Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ό θάνατος ως έσχατη έκφραση της οδύνης

Έσχατη έκφραση της οδύνης αποτελεί ό θάνατος. Ό άγιος Μάξιμος, πού ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα ηδονής-οδύνης, κάνει τις παρακάτω παρατηρήσεις:
Ό θεός φροντίζοντας για τη σωτηρία μας εγκατέστησε μέσα μας ως τιμωρητική δύναμη την οδύνη. Σύμφωνα με τη σοφία του θεού στη φύση του σώματος ριζώθηκε ό νόμος του θανάτου περιορίζοντας την παραφυσική έφεση του νου πού κατευθυνόταν στα αισθητά.
Όμως σκοπός της οδύνης και τελικά του θανάτου δεν είναι ή εκμηδένιση της ανθρώπινης φύσεως, αλλά ή σωτηρία της από την παραφυσική ηδονή και τον πραγματικό θάνατο, πού σ' αυτόν οδηγεί ό οριστικός χωρισμός από τον θεό.
Αρχικά δηλαδή, όπως και άλλου σημειώθηκε, δεν υπήρχε μέσα στην ανθρώπινη φύση ούτε ηδονή γενικά ούτε αισθητηριακή ηδονή, όπως έγινε μεταπτωτικά, αλλά νοερή και πνευματική δύναμη για ηδονή με δυνατότητα να απολαμβάνει την κοινωνία της με τη θεία φύση, τον θεό, κατά τρόπο άρρητο και άπερινόητο. Έκπτωση αυτής της αρχικής νοερός επιθυμίας και τάσεως αποτελεί ή υπαγωγή της στην αίσθηση και ή παραφυσική διενέργεια και βίωση της.
Σ' αυτό είναι σαφής ό άγιος Μάξιμος . Εξαιτίας της παράλογης ηδονής πού ήρθε στη φύση μπήκε σ' αυτήν ή κατά λογική συνέπεια οδύνη διά μέσου πολλών παθημάτων, μέσα στα οποία υπάρχει και διά μέσου των οποίων ενεργεί ό θάνατος. Σκοπός όμως της οδύνης είναι ή αφαίρεση και εκμηδένιση της παρά φύσιν ηδονής όχι δε και ή απόλυτη αναίρεση της λειτουργίας της ηδονής, γιατί μ' αυτήν την αφαίρεση συνηθίζει να φανερώνεται ή θεία χάρις).
Και συνεχίζει:
Ή επινόηση των εκούσιων πόνων και κόπων και ό ερχομός -των ακούσιων και αθέλητων αφαιρούν την ηδονή και σταματούν την κίνηση πού δημιουργείται με την ενέργεια της. Όμως δεν καταλύουν τη δύναμη για τη γένεση της πού ενυπάρχει ως νόμος στη φύση. Ή άσκηση της αρετής συντελεί στην απάθεια γνώμης και όχι στην απάθεια της φύσεως. Όταν ύπαρξη ή "γνωμική απάθεια", δηλαδή ή θεληματική και εκούσια υπέρβαση τού πάθους, τότε έρχεται ή "κατά νουν", ή σύμφωνη με το νου χάρις της θείας ηδονής).
Ή λειτουργικότητα της οδύνης σύμφωνα με τα πιο πάνω και μάλιστα τού κορυφώματος της, δηλαδή τού θανάτου, αποβλέπει στην αφαίρεση της ηδονής έτσι πού αυτή κατάντησε να γίνει, αίσθησιακή, αλλά με κανένα τρόπο στην πήρωση και παραμείωση της φύσεως με κατάντημα της μια αφύσικη κατάσταση. Ή ως νόμος λειτουργικός έγκείμενη στη φύση δυνατότητα να βιώση την ηδονή δεν καταργείται. Της αφαιρείται ό κακοήθης όγκος της "αισθησιακότητος" για να μπόρεση να φτάσει στη "γνωμικήν άπάθειαν", στον εξαγνισμό της βουλήσεως από οποιοδήποτε εμπαθές στοιχείο, ώστε να μπορεί να απολαμβάνει την "κατά νουν ήδονήν", πού αποτελεί χάρισμα τού θεού από αγάπη για τον άνθρωπο στην αποκαθαρμένη από πάθη ψυχή του.
Όπως ήδη τονίσθηκε, ή ηδονή των αισθήσεων αποτελεί εκτροπή τού έρωτος τού νου από το όντως ον, πού είναι ό θεός, προς το μη-ον, πού "είναι" ότι δεν είναι ό θεός, δηλαδή στα αισθητά, πού ως κτιστά εν σχέσει προς τον θεό είναι ως μη-οντα, αφού είναι φθαρτά, άλλοιωτά, πρόσκαιρα και ρέοντα. Αυτό τονίζει και πάλι ό άγιος Μάξιμος:
Επειδή αυτό είναι ό άνθρωπος (δημιουργημένος κατ' εικόνα θεού) και γι` αυτό έγινε (για να ενωθεί τελικά με τον θεό) έχουμε έδώ μια εκτροπή. Ό Προπάτορας ενεργώντας αντίθετα προς το σκοπό της υπάρξεως του, αν και είχε τη δυνατότητα για ότι καλό, χρησιμοποίησε για ότι χειρότερο την ελευθερία του. Μετέφερε δηλαδή την επιθυμία του από ότι ήταν επιτρεπτό σε ότι δεν του ήταν. [Ήταν δε ελεύθερος να προσκολληθεί στον Κύριο και με τέλεια ένωση μαζί του να γίνει ένα πνεύμα μ' αυτόν, αλλά και να προσκολληθεί στην πόρνη (την αμαρτία) και να γίνει ένα σώμα μ' αυτήν. Γελάστηκε όμως και διάλεξε το ανεπίτρεπτο. Έτσι αποξένωσε θεληματικά τον εαυτό του από το μακάριο σκοπό προτιμώντας αντί να γίνει θεός κατά χάριν να γίνει χώμα]. Με σοφία, αλλά και με τρόπο πού άρμοζε στην αγαθότητα του ό Θεός, πού εξοικονόμησε τον τρόπο της σωτηρίας μας, τοποθέτησε, όπως ήταν σωστό, δίπλα στην παράλογη κίνηση της νοεράς δυνάμεως μέσα μας την τιμωρία. Και το έκανε αυτό επειδή έτσι ίσως κόλαζε εύλογα με το θάνατο το ίδιο πράγμα πού γι' αυτό κατασυντρίψαμε και κατακομματιάσαμε τη νοερά αγάπη πού μόνο στον Θεό χρωστούσαμε. "ότι μαθαίνοντας από τον πόνο και την οδύνη ότι αγαπήσαμε το μηδέν, ξαναστρέφουμε τη δύναμη αυτή της αγάπης προς το ον, δηλαδή σ' αυτό πού υπάρχει, με άλλα λόγια στον Θεό).
Σχολιάζοντας το κείμενο αυτό ό π. Δημήτριος Στανιλοάε παρατηρεί τα έξης:
"Ό Θεός έχει συνδέσει με το σώμα μια ποινή. Αυτή όμως δεν εκπροσωπείται από το σώμα σαν σώμα, αλλά από το θάνατο πού φυτεύτηκε μέσα σ' αυτό. Από τη μια μεριά ή ποινή αυτή δεν δόθηκε για ένα αμάρτημα της ψυχής σε μια κατάσταση προϋπάρχουσα, παρά για την άλογη κίνηση της θέλησης μας μετά τη δημιουργία μας. Γιατί ή θέληση μας αντί να κατευθύνει τον έρωτα μας προς τον Θεό, πού υπάρχει αιώνια, τον έχει κατευθύνει προς το σώμα, πού δεν μπορεί να υπάρχει αιώνια με τη δική του δύναμη. Ό Θεός μάς έχει δείξει με το θάνατο, με τον όποιο έχει χτυπήσει το σώμα και τις βιολογικές οντότητες, ότι αγαπούμε στην πραγματικότητα με την αμαρτία το μηδέν. Αυτή ή ποινή λοιπόν δεν είναι τιμωρία (κόλαση), αλλά παιδαγωγική επίπληξη, προορισμένη να μετατρέψει τον έρωτα μας από την προς το μηδέν κατεύθυνση προς Εκείνον πού υπάρχει αληθινά".
Μια πολύ σωστή τοποθέτηση του θανάτου, αν και όχι σε άμεση συσχέτιση με το θέμα ηδονή-οδύνη, πού όμως το θίγει αρκετά, κάνει ό Παναγιώτης Νέλλας διαφωτίζοντας σημαντικά το θέμα πού εδώ εξετάζουμε.
Αμέσως μόλις εμφανίσθηκε στην ιστορία ό θάνατος, ό Θεός, στον όποιο ανήκει κάθε πρωτοβουλία τελικά, τον χρησιμοποίησε όπως ό ίδιος θέλησε και με τη διαφορετική χρήση άλλαξε ριζικά τη φύση του. Επιτρέποντας να ντυθεί ό άνθρωπος τη βιολογική ζωή, καρπό της αμαρτίας, έστρεψε το θάνατο, επίσης καρπό της αμαρτίας, κατά της βιολογικής ζωής και έτσι με το θάνατο θανατώνεται όχι ό άνθρωπος, αλλά ή φθορά πού τον περιβάλλει. Ό θάνατος καταστρέφει το δεσμωτήριο της εν φθορά ζωής και ό άνθρωπος, καταθέτοντας με το θάνατο στη φθορά τι έλαβε από αυτήν, ελευθερώνεται.
Φανερώνεται έτσι το μέγα θαύμα της σοφίας, της αγάπης και της δύναμης του Θεού. Ό διάβολος δελεάζει τον άνθρωπο και τον γκρεμίζει στο βάραθρο της διαφθοράς, όταν τον κρατάει δέσμιο με το θάνατο. Ό Θεός επιτρέποντας το θάνατο τον στρέφει κατά της φθοράς και κατά της αιτίας της φθοράς, της αμαρτίας, και θέτει τέρμα τόσο στη φθορά, όσο και στην αμαρτία.
Περιορίζει με τον τρόπο αυτόν το κακό και σχετικοποιεί την πτώση. Το αρχικό σχέδιο του για την αιώνια και μακάρια μέσα του ζωή του άνθρωπου μένει ανέπαφο. Το μυστήριο της άπειρης θείας ευσπλαχνίας ερμηνεύοντας οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι ό Θεός ανέχθηκε και συγχώρησε το θάνατο ίνα μη άθάνατον το κακόν".
Εξ άλλου ό διάβολος επεδίωξε με την πτώση να υποτάξει τον άνθρωπο στην υλική κτίση. Και το πέτυχε ντύνοντας τον με το άλογο υλικό σχήμα. Ακόμα περισσότερο, με το θάνατο επεδίωξε να τον εξαφανίσει μέσα στην ύλη. Και φαινομενικά το πετυχαίνει, αφού με την ταφή το σώμα αποδίδοντας στη γη τα συστατικά πού πήρε απ' αυτή διαλύεται μέσα της... Παρεμβαίνοντας όμως και στο σημείο αυτό με τη μεγάλη διακριτικότητα της ή σοφία του Θεού εμπλουτίζει την παθητική κίνηση της ταφής με ένα στοιχείο, θα λέγαμε, ενεργητικό και με τον τρόπο αυτό τη μεταμορφώνει.
Ό θάνατος γίνεται ό τρόπος με τον όποιο το ανθρώπινο σώμα εισδύει στα εσώτατα της γης, φθάνει στα μύχια της κτίσεως. Με το θάνατο ό άνθρωπος αγγίζει τα όρια του σύμπαντος, γίνεται αέρας και νερό και φωτιά, ύλη και ενέργεια, στοιχείο του διαστήματος. "Επιστρέφει ό χους επί την γήν ως ήν", λέει ό Εκκλησιαστής. Αλλά αυτός ό "χους" δεν είναι πια μόνο ύλη. Έχει επάνω του αληθινά και πραγματικά το "λόγο" και το "είδος του άνθρωπου", όπως θα έλεγε ό άγιος Μάξιμος.
Έτσι ή υλική κτίση, πού έντυσε τον άνθρωπο με τη φθορά της κατά τρόπο οργανικό, όπως είδαμε, ντύνεται τώρα, θα λέγαμε, εκ των ένδον, πάλι κατά τρόπο οργανικό χάρη στην άλλη όψη της δίμορφης πραγματικότητας πού αποτελεί ό ίδιος ό θάνατος, με ένα νέο στοιχείο, το όποιο ως σώμα του άνθρωπου είναι επιδεκτικό αφθαρσίας. Γι' αυτό ταυτόχρονα με την τελική ανάσταση των σωμάτων, πού θα φέρει με τη δεύτερη παρουσία του ό Χριστός, θα φέρει και τη μεταμόρφωση του σύμπαντος σε "καινή γη" και "καινό ουρανό".
http://apantaortodoxias.blogspot.com/