω μια καλή δουλειά;» Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Κύριος:
Κατά Ματθαίον ΣΤ’ 24 ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά. 25 Διά τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τή ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τώ σώματι υμών τι ενδύσησθε· ουχί η ψυχή πλείόν εστιν της τροφής και το σώμα τού ενδύματος; 26 εμβλέψατε εις τα πετεινά τού ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά· ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; 27 τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα; 28 και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; καταμάθετε τα κρίνα τού αγρού πώς αυξάνει· ου κοπιά ουδέ νήθει·
Τα πουλιά ούτε σπέρνουν ούτρε θερίζουν αλλά ο Θεός δεν τα αφήνει, τον άνθρωπο λοιπόν θα εγκαταλείψει; Ή μήπως εμείς ξέρουμε καλύτερα από το Θεό τι ανάγκες έχουμε;
Και συνεχίζει:
Κατά Μάρκον Η’ 36 τι γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; 37 ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;
Πάραυτα αρκετοί πατέρες λένε ότι δεν είναι πάντα κακό στην προσευχή μας να αιτούμεθα στο Θεό και για υλικά αγαθά υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτά δεν υποσκελίζουν / υποβαθμίζουν την προσευχή όσον αφορά το πνευματικό-σωτηριολογικό της χαρακτήρα για εμάς καθώς και να μην αποτελούν πρόσκομμα πνευματική μας προσπάθεια και προκοπή, τόσο τη δική μας όσο και της οικογένειάς μας.
Για να μιλήσουμε λοιπόν με το Θεό πρέπει καταρχήν να μάθουμε με ποιον μιλάμε και δε δείχνουμε να ενδιαφερόμαστε για αυτό. Αυτό θα συμβεί μονάχα εάν το επιθυμήσουμε πραγματικά με τη μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων οι οποίες με τις αναλύσεις τους έκαναν τη Γραφή ένα είδος «κρέμας» για πνευματικά νήπια όπως εμείς και με την ενεργή συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας. Διαφορετικά πώς θα Τον γνωρίσουμε; Όσο πάντα βέβαια μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει το Θεό. «Πλησίασε με άυλον τρόπον τον Άυλον και θα εννοήσεις» τονίζει ο άγιος Νείλος ο ασκητής. Κι όταν συμβεί αυτό θα ξέρουμε τι να Του ζητήσουμε. Όπως δεν μπορούμε σε ένα δικηγόρο να ζητήσουμε να μας θεραπεύσει μια νόσο ή σε έναν καθηγητή σχολείου να μας κτίσει ένα σπίτι, ομοίως και από το Θεό δεν μπορούμε να περιμένουμε πράγματα ενάντια στη σωτηρία μας. Ο Θεός είναι «ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών» και από Αυτόν πρέπει να προσδωκούμε τις απαραίτητες επεμβάσεις – θεραπείες συνεπεία των οποίων θα κερδίσουμε μια θέση στη Βασλεία των Ουρανών.
Ο Θεός εν τέλει ακούει, εμείς δε γνωρίζουμε να μιλάμε.
Ο Θεός έχει και δίνει, εμείς δε γνωρίζουμε τι έχει ζητώντας τα δικά μας.