Δυο είναι οι πυλώνες πάνω στους οποίους έχει στηριχθεί ο ελληνικός πολιτισμός δια μέσου των αιώνων. Ο ένας είναι η αρχαία ελληνική σκέψη και γραμματεία και ο άλλος είναι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, παράδοση και θεολογία. Η σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δυο τρόπους σκέψης και ζωής, τον ελληνικό και τον χριστιανικό, ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή που το ευαγγελικό κήρυγμα των Αποστόλων βγήκε από τα αρχικά ιουδαϊκά του όρια για να εξαπλωθεί σε ολόκληρο το ρωμαϊκό κόσμο. Η ελληνιστική κοινή ήταν η γλώσσα που έγινε το αναντικατάστατο όχημα για την πρώτη αυτή μετάδοση και εξάπλωση του χριστιανισμού.
Από τότε μέχρι σήμερα οι δυο αυτοί, αρχικά ξένοι και αντιφατικοί μεταξύ τους τρόποι σκέψης και ζωής, βρήκαν πολύ περισσότερα κοινά σημεία από όσα φαίνονταν στην αρχή και έχουν συνδεθεί τόσο άρρηκτα μεταξύ τους, ώστε μέχρι μόλις πριν από λίγες δεκαετίες, εθεωρείτο αδιανόητο να αποκαλείται κάποιος Έλληνας ή να χαρακτηριστεί ελληνική μια πολιτιστική δημιουργία, ένα κείμενο ή μια εικόνα, εάν δεν είχε άμεση σχέση, αναφορά και προέλευση από τον ελληνορθόδοξο τρόπο σκέψης, από την ελληνορθόδοξη παράδοση.
Η σχέση όμως, ελληνισμού και ορθοδοξίας είχε αρχίσει να κλονίζεται ήδη από την εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και σήμερα, πλέον, είμαστε αντιμέτωποι όχι μόνο με έναν πολύ σοβαρό και πρωτοφανή κλονισμό αυτής της σχέσης, αλλά επικρατεί στους σύγχρονους Έλληνες μια ευρύτερη κρίση ταυτότητας, τόσο όσον αφορά τον ελληνισμό όσο και την ορθοδοξία.
Η συζήτηση αυτή, βέβαια εντάσσεται αναπόφευκτα στα πλαίσια της γενικότερης αναζήτησης και μιας ολικής αναθεώρησης του παρελθόντος, που λαμβάνει χώρα σήμερα στην Ελλάδα, για τα αίτια της οικονομικής και πολιτικής, αλλά και κοινωνικής, πολιτισμικής και ηθικής κρίσης που διανύουμε.
Ας ανατρέξουμε όμως λίγο την ιστορική εξέλιξη της σχέσης ελληνισμού και χριστιανισμού, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα.
Νομική κατοχύρωση ή υπαρξιακή αναγκαιότητα;
Το ελληνικό σύνταγμα αναγνωρίζει την θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας ως την επίσημη και επικρατούσα θρησκεία στην χώρα μας. Στην Ελλάδα δηλαδή, υπάρχει μεν ανεξιθρησκεία, αλλά υπάρχει και επίσημα αναγνωρισμένη επικρατούσα θρησκεία, την οποία το κράτος έχει δεσμευθεί να προστατεύει ως παράδοση του έθνους, ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του έθνους. Αυτό δεν είναι απλώς ένα νομικά κατοχυρωμένο καθεστώς, ούτε βασίζεται αποκλειστικά στο ποσοστό του ορθόδοξου χριστιανικού θρησκεύματος στον ελληνικό πληθυσμό. Αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών αιώνων ιστορίας του ελληνισμού και του πολιτισμού του και η ελληνορθοδοξία έχει εμπεδωθεί στο διάβα των αιώνων ως αδιάσπαστη υπαρξιακή οντότητα.
Ποιο είναι το στοιχείο που έκανε τον ελληνικό πολιτισμό και τον χριστιανισμό να ξεχωρίσουν;
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός στον δυτικό ευρωπαϊκό αλλά και όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ξεχωρίζει ως ανώτερος και θαυμάζεται συνεχώς ανά τους αιώνες, από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έως την Αναγέννηση και από τον Διαφωτισμό έως τις μέρες μας, γιατί μοιάζει ως κάτι το οποίο δύσκολα αντιγράφεται και ξεπερνιέται στην παγκόσμια Ιστορία. Εκείνο, όμως, το στοιχείο στο οποίο οφείλει ο ελληνικός πολιτισμός αυτή την δόξα, δεν είναι τόσο η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική και η γλυπτική και οι υλικές γενικά τέχνες, δεν είναι ακόμα, ούτε και τα πολεμικά κατορθώματα, η στρατιωτική δύναμη, ο ηρωισμός και το παράδειγμα της θυσίας των αρχαίων Αθηναίων και Σπαρτιατών. Δεν είναι κανένα από αυτά τα στοιχεία, αυτά καθαυτά. Γιατί τα λαμπρά αυτά επιτεύγματα τα όφειλαν οι αρχαίοι Έλληνες στον ξεχωριστό τρόπο σκέψης, στον ξεχωριστό τρόπο ζωής τους, απώτερος σκοπός του οποίου ήταν η κατάκτηση της αρετής. Άρα, και η ελευθερία για τους αρχαίους δεν είναι αγαθό από μόνη της εάν δεν χρησιμοποιείται ως μέσον για την επίτευξη του αγαθού, που είναι η αρετή. Η αρετή και ο ενάρετος βίος, είναι το μέγιστο αγαθό που απασχολεί όλους τους αρχαίους νομοθέτες, λογοτέχνες, φιλοσόφους και πολιτικούς. Έτσι προέκυψε αυτό που αργότερα ονομάστηκε αρχαίος ελληνικός ανθρωπισμός. Από εκεί πήγασε και το πολίτευμα της δημοκρατίας, δηλαδή από την ανάγκη για συνεχή και αέναη αναζήτηση της αρετής μέσω της κοινωνίας, μέσω της πολιτικής ζωής. Έτσι όλα τα προαναφερθέντα υλικά και άλλα επιτεύγματα, τόσο λαμπρά από μόνα τους, δεν ήταν παρά το μέσο για την επίτευξη του ανώτερου σκοπού, του αγαθού και της αρετής.
Βέβαια οι αξίες της αρετής και του αγαθού, καθώς και του καλού καγαθού ανδρός, ήταν επιφορτισμένες με ένα εντελώς διαφορετικό εσωτερικό νόημα από αυτό που έμελλε να τους δώσει ο εκ θείας αποκαλύψεως λόγος του χριστιανικού ευαγγελίου, ο λόγος του Χριστού. Αυτές οι αξίες όμως ήταν το πλέον κατάλληλο έδαφος, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε δηλαδή τις πλέον κατάλληλες προϋποθέσεις για να ταιριάξει με τον λόγο του ευαγγελίου. Ο αρχαίος ελληνικός άτομο-κεντρικός ανθρωπισμός έγινε χριστό-κεντρικός ανθρωπισμός και η αναζήτηση των ελλήνων για το εξωτερικό υλιστικό θείο κάλλος, μετετράπη σε αναζήτηση του εσωτερικού θείου κάλλους κατά το πρότυπο του ενανθρωπισμένου, σταυρωμένου και αναστημένου Ιησού Χριστού. Διότι το εσωτερικό κάλλος, η εσωτερική αρετή προδιαθέτει και εξασφαλίζει και την εξωτερική, ενώ το εξωτερικό κάλλος χωρίς εσωτερική αρετή είναι ψεύδος, υποκρισία, κάτι που τελικά θα καταρρεύσει ολοκληρωτικά.
Οι αυτοκράτορες που καθόρισαν το μέλλον της ανθρωπότητας
Μετά από τρείς αιώνες διωγμών του ρωμαϊκού κράτους κατά των χριστιανών, τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. οι αυτοκράτορες Μέγας Κωνσταντίνος και Μέγας Θεοδόσιος συμβάλλουν αποφασιστικά στην τελική επικράτηση και τον θρίαμβο του χριστιανισμού στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι αποφάσεις και η δράση των δυο αυτών αυτοκρατόρων βασίστηκε στην έντονη προσωπική τους πίστη και ανεξάρτητα από έξω-θρησκευτικές πολιτικές σκοπιμότητες. Η ανεξιθρησκεία, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη συνύπαρξη όλων των θρησκειών εφευρέθη ως αρχή από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και θεσπίστηκε από τον ίδιο με την Έδικτο του Μιλάνου το 313 μ.Χ.. την εποχή εκείνη οι χριστιανοί δεν αποτελούσαν πλειοψηφία ούτε στο ανατολικό, ούτε στο δυτικό μέρος της αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος ενώ εν γένει ευνόησε και στήριξε φανερά και συνειδητά την Χριστιανική Εκκλησία, παράλληλα φρόντισε να σεβαστεί και την ειδωλολατρική παράδοση και κυριαρχούσα, τότε ακόμα, πολιτική κουλτούρα της Ρώμης, θέλοντας να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες της εποχής του. Όμως ο δρόμος της τελικής επικράτησης του χριστιανισμού είχε ήδη ανοιχθεί και μάλιστα ανεπιστρεπτί. Ακολούθησαν δύο χριστιανοί αλλά αιρετικοί Αρειανοί αυτοκράτορες και ενδιάμεσά τους ο συγκρητιστής-παγανιστής Ιουλιανός, ο καθένας από τους οποίους στήριξε την θρησκεία της προσωπικής του πίστης. Ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι η τελική επικράτηση οποιασδήποτε θρησκείας στην αυτοκρατορία εξαρτόταν από την προσωπική στήριξη του αυτοκράτορα και όχι από την κατάκτηση της λαϊκής πλειοψηφίας. Έτσι, ήταν μεγάλο ευτύχημα για την αυτοκρατορία, τον ελληνισμό και τον κόσμο ολόκληρο όταν κατά το τέλος του αιώνα ο Μέγας Θεοδόσιος με την πολιτική που ακολούθησε κατέστησε τον Χριστιανισμό, και δη την Εκκλησία του «πιστεύω της Νικαίας», ως την επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Από τον Θεοδόσιο ξεκινά και επισήμως η ιστορία της χριστιανικής Ευρώπης και της χριστιανικής Ελλάδας. Στους αμέσως επόμενους αιώνες οι Έλληνες ασπάστηκαν και ενστερνίστηκαν πλήρως τον χριστιανισμό. Έτσι ο κλασικός ελληνισμός, σε αντίθεση με τους «φόβους» των νεοπλατωνικών ειδωλολατρών όχι μόνο δεν απορρίφθηκε ή εξαφανίστηκε από τον χριστιανισμό, αλλά πάνω στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την κλασική παιδεία βασίστηκαν τόσο η θεολογία των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ αργότερα και η πατριωτική και εθνική συνείδηση του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνισμού.
Από την Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών προήλθαν οι μεγάλοι Πατέρες της Ορθοδοξίας.
Η ειδωλολατρική Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών υπήρξε ο βασικός παράγοντας που αντιστάθηκε, ανεπιτυχώς στην επικράτηση του χριστιανισμού στους Έλληνες, κατά τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα. Με αποκορύφωμα την τριετία του Ιουλιανού, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής της Σχολής, οι ειδωλολάτρες, κυρίως νεοπλατωνικοί, φιλόσοφοι της εποχής εκείνης προσπάθησαν να απαγορεύσουν την αναπόφευκτη, κατά τα άλλα, συνάντηση και συγχώνευση αρχαίας ελληνικής σκέψης και χριστιανισμού, αρνούμενοι στους χριστιανούς την πρόσβαση στην κλασικά ελληνικά γράμματα, προσπαθώντας έτσι να την καπηλευτούν και να την ταυτίσουν με τις δικές τους συγκρητιστικές-παγανιστικές δοξασίες. Οι Έλληνες, όμως, από την μεριά τους βρίσκονταν σε στάδιο θρησκευτικής αναζήτησης από πολύ νωρίτερα. Αυτό αποδεικνύεται από την αφήγηση των Πράξεων των Αποστόλων και τον περίφημο βωμό στον «άγνωστο θεό» που βρήκε ο Απόστολος Παύλος όταν έφθασε στην αρχαία Αθήνα. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.Χ., στον χώρο της ελληνικής οικουμένης αυτή η αναζήτηση ολοκληρώθηκε μέσα από τους Έλληνες εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θεολόγους, οι οποίοι έχοντας διδαχθεί την ελληνική σκέψη, όντας ήδη ή προτού βαπτισθούν χριστιανοί, χρησιμοποίησαν την οξύνοια και την ευρύτητα των εννοιών της για να εκφράσουν την εμπειρία της νέας τους πίστης και να συνθέσουν τον περί του Θεού λόγο.
Η ταύτιση Ρωμηοσύνης και Ορθοδοξίας
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο ελληνισμός των ειδωλολατρών νεοπλατωνικών και του Ιουλιανού ήταν ένα κακέκτυπο, μια ξεπεσμένη και χρεωκοπημένη προσπάθεια συνέχειας του αρχαίου κλασικού προτύπου. Η χριστιανική Πατερική θεολογία, έτσι διέσωσε και έδωσε νέο νόημα, νέα πνοή και νέα ώθηση στη μοναδική αρχαία ελληνική σκέψη, ώστε αυτή αντί να χαθεί, κατά την μετάβαση του ευρωπαϊκού και του μεσογειακού κόσμου στο Μεσαίωνα, να συνεχιστεί αναλλοίωτη μέσα από τη χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η αρχαία ελληνική σκέψη και φιλοσοφία αποδείχθηκε ότι μόνο με τον χριστιανισμό κάνει "χημεία", "δένει", ταιριάζει απόλυτα και αλληλοσυμπληρώνεται ανεπανάληπτα. Είναι, άλλωστε, απολύτως ορθή η αντίληψη ότι η ορθοδοξία ουσιαστικά δεν είναι παρά μια ελληνική ερμηνεία του χριστιανισμού.
Από την στιγμή που ο Ιουλιανός ξεψυχώντας αναφώνησε το «νενίκηκάς με Ναζωραίε», μέχρι την άλωση της Πόλης το 1453, επίσημη και μοναδική θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του ελληνισμού ήταν ο χριστιανισμός. Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, η θρησκευτική έννοια του γκιαούρη (ο μη-μουσουλμάνος) και η εθνική έννοια του Ρωμηού (του Έλληνα πολίτη της παλιάς χριστιανικής αυτοκρατορίας), ταυτίστηκαν απόλυτα. Οι Οθωμανοί έδωσαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη εκτός από τον θρησκευτικό του τίτλο και τον πολιτικό τίτλου του βυζαντινού αυτοκράτορα, αυτόν του Δεσπότη, ταυτίζοντας έτσι την θρησκευτική μαζί με την πολιτική ηγεσία των υπόδουλων Ελλήνων. Όταν οι αγωνιστές του 1821 συνέτασσαν το πρώτο ελληνικό σύνταγμα στην Επίδαυρο, ήταν εντελώς φυσικό να προσδιορίσουν ότι, «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν είς Χριστόν, εισίν Έλληνες».
Το «θρήσκευμα» είναι απλώς ένα στοιχείο συνταγματικού δικαίου και… (άλλοτε) αστυνομικής ταυτότητας;
Έτσι φτάνουμε στις μέρες μας. Η συνταγματική διάταξη δεν έχει αλλάξει στην ουσία της και ο λόγος που υπάρχει, καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι, είναι ιστορικός και βαθειά ριζωμένος στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση.
Βρισκόμαστε, όμως σήμερα, ενώπιον του μεγαλύτερου υπαρξιακού στοιχήματος στην ιστορία του ελληνισμού. Καθώς είπαμε και παραπάνω, τόσο η ελληνική όσο και η χριστιανική μας ταυτότητα κινδυνεύουν από μια βαθειά κρίση αυτοσυνειδησίας, η οποία εκπορεύεται από την γενικότερη ηθική κρίση, την κρίση αξιών. Έτσι σήμερα κυριαρχούν οι εξής τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Μια τάση είναι αυτή η οποία θέλει να νοηματοδοτήσει την ελληνικότητα χωριστά από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, χωριστά από την αναζήτηση της αρετής και του θείου κάλλους, που τόσο ζωτικά απασχολούσε τους Έλληνες από την αρχαιότητα μέχρι την νεότερη Ελλάδα. Είναι εκείνη η μεγάλη, δυστυχώς, μερίδα σύγχρονων Ελλήνων η οποία έχει ταυτιστεί πλήρως με τον υλιστικό και μηδενιστικό τρόπο ζωής και σκέψης που έχει τις ρίζες του στο από τη Δύση προερχόμενο όνειρο του καπιταλισμού. Αυτή η μερίδα Ελλήνων έχει πεισματικά απαρνηθεί την πανάρχαια ελληνική αναζήτηση για την αρετή και το κάλλος, την επιδίωξη της όντος ζωής η οποία τελικά νικά και τον ίδιο το θάνατο. Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν παραδοθεί άνευ όρων στην υλική φθορά και στον θάνατο, έχουν επιδοθεί σε ένα άκρατο κυνήγι του πρόσκαιρου πλουτισμού, που φθείρει ψυχή, σώμα και ήθος.
Η άλλη τάση θέλει και προσπαθεί να συνεχίσει την ελληνορθόδοξη παράδοση, όμως υπάρχει μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων που δηλώνουν μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά ταλανίζονται από πνευματική κρίση, από έλλειψη πίστης στο Χριστό. Στην ελλαδική εκκλησία, επίσης, κυριαρχεί η έλλειψη ουσιαστικού πνευματικού λόγου. Η εικόνα της ελλαδικής εκκλησίας έχει αμαυρωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Μήπως τελικά αρκετοί από τους ιεράρχες και τα λοιπά μέλη του κλήρου, τόσο εντός των μικρών ορίων της ελλαδικής αρχιεπισκοπής και των ελληνικών συνόρων, αλλά και εκτός αυτών, έχουν αδιαφορήσει για τις αρετές του Χριστού των ευαγγελίων; Μήπως δεν επιδιώκουν και δεν κηρύττουν, όπως θα έπρεπε, τις χριστιανικές αρετές και το θείο κάλλος του Ιησού, - τα στοιχεία εκείνα δηλαδή τα οποία έκαναν την ελληνορθοδοξία να λάμψει στην παγκόσμια ιστορία – και αντιθέτως έχουν θέσει άλλες, κοσμικές και υλικές προτεραιότητες; Το αποτέλεσμα είναι ότι η χριστιανική μας πίστη έχει πλέον κλονιστεί σοβαρά, ίσως και ανεπανόρθωτα, τουλάχιστον για τα ανθρώπινα μέσα.
Η πνευματική όμως ανάκαμψη της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας, η αυτοκάθαρσή της, όπως έχει πολλές φορές στο παρελθόν χαρακτηρισθεί, δεν είναι κάτι που αρκεί να το πάρουμε απόφαση και να δηλώσουμε ότι θα το κάνουμε πράξη και ύστερα να αφήσουμε τον χρόνο απλά να «γιάνει την πληγή». Αντιθέτως πρέπει να επιδιώξουμε να πραγματοποιηθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γιατί αυτή η πνευματική ανάκαμψη είναι εκ των ων ουκ άνευ για την πνευματική και ηθική ανάκαμψη ολόκληρου του ελληνικού γένους και του πολιτισμού. Όσο καθυστερεί η πρώτη καθυστερεί και η δεύτερη.
Η πρώτη, λοιπόν, τάση από τις δυο παραπάνω, εάν επικρατήσει καταδικάζει αναπόφευκτα ολόκληρο τον ελληνισμό στο θάνατο. Διότι, ήδη είναι ξεκάθαρο ότι ένας ελληνισμός που αδιαφορεί πλήρως για τον θάνατο, που έχει αυτοκαταστροφικά καταπνίξει κάθε μεταφυσική ανησυχία και τύψη συνειδήσεως, θα εξαφανιστεί τελικά από αυτόν τον φυσικό θάνατο και τη φθορά του χρόνου. Οι Έλληνες έτσι θα έχουμε πρωτίστως αλλοιώσει και παραμορφώσει την παιδεία μας, που είναι ο μοναδικός φορέας εξασφάλισης της συνέχειας ενός πολιτισμού. Έτσι μπορεί να συνεχίσουμε να μιλούμε κάποια (φυσική ή τεχνητή) μετεξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, να κατέχουμε ακόμα και συνείδηση καταγωγής και ιστορική μνήμη, όμως αυτά δεν θα αρκούν. Γιατί θα είναι μια ξερή, αλλά και παραμορφωμένη γνώση και μνήμη ενός ένδοξου παρελθόντος το οποίο γίνεται αφορμή μόνο για έναν ανώριμο και αυτιστικό κομπασμό και τίποτα παραπάνω. Γιατί τελικά δεν αρκεί να γεννηθεί κανείς Έλληνας, για να λέγεται Έλληνας. Χωρίς την μεταφυσική αναζήτηση της αρετής και του θείου κάλλους, ο ελληνισμός δεν μπορεί να δημιουργήσει, να παράγει πολιτισμό. Έτσι, παύει να υφίσταται σαν ιστορική συνέχεια πολιτισμού και σε αντίθεση με την μέχρι τώρα αντίστασή του σε τουρκοκρατία και άλλες ιστορικό-πολιτικές αντιξοότητες, θα υποκύψει στην φυσική φθορά του χρόνου και της λήθης.
Από τότε μέχρι σήμερα οι δυο αυτοί, αρχικά ξένοι και αντιφατικοί μεταξύ τους τρόποι σκέψης και ζωής, βρήκαν πολύ περισσότερα κοινά σημεία από όσα φαίνονταν στην αρχή και έχουν συνδεθεί τόσο άρρηκτα μεταξύ τους, ώστε μέχρι μόλις πριν από λίγες δεκαετίες, εθεωρείτο αδιανόητο να αποκαλείται κάποιος Έλληνας ή να χαρακτηριστεί ελληνική μια πολιτιστική δημιουργία, ένα κείμενο ή μια εικόνα, εάν δεν είχε άμεση σχέση, αναφορά και προέλευση από τον ελληνορθόδοξο τρόπο σκέψης, από την ελληνορθόδοξη παράδοση.
Η σχέση όμως, ελληνισμού και ορθοδοξίας είχε αρχίσει να κλονίζεται ήδη από την εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και σήμερα, πλέον, είμαστε αντιμέτωποι όχι μόνο με έναν πολύ σοβαρό και πρωτοφανή κλονισμό αυτής της σχέσης, αλλά επικρατεί στους σύγχρονους Έλληνες μια ευρύτερη κρίση ταυτότητας, τόσο όσον αφορά τον ελληνισμό όσο και την ορθοδοξία.
Η συζήτηση αυτή, βέβαια εντάσσεται αναπόφευκτα στα πλαίσια της γενικότερης αναζήτησης και μιας ολικής αναθεώρησης του παρελθόντος, που λαμβάνει χώρα σήμερα στην Ελλάδα, για τα αίτια της οικονομικής και πολιτικής, αλλά και κοινωνικής, πολιτισμικής και ηθικής κρίσης που διανύουμε.
Ας ανατρέξουμε όμως λίγο την ιστορική εξέλιξη της σχέσης ελληνισμού και χριστιανισμού, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα.
Νομική κατοχύρωση ή υπαρξιακή αναγκαιότητα;
Το ελληνικό σύνταγμα αναγνωρίζει την θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας ως την επίσημη και επικρατούσα θρησκεία στην χώρα μας. Στην Ελλάδα δηλαδή, υπάρχει μεν ανεξιθρησκεία, αλλά υπάρχει και επίσημα αναγνωρισμένη επικρατούσα θρησκεία, την οποία το κράτος έχει δεσμευθεί να προστατεύει ως παράδοση του έθνους, ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του έθνους. Αυτό δεν είναι απλώς ένα νομικά κατοχυρωμένο καθεστώς, ούτε βασίζεται αποκλειστικά στο ποσοστό του ορθόδοξου χριστιανικού θρησκεύματος στον ελληνικό πληθυσμό. Αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών αιώνων ιστορίας του ελληνισμού και του πολιτισμού του και η ελληνορθοδοξία έχει εμπεδωθεί στο διάβα των αιώνων ως αδιάσπαστη υπαρξιακή οντότητα.
Ποιο είναι το στοιχείο που έκανε τον ελληνικό πολιτισμό και τον χριστιανισμό να ξεχωρίσουν;
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός στον δυτικό ευρωπαϊκό αλλά και όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ξεχωρίζει ως ανώτερος και θαυμάζεται συνεχώς ανά τους αιώνες, από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έως την Αναγέννηση και από τον Διαφωτισμό έως τις μέρες μας, γιατί μοιάζει ως κάτι το οποίο δύσκολα αντιγράφεται και ξεπερνιέται στην παγκόσμια Ιστορία. Εκείνο, όμως, το στοιχείο στο οποίο οφείλει ο ελληνικός πολιτισμός αυτή την δόξα, δεν είναι τόσο η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική και η γλυπτική και οι υλικές γενικά τέχνες, δεν είναι ακόμα, ούτε και τα πολεμικά κατορθώματα, η στρατιωτική δύναμη, ο ηρωισμός και το παράδειγμα της θυσίας των αρχαίων Αθηναίων και Σπαρτιατών. Δεν είναι κανένα από αυτά τα στοιχεία, αυτά καθαυτά. Γιατί τα λαμπρά αυτά επιτεύγματα τα όφειλαν οι αρχαίοι Έλληνες στον ξεχωριστό τρόπο σκέψης, στον ξεχωριστό τρόπο ζωής τους, απώτερος σκοπός του οποίου ήταν η κατάκτηση της αρετής. Άρα, και η ελευθερία για τους αρχαίους δεν είναι αγαθό από μόνη της εάν δεν χρησιμοποιείται ως μέσον για την επίτευξη του αγαθού, που είναι η αρετή. Η αρετή και ο ενάρετος βίος, είναι το μέγιστο αγαθό που απασχολεί όλους τους αρχαίους νομοθέτες, λογοτέχνες, φιλοσόφους και πολιτικούς. Έτσι προέκυψε αυτό που αργότερα ονομάστηκε αρχαίος ελληνικός ανθρωπισμός. Από εκεί πήγασε και το πολίτευμα της δημοκρατίας, δηλαδή από την ανάγκη για συνεχή και αέναη αναζήτηση της αρετής μέσω της κοινωνίας, μέσω της πολιτικής ζωής. Έτσι όλα τα προαναφερθέντα υλικά και άλλα επιτεύγματα, τόσο λαμπρά από μόνα τους, δεν ήταν παρά το μέσο για την επίτευξη του ανώτερου σκοπού, του αγαθού και της αρετής.
Βέβαια οι αξίες της αρετής και του αγαθού, καθώς και του καλού καγαθού ανδρός, ήταν επιφορτισμένες με ένα εντελώς διαφορετικό εσωτερικό νόημα από αυτό που έμελλε να τους δώσει ο εκ θείας αποκαλύψεως λόγος του χριστιανικού ευαγγελίου, ο λόγος του Χριστού. Αυτές οι αξίες όμως ήταν το πλέον κατάλληλο έδαφος, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε δηλαδή τις πλέον κατάλληλες προϋποθέσεις για να ταιριάξει με τον λόγο του ευαγγελίου. Ο αρχαίος ελληνικός άτομο-κεντρικός ανθρωπισμός έγινε χριστό-κεντρικός ανθρωπισμός και η αναζήτηση των ελλήνων για το εξωτερικό υλιστικό θείο κάλλος, μετετράπη σε αναζήτηση του εσωτερικού θείου κάλλους κατά το πρότυπο του ενανθρωπισμένου, σταυρωμένου και αναστημένου Ιησού Χριστού. Διότι το εσωτερικό κάλλος, η εσωτερική αρετή προδιαθέτει και εξασφαλίζει και την εξωτερική, ενώ το εξωτερικό κάλλος χωρίς εσωτερική αρετή είναι ψεύδος, υποκρισία, κάτι που τελικά θα καταρρεύσει ολοκληρωτικά.
Οι αυτοκράτορες που καθόρισαν το μέλλον της ανθρωπότητας
Μετά από τρείς αιώνες διωγμών του ρωμαϊκού κράτους κατά των χριστιανών, τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. οι αυτοκράτορες Μέγας Κωνσταντίνος και Μέγας Θεοδόσιος συμβάλλουν αποφασιστικά στην τελική επικράτηση και τον θρίαμβο του χριστιανισμού στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι αποφάσεις και η δράση των δυο αυτών αυτοκρατόρων βασίστηκε στην έντονη προσωπική τους πίστη και ανεξάρτητα από έξω-θρησκευτικές πολιτικές σκοπιμότητες. Η ανεξιθρησκεία, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη συνύπαρξη όλων των θρησκειών εφευρέθη ως αρχή από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και θεσπίστηκε από τον ίδιο με την Έδικτο του Μιλάνου το 313 μ.Χ.. την εποχή εκείνη οι χριστιανοί δεν αποτελούσαν πλειοψηφία ούτε στο ανατολικό, ούτε στο δυτικό μέρος της αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος ενώ εν γένει ευνόησε και στήριξε φανερά και συνειδητά την Χριστιανική Εκκλησία, παράλληλα φρόντισε να σεβαστεί και την ειδωλολατρική παράδοση και κυριαρχούσα, τότε ακόμα, πολιτική κουλτούρα της Ρώμης, θέλοντας να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες της εποχής του. Όμως ο δρόμος της τελικής επικράτησης του χριστιανισμού είχε ήδη ανοιχθεί και μάλιστα ανεπιστρεπτί. Ακολούθησαν δύο χριστιανοί αλλά αιρετικοί Αρειανοί αυτοκράτορες και ενδιάμεσά τους ο συγκρητιστής-παγανιστής Ιουλιανός, ο καθένας από τους οποίους στήριξε την θρησκεία της προσωπικής του πίστης. Ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι η τελική επικράτηση οποιασδήποτε θρησκείας στην αυτοκρατορία εξαρτόταν από την προσωπική στήριξη του αυτοκράτορα και όχι από την κατάκτηση της λαϊκής πλειοψηφίας. Έτσι, ήταν μεγάλο ευτύχημα για την αυτοκρατορία, τον ελληνισμό και τον κόσμο ολόκληρο όταν κατά το τέλος του αιώνα ο Μέγας Θεοδόσιος με την πολιτική που ακολούθησε κατέστησε τον Χριστιανισμό, και δη την Εκκλησία του «πιστεύω της Νικαίας», ως την επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Από τον Θεοδόσιο ξεκινά και επισήμως η ιστορία της χριστιανικής Ευρώπης και της χριστιανικής Ελλάδας. Στους αμέσως επόμενους αιώνες οι Έλληνες ασπάστηκαν και ενστερνίστηκαν πλήρως τον χριστιανισμό. Έτσι ο κλασικός ελληνισμός, σε αντίθεση με τους «φόβους» των νεοπλατωνικών ειδωλολατρών όχι μόνο δεν απορρίφθηκε ή εξαφανίστηκε από τον χριστιανισμό, αλλά πάνω στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την κλασική παιδεία βασίστηκαν τόσο η θεολογία των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ αργότερα και η πατριωτική και εθνική συνείδηση του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνισμού.
Από την Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών προήλθαν οι μεγάλοι Πατέρες της Ορθοδοξίας.
Η ειδωλολατρική Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών υπήρξε ο βασικός παράγοντας που αντιστάθηκε, ανεπιτυχώς στην επικράτηση του χριστιανισμού στους Έλληνες, κατά τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα. Με αποκορύφωμα την τριετία του Ιουλιανού, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής της Σχολής, οι ειδωλολάτρες, κυρίως νεοπλατωνικοί, φιλόσοφοι της εποχής εκείνης προσπάθησαν να απαγορεύσουν την αναπόφευκτη, κατά τα άλλα, συνάντηση και συγχώνευση αρχαίας ελληνικής σκέψης και χριστιανισμού, αρνούμενοι στους χριστιανούς την πρόσβαση στην κλασικά ελληνικά γράμματα, προσπαθώντας έτσι να την καπηλευτούν και να την ταυτίσουν με τις δικές τους συγκρητιστικές-παγανιστικές δοξασίες. Οι Έλληνες, όμως, από την μεριά τους βρίσκονταν σε στάδιο θρησκευτικής αναζήτησης από πολύ νωρίτερα. Αυτό αποδεικνύεται από την αφήγηση των Πράξεων των Αποστόλων και τον περίφημο βωμό στον «άγνωστο θεό» που βρήκε ο Απόστολος Παύλος όταν έφθασε στην αρχαία Αθήνα. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.Χ., στον χώρο της ελληνικής οικουμένης αυτή η αναζήτηση ολοκληρώθηκε μέσα από τους Έλληνες εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θεολόγους, οι οποίοι έχοντας διδαχθεί την ελληνική σκέψη, όντας ήδη ή προτού βαπτισθούν χριστιανοί, χρησιμοποίησαν την οξύνοια και την ευρύτητα των εννοιών της για να εκφράσουν την εμπειρία της νέας τους πίστης και να συνθέσουν τον περί του Θεού λόγο.
Η ταύτιση Ρωμηοσύνης και Ορθοδοξίας
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο ελληνισμός των ειδωλολατρών νεοπλατωνικών και του Ιουλιανού ήταν ένα κακέκτυπο, μια ξεπεσμένη και χρεωκοπημένη προσπάθεια συνέχειας του αρχαίου κλασικού προτύπου. Η χριστιανική Πατερική θεολογία, έτσι διέσωσε και έδωσε νέο νόημα, νέα πνοή και νέα ώθηση στη μοναδική αρχαία ελληνική σκέψη, ώστε αυτή αντί να χαθεί, κατά την μετάβαση του ευρωπαϊκού και του μεσογειακού κόσμου στο Μεσαίωνα, να συνεχιστεί αναλλοίωτη μέσα από τη χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η αρχαία ελληνική σκέψη και φιλοσοφία αποδείχθηκε ότι μόνο με τον χριστιανισμό κάνει "χημεία", "δένει", ταιριάζει απόλυτα και αλληλοσυμπληρώνεται ανεπανάληπτα. Είναι, άλλωστε, απολύτως ορθή η αντίληψη ότι η ορθοδοξία ουσιαστικά δεν είναι παρά μια ελληνική ερμηνεία του χριστιανισμού.
Από την στιγμή που ο Ιουλιανός ξεψυχώντας αναφώνησε το «νενίκηκάς με Ναζωραίε», μέχρι την άλωση της Πόλης το 1453, επίσημη και μοναδική θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του ελληνισμού ήταν ο χριστιανισμός. Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, η θρησκευτική έννοια του γκιαούρη (ο μη-μουσουλμάνος) και η εθνική έννοια του Ρωμηού (του Έλληνα πολίτη της παλιάς χριστιανικής αυτοκρατορίας), ταυτίστηκαν απόλυτα. Οι Οθωμανοί έδωσαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη εκτός από τον θρησκευτικό του τίτλο και τον πολιτικό τίτλου του βυζαντινού αυτοκράτορα, αυτόν του Δεσπότη, ταυτίζοντας έτσι την θρησκευτική μαζί με την πολιτική ηγεσία των υπόδουλων Ελλήνων. Όταν οι αγωνιστές του 1821 συνέτασσαν το πρώτο ελληνικό σύνταγμα στην Επίδαυρο, ήταν εντελώς φυσικό να προσδιορίσουν ότι, «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν είς Χριστόν, εισίν Έλληνες».
Το «θρήσκευμα» είναι απλώς ένα στοιχείο συνταγματικού δικαίου και… (άλλοτε) αστυνομικής ταυτότητας;
Έτσι φτάνουμε στις μέρες μας. Η συνταγματική διάταξη δεν έχει αλλάξει στην ουσία της και ο λόγος που υπάρχει, καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι, είναι ιστορικός και βαθειά ριζωμένος στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση.
Βρισκόμαστε, όμως σήμερα, ενώπιον του μεγαλύτερου υπαρξιακού στοιχήματος στην ιστορία του ελληνισμού. Καθώς είπαμε και παραπάνω, τόσο η ελληνική όσο και η χριστιανική μας ταυτότητα κινδυνεύουν από μια βαθειά κρίση αυτοσυνειδησίας, η οποία εκπορεύεται από την γενικότερη ηθική κρίση, την κρίση αξιών. Έτσι σήμερα κυριαρχούν οι εξής τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Μια τάση είναι αυτή η οποία θέλει να νοηματοδοτήσει την ελληνικότητα χωριστά από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, χωριστά από την αναζήτηση της αρετής και του θείου κάλλους, που τόσο ζωτικά απασχολούσε τους Έλληνες από την αρχαιότητα μέχρι την νεότερη Ελλάδα. Είναι εκείνη η μεγάλη, δυστυχώς, μερίδα σύγχρονων Ελλήνων η οποία έχει ταυτιστεί πλήρως με τον υλιστικό και μηδενιστικό τρόπο ζωής και σκέψης που έχει τις ρίζες του στο από τη Δύση προερχόμενο όνειρο του καπιταλισμού. Αυτή η μερίδα Ελλήνων έχει πεισματικά απαρνηθεί την πανάρχαια ελληνική αναζήτηση για την αρετή και το κάλλος, την επιδίωξη της όντος ζωής η οποία τελικά νικά και τον ίδιο το θάνατο. Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν παραδοθεί άνευ όρων στην υλική φθορά και στον θάνατο, έχουν επιδοθεί σε ένα άκρατο κυνήγι του πρόσκαιρου πλουτισμού, που φθείρει ψυχή, σώμα και ήθος.
Η άλλη τάση θέλει και προσπαθεί να συνεχίσει την ελληνορθόδοξη παράδοση, όμως υπάρχει μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων που δηλώνουν μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά ταλανίζονται από πνευματική κρίση, από έλλειψη πίστης στο Χριστό. Στην ελλαδική εκκλησία, επίσης, κυριαρχεί η έλλειψη ουσιαστικού πνευματικού λόγου. Η εικόνα της ελλαδικής εκκλησίας έχει αμαυρωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Μήπως τελικά αρκετοί από τους ιεράρχες και τα λοιπά μέλη του κλήρου, τόσο εντός των μικρών ορίων της ελλαδικής αρχιεπισκοπής και των ελληνικών συνόρων, αλλά και εκτός αυτών, έχουν αδιαφορήσει για τις αρετές του Χριστού των ευαγγελίων; Μήπως δεν επιδιώκουν και δεν κηρύττουν, όπως θα έπρεπε, τις χριστιανικές αρετές και το θείο κάλλος του Ιησού, - τα στοιχεία εκείνα δηλαδή τα οποία έκαναν την ελληνορθοδοξία να λάμψει στην παγκόσμια ιστορία – και αντιθέτως έχουν θέσει άλλες, κοσμικές και υλικές προτεραιότητες; Το αποτέλεσμα είναι ότι η χριστιανική μας πίστη έχει πλέον κλονιστεί σοβαρά, ίσως και ανεπανόρθωτα, τουλάχιστον για τα ανθρώπινα μέσα.
Η πνευματική όμως ανάκαμψη της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας, η αυτοκάθαρσή της, όπως έχει πολλές φορές στο παρελθόν χαρακτηρισθεί, δεν είναι κάτι που αρκεί να το πάρουμε απόφαση και να δηλώσουμε ότι θα το κάνουμε πράξη και ύστερα να αφήσουμε τον χρόνο απλά να «γιάνει την πληγή». Αντιθέτως πρέπει να επιδιώξουμε να πραγματοποιηθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γιατί αυτή η πνευματική ανάκαμψη είναι εκ των ων ουκ άνευ για την πνευματική και ηθική ανάκαμψη ολόκληρου του ελληνικού γένους και του πολιτισμού. Όσο καθυστερεί η πρώτη καθυστερεί και η δεύτερη.
Η πρώτη, λοιπόν, τάση από τις δυο παραπάνω, εάν επικρατήσει καταδικάζει αναπόφευκτα ολόκληρο τον ελληνισμό στο θάνατο. Διότι, ήδη είναι ξεκάθαρο ότι ένας ελληνισμός που αδιαφορεί πλήρως για τον θάνατο, που έχει αυτοκαταστροφικά καταπνίξει κάθε μεταφυσική ανησυχία και τύψη συνειδήσεως, θα εξαφανιστεί τελικά από αυτόν τον φυσικό θάνατο και τη φθορά του χρόνου. Οι Έλληνες έτσι θα έχουμε πρωτίστως αλλοιώσει και παραμορφώσει την παιδεία μας, που είναι ο μοναδικός φορέας εξασφάλισης της συνέχειας ενός πολιτισμού. Έτσι μπορεί να συνεχίσουμε να μιλούμε κάποια (φυσική ή τεχνητή) μετεξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, να κατέχουμε ακόμα και συνείδηση καταγωγής και ιστορική μνήμη, όμως αυτά δεν θα αρκούν. Γιατί θα είναι μια ξερή, αλλά και παραμορφωμένη γνώση και μνήμη ενός ένδοξου παρελθόντος το οποίο γίνεται αφορμή μόνο για έναν ανώριμο και αυτιστικό κομπασμό και τίποτα παραπάνω. Γιατί τελικά δεν αρκεί να γεννηθεί κανείς Έλληνας, για να λέγεται Έλληνας. Χωρίς την μεταφυσική αναζήτηση της αρετής και του θείου κάλλους, ο ελληνισμός δεν μπορεί να δημιουργήσει, να παράγει πολιτισμό. Έτσι, παύει να υφίσταται σαν ιστορική συνέχεια πολιτισμού και σε αντίθεση με την μέχρι τώρα αντίστασή του σε τουρκοκρατία και άλλες ιστορικό-πολιτικές αντιξοότητες, θα υποκύψει στην φυσική φθορά του χρόνου και της λήθης.