Η ουσία κάθε προσευχής είναι ο διάλογος με το Θεό ως συνομιλητή. Από τη στιγμή που παρεμβάλλονται αποτρεπτικές από το σκοπό αυτό προθέσεις, η προσευχή βεβηλώνεται. Και αν. παρ’ όλα αυτά, προσποιείται κανείς ότι μιλάει με το Θεό, τότε η προσευχή καταντάει βλάσφημη υποκρισία. Κανένας από όσους πιστεύουν πως μπορούν να απορρίψουν την αυθεντική προσευχή εξαιτίας αυτής της ψευτοπροσευχής δε χαρακτήρισε τόσο τέλεια αυτή την παραμόρφωση και δεν τη στιγμάτισε τόσο αυστηρά όσο ο Ιησούς.
Η παραβολή του τελώνη και του φαρισαίου (Λκ. 18.10 εξ) μας δίνει ένα παράδειγμα. Ο φαρισαίος παραπείθει τον εαυτό του και τους άλλους ότι αποδίδει ευχαριστία στο Θεό. Στην πραγματικότητα, όταν προσεύχεται, αποβλέπει μόνο στον εαυτό του και στους ανθρώπους. Στην προσευχή αυτή που την κατέκρινε ο Ιησούς ταιριάζει πραγματικά εκείνο που ο L. Feuerbach νομίζει πως μπορεί να προσάψει γενικά σε όσους προσεύχονται: ότι λατρεύουν τη δική τους καρδιά. Ο φαρισαίος δε μιλάει στο Θεό. Ο τελώνης, αντίθετα, που έχει συνείδηση των αμαρτιών του, ζητώντας τη χάρη του Θεού, γυρεύει την επαφή μαζί του.
Στην επί του όρους ομιλία (Μτ. 6.5), ο Ιησούς περιγράφει την αλησμόνητη εικόνα του προσευχόμενου υποκριτή στις συναγωγές και στις πλατείες, όπου θέλει να τον βλέπουν οι άνθρωποι. Παίζει θέατρο. Η αρχαία ελληνική λέξη υποκριτής σημαίνει «ηθοποιός». Θέλει να τον βλέπουν οι άνθρωποι, και τον βλέπουν, πετυχαίνει το σκοπό του: «απέχει τον μισθόν του», «πήρε την ανταμοιβή του». Αυτή ακριβώς είναι η σημασία της αρχαίας ελληνικής έκφρασης. Από το Θεό δεν έχει τίποτα να περιμένει.
Ακολουθεί η θετική διδαχή: «Συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμιείον σου» και κλείσε την πόρτα. Η λέξη «ταμιείον» σημαίνει το απόμερο δωμάτιο του σπιτιού, που είναι προφυλαγμένο από τους κλέφτες (όπου φυλάγονται οι προμήθειες) και όπου κανείς δεν μπαίνει. Εκεί. αυτός που προσεύχεται είναι μόνος με το Θεό. Στην περίπτωση αυτή, το κείμενο δε λέει, όπως προκειμένου για την ελεημοσύνη (Μτ. 6.4), ότι ο Θεός «βλέπει εν τω κρυπτώ», αλλά (σύμφωνα με την πολύ καλά βεβαιωμένη εκδοχή, έστω κι αν όχι κατά τρόπο αποκλειστικό ότι ο Θεός «είναι εν τω κρύυπτώ». Εκεί, είναι παρών για μας με τρόπο ξεχωριστό. Είναι βέβαια παντού, αλλά υπάρχουν μέρη όπου, μακριά από κάθε διάσπαση, είναι πιο εύκολο να τον βρει κανείς και να διαλεχθεί μαζί του. Επειδή, γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται. Το ίδιο συμβαίνει και μέσα στο ναό. που η λειτουργία του ως «οίκου προσευχής», όπως λέει ο Ιησούς μαζί με τον Ησαΐα 56,7 (Μκ. 11.17 και πρλ.), καλεί σε περισυλλογή. Και εκεί, πρέπει κανείς να προσεύχεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να είναι μόνος με το Θεό. που θέλει να είναι παρών για όσους τον αναζητούν εκεί. Γιατί εκείνος που βρίσκεται έξω από εμάς. ταυτόχρονα κατοικεί μέσα μας, εν τω κρύπτω.
Μας αποκαλύπτεται εκεί που δεν τον περιμένουμε, εν τω κρυπτώ. Στο σημείο αυτό, σκέπτεται κανείς τη φανέρωση του Θεού στον Ηλία, στο χωρίο Α΄Βασ. 19, 11-12: « ιδού πνεύμα μέγα κραταιόν…. ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τω πνεύματι Κύριος και μετά το πνεύμα συσσεισμός. ουκ εν τω συσσεισμώ Κύριος• και μετά τον συσσεισμόν πυρ, ουκ εν τω πυρί Κύριος και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής». Τότε ο Ηλίας άκουσε τη φωνή του Θεού. Αυτό είναι το μέγα παράδοξο της Αγίας Γραφής. Το γεγονός ότι ο Θεός κρύβεται, πράγμα που αποτελεί συχνά πηγή σκανδάλου για την πίστη, αλλά που απορρέει από την αγιότητα του Θεού, συμβαδίζει με το γεγονός ότι ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα στην αγάπη: ο άγιος και κεκρυμμένος Θεός συγκαταβαίνει προς το πλάσμα του όπως ένας πατέρας που αγαπά. Σ’ αυτό το παράδοξο στηρίζεται η σύσταση που κάνει ο Ιησούς να αναζητείται με την προσευχή ο διάλογος με το Θεό εν τω κρυπτώ.
Μέσα στα ευαγγέλια, ο Ιησούς δίνει το παράδειγμα, καθώς διαλέγει τον τόπο όπου προσεύχεται ο ίδιος. Το γεγονός ότι οι ευαγγελιστές το σημειώνουν συστηματικά δείχνει ότι θεώρησαν αυτή την αναζήτηση από μέρους του Ιησού της ερημικότητας και της απομόνωσης ως σχέδιο ηθε-λημένο. Μκ. 1,35: « Και πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθεν και απήλθεν εις έρημον τόπον, κακεί προσηύχετο» (Λκ. 4,42). Μτ. 14.13: «ο Ιησούς ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν». Λκ. 5.16: «αυτός δε ην υποχωρών εν ταις ερήμοις και προσευχόμενος». Λκ.9.18: «…εν τω είναι αυτόν προσευχόμενον κατά μόνας». Λκ. 9,28: «ανέβη εις το όρος προσεύξασθαι» (Μκ. 9.2 και Μτ. 17.1: «εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν»). Ο Ιησούς, την ερημικότητα του όρους (Μκ. 3.13, Λκ. 6,12, Μκ. 6,46. Μτ. 14,23) την αναζητά επίσης και στο όρος των Ελαιών. Το εδάφιο Λκ. 22.39 σημειώνει ότι «επορεύθη» εκεί «κατά το έθος». Οι μαθητές τον ακολουθούν στη Γεθσημανή, αλλά εκείνος «προέρχεται μικρόν» (Μκ. 14.35, Μτ. 26.39. Σύμφωνα με το χωρίο Λκ. 22.41, «απεσπάσθη απ’ αυτών ωσεί λίθου βολήν» για να προσευχηθεί).
Να διαλέγεται κανείς προϋποθέτει όχι μόνο ότι ο θεός βλέπει εν τω κρυπτώ. αλλά και ότι ακούει εν τω κρυπτώ. άσχετο αν οι προσευχές προφέρονται με δυνατή ή σιγανή φωνή, όπως και ότι εκείνοι που προσεύχονται θέλουν εκεί να τον ακούν. Επειδή να ελπίζει κανείς πως ο Θεός ακούει σημαίνει καθαυτό: να ελπίζει πως ο Θεός εισακούει. Γι’ αυτό και στο χωρίο Μκ. 11,24, ο Ιησούς παροτρύνει τους μαθητές του να πιστεύουν, ενώ προσεύχονται, ότι έχουν ήδη λάβει εκείνο για το οποίο προσεύχονται: «πιστεύετε ότι ελάβετε». Αυτή η πίστη είναι συστατικό στοιχείο του διαλόγου. Να γεύεται κανείς την παρουσία του Θεού, ο οποίος βλέπει και ακούει, σημαίνει ήδη πως έχει εισακουσθεί.
Οι αντιγραφείς ήδη δεν κατάλαβαν ούτε αυτοί τον αόριστο έλαβεν. Αντικαθιστώντας τον με τον ενεστώτα ή το μέλλοντα, απογύμνωσαν αυτήν ακριβώς τη σύσταση του Ιησού από το βάθος της. Θα δούμε ότι στα χωρία Ρωμ. 8,15 και Γαλ. 4.6 εξ, ο Παύλος, μιλώντας για την υιοθεσία μας από το Θεό. αναπτύσσει θεολογικά αυτή την αντίληψη, με το επιχείρημα ότι, στην προσευχή μας, ο Θεός μάς διακηρύσσει παιδιά του. όταν το Πνεύμα του μας ωθεί να τον επικαλούμεθα ως πατέρα.
Θυμίζοντας πιο πάνω την αναγκαιότητα της περισυλλογής όταν κανείς βρίσκεται στο ναό, είδαμε ήδη πως η προτίμηση του Ιησού για την ερημικότητα και η διδαχή του στους μαθητές να προσεύχονται στο Θεό εν τω κρυπτώ καθόλου δεν αποκλείουν (όπως και η Παλαιά Διαθήκη) ότι μπορεί κανείς το ίδιο να συναντά το Θεό και στο ναό, «εν τω οίκω της προσευχής μου» (Ησ. 56,7), όπου συγκεντρώνονται πολλοί. Στο χωρίο Μτ. 18.20. ο Ιησούς υπόσχεται να είναι παρών όπου δύο ή τρεις είναι συνηγμένοι στο όνομα του. Και όπου δύο συμφωνήσουν για να φέρουν το αίτημα τους στο Θεό, ο πατέρας θα τους το εκπληρώσει (Μτ. 18,19).
(Oscar Cullman, «Η Προσευχή στην Καινή Διαθήκη», εκδ. Άρτος Ζωής, σ. 64-68)
Η παραβολή του τελώνη και του φαρισαίου (Λκ. 18.10 εξ) μας δίνει ένα παράδειγμα. Ο φαρισαίος παραπείθει τον εαυτό του και τους άλλους ότι αποδίδει ευχαριστία στο Θεό. Στην πραγματικότητα, όταν προσεύχεται, αποβλέπει μόνο στον εαυτό του και στους ανθρώπους. Στην προσευχή αυτή που την κατέκρινε ο Ιησούς ταιριάζει πραγματικά εκείνο που ο L. Feuerbach νομίζει πως μπορεί να προσάψει γενικά σε όσους προσεύχονται: ότι λατρεύουν τη δική τους καρδιά. Ο φαρισαίος δε μιλάει στο Θεό. Ο τελώνης, αντίθετα, που έχει συνείδηση των αμαρτιών του, ζητώντας τη χάρη του Θεού, γυρεύει την επαφή μαζί του.
Στην επί του όρους ομιλία (Μτ. 6.5), ο Ιησούς περιγράφει την αλησμόνητη εικόνα του προσευχόμενου υποκριτή στις συναγωγές και στις πλατείες, όπου θέλει να τον βλέπουν οι άνθρωποι. Παίζει θέατρο. Η αρχαία ελληνική λέξη υποκριτής σημαίνει «ηθοποιός». Θέλει να τον βλέπουν οι άνθρωποι, και τον βλέπουν, πετυχαίνει το σκοπό του: «απέχει τον μισθόν του», «πήρε την ανταμοιβή του». Αυτή ακριβώς είναι η σημασία της αρχαίας ελληνικής έκφρασης. Από το Θεό δεν έχει τίποτα να περιμένει.
Ακολουθεί η θετική διδαχή: «Συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμιείον σου» και κλείσε την πόρτα. Η λέξη «ταμιείον» σημαίνει το απόμερο δωμάτιο του σπιτιού, που είναι προφυλαγμένο από τους κλέφτες (όπου φυλάγονται οι προμήθειες) και όπου κανείς δεν μπαίνει. Εκεί. αυτός που προσεύχεται είναι μόνος με το Θεό. Στην περίπτωση αυτή, το κείμενο δε λέει, όπως προκειμένου για την ελεημοσύνη (Μτ. 6.4), ότι ο Θεός «βλέπει εν τω κρυπτώ», αλλά (σύμφωνα με την πολύ καλά βεβαιωμένη εκδοχή, έστω κι αν όχι κατά τρόπο αποκλειστικό ότι ο Θεός «είναι εν τω κρύυπτώ». Εκεί, είναι παρών για μας με τρόπο ξεχωριστό. Είναι βέβαια παντού, αλλά υπάρχουν μέρη όπου, μακριά από κάθε διάσπαση, είναι πιο εύκολο να τον βρει κανείς και να διαλεχθεί μαζί του. Επειδή, γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται. Το ίδιο συμβαίνει και μέσα στο ναό. που η λειτουργία του ως «οίκου προσευχής», όπως λέει ο Ιησούς μαζί με τον Ησαΐα 56,7 (Μκ. 11.17 και πρλ.), καλεί σε περισυλλογή. Και εκεί, πρέπει κανείς να προσεύχεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να είναι μόνος με το Θεό. που θέλει να είναι παρών για όσους τον αναζητούν εκεί. Γιατί εκείνος που βρίσκεται έξω από εμάς. ταυτόχρονα κατοικεί μέσα μας, εν τω κρύπτω.
Μας αποκαλύπτεται εκεί που δεν τον περιμένουμε, εν τω κρυπτώ. Στο σημείο αυτό, σκέπτεται κανείς τη φανέρωση του Θεού στον Ηλία, στο χωρίο Α΄Βασ. 19, 11-12: « ιδού πνεύμα μέγα κραταιόν…. ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τω πνεύματι Κύριος και μετά το πνεύμα συσσεισμός. ουκ εν τω συσσεισμώ Κύριος• και μετά τον συσσεισμόν πυρ, ουκ εν τω πυρί Κύριος και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής». Τότε ο Ηλίας άκουσε τη φωνή του Θεού. Αυτό είναι το μέγα παράδοξο της Αγίας Γραφής. Το γεγονός ότι ο Θεός κρύβεται, πράγμα που αποτελεί συχνά πηγή σκανδάλου για την πίστη, αλλά που απορρέει από την αγιότητα του Θεού, συμβαδίζει με το γεγονός ότι ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα στην αγάπη: ο άγιος και κεκρυμμένος Θεός συγκαταβαίνει προς το πλάσμα του όπως ένας πατέρας που αγαπά. Σ’ αυτό το παράδοξο στηρίζεται η σύσταση που κάνει ο Ιησούς να αναζητείται με την προσευχή ο διάλογος με το Θεό εν τω κρυπτώ.
Μέσα στα ευαγγέλια, ο Ιησούς δίνει το παράδειγμα, καθώς διαλέγει τον τόπο όπου προσεύχεται ο ίδιος. Το γεγονός ότι οι ευαγγελιστές το σημειώνουν συστηματικά δείχνει ότι θεώρησαν αυτή την αναζήτηση από μέρους του Ιησού της ερημικότητας και της απομόνωσης ως σχέδιο ηθε-λημένο. Μκ. 1,35: « Και πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθεν και απήλθεν εις έρημον τόπον, κακεί προσηύχετο» (Λκ. 4,42). Μτ. 14.13: «ο Ιησούς ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν». Λκ. 5.16: «αυτός δε ην υποχωρών εν ταις ερήμοις και προσευχόμενος». Λκ.9.18: «…εν τω είναι αυτόν προσευχόμενον κατά μόνας». Λκ. 9,28: «ανέβη εις το όρος προσεύξασθαι» (Μκ. 9.2 και Μτ. 17.1: «εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν»). Ο Ιησούς, την ερημικότητα του όρους (Μκ. 3.13, Λκ. 6,12, Μκ. 6,46. Μτ. 14,23) την αναζητά επίσης και στο όρος των Ελαιών. Το εδάφιο Λκ. 22.39 σημειώνει ότι «επορεύθη» εκεί «κατά το έθος». Οι μαθητές τον ακολουθούν στη Γεθσημανή, αλλά εκείνος «προέρχεται μικρόν» (Μκ. 14.35, Μτ. 26.39. Σύμφωνα με το χωρίο Λκ. 22.41, «απεσπάσθη απ’ αυτών ωσεί λίθου βολήν» για να προσευχηθεί).
Να διαλέγεται κανείς προϋποθέτει όχι μόνο ότι ο θεός βλέπει εν τω κρυπτώ. αλλά και ότι ακούει εν τω κρυπτώ. άσχετο αν οι προσευχές προφέρονται με δυνατή ή σιγανή φωνή, όπως και ότι εκείνοι που προσεύχονται θέλουν εκεί να τον ακούν. Επειδή να ελπίζει κανείς πως ο Θεός ακούει σημαίνει καθαυτό: να ελπίζει πως ο Θεός εισακούει. Γι’ αυτό και στο χωρίο Μκ. 11,24, ο Ιησούς παροτρύνει τους μαθητές του να πιστεύουν, ενώ προσεύχονται, ότι έχουν ήδη λάβει εκείνο για το οποίο προσεύχονται: «πιστεύετε ότι ελάβετε». Αυτή η πίστη είναι συστατικό στοιχείο του διαλόγου. Να γεύεται κανείς την παρουσία του Θεού, ο οποίος βλέπει και ακούει, σημαίνει ήδη πως έχει εισακουσθεί.
Οι αντιγραφείς ήδη δεν κατάλαβαν ούτε αυτοί τον αόριστο έλαβεν. Αντικαθιστώντας τον με τον ενεστώτα ή το μέλλοντα, απογύμνωσαν αυτήν ακριβώς τη σύσταση του Ιησού από το βάθος της. Θα δούμε ότι στα χωρία Ρωμ. 8,15 και Γαλ. 4.6 εξ, ο Παύλος, μιλώντας για την υιοθεσία μας από το Θεό. αναπτύσσει θεολογικά αυτή την αντίληψη, με το επιχείρημα ότι, στην προσευχή μας, ο Θεός μάς διακηρύσσει παιδιά του. όταν το Πνεύμα του μας ωθεί να τον επικαλούμεθα ως πατέρα.
Θυμίζοντας πιο πάνω την αναγκαιότητα της περισυλλογής όταν κανείς βρίσκεται στο ναό, είδαμε ήδη πως η προτίμηση του Ιησού για την ερημικότητα και η διδαχή του στους μαθητές να προσεύχονται στο Θεό εν τω κρυπτώ καθόλου δεν αποκλείουν (όπως και η Παλαιά Διαθήκη) ότι μπορεί κανείς το ίδιο να συναντά το Θεό και στο ναό, «εν τω οίκω της προσευχής μου» (Ησ. 56,7), όπου συγκεντρώνονται πολλοί. Στο χωρίο Μτ. 18.20. ο Ιησούς υπόσχεται να είναι παρών όπου δύο ή τρεις είναι συνηγμένοι στο όνομα του. Και όπου δύο συμφωνήσουν για να φέρουν το αίτημα τους στο Θεό, ο πατέρας θα τους το εκπληρώσει (Μτ. 18,19).
(Oscar Cullman, «Η Προσευχή στην Καινή Διαθήκη», εκδ. Άρτος Ζωής, σ. 64-68)