Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΟΥΣΑ ΣΤΟ ΑΡΓΟΣ


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΔΟΜΒΟΥΣ

Xτίστηκε από τον Όσιο Σεραφείμ προς το τέλος του 16ου - αρχές 17ου μ.χ. αιώνα, κοντά στη βουνοκορφή "Παλιοβούνα" του Ελικώνα, στα νότια-νοτιοδυτικά του νομού Βοιωτίας.
Το μοναστήρι βρίσκεται σχετικά κοντά στις παραλιακές τοποθεσίες "Ζάλτσα" και "Καραχάλιος".
Κάθε χρόνο, στις 6 Μαΐου (μνήμη του θανάτου του Οσίου), πολλοί είναι οι προσκυνητές που έρχονται στη Μονή να προσκυνήσουν τον Όσιο, και να ζητήσουν την βοήθεια του.
Τη Μονή διακονούν καλόγεροι και η είσοδος επιτρέπεται μόνο σε άντρες
Το καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Στον πρόναο του καθολικού βρίσκεται ο τάφος του Αγίου.
Για να φτάσει κανείς στο μοναστήρι του Όσιου Σεραφείμ υπάρχουν τρεις διαφορετικοί δρόμοι, όλοι χωμάτινοι. Ο ένας από το χωριό Πρόδρομος (Χώστια), ο άλλος από τον κόλπο της Ζάλτσας προς την Ανατολή και ο τρίτος και πιο δύσκολος (τον οποίο βλέπετε στη φωτογραφία) από την Παλιοβούνα, την κορυφή του Ελικώνα.

Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος Κοκκιναρά Πεντέλης

Η Ιερά Μονή του Αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος βρίσκεται στα βόρεια όρια του κτήματος της παλαιφάτου και ιστορικής Ιεράς Μονής των Ασωμάτων, της ονομαζομένης Πετράκη.
Βρίσκετε στην περιοχή Κοκκιναρά του Πεντελικού όρους, λίγο πιο κάτω από την κορυφή Άγιος Παντελεήμων (870μ.).
Σήμερα στο Ι. Μετόχιο του Αγ. Παντελεήμονος εγκαταβιώνουν εννέα μοναχοί και ιερομόναχοι υπό τον Γέροντα Ονούφριο, έχοντας αναλάβει αγώνα αναμορφώσεως και καλλωπισμού του.
Μεταξύ αυτών και εκτός των παλαιοτέρων πατέρων έχουν καρεί στο Μετόχι από το 2007 και εξής υπό του Πανοσιολ. Καθηγουμένου Αρχιμ. Ιακώβου Μπιζαούρτη έξι νέοι πατέρες, αγωνιζόμενοι «τόν καλόν αγώνα» 

ΑΣΚΗΤΑΡΙΑ ΠΡΕΣΠΑΣ

Τα απόκρημνα βράχια στην αριστερή όχθη της λίμνης Μεγάλης Πρέσπας, αποτέλεσαν στο παρελθόν καταφύγιο και τόπο πνευματικής άσκησης για μοναχούς από τον 14ο αιώνα.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Πρέσπες αποτέλεσαν ένα απομονωμένο κέντρο μοναχισμού. Σήμερα στην περιοχή έχουν μείνει χώροι διαμονής των ασκητών (ασκηταριά), τα οποία είναι πολύ παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επισκεφθεί κάποιος, τόσο για λόγους ιστορικούς-θρησκευτικούς όσο και για να θαυμάσει κάποιος τις τοποθεσίες τις οποίες επέλεξαν οι μοναχοί για να βρουν πνευματική γαλήνη.
Η προσέγγιση των ασκηταριών γίνεται με βάρκα, που νοικιάζει κανείς στο χωριό Ψαράδες (το πιο κοντινό στην όχθη της λίμνης), ενώ το ρόλο του ξεναγού αναλαμβάνουν οι εξυπηρετικοί και με αρκετές γνώσεις ντόπιοι βαρκάρηδες.
Μετά από περίπου 10 λεπτά πλεύσης, η βάρκα προσεγγίζει τη μικρή αυτοσχέδια προβλήτα του ασκηταριού της Παναγίας Ελεούσας, που είναι και το πιο καλοδιατηρημένο.
Βρίσκεται μέσα σε μια σπηλιά, σε μια κάθετη ρωγμή του βράχου, και αφού ανέβεις αρκετά σκαλιά φτάνεις στο εκκλησάκι – ασκηταριό της Παναγίας, και για να φτάσει κάποιος εκεί θα πρέπει να ανέβει αρκετά σκαλιά το οποίο χτίστηκε το 1410 και σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση εξωτερικά.
Στο χώρο του ιερού διατηρούνται οι παραστάσεις της Θεοτόκου Βλαχερνίτισσας, του Μελισμού με τους συλλειτουργούντες ιεράρχες και της Πεντηκοστής, ενώ η καμάρα του ιερού καλύπτεται από την Ανάληψη του Χριστού. Η ζωγραφική μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 14ου αιώνα.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

«Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν» (Μ. Βασιλείου)

«Πλούσιοι κατάντησαν στη φτώχεια και πείνασαν όσοι όμως ζήτησαν με πόθο τον Κύριο και στήριξαν σ’ Αυτόν τις ελπίδες τους, δεν θα στερηθούν κανένα αγαθό».
Ο πλούτος εύκολα αλλάζει κυρίους και κατά κάποιον τρόπο σαν κύμα μεταφέρεται συνήθως από τη βία των άνεμων άλλοτε προς το ένα μέρος και άλλοτε προς το άλλο. Ίσως ο προφήτης να ονομάζει πλούσιους και τους Ισραηλίτες, γιατί «δική τους ήταν η υιοθεσία και η λατρεία και οι υποσχέσεις του Θεού και δική τους εθνική κληρονομιά ήταν οι μακαριστοί Πατέρες». Αυτοί εν τού­τοις, επειδή αμάρτησαν απέναντι του Θεού, φτώχυναν.
Όσοι όμως από τους ειδωλολάτρες έμαθαν να ζητούν με πόθο το Θεό, δεν θα στερηθούν κανένα αγαθό. Το πιο τέλειο αγαθό είναι ο ίδιος ο Θεός, τον όποιον δεν θα στερηθούν όσοι Τον ζητούν με την καρδιά τους. Μη λοιπόν κάποιος αμόρφωτος, που δεν μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στο αγαθό και στο κακό, μου ονομάζει αγαθό εκείνο που προσφέρει πρόσκαιρη απόλαυση, που εξαφανίζεται μαζί με το φθαρτό σώμα. Εκείνος που κατατάσσει στην τάξη του αγαθού τον υλικό πλούτο και τα σωματικά προτερήματα, αποδίδει το σεμνό όνομα (αγαθό), που αρμόζει μόνο στο Θεό, σε πράγματα ευτελή και ανάξια λόγου και συγχρόνως θα περιπέσει σε μια φοβερή αντίφαση.
Ζητούσαν οι άγιοι με πόθο τον Κύριο και δεν στερούντο της κατοχής αυτού που ζητούσαν, ούτε στερήθηκαν τα αγαθά που είναι φυλαγ­μένα στην αιώνια ανάπαυση. Για εκείνους κυρίως θα μπορούσε να λεχθεί το «παντός αγαθού» (δεν θα στερηθούν κανένα αγαθό).
Γιατί οι σωματικές και υλικές απολαύσεις έχουν περισσότερο πόνο παρά ευχαρίστηση· οι γάμοι έχουν τις ατεκνίες, τις χηρείες, τους θανάτους· οι γεωργικές καλλιέργειες την ακαρπία· το εμπόριο τα ναυάγια· τα πλούτη τις σκευωρίες· η καλοπέραση, η πολυφαγία και οι συνεχείς απολαύσεις διάφορες αρρώστιες και κάθε είδους πάθη. Ο Απ. Παύλος και ζητούσε τον Κύριο με πόθο και κανένα από τα αγαθά δεν του έλειπε. Και όμως ποιός θα μπορούσε να απαριθμήσει τα σωματικά του βάσανα με τα οποία συζούσε σ’ όλη του τη ζωή; Τρεις φορές ραβδίστηκε, μια φορά λιθοβολήθηκε, τρεις φορές ναυάγησε, ένα ημερόνυχτο έμεινε ναυαγός στη θάλασσα, πολλές φορές πεζοπόρησε. Έμεινε νηστικός και διψασμένος, νήστεψε πολλές φορές, κοπίασε και μόχθησε, βρέθηκε πολλές φορές σε ανάγκες. Ένας άνθρωπος που μέχρι τις τελευταίες ώρες της ζωής του και πεινούσε και διψούσε και γύριζε γυμνός και ερραπιζόταν, πώς δεν εστερείτο τα υλικά αγαθά; Ανύψωσε λοιπόν το νου σου στο πραγματικό αγαθό (που είναι ο Θεός), ώστε και την αρμονία της Αγ. Γραφής να κατανοήσεις και συ να μην πέσεις σε απελπισία από την αμφιβολία σου γύρω από την έννοια της λέξης αγαθό.
(Μ. Βασιλείου, Ε.Π.Ε. 5, 224-226)
http://fdathanasiou.wordpress.com/

Μαρτυρικές μορφές της Ιερωσύνης στη Βόρειο Ήπειρο που έζησαν τον διωγμό του Χότζα

Ο ι σεβάσμιες ιερατικές μορφές από το χώρο της Βορείου Ηπείρου, που θα παρουσιάσουμε εν συντομία παρακάτω, έζησαν τoν διωγμό της Ορθόδοξης πίστης από το αθεϊστικό καθεστώς του Χότζα. Πέθαναν πονεμένες, κυρτωμένες και λευκασμένες από τα μαρτύρια, χωρίς να προδώσουν «τα ιερά και τα όσια». Τις σκεπτόμαστε και κυλάει από το μέτωπό μας αιμάτινος ιδρώτας.
Κάποιοι απ’ αυτούς τους ιερείς, λίγοι, πρόλαβαν και χάρηκαν την ανάσταση της Εκκλησίας της Αλβανίας με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο. Και ξαναλειτούργησαν ύστερα από μισό περίπου αιώνα! Η χάρη του Θεού τους έδωσε αυτή την μεγάλη τιμή. Τι και αν δεν είχαν ούτε καλυμμαύχι, ούτε ράσο, ούτε άμφια. Εκείνο που τους έδινε αξία και έκανε ευπρόσδεκτη την προσφορά τους στο θείο Θυσιαστήριο ήταν οι αρετές που τους συνόδευαν. Και κυρίως η υπομονή και η σταθερή προσκόλληση στην Εκκλησία του Χριστού. Έκλεισαν τα μάτια τους, μονολογώντας: «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν».
Οι περισσότεροι, όμως, αποσχηματισμένοι κληρικοί δεν ευτύχησαν να ξανακούσουν τον γλυκό ήχο της καμπάνας. Έσβησαν μαραμένοι σαν το κερί που λιώνει, μετά από μια μακροχρόνια και εξαντλητική ταλαιπωρία. Ή ταξίδεψαν στον άλλο κόσμο καταπληγωμένοι από τα μαχαίρια και τα ξίφη των αρνητών της πίστης.
π. Κων/νος Βόσδος
Γεννήθηκε το 1902 στην Κοσοβίτσα. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και έτσι ανατράφηκε σε θρησκευτικό περιβάλλον, που του καλλιέργησε την αγάπη του για το Χριστό. Τελείωσε το σχολαρχείο στην Ελλάδα και μετά το θάνατο του πατέρα του χειροτονήθηκε, το 1942, ιερέας. Υπηρέτησε με ζήλο στα χωριά Κοσοβίτσα, Σωφράτικα, Σελειό και Κλεισάρι. Η Μητρόπολη Αργυροκάστρου, αναγνωρίζοντας και επαινώντας το έργο του, του απένειμε τον τίτλο του Σταυροφόρου και τον όρισε ηγούμενο της μονής Αγίας Τριάδας Πέπελης, την οποία αναστήλωσε. Ο αγώνας και η αγωνία του για τη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης, έστρεψε το αθεϊστικό καθεστώς εναντίον του. Κατηγορήθηκε, φυλακίστηκε στα Τίρανα για δέκα έξι μήνες και βασανίστηκε απάνθρωπα. Καταδικάστηκε σε θάνατο ως προδότης της Αλβανίας και εκτελέστηκε στις 30-9-1964 σε άγνωστο μέχρι σήμερα τόπο.
π. Mιχάλης Γκίγκας
Γεννήθηκε το 1900 στο Ζερβάτι. Μορφώθηκε εκκλησιαστικά από το δάσκαλο θείο του και το 1935 χειροτονήθηκε ιερέας. Βασανίστηκε πολλές φορές, καθώς θεωρούνταν ύποπτος. Κοιμήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου του 1978.
π. Στέφανος Γκούλιος
Γεννήθηκε στο Λάμποβο του Σταυρού. Το 1950 χειροτονήθηκε ιερέας. Υπηρέτησε στο χωριό του μέχρι το 1967, οπότε αποσχηματίστηκε. Από τότε και ως την ημέρα του θανάτου του έμεινε εσώκλειστος στο σπίτι του.
π. Θεόδωρος Γούλης
Γεννήθηκε το 1885 στη Σωτήρα και τελείωσε το σχολαρχείο. Όταν ενηλικιώθηκε χειροτονήθηκε ιερέας και διακόνησε σε πολλά χωριά, όπως Καλογορατζή, Γλύνα, Γράψη, Σωτήρα και Κοσοβίτσα. Στις 28 Οκτωβρίου του 1947 συνελήφθη για αντικαθεστωτική δράση και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλακή. Αφού τον περιέφεραν σε διάφορα στρατόπεδα, όπου βασανιζόμενος απάνθρωπα βίωσε στο πετσί του τον πόνο και τη φρίκη, τον έκλεισαν στις σκληρές φυλακές του Μπουρέλι, που έχουν χαρακτηρισθεί «μαρτυρικό φέρετρο». Εκεί άφησε την τελευταία πνοή του και τον έθαψαν σε άγνωστο μέχρι τώρα σημείο.
π. Κων/νος Δημητρίου Δέδης (Ντέντης)
Γεννήθηκε στο Καλέζ Αργυροκάστρου, όπου τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1950 και υπηρέτησε σε χωριά της περιοχής Λιντζουριάς (Νόκοβο, Μίνγκουλη, Δοξάτι, Κεσαράτι κ. ά.). Μέχρι την ημέρα του θανάτου του, στις 18 Σεπτεμβρίου 1972, δεν πρόδωσε την Ορθοδοξία και την αποστολή του και με θάρρος και σθένος διακόνησε το ποίμνιό του. Τελούσε κρυφά τα μυστήρια και πέθανε με την πίστη και την ελπίδα ότι μια ημέρα θα ξανανοίξουν οι εκκλησίες. Όπως κι έγινε.
π. Γεώργιος Ζάρος
Γεννήθηκε το 1920 στο χωριό Βουλιαράτες. Τελείωσε το γυμνάσιο Δελβίνου με αλληλογραφία. Εργάσθηκε ως δάσκαλος στο χωριό Βοδίνο, αλλά απολύθηκε για ιδεολογικούς λόγους. Το 1952 χειροτονήθηκε διάκονος και τον επόμενο χρόνο πρεσβύτερος. Υπηρέτησε στα χωριά Σωτήρα (1953-1960), Επισκοπή και Γλύνα (1960-1967). Αφού αποσχηματίστηκε το 1967 δούλεψε στα αρδευτικά έργα του Δροπολίτικου κάμπου. Έκανε, αμέσως μόλις έπεσε το τυραννικό καθεστώς, θεία λειτουργία στην Αλβανία. Το ημερολόγιο έδειχνε 25-12-1990, ημέρα των Χριστουγέννων, και στο ναό του Αγίου Αθανασίου Βουλιαρατίου ακούσθηκε το «Χριστός γεννάται· δοξάσατε». Koιμήθηκε τον Αύγουστο του 2006.
π. Νικόλαος Καρκασίνας
Γεννήθηκε το 1900 στο Βαγγελάτι των Αγ. Σαράντα. Αφού σπούδασε στο ιεροδιδασκαλείο Βελά, διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό του. Για 17 χρόνια ήταν δάσκαλος και ιεροψάλτης και βοηθούσε τον ιερέα του χωριού του π. Ζήση Τσάκα. Ακολούθως χειροτονήθηκε ιερέας από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα Κοτόκο. Υπηρέτησε στο ναό Αγ. Τριάδας Τσιφλικιού και ως αρχιερατικός επίτροπος Δελβίνου μέχρι το 1967. Ο αποσχηματισμός του, του προκάλεσε μεγάλη θλίψη και στενοχώρια, με συνέπεια να κοιμηθεί ένα έτος μετά. Ο ιερέας Νικόδημος Καρκασίνας (εγγονός του παπαΝικόλα), που τότε ήταν 9 ετών, διηγήθηκε την πίκρα του παππού του για το κλείσιμο των εκκλησιών, όπως σαν παιδί την αντιλήφθηκε: «… Ήμουν στο Δέλβινο μαζί με τον πατέρα μου. Το μεσημέρι ο παππούς έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου και ήταν πολύ ανήσυχος. Η γιαγιά (παπαδιά) και ο πατέρας μου τον ρωτούσαν τι του συνέβαινε. Το ίδιο βράδυ κράτησε στο γραφείο του τον πατέρα μου. Του αποκάλυψε ότι την επομένη θα είχαν σύναξη όλοι οι ιερείς της περιφερείας του, θα ερχόταν ο Δεσπότης να εφαρμόσει μια εντολή του Χότζα για το κλείσιμο των εκκλησιών».
π. Σταύρος Κυριαζάτης
Γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λαζάτες των Αγ. Σαράντα. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1937 από το Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα Κοτόκο. Επί τριάντα ολόκληρα χρόνια υπηρέτησε στο χωριό του και διετέλεσε Αρχιερατικός Επίτροπος Δελβίνου. Το 1967 αποσχηματίστηκε βίαια και για εικοσιτέσσερα χρόνια γνώρισε διώξεις, εξευτελισμούς και οικονομικές δυσκολίες. Παρ’ όλα αυτά δεν έπαυσε να τελεί κρυφά τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο Θεός τον αντάμειψε για την αφοσίωσή του, αξιώνοντάς τον να χαρεί το άνοιγμα των ναών και να ξαναφορέσει το καλυμμαύχι και το ράσο σε ηλικία 98 ετών.
π. Δημήτριος Λέκκας
Γεννήθηκε στο Κούδεσι από ιερατική οικογένεια. Και ο παππούς του Λεωνίδας και ο πατέρας του Αριστείδης ήταν ιερείς. Η οικογένειά του έχαιρε του σεβασμού και της εκτιμήσεως όλων των κατοίκων της περιοχής της Χιμάρας. Τελείωσε το σχολείο στην Πάτρα και σε ηλικία 30 ετών χειροτονήθηκε ιερέας από το Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα Κοτόκο. Ο Θεός επέτρεψε να μαρτυρήσει στην χαραυγή του αθεϊστικού καθεστώτος, που επεδίωξε την εξόντωση των ιερέων, δασκάλων και διανοουμένων, καθώς φοβόταν ότι θα υπέσκαπταν τά θεμέλιά του. Τον Απρίλιο του 1944 ο παπαΔημήτρης λειτουργούσε στο ναό του χωριού του. Ξαφνικά εισέβαλαν μέσα τέσσερεις παρτιζάνοι και τον άρπαξαν ντυμένο με τα άμφια. Η σύζυγός του, τα ανήλικα τέκνα του και οι πιστοί που παρακολουθούσαν τη θ. λειτουργία, ανησύχησαν έντονα. Μετά από λίγες ώρες τουφεκίστηκε με την κατηγορία του κατασκόπου και εχθρού του λαού σ’ ένα βαθύ λάκκο του χωριού του. Οι συγγενείς του πήραν το πτώμα του και το έθαψαν χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία. Η οικογένειά του κυνηγήθηκε έως την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.
π. Μιχάλης Μπάρκας 
Γεννήθηκε το 1895 στα Βόδριστα της Δρόπολης. Από τα παιδικά του χρόνια ήταν κοντά στον ιερέα του χωριού του και έψελνε. Η χειροτονία του, λοιπόν, σε ιερέα ήταν φυσικό επακόλουθο. Το 1925 γίνεται πρεσβύτερος και αναλαμβάνει εφημέριος στους Βουλιαράτες. Κατά την εκκλησιαστική του διακονία προστάτευσε την εκκλησιαστική περιουσία και στήριξε την παιδεία στην περιοχή του. Στο ευαγγέλιο του ναού Παμ. Ταξιαρχών Βόδριστας (που εκδόθηκε από την Eλληνική Τυπογραφία του Φοίνικος στη Βενετία το 1848), σημείωσε σχετικά με το κλείσιμο της Εκκλησίας μετά το διάταγμα του καθεστώτος το 1967: «… τη 25η Φεβρουαρίου 1967 ημέρα Σάββατον η ώρα 12 Μεσημέρι επαράδοκα το κλειδί της εκκλησίας εις την Νεολέαν, εκλήσθη η εκκλησία».
π. Μιχαήλ Ντάκος
Το όνομα του παπα Μιχάλη έχει συνδεθεί με την πρώτη θεία λειτουργία που έγινε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ήταν 12 Δεκεμβρίου 1990 (εορτή του αγίου Σπυρίδωνος) και ο π. Μιχάλης λειτούργησε στο εξωκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής Δερβιτσάνης, που ως τότε ήταν αποθήκη λιπασμάτων. Γεννήθηκε το 1918 στο χωριό Δερβιτσάνη, που ήταν και είναι το μεγαλύτερο σε πληθυσμό χωριό της Δρόπολης.
Αφού ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του και έγινε κτίστης. Από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του, που ήταν νεωκόρος, στο ναό και αργότερα έγινε ιεροψάλτης.
Την περίοδο 1950 – 1953 φοίτησε στην Εκκλησιαστική Σχολή Αργυροκάστρου, ενώ το 1952 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1954 πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Δαμιανό. Μέχρι το 1967, που κλείστηκαν οι ναοί, ιερουργούσε στο χωριό του. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να εργασθεί ως κτίστης σε διάφορες κρατικές επιχειρήσεις. Οι άριστα λαξεμένες από τα χέρια του πέτρες υπάρχουν και σήμερα στο Αργυρόκαστρο, στο Τεπελένι, ακόμη και στα Τίρανα. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον όρισε αρχιερατικό επίτροπο στη Μητρόπολη Αργυροκάστρου. Στις 8 Μαρτίου του 1998, λίγο πριν αρχίσει τη θεία λειτουργία, ξεψύχησε σε ηλικία 80 ετών. Το 1991 είχαμε συναντήσει τον παπαΜιχάλη στα Γιάννινα, 7 χρόνια πριν την κοίμησή του. Μας φάνηκε μορφή ασκητική. Από τα χαρακωμένο πρόσωπό του συμπεράναμε πως σήκωσε πολλές φορές μεγάλους σταυρούς στους ώμους του.
π. Ηλίας Ντούκας
Γεννήθηκε το 1903 στο Λάμποβο και ήταν συγχωριανοί με τον εθνικό ευεργέτη Ζάππα. Αφού τελείωσε τη βασική εκπαίδευση στο χωριό του ταξίδεψε σε μικρή ηλικία στη Ρουμανία, όπου εργάσθηκε ως τσαγκάρης. Έφυγε από τη Ρουμανία και για τέσσερα χρόνια εργάσθηκε στην Ελλάδα. Αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό του, όπου εξάσκησε το επάγγελμά του. Ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενο άτομο και βοηθούσε στην εκκλησία ως ιεροψάλτης. Το 1952 χειροτονήθηκε ιερέας στη Δερβιτσάνη. Υπηρέτησε αρχικά στην Τσούκα των Αγίων Σαράντα και αργότερα στα περισσότερα χωριά της Λυτζουριάς, ενώ προσέφερε τη διακονία του στο μοναστήρι του χωριού Μασκουλόρη και στη μονή Τσέπου. Αποσχηματίστηκε το 1967 και επειδή αντέγραφε εκκλησιαστικά βιβλία τον κατηγόρησαν για θρησκευτική προπαγάνδα. Μέχρι την κοίμησή του, στις 9 Αυγούστου του 1986, τελούσε κρυφά τα ιερά μυστήρια.
π. Γεώργιος Παπαζήσης
Γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο το 1883 και καταγόταν από ιερατική οικογένεια. Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση, φοίτησε σε Εκκλησιαστική Σχολή στο νησάκι των Ιωαννίνων. Διορίστηκε δάσκαλος στην Κάριανη της Λυτζουριάς, στη Μουζίνα καί Καλογορατζή. Το 1929 χειροτονήθηκε ιερέας και διακόνησε στην ενορία Παμ. Ταξιαρχών του Βαρουσίου. Επειδή ο πιστός λαός τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε του δόθηκε το οφίκιο του Οικονόμου και το δικαίωμα να εξομολογεί. Και μετά τη θρησκευτική απαγόρευση του 1967, δεν έπαψε να λειτουργεί και να τελεί τα ιερά μυστήρια κρυφά στο σπίτι του μέχρι την κοίμησή του τον Φεβρουάριο του 1968.
π. Γεώργιος Σιαμπάνης
Γεννήθηκε το 1900 στη Ντοσνίτσα. Όταν ήταν ενός έτους πέθανε η μητέρα του. Ο πατέρας του, που ήταν δάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη, τον πήρε μαζί του. Εκεί τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Αρρώστησε και επέλεξε να γυρίσει στη Ντοσνίτσα. Αφού ανάρρωσε πλήρως διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό του. Το 1945 χειροτονήθηκε ιερέας στην Κορυτσά και υπηρέτησε στα χωριά Ντοσνίτσα, Ζέη, Λίαρ, Χοστέβα, Μαλεσόβα, και Καλάσα. Δεν άντεξε τον αποσχηματισμό του και πέθανε τον Μάϊο του 1967.
π. Βασίλειος Σίνης
«Άκουσε παιδί μου», επαναλάμβανε συχνά στο γαμπρό του Βασίλη Γκιώνη, «τούτο το σύστημα έχει κοντά πόδια. Μία μέρα θα φύγει και θα έρθει ξανά η πίστη, η θρησκεία». Γεννήθηκε στην Πέπελη το 1899. Η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή, γι’ αυτό βιοποριστικοί λόγοι τον ανάγκασαν να αναζητήσει στην Ελλάδα εργασία. Επέστρεψε στο χωριό του και έψελνε στη μονή Αγίας Τριάδας Πέπελης. Το 1933, με την παρότρυνση του ηγουμένου του μοναστηριού, χειροτονήθηκε ιερέας στα Τίρανα. Διακόνησε στα χωριά Βοδίνο, Κρα, Κλεισάρι, Αλίκο, Γέρμα, Καλογορατζή. Κατά διαστήματα εξυπηρετούσε το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας.
Με την κατηγορία του πράκτορα των Ελλήνων συνελήφθη το 1946, καταδικάστηκε με αυστηρή ποινή, φυλακίστηκε και οδηγήθηκε σε καταναγκαστικά έργα. Το 1953, σακατεμένος πια, ελευθερώθηκε. Το πρώτο μέλημά του ήταν να συνεχίσει την ιερατική αποστολή του. Ιερουργούσε στο Αλίκο των Αγίων Σαράντα μέχρι το 1967, οπότε και αποσχηματίσθηκε. Μέχρι την κοίμησή του, το 1983, τον κατέτρωγε ο καημός που δεν μπορούσε να τελέσει επίσημα θεία λειτουργία. Και με αυτόν τον πόνο έφυγε για τον ουρανό. Φυσικά θα αγαλλίασε η ψυχούλα του, όταν ξαναλειτούργησαν οι ναοί.
π. Γεώργιος Σούλης
Γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λέκελ του Τεπελενίου και η οικογένειά του είχε ορθόδοξες αρχές. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά του και τη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και μετανάστευσε το 1922 στην Αμερική. Για δώδεκα χρόνια εργάστηκε στις πόλεις Βοστόνη και Φιλαδέλφεια και αφού απέκτησε θεολογική μόρφωση χειροτονήθηκε ιερέας. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1934 και διακόνησε στο Λέκελ, στο Λάμποβο, στο Τερμπούκ, στο Χουντκούκ, στην Πεστάνη κ.α. Δεν θέλησε να συμπλεύσει με τους κομμουνιστές και γι’ αυτό από την πρώτη στιγμή θεωρήθηκε αντίπαλος του συστήματος. Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι σπούδασε στην Ελλάδα και έζησε στην Αμερική τον συνέλαβαν το 1946 ως πράκτορα των
Ελλήνων και των Αμερικανών. Αφού φυλακίστηκε στο φρούριο του Αργυροκάστρου και βασανίστηκε απάνθρωπα για δύο χρόνια, εκτελέστηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1948.
π. Αριστοτέλης Στράτος
Γεννήθηκε το 1881 στο Χλωμό Πωγωνίου. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του, ταξίδεψε στην Κων/πολη σε ηλικία 11 ετών. Δουλεύοντας σπούδασε βυζαντινή μουσική σε Σχολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από την Πόλη ταξίδεψε στην Γαλλία. Σε ηλικία 42 ετών επέστρεψε στο χωριό του καί δημιούργησε οικογένεια. Ο επίσκοπος Βησσαρίωνας τον χειροτόνησε ιερέα στο Δυρράχιο το 1932. Βασική ενορία του υπήρξε η Πολίτσιανη Βορείου Ηπείρου, ενώ μέχρι το 1944 διακόνησε και στην Τσιάτιστα, στη Σιέπερη Ζαγοριάς, στον μητροπολιτικό ναό
Αργυροκάστρου, στην Καλογορατζή Δρόπολης. Στη συνέχεια στο Δέλβινο και, μέχρι το θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1960, στη μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου στο Σβερνέτσι της Αυλώνας (όπου και παρέμενε).
π. Χαράλαμπος
Γεννήθηκε το 1917 στους Σχωριάδες. ΄Ηταν παιδί του π. Κυριάκου (1872 – 1954). Ο πατέρας του γεννήθηκε στην Κάτω Λεσινίτσα, αλλά εγκαταστάθηκε μόνιμα στους Σχωριάδες όταν παντρεύτηκε την Μαρία Οικονόμου, με την οποία απέκτησαν επτά παιδιά. Σε μικρή ηλικία είχε μάθει αγιογραφία στην Κωνσταντινούπολη και ως ιερέας αγιογράφησε ναούς της περιοχής του σε συνεργασία με τον Χλωμιότη ζωγράφο – αγιογράφο Θεοδόση Γιούση. Ο μικρός Χαράλαμπος έτρεχε δίπλα στον πατέρα του σ’ όλες τις τελετές. Συνεπαρμένος από το λειτούργημα του κληρικού, το 1945 χειροτονήθηκε ιερέας στα Τίρανα από τον Επίσκοπο Ειρηναίο. Υπηρέτησε στο Χλωμό, στην Κοσοβίτσα, στο Δέλβινο καί στην Πρεμετή. Ήταν ιερωμένος που φρόντιζε ακούραστα το ποίμνιό του. Γι’ αυτό οι πιστοί τον λάτρευαν. Το 1967 αποσχηματίστηκε και πέθανε στις 16 Οκτωβρίου του 1984.
Eκτός από τους προαναφερομένους ιερείς και πολλοί άλλοι διακόνησαν την Εκκλησία της Αλβανίας τα δύσκολα χρόνια του αθεϊστικού καθεστώτος. Δεν έχουν όμως συγκεντρωθεί πλήρη στοιχεία γι’ αυτούς. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται:
Ο π. Παύλος Γεώργης (1902 – 1974) από τη Νίβιτσα Αγ. Σαράντα. Από το 1959 έως το 1967 υπηρέτησε στο Δέλβινο, στη Φοινίκη και στο Αργυρόκαστρο.
Ο π. Αντώνιος Γιαννούλης από τη Μαλισόβα Πρεμετής.
Ο π. Δημήτριος Ελευθερίου από το Νόκοβο.
Ο π. Ιωάννης Κουτούλλας από τη Χιμάρα.
Ο π. Θεόδωρος Λαχανάς από το Βοδίνο.
Ο π. Ευάγγελος Μπότσης, από την Τσάρτσοβο Πρεμετής. Την περίοδο 1954 – 1967
διακόνησε στα χωριά Τσάρτσοβο και Λεσκοβίκι.
Ο π. Φίλιππος Ευαγγ. Νικολάου από το Άργοβο της Πρεμετής.
Ο π. Μηνάς Ντάμε από την Πρεμετή.
Ο π. Θεμιστοκλής Ντούσης από τη Γράψη, ο οποίος κοιμήθηκε το 1982.
Ο π. Μηνάς Οικονόμου (1897 – 1948) από τη Ζέπα Πρεμετής. Πέθανε φυλακισμένος στο Κάστρο Αργυρόκαστρου.
Ο π. Μιχαήλ Παπαδόπουλος (1869 – 1954). Υπηρέτησε στη Δερβιτσάνη.
Ο π. Νικόλαος Παππάς από την Πλάκα Δελβίνου. Κοιμήθηκε το 1996.
Ο π. Παντελεήμων Παππάς από το Κρυονέρι Άνω Δρόπολης.
Ο π. Νικόλαος Πόνης από το Κηπαρό Χιμάρας. Κοιμήθηκε το 1995.
Ο π. Ιάκωβος Σταμούλης, ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος ηγούμενος της μονής Τσέπου.
Ο π. Ευάγγελος Τίτο από την Μαλισόβα Πρεμετής.
Toυς ιερείς αυτούς, τους αξίωσε ο Θεός το «αμήν» της ζωής τους να είναι μια προσφορά γνήσια.
Ο πονεμένος επίλογος της ιερατικής διακονίας τους, πρόλογος στην ουράνια βασιλεία. Είχαν ενθουσιασμό. Αγνότητα. Νήψη πνεύματος. Ολόψυχη αφοσίωση. Ορθόδοξο σφρίγος.
Άγγιζαν το ιερό Θυσιαστήριο, ευλογούσαν τα τίμια δώρα, κοινωνούσαν το άχραντο σώμα και το ζωοπάροχο αίμα του Κυρίου με την πιο ωραία πρόθεση και με τα πιο λαμπικαρισμένα αισθήματα.
Με τη στάση τους, μα προπαντός με την προσευχή τους, συνέβαλαν στο να διαλυθεί η αθεϊστική ομίχλη , που δημιουργούσε μπροστά στα μάτια των πιστών πυκνό παραπέτασμα.
Με το τελευταίο χτύπημα της καμπάνας, που σήμανε την έξοδό τους από τον κόσμο και την είσοδό τους στο ουράνιο Θυσιαστήριο, έσπασε ο χαλκάς της επίγειας οδύνης και μπόρεσαν ήρεμοι πλέον να αντικρύσουν τον Λυτρωτή τους.
Να σημειωθεί ότι στοιχεία γι’ αυτό το κείμενο δανειστήκαμε από το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 2005 ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ».
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ.
Επίσης χρησιμοποιήθηκαν σαν πηγές άρθρα που δημοσιερύτηκαν στα ιστολόγια.
-o-nekros.blogspot
-www.palo.gr/.
-hristospanagia1.wordpress.com
-toorama.blogspot.com/
-Korca orthodhokse

Οι σκέψεις του Θεού έχουν την ίδια δύναμη με τα λόγια Του!

«Ταύτην εποίησε την αρχήν τωνσημείων ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας.» (Ιωάν. 2,11)
Ο Θεός μας είναι παντοδύναμος! Η δύναμή Του είναι απερίγραπτη και χωρίς όρια. Εκείνος δημιούργησε όλα τα κτίσματα διά του Λόγου Του: Τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν (Ψαλμοί 32,6). Διά του λόγου Του δημιούργησε το σώμα του ανθρώπου. Διά του Λόγου Του το άψυχο χώμα μετασχηματίστηκε σε σώματα ανθρώπων, σε ζώα και σε φυτά. Διά του λόγου του Θεού το τρεχούμενο νερό μετασχηματίζεται σε ατμό και ο ατμός σε πάγο και χιόνι. Διά του λόγου του Θεού το νερό στο αμπέλι μετατρέπεται σε κρασί· και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου (Ψαλμοί 103,15).
Πόσο δύσκολο ήταν άραγε για τον Σαρκωθέντα Λόγο του Θεού, τον Κύριο Ιησού Χριστό, το εν Κανά θαύμα της μεταβολής του ύδατος σε οίνο; Για εμάς, τους σκοτισμένους από την αμαρτία ανθρώπους, είναι τεράστιο θαύμα· για τη φύση μας, την εξασθενημένη από την αμαρτία, είναι ένα άφθαστο θαύμα! Μολαταύτα, για τον Θεό και Δημιουργό δεν είναι άραγε κάτι σύνηθες η θαυματουργία;
Όταν οι υπηρέτες γέμισαν τις έξι μεγάλες υδρίες με ύδωρ, ο Κύριος Ιησούς Χριστός τους είπε: αντλήσατε νυν και φέρατε τω αρχιτρικλίνω (Ιωάν. 2,8) Ούτε καν τους είπε: «Γένοιτο το ύδωρ οίνος»· απλώς το σκέφθηκε. Διότι οι σκέψεις του Θεού έχουν την ίδια δύναμη με τα λόγια Του!
Για ποιό λόγο αναφέρεται αυτή ως η «αρχή των σημείων» Του, ενώ είναι φανερό ότι, πολύ πριν από το θαύμα στην Κανά, ο Κύριος επιτέλεσε και άλλα θαύματα; Διότι, αδελφοί μου, η μεταβολή του ύδατος σε οίνο είναι το θεμελιώδες θαύμα του Χριστού, η πεμπτουσία όλων των θαυμάτων Του! Η ανθρώπινη φύση διαλύθηκε με τα ιδία τα δάκρυά της και ήταν απαραίτητο να μεταβληθεί σε οίνο. Η θεϊκή σπίθα στον άνθρωπο έσβησε και ήταν απαραίτητο να αναζωπυρωθεί.
Η ασθένεια είναι σαν το ύδωρ, η υγεία είναι σαν τον οίνο· οι ακαθαρσίες των πονηρών πνευμάτων είναι σαν το ύδωρ, η καθαρότητα είναι σαν τον οίνο· ο θάνατος είναι σαν το ύδωρ, η ζωή είναι σαν τον οίνο, η άγνοια είναι σαν το ύδωρ, η αλήθεια είναι σαν τον οίνο. Έτσι λοιπόν, όποτε ο Κύριος έκανε τους ασθενείς υγιείς, τους ακάθαρτους κεκαθαρμένους, τους νεκρούς ζώντες και τους ασώτους μετανοούντες κι επιστρέ­φοντες, κατ’ ανάγκην μετέβαλε το ύδωρ σε οίνο!
Ω Κύριε και Θεέ μας, Συ που θαυματουργικά μετέβαλες το ύδωρ σε οίνο, πλησίασε τη θεϊκή φλόγα Σου στις σβησμένες καρδιές μας. Μετάβαλε το ύδωρ της ύπαρξής μας σε Θείο οίνο, ώστε να μοιάσουμε μ’ Εσένα και να συγκατοικήσουμε στην αιώνια Βασιλεία Σου, μαζί με τους αγίους εξαστράπτοντες αγγέλους Σου.
Γιατί σε Σένα ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση σ’ όλους τους αιώνες. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Σεπτέμβριος- εκδ. Άθως, σ. 42- 44).

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Πλούσιος Κήπος

Σε ένα χωρίο κάποτε ζούσε ένας πλούσιος άνθρωπος που είχε ένα μεγάλο οίκο και έναν τεράστιο και πανέμορφο κήπο. Στο ίδιο χωρίο ζούσαν τρεις άνδρες. Ήταν καλοί φίλοι μεταξύ τους. Μια μέρα αποφασίζουν να ρωτήσουν τον Άρχοντα να μπουν στον κήπο του γιατί είχε πανύψηλο φράκτη που έφτανε τα σύννεφα. Του χτυπάνε την πορτά και τους ανοίγει.
"Χαίρετε πλούσιε άρχοντα.Θα μπορούσαμε να μπούμε στον κήπο σας;"
" Για να μπείτε στον Κήπο θα πρέπει να δουλέψετε για εμένα εκατό μέρες."
Πήγαν λίγο παραδίπλα οι φίλοι και συζητούσαν.
Ο πρώτος είπε:" Αξίζει τον κόπο. Θα έρχομαι."
Ο δεύτερος είπε:" Επιθυμώ να βοηθάωτον Άρχοντα, μα έχω άλλες υποχρεώσεις."
Ενώ ο τρίτος είπε:" Μπα.Δεν μπορώ. Έχω και εγώ υποχρεώσεις."
Όμως έλεγε ψέματα. Μέσα του σκεφτόταν.
" Τι να δουλεύω ; Πιο εύκολα θα μπω σκαρφαλώνοντας."
Έτσι ξεκίνησε να σκαρφλώνει. Πέρασε μια μέρα και είδε πως δεν τα κατάφερνε. Κάθε μέρα προσπαθούσε χωρίς αποτέλεσμα. Οι μέρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβει.
Η μέρα έφτασε. Εκείνη την μέρα είχε κοιμηθεί δίπλα στο φράκτη. Ξύπνησε απ'το άνοιγμα μιας πόρτας. Είδε τον Άρχοντα να μπαίνει στον κήπο του μαζί με τον πρώτο φίλο του. Ο φίλος του ήταν ευτυχισμένος και άρχισε να τρέχει γύρω ανέμελα.
Όμως ο Άρχοντας ήξερε τι προσπαθούσε ο τρίτος φίλος τόσο καιρό. Τον πλησίασε και ο τρίτος φίλος ζηλεύοντας είπε.
"Γιατί αφηνείς αυτόν και εμένα όχι ;"
" Γιατί στον Κήπο μου μπαίνουν μόνο όσοι επιθυμούν να μπουν."
" Μα επιθυμώ να μπω."
" Άλλο δείχνουν οι πράξεις σου. Αν ήθελες πραγματικά να μπεις στον Κήπο μου θα έκανες ότι μπορούσες για να το καταφέρεις, όπως θα έκανες και για ότι άλλο θες πραγματικά."
Τότε κατέβηκε ξαφνικά ο δεύτερος φίλος απ'τα κάγκελα μες στον Κήπο. Προσκυνώντας τον Άρχοντα τον παρακάλεσε να μείνει και εκείνος τον άφησε. Οι δύο φίλοι άρχισαν να τρέχουν ευτιχισμένοι μαζί γύρω απ'το κήπο. όμως ο τρίτος ΄ζήλεψε ακόμα περισσοτέρο και είπε:
"Αυτόν γιατί τον άφησες ;"
" Γιατί ενώ το σωμά του ήταν αλλού η ψυχή του ήταν στον Όίκο μου. Αλλά και το σώμα του δούλευε σκληρά βοηθώντας όσους μπορούσε."
Ο τρίτος φίλος σηκώθηκε να φύγει και καθώς απομακρυνόταν ο Άρχονταςτου είπε :
" Δεν είναι αδύνατο να μπει κάποιος στον Κήπο μου χωρίς να έρχεται το σώμα του στον Οίκο μου. Αρκεί η Ψυχή του να είναι εδώ."
Παραβολή που δημιούργησα ο ίδιος. Ελπίζω να σας αρέσει.
Ο Άρχοντας είναι ο Θεός.
Ο Κήπος είναι ο Παράδεισος.
Ο Οίκος είναι η Εκκλησία.
Ο Πρώτος φίλος συμβολίζει τους εκκλησιαζόμενους.
Ο Δεύτερος αυτούς που δεν μπορούν να πηγαίνουν στην Εκκλησία αλλά η πίστη και οι πράξεις τους τους σώζουν.
Ο Τρίτος αυτούς που μένουν μακρυά απ'το Θεό.

Πως μας δέχεται ο φιλότεκνος Πατέρας

Ο άσωτος απομακρύνθηκε από τον φιλότεκνο Πατέρα και πορεύθηκε εις χώραν μακράν. Η πατρική αγάπη όμως απλώνεται τόσο μακράν όσο είχε φθάσει το αγαπημένο Του παιδί: Έτι αυτού μακράν απέχοντος, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. Ο στοργικός Πατέρας δεν περιμένει να φθάσει το παιδί Του. Ενώ βρίσκεται μακριά Του τρέχει να το υποδεχθεί.
Ο φιλόστοργος Πατέρας δέχθηκε τον άσωτο «με ανοιχτή αγκαλιά επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής.» Στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν εύθυμο και χαρούμενο Ο μεγαλύτερος αδελφός αγανάκτησε με αυτά, αλλά ο Πατέρας τον έπεισε λέγοντάς του με πραότητα: «Όταν χρειάζεται να σώσεις τον χαμένο, δεν είναι καιρός δικαστηρίων, αλλά φιλανθρωπίας και συγνώμης μόνον… Και αν χρειαζόταν να τιμωρηθεί, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε που δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτε από τα περασμένα. Ή καλύτερα, θυμάται εκείνα μόνο που μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος και στοργή και ευσπλαχνία πατρική». Γι’ αυτό ο Πατέρας δεν είπε εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν θυμήθηκε το ότι κατέφαγε την περιουσία Του, αλλά ότι περιέπεσε σε αμέτρητες συμφορές. Ο μεγαλύτερος αδελφός της παραβολής σκεπτόταν σύμφωνα με την ανθρώπινη δικαιοσύνη, αλλά ο Πατέρας ενεργούσε σύμφωνα με την πατρική Του καρδιά.
Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν ότι «με τέτοιο τρόπο ο φιλάγαθος Θεός δέχεται και αγαπά εκείνους που μετανοούν». Λέγει ο μέγας Βασίλειος: «Ο Πατέρας περιμένει την επάνοδό σου από την πλάνη. Μόνον επίστρεψε και ενώ θα είσαι ακόμη μακριά, θα τρέξει και θα πέσει στον τράχηλό σου και θα αγκαλιάσει με φιλικούς ασπασμούς την καθαρισμένη ήδη από τη μετάνοια ψυχή σου. Θα ενδύσει με την πρώτη στολή την ψυχή που εξεδύθη τον παλαιό άνθρωπο, θα τοποθετήσει δαχτυλίδι στα χέρια… και θα βάλει υποδήματα στα πόδια που επέστρεψαν από την κακή οδό στον δρόμο του Ευαγγελίου της ειρήνης. Θα αναγγείλει ημέρα ευφροσύνης και χαράς στους δικούς Του, αγγέλους και ανθρώπους και θα εορτάσει με κάθε τρόπο την σωτηρία σου».
Αυτή η χαρά του ουρανού για την επιστροφή του μετανοούντος κυριαρχεί στις παραβολές του χαμένου προβάτου, της χαμένης δραχμής και του ασώτου. Ο καλός Ποιμένας χαίρων επιτίθησιν επί τους ώμους αυτού το χαμένο πρόβατο και ελθών εις τον οίκον συγκαλεί τους φίλους και τους γείτονας λέγων αυτοίς συγχάρητέ μοι ότι εύρον το πρόβατόν μου το απολωλός. Και στις τρείς παραβολές ο Κύριος μας βεβαιώνει ότι χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι.

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Κατάθεση Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου


Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου






Τα ονόματα του Ιησού Χριστού

Γιατί ονομάστηκε ο Ιησούς Χριστός «Οδός»; Για να μάθεις ότι δι' Aυτού ανεβαίνουμε προς τον ουράνιο πατέρα μας.
Γιατί ονομάστηκε «Πέτρα»; Για να μάθεις πόσο χρήσιμη αλλά και πόσο δυνατή και ακλόνητη είναι η πίστη προς Αυτόν.
Γιατί ονομάστηκε «Θεμέλιος»; Για να μάθεις ότι Aυτός βαστάζει και στηρίζει τα πάντα υλικά και πνευματικά.
Γιατί ονομάστηκε «Ρίζα»; Για να μάθεις ότι ενωμένοι μαζί Tου και παίρνοντας χυμούς πνευματικούς απ' Αυτόν ανθίζουμε και καρποφορούμε πνευματικά.
Γιατί ονομάστηκε «Ποιμήν»; Διότι Αυτός μας ποιμαίνει και προνοεί για την συντήρησή μας.
Γιατί ονομάστηκε «Πρόβατον»; Διότι θυσιάστηκε για μας και συγχωρέθηκαν δι' Αυτού οι αμαρτίες μας.
Γιατί ονομάστηκε «Ζωή»; Διότι ενώ ήμασταν νεκροί πνευματικώς ένεκα των αμαρτιών μας ανέστησε μαζί Του.
Γιατί ονομάστηκε «Φως»; Γιατί μας απήλλαξε από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας και της πλάνης.
Γιατί ονομάστηκε «Ιμάτιον»; Διότι εγώ ο άνθρωπος ενδύθηκα πνευματικά Αυτόν, όταν βαφτίστηκα στο όνομά του.
Γιατί ονομάστηκε «Τράπεζα»; Διότι τρώγω το Σώμα Του και πίνω το Αίμα Του όταν συμμετέχω στα άχραντα μυστήρια.
Γιατί ονομάστηκε «Οίκος»; Διότι δια μέσου των ιερών μυστηρίων κατοικώ εις Αυτόν.
Γιατί ονομάστηκε «Ένοικος»; Διότι με την Θεία Κοινωνία γίνομαι ναός και κατοικία Του.
(Aγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου. PG 52,403)

Πες μου, για ποιό λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε;

Πες μου, για ποιό λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε; Γιατί ήταν κακός; Ε, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να κλαις, αλλά και να ευχαριστείς το Θεό, που σταμάτησε πια η κακία του.
Μήπως, απεναντίας, ήταν καλός; Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πέθανε «πριν η κακία αλλάξει τη σύνεσή του ή η δολιότητα της αμαρτίας εξαπατήσει την ψυχή του».
Ήταν μήπως νέος; Και γι' αυτό ακόμα ευχαρίστησε το Θεό και δόξασέ Τον, γιατί τον πήρε κοντά Του. Όπως εκείνους που πηγαίνουν για ν' αναλάβουν κάποιο αξίωμα, τους κατευοδώνουμε με χαρά και ικανοποίηση, έτσι πρέπει ν' αποχαιρετάμε κι αυτούς που φεύγουν από τούτη τη ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντά στο Θεό, όπου θ' απολαμβάνουν μεγάλη τιμή και ευτυχία.
Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέπει να λυπόμαστε για το χωρισμό από τ' αγαπημένα μας πρόσωπα, που πεθαίνουν, αλλά να μη λυπόμαστε περισσότερο απ' όσο πρέπει. Γιατί θα παρηγορηθούμε αρκετά, αν σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος, που χάσαμε, ήταν θνητός, όπως όλοι μας.
Με το ν' αγανακτούμε, δεν δείχνουμε τίποτ' άλλο, παρά πως ζητάμε πράγματα ασυμβίβαστα με την ανθρώπινη φύση. Γεννήθηκες άνθρωπος, επομένως θνητός. Γιατί, λοιπόν, υποφέρεις με κάτι τόσο φυσικό, όπως ο θάνατος; Μήπως λυπάσαι, επειδή, για να ζήσεις, πρέπει να τρως; Μήπως επιδιώκεις να ζήσεις χωρίς τροφή; Τότε γιατί επιδιώκεις να μην πεθάνεις;
Όσο φυσικό είναι το να τρως, άλλο τόσο και το να πεθάνεις. Αφού είσαι θνητός, μη ζητάς να γίνεις αθάνατος" γιατί αυτό το πράγμα καθορίστηκε και νομοθετήθηκε μια μόνο φορά και για πάντα. Ας μη μοιάζουμε στους ληστές, που θέλουν να κάνουν δικά τους όσα ανήκουν σε άλλους.
Έτσι, όταν ο Θεός παίρνει από μας χρήματα ή τιμή ή δόξα, ακόμα και το σώμα ή και την ψυχή, παίρνει αυτά που Του ανήκουν. Και το παιδί σου ακόμη αν πάρει, δεν παίρνει ουσιαστικά το παιδί σου, αλλά το δικό Του πλάσμα.
Αφού, λοιπόν, εμείς δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, πώς θα ανήκουν σ' εμάς όσα ανήκουν σ' Εκείνον; Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά σου τα χρήματά σου; Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύεις άσκοπα ή άπρεπα αυτά που ανήκουν σε άλλον;
Μη λες, "Τα δικά μου ξοδεύω, από τα δικά μου διασκεδάζω"" γιατί ξοδεύεις και διασκεδάζεις με τα ξένα. Και τα αποκαλώ ξένα, γιατί ο Θεός θεωρεί δικά σου όσα σου έδωσε, για να τα μοιράσεις στους φτωχούς. Τότε μόνο τα ξένα γίνονται δικά σου. Αν τα ξοδέψεις για τον εαυτό σου, τότε τα δικά σου γίνονται ξένα.
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τί θα κερδίσουμε,αν γνωρίζουμε πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού;

Πολλά πράγματα θέλουμε να μαθαίνουμε και να κατανοούμε, προπαντός όμως τον καιρό που θα γίνει η συντέλεια του κόσμου. Ο απόστολος Παύλος, για να περιορίσει την άκαιρη αυτή πολυπραγμοσύνη μας, γράφει σε μιαν επιστολή του: «Σχετικά με το χρόνο του ερχομού του Κυρίου, αδελφοί, δεν χρειάζεται να σας γράψω, γιατί κι εσείς το ξέρετε πολύ καλά, ότι η ημέρα του Κυρίου θα έρθει απροειδοποίητα, όπως ο κλέφτης τη νύχτα»
Τί θα κερδίσουμε, δηλαδή, αν γνωρίζουμε πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού; Πέστε μου. Ας υποθέσουμε ότι θα γίνει ύστερ' από είκοσι χρόνια ή τριάντα ή εκατό. Ποιά σημασία μπορεί να έχει αυτό για μας; Μήπως για τον καθένα μας η συντέλεια δεν έρχεται με το τέλος της ζωής του; Γιατί, λοιπόν, πονοκεφαλιάζεις και βασανίζεσαι για το τέλος του κόσμου; Δυστυχώς, όμως, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, στις οποίες αδιαφορούμε για τα ζητήματα που μας αφορούν άμεσα και καταπιανόμαστε με τα ζητήματα των άλλων, παραμελούμε τις δικές μας υποθέσεις και φροντίζουμε για τις ξένες, έτσι και σε τούτη την περίπτωση" αντί ο καθένας μας να ενδιαφέρεται για το δικό του τέλος, θέλουμε να μάθουμε με λεπτομέρειες πώς και πότε θα έρθει το κοινό τέλος όλων μας.
Αν θέλετε να πληροφορηθείτε, γιατί είναι άγνωστο στον καθένα μας το τέλος της ζωής του και γιατί ο θάνατος έρχεται ξαφνικά, όπως ο κλέφτης τη νύχτα, θα σας το πω, καθώς μάλιστα νομίζω ότι σωστά γίνεται έτσι. Αν, λοιπόν, ο καθένας μας ήξερε τη χρονική στιγμή του θανάτου του, κανείς μας δεν θα φρόντιζε να κάνει ενάρετα έργα, όσο θα ζούσε, αλλά, γνωρίζοντας ποια θα ήταν η τελευταία μέρα της ζωής του, αφού πρώτα θα έκανε αμέτρητα κακά, θα μετανοούσε λίγο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του και θα έφευγε για την άλλη ζωή απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του. Αν δηλαδή τώρα, που ο φόβος από την άγνοια του χρόνου του θανάτου συγκλονίζει τις ψυχές μας, αφού περάσουμε όλη μας τη ζωή μέσα στην αμαρτία, μόλις στις τελευταίες μας στιγμές αποφασίζουμε οι περισσότεροι να μετανοήσουμε, εφόσον βέβαια προλάβουμε, ποιος από μας θα φρόντιζε για την αρετή, αν ξέραμε σίγουρα το πότε θα πεθάνουμε; Τίποτα δεν θα διστάζαμε να πράξουμε ως την ημέρα εκείνη. Από τους εχθρούς μας θα παίρναμε εκδίκηση, όσους θέλαμε θα σκοτώναμε, τα άγρια πάθη της ψυχής μας θα ικανοποιούσαμε σε βάρος των συνανθρώπων μας, και μετά, πριν πεθάνουμε, θα μετανοούσαμε!
Πέρα απ' αυτό, ούτε πράξεις αληθινής αυτοθυσίας θα υπήρχαν ούτε οι γενναιόψυχοι άνθρωποι θα είχαν καμιάν ανταμοιβή, γιατί, όταν θ' αντιμετώπιζαν τολμηρά και ατρόμητα τους διάφορους κινδύνους, θα αντλούσαν το θάρρος τους από τη βεβαιότητα ότι δεν ήρθε η ώρα να πεθάνουν. Και ο πιο δειλός ακόμα θα ριχνόταν αδίσταχτα στη φωτιά, έχοντας τη γνώση ότι δεν κινδυνεύει να πάθει κανένα κακό. Γιατί αυτός που γνωρίζει ότι μπορεί να χάσει τη ζωή του σε κάποιον κίνδυνο και εντούτοις δεν διστάζει να εκτεθεί στον κίνδυνο αυτό, αποδεικνύει με ασφάλεια τη γενναιότητα και την αυτοθυσία του.
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Ελληνισμός και Ορθοδοξία: επαναπροσδιορισμός μιας σχέσης στον 21ο αιώνα

Δυο είναι οι πυλώνες πάνω στους οποίους έχει στηριχθεί ο ελληνικός πολιτισμός δια μέσου των αιώνων. Ο ένας είναι η αρχαία ελληνική σκέψη και γραμματεία και ο άλλος είναι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, παράδοση και θεολογία. Η σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δυο τρόπους σκέψης και ζωής, τον ελληνικό και τον χριστιανικό, ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή που το ευαγγελικό κήρυγμα των Αποστόλων βγήκε από τα αρχικά ιουδαϊκά του όρια για να εξαπλωθεί σε ολόκληρο το ρωμαϊκό κόσμο. Η ελληνιστική κοινή ήταν η γλώσσα που έγινε το αναντικατάστατο όχημα για την πρώτη αυτή μετάδοση και εξάπλωση του χριστιανισμού.
Από τότε μέχρι σήμερα οι δυο αυτοί, αρχικά ξένοι και αντιφατικοί μεταξύ τους τρόποι σκέψης και ζωής, βρήκαν πολύ περισσότερα κοινά σημεία από όσα φαίνονταν στην αρχή και έχουν συνδεθεί τόσο άρρηκτα μεταξύ τους, ώστε μέχρι μόλις πριν από λίγες δεκαετίες, εθεωρείτο αδιανόητο να αποκαλείται κάποιος Έλληνας ή να χαρακτηριστεί ελληνική μια πολιτιστική δημιουργία, ένα κείμενο ή μια εικόνα, εάν δεν είχε άμεση σχέση, αναφορά και προέλευση από τον ελληνορθόδοξο τρόπο σκέψης, από την ελληνορθόδοξη παράδοση.
Η σχέση όμως, ελληνισμού και ορθοδοξίας είχε αρχίσει να κλονίζεται ήδη από την εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και σήμερα, πλέον, είμαστε αντιμέτωποι όχι μόνο με έναν πολύ σοβαρό και πρωτοφανή κλονισμό αυτής της σχέσης, αλλά επικρατεί στους σύγχρονους Έλληνες μια ευρύτερη κρίση ταυτότητας, τόσο όσον αφορά τον ελληνισμό όσο και την ορθοδοξία.
Η συζήτηση αυτή, βέβαια εντάσσεται αναπόφευκτα στα πλαίσια της γενικότερης αναζήτησης και μιας ολικής αναθεώρησης του παρελθόντος, που λαμβάνει χώρα σήμερα στην Ελλάδα, για τα αίτια της οικονομικής και πολιτικής, αλλά και κοινωνικής, πολιτισμικής και ηθικής κρίσης που διανύουμε.
Ας ανατρέξουμε όμως λίγο την ιστορική εξέλιξη της σχέσης ελληνισμού και χριστιανισμού, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα.
Νομική κατοχύρωση ή υπαρξιακή αναγκαιότητα;
Το ελληνικό σύνταγμα αναγνωρίζει την θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας ως την επίσημη και επικρατούσα θρησκεία στην χώρα μας. Στην Ελλάδα δηλαδή, υπάρχει μεν ανεξιθρησκεία, αλλά υπάρχει και επίσημα αναγνωρισμένη επικρατούσα θρησκεία, την οποία το κράτος έχει δεσμευθεί να προστατεύει ως παράδοση του έθνους, ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του έθνους. Αυτό δεν είναι απλώς ένα νομικά κατοχυρωμένο καθεστώς, ούτε βασίζεται αποκλειστικά στο ποσοστό του ορθόδοξου χριστιανικού θρησκεύματος στον ελληνικό πληθυσμό. Αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών αιώνων ιστορίας του ελληνισμού και του πολιτισμού του και η ελληνορθοδοξία έχει εμπεδωθεί στο διάβα των αιώνων ως αδιάσπαστη υπαρξιακή οντότητα.
Ποιο είναι το στοιχείο που έκανε τον ελληνικό πολιτισμό και τον χριστιανισμό να ξεχωρίσουν;
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός στον δυτικό ευρωπαϊκό αλλά και όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ξεχωρίζει ως ανώτερος και θαυμάζεται συνεχώς ανά τους αιώνες, από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έως την Αναγέννηση και από τον Διαφωτισμό έως τις μέρες μας, γιατί μοιάζει ως κάτι το οποίο δύσκολα αντιγράφεται και ξεπερνιέται στην παγκόσμια Ιστορία. Εκείνο, όμως, το στοιχείο στο οποίο οφείλει ο ελληνικός πολιτισμός αυτή την δόξα, δεν είναι τόσο η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική και η γλυπτική και οι υλικές γενικά τέχνες, δεν είναι ακόμα, ούτε και τα πολεμικά κατορθώματα, η στρατιωτική δύναμη, ο ηρωισμός και το παράδειγμα της θυσίας των αρχαίων Αθηναίων και Σπαρτιατών. Δεν είναι κανένα από αυτά τα στοιχεία, αυτά καθαυτά. Γιατί τα λαμπρά αυτά επιτεύγματα τα όφειλαν οι αρχαίοι Έλληνες στον ξεχωριστό τρόπο σκέψης, στον ξεχωριστό τρόπο ζωής τους, απώτερος σκοπός του οποίου ήταν η κατάκτηση της αρετής. Άρα, και η ελευθερία για τους αρχαίους δεν είναι αγαθό από μόνη της εάν δεν χρησιμοποιείται ως μέσον για την επίτευξη του αγαθού, που είναι η αρετή. Η αρετή και ο ενάρετος βίος, είναι το μέγιστο αγαθό που απασχολεί όλους τους αρχαίους νομοθέτες, λογοτέχνες, φιλοσόφους και πολιτικούς. Έτσι προέκυψε αυτό που αργότερα ονομάστηκε αρχαίος ελληνικός ανθρωπισμός. Από εκεί πήγασε και το πολίτευμα της δημοκρατίας, δηλαδή από την ανάγκη για συνεχή και αέναη αναζήτηση της αρετής μέσω της κοινωνίας, μέσω της πολιτικής ζωής. Έτσι όλα τα προαναφερθέντα υλικά και άλλα επιτεύγματα, τόσο λαμπρά από μόνα τους, δεν ήταν παρά το μέσο για την επίτευξη του ανώτερου σκοπού, του αγαθού και της αρετής.
Βέβαια οι αξίες της αρετής και του αγαθού, καθώς και του καλού καγαθού ανδρός, ήταν επιφορτισμένες με ένα εντελώς διαφορετικό εσωτερικό νόημα από αυτό που έμελλε να τους δώσει ο εκ θείας αποκαλύψεως λόγος του χριστιανικού ευαγγελίου, ο λόγος του Χριστού. Αυτές οι αξίες όμως ήταν το πλέον κατάλληλο έδαφος, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε δηλαδή τις πλέον κατάλληλες προϋποθέσεις για να ταιριάξει με τον λόγο του ευαγγελίου. Ο αρχαίος ελληνικός άτομο-κεντρικός ανθρωπισμός έγινε χριστό-κεντρικός ανθρωπισμός και η αναζήτηση των ελλήνων για το εξωτερικό υλιστικό θείο κάλλος, μετετράπη σε αναζήτηση του εσωτερικού θείου κάλλους κατά το πρότυπο του ενανθρωπισμένου, σταυρωμένου και αναστημένου Ιησού Χριστού. Διότι το εσωτερικό κάλλος, η εσωτερική αρετή προδιαθέτει και εξασφαλίζει και την εξωτερική, ενώ το εξωτερικό κάλλος χωρίς εσωτερική αρετή είναι ψεύδος, υποκρισία, κάτι που τελικά θα καταρρεύσει ολοκληρωτικά.
Οι αυτοκράτορες που καθόρισαν το μέλλον της ανθρωπότητας
Μετά από τρείς αιώνες διωγμών του ρωμαϊκού κράτους κατά των χριστιανών, τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. οι αυτοκράτορες Μέγας Κωνσταντίνος και Μέγας Θεοδόσιος συμβάλλουν αποφασιστικά στην τελική επικράτηση και τον θρίαμβο του χριστιανισμού στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι αποφάσεις και η δράση των δυο αυτών αυτοκρατόρων βασίστηκε στην έντονη προσωπική τους πίστη και ανεξάρτητα από έξω-θρησκευτικές πολιτικές σκοπιμότητες. Η ανεξιθρησκεία, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη συνύπαρξη όλων των θρησκειών εφευρέθη ως αρχή από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και θεσπίστηκε από τον ίδιο με την Έδικτο του Μιλάνου το 313 μ.Χ.. την εποχή εκείνη οι χριστιανοί δεν αποτελούσαν πλειοψηφία ούτε στο ανατολικό, ούτε στο δυτικό μέρος της αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος ενώ εν γένει ευνόησε και στήριξε φανερά και συνειδητά την Χριστιανική Εκκλησία, παράλληλα φρόντισε να σεβαστεί και την ειδωλολατρική παράδοση και κυριαρχούσα, τότε ακόμα, πολιτική κουλτούρα της Ρώμης, θέλοντας να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες της εποχής του. Όμως ο δρόμος της τελικής επικράτησης του χριστιανισμού είχε ήδη ανοιχθεί και μάλιστα ανεπιστρεπτί. Ακολούθησαν δύο χριστιανοί αλλά αιρετικοί Αρειανοί αυτοκράτορες και ενδιάμεσά τους ο συγκρητιστής-παγανιστής Ιουλιανός, ο καθένας από τους οποίους στήριξε την θρησκεία της προσωπικής του πίστης. Ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι η τελική επικράτηση οποιασδήποτε θρησκείας στην αυτοκρατορία εξαρτόταν από την προσωπική στήριξη του αυτοκράτορα και όχι από την κατάκτηση της λαϊκής πλειοψηφίας. Έτσι, ήταν μεγάλο ευτύχημα για την αυτοκρατορία, τον ελληνισμό και τον κόσμο ολόκληρο όταν κατά το τέλος του αιώνα ο Μέγας Θεοδόσιος με την πολιτική που ακολούθησε κατέστησε τον Χριστιανισμό, και δη την Εκκλησία του «πιστεύω της Νικαίας», ως την επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Από τον Θεοδόσιο ξεκινά και επισήμως η ιστορία της χριστιανικής Ευρώπης και της χριστιανικής Ελλάδας. Στους αμέσως επόμενους αιώνες οι Έλληνες ασπάστηκαν και ενστερνίστηκαν πλήρως τον χριστιανισμό. Έτσι ο κλασικός ελληνισμός, σε αντίθεση με τους «φόβους» των νεοπλατωνικών ειδωλολατρών όχι μόνο δεν απορρίφθηκε ή εξαφανίστηκε από τον χριστιανισμό, αλλά πάνω στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την κλασική παιδεία βασίστηκαν τόσο η θεολογία των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ αργότερα και η πατριωτική και εθνική συνείδηση του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνισμού.
Από την Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών προήλθαν οι μεγάλοι Πατέρες της Ορθοδοξίας.
Η ειδωλολατρική Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών υπήρξε ο βασικός παράγοντας που αντιστάθηκε, ανεπιτυχώς στην επικράτηση του χριστιανισμού στους Έλληνες, κατά τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα. Με αποκορύφωμα την τριετία του Ιουλιανού, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής της Σχολής, οι ειδωλολάτρες, κυρίως νεοπλατωνικοί, φιλόσοφοι της εποχής εκείνης προσπάθησαν να απαγορεύσουν την αναπόφευκτη, κατά τα άλλα, συνάντηση και συγχώνευση αρχαίας ελληνικής σκέψης και χριστιανισμού, αρνούμενοι στους χριστιανούς την πρόσβαση στην κλασικά ελληνικά γράμματα, προσπαθώντας έτσι να την καπηλευτούν και να την ταυτίσουν με τις δικές τους συγκρητιστικές-παγανιστικές δοξασίες. Οι Έλληνες, όμως, από την μεριά τους βρίσκονταν σε στάδιο θρησκευτικής αναζήτησης από πολύ νωρίτερα. Αυτό αποδεικνύεται από την αφήγηση των Πράξεων των Αποστόλων και τον περίφημο βωμό στον «άγνωστο θεό» που βρήκε ο Απόστολος Παύλος όταν έφθασε στην αρχαία Αθήνα. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.Χ., στον χώρο της ελληνικής οικουμένης αυτή η αναζήτηση ολοκληρώθηκε μέσα από τους Έλληνες εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θεολόγους, οι οποίοι έχοντας διδαχθεί την ελληνική σκέψη, όντας ήδη ή προτού βαπτισθούν χριστιανοί, χρησιμοποίησαν την οξύνοια και την ευρύτητα των εννοιών της για να εκφράσουν την εμπειρία της νέας τους πίστης και να συνθέσουν τον περί του Θεού λόγο.
Η ταύτιση Ρωμηοσύνης και Ορθοδοξίας
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο ελληνισμός των ειδωλολατρών νεοπλατωνικών και του Ιουλιανού ήταν ένα κακέκτυπο, μια ξεπεσμένη και χρεωκοπημένη προσπάθεια συνέχειας του αρχαίου κλασικού προτύπου. Η χριστιανική Πατερική θεολογία, έτσι διέσωσε και έδωσε νέο νόημα, νέα πνοή και νέα ώθηση στη μοναδική αρχαία ελληνική σκέψη, ώστε αυτή αντί να χαθεί, κατά την μετάβαση του ευρωπαϊκού και του μεσογειακού κόσμου στο Μεσαίωνα, να συνεχιστεί αναλλοίωτη μέσα από τη χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η αρχαία ελληνική σκέψη και φιλοσοφία αποδείχθηκε ότι μόνο με τον χριστιανισμό κάνει "χημεία", "δένει", ταιριάζει απόλυτα και αλληλοσυμπληρώνεται ανεπανάληπτα. Είναι, άλλωστε, απολύτως ορθή η αντίληψη ότι η ορθοδοξία ουσιαστικά δεν είναι παρά μια ελληνική ερμηνεία του χριστιανισμού.
Από την στιγμή που ο Ιουλιανός ξεψυχώντας αναφώνησε το «νενίκηκάς με Ναζωραίε», μέχρι την άλωση της Πόλης το 1453, επίσημη και μοναδική θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του ελληνισμού ήταν ο χριστιανισμός. Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, η θρησκευτική έννοια του γκιαούρη (ο μη-μουσουλμάνος) και η εθνική έννοια του Ρωμηού (του Έλληνα πολίτη της παλιάς χριστιανικής αυτοκρατορίας), ταυτίστηκαν απόλυτα. Οι Οθωμανοί έδωσαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη εκτός από τον θρησκευτικό του τίτλο και τον πολιτικό τίτλου του βυζαντινού αυτοκράτορα, αυτόν του Δεσπότη, ταυτίζοντας έτσι την θρησκευτική μαζί με την πολιτική ηγεσία των υπόδουλων Ελλήνων. Όταν οι αγωνιστές του 1821 συνέτασσαν το πρώτο ελληνικό σύνταγμα στην Επίδαυρο, ήταν εντελώς φυσικό να προσδιορίσουν ότι, «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν είς Χριστόν, εισίν Έλληνες».
Το «θρήσκευμα» είναι απλώς ένα στοιχείο συνταγματικού δικαίου και… (άλλοτε) αστυνομικής ταυτότητας;
Έτσι φτάνουμε στις μέρες μας. Η συνταγματική διάταξη δεν έχει αλλάξει στην ουσία της και ο λόγος που υπάρχει, καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι, είναι ιστορικός και βαθειά ριζωμένος στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση.
Βρισκόμαστε, όμως σήμερα, ενώπιον του μεγαλύτερου υπαρξιακού στοιχήματος στην ιστορία του ελληνισμού. Καθώς είπαμε και παραπάνω, τόσο η ελληνική όσο και η χριστιανική μας ταυτότητα κινδυνεύουν από μια βαθειά κρίση αυτοσυνειδησίας, η οποία εκπορεύεται από την γενικότερη ηθική κρίση, την κρίση αξιών. Έτσι σήμερα κυριαρχούν οι εξής τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Μια τάση είναι αυτή η οποία θέλει να νοηματοδοτήσει την ελληνικότητα χωριστά από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, χωριστά από την αναζήτηση της αρετής και του θείου κάλλους, που τόσο ζωτικά απασχολούσε τους Έλληνες από την αρχαιότητα μέχρι την νεότερη Ελλάδα. Είναι εκείνη η μεγάλη, δυστυχώς, μερίδα σύγχρονων Ελλήνων η οποία έχει ταυτιστεί πλήρως με τον υλιστικό και μηδενιστικό τρόπο ζωής και σκέψης που έχει τις ρίζες του στο από τη Δύση προερχόμενο όνειρο του καπιταλισμού. Αυτή η μερίδα Ελλήνων έχει πεισματικά απαρνηθεί την πανάρχαια ελληνική αναζήτηση για την αρετή και το κάλλος, την επιδίωξη της όντος ζωής η οποία τελικά νικά και τον ίδιο το θάνατο. Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν παραδοθεί άνευ όρων στην υλική φθορά και στον θάνατο, έχουν επιδοθεί σε ένα άκρατο κυνήγι του πρόσκαιρου πλουτισμού, που φθείρει ψυχή, σώμα και ήθος.
Η άλλη τάση θέλει και προσπαθεί να συνεχίσει την ελληνορθόδοξη παράδοση, όμως υπάρχει μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων που δηλώνουν μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά ταλανίζονται από πνευματική κρίση, από έλλειψη πίστης στο Χριστό. Στην ελλαδική εκκλησία, επίσης, κυριαρχεί η έλλειψη ουσιαστικού πνευματικού λόγου. Η εικόνα της ελλαδικής εκκλησίας έχει αμαυρωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Μήπως τελικά αρκετοί από τους ιεράρχες και τα λοιπά μέλη του κλήρου, τόσο εντός των μικρών ορίων της ελλαδικής αρχιεπισκοπής και των ελληνικών συνόρων, αλλά και εκτός αυτών, έχουν αδιαφορήσει για τις αρετές του Χριστού των ευαγγελίων; Μήπως δεν επιδιώκουν και δεν κηρύττουν, όπως θα έπρεπε, τις χριστιανικές αρετές και το θείο κάλλος του Ιησού, - τα στοιχεία εκείνα δηλαδή τα οποία έκαναν την ελληνορθοδοξία να λάμψει στην παγκόσμια ιστορία – και αντιθέτως έχουν θέσει άλλες, κοσμικές και υλικές προτεραιότητες; Το αποτέλεσμα είναι ότι η χριστιανική μας πίστη έχει πλέον κλονιστεί σοβαρά, ίσως και ανεπανόρθωτα, τουλάχιστον για τα ανθρώπινα μέσα.
Η πνευματική όμως ανάκαμψη της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας, η αυτοκάθαρσή της, όπως έχει πολλές φορές στο παρελθόν χαρακτηρισθεί, δεν είναι κάτι που αρκεί να το πάρουμε απόφαση και να δηλώσουμε ότι θα το κάνουμε πράξη και ύστερα να αφήσουμε τον χρόνο απλά να «γιάνει την πληγή». Αντιθέτως πρέπει να επιδιώξουμε να πραγματοποιηθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γιατί αυτή η πνευματική ανάκαμψη είναι εκ των ων ουκ άνευ για την πνευματική και ηθική ανάκαμψη ολόκληρου του ελληνικού γένους και του πολιτισμού. Όσο καθυστερεί η πρώτη καθυστερεί και η δεύτερη.
Η πρώτη, λοιπόν, τάση από τις δυο παραπάνω, εάν επικρατήσει καταδικάζει αναπόφευκτα ολόκληρο τον ελληνισμό στο θάνατο. Διότι, ήδη είναι ξεκάθαρο ότι ένας ελληνισμός που αδιαφορεί πλήρως για τον θάνατο, που έχει αυτοκαταστροφικά καταπνίξει κάθε μεταφυσική ανησυχία και τύψη συνειδήσεως, θα εξαφανιστεί τελικά από αυτόν τον φυσικό θάνατο και τη φθορά του χρόνου. Οι Έλληνες έτσι θα έχουμε πρωτίστως αλλοιώσει και παραμορφώσει την παιδεία μας, που είναι ο μοναδικός φορέας εξασφάλισης της συνέχειας ενός πολιτισμού. Έτσι μπορεί να συνεχίσουμε να μιλούμε κάποια (φυσική ή τεχνητή) μετεξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, να κατέχουμε ακόμα και συνείδηση καταγωγής και ιστορική μνήμη, όμως αυτά δεν θα αρκούν. Γιατί θα είναι μια ξερή, αλλά και παραμορφωμένη γνώση και μνήμη ενός ένδοξου παρελθόντος το οποίο γίνεται αφορμή μόνο για έναν ανώριμο και αυτιστικό κομπασμό και τίποτα παραπάνω. Γιατί τελικά δεν αρκεί να γεννηθεί κανείς Έλληνας, για να λέγεται Έλληνας. Χωρίς την μεταφυσική αναζήτηση της αρετής και του θείου κάλλους, ο ελληνισμός δεν μπορεί να δημιουργήσει, να παράγει πολιτισμό. Έτσι, παύει να υφίσταται σαν ιστορική συνέχεια πολιτισμού και σε αντίθεση με την μέχρι τώρα αντίστασή του σε τουρκοκρατία και άλλες ιστορικό-πολιτικές αντιξοότητες, θα υποκύψει στην φυσική φθορά του χρόνου και της λήθης.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Οι παρακλητικοί κανόνες της Θεοτόκου.


Το Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο εί­ναι μια πε­ρί­ο­δος του Εκ­κλη­σι­α­στι­κού έ­τους, κα­τά την ο­ποί­α η ορ­θό­δο­ξη ψυ­χή στρέ­φει τα μά­τια με βα­θειά κα­τά­νυ­ξη προς την Υ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο. Ε­πί δε­κα­πέν­τε η­μέ­ρες, πριν α­πό την ε­ορ­τή της Κοι­μή­σε­ως, ση­μαί­νουν οι καμ­πά­νες την ώ­ρα του δει­λι­νού και τα πλή­θη των πι­στών πά­νε να ψάλ­λουν τον Μι­κρό και τον Με­γά­λο Πα­ρα­κλη­τι­κό Κα­νό­να. Α­νά­λο­γη κα­τά­νυ­ξη έ­χει βέ­βαι­α και η πε­ρί­ο­δος των Χαι­ρε­τι­σμών της Πα­να­γί­ας. Αλ­λά ε­νώ στους Χαι­ρε­τι­σμούς κυ­ρια­ρχεί ο υ­μνο­λο­γι­κός τό­νος, η θρι­αμ­βι­κή δο­ξο­λό­γη­ση των α­πεί­ρων χα­ρί­των της «Μη­τρός του Θε­ού γε­νο­μέ­νης», στους Πα­ρα­κλη­τι­κούς Κα­νό­νες του Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου κυ­ρί­αρ­χος τό­νος εί­ναι το πέν­θος και η ο­δύ­νη της βα­ρυ­αλ­γού­σης ψυ­χής του πι­στού που ζη­τά πα­ρά­κλη­ση και πα­ρη­γο­ριά α­πό την Πα­να­γί­α.
Οι Πα­ρα­κλη­τι­κοί Κα­νό­νες, ο Μι­κρός και ο Μέ­γας η α­πλώς η Μι­κρή και η Με­γά­λη Πα­ρά­κλη­ση - ε­πει­δή δια των ύ­μνων αυ­τών οι πι­στοί πα­ρα­κα­λούν την Πα­να­γί­α να α­κού­ση και να ι­κα­νο­ποι­ή­ση τα αι­τή­μα­τά τους - ψάλ­λον­ται με­τά την Α­κο­λου­θί­α των ε­σπε­ρι­νών του Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου, ε­ναλ­λάξ, δη­λα­δή την μί­α μέ­ρα ψάλ­λε­ται η Με­γά­λη και την άλ­λη η Μι­κρή. Μό­νο κα­τά τους ε­σπε­ρι­νούς των Σαβ­βά­των και της Ε­ορ­τής της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Κυ­ρί­ου δεν ψάλ­λον­ται οι Πα­ρα­κλή­σεις και τού­το ε­πει­δή το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους εί­ναι πέν­θι­μο και ι­κε­τευ­τι­κό και δεν συμ­φω­νεί προς το χαρ­μό­συ­νο ύ­φος των ε­ορ­τα­στι­κών αυ­τών ύ­μνων. Ε­κτός, ό­μως, α­πό την πε­ρί­ο­δο του Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου η Μι­κρή, ι­δί­ως, Πα­ρά­κλη­ση ψάλ­λε­ται συ­χνά, «εν πά­ση πε­ρι­στά­σει και θλί­ψει ψυ­χής», εί­τε στους ι­ε­ρούς Να­ούς, εί­τε και κα­τ' οί­κον, α­πό τους πι­στούς, οι ο­ποί­οι ε­πι­θυ­μούν να ι­κε­τεύ­σουν δι' αυ­τής την Θε­ο­τό­κο και να ε­πι­κα­λε­σθούν την με­σι­τεί­α της.
Η δε δι­ά­κρι­ση των Πα­ρα­κλή­σε­ων σε Μι­κρή και Με­γά­λη ο­φεί­λε­ται α­πο­κλει­στι­κώς και μό­νον στην έ­κτα­ση, το μέ­γε­θος των τρο­πα­ρί­ων. Τα τρο­πά­ρια, δη­λα­δή, της Μι­κρής Πα­ρα­κλή­σε­ως εί­ναι μι­κρό­τε­ρα και συν­το­μώ­τε­ρα α­πό ε­κεί­να της Με­γά­λης.
Η Μι­κρή Πα­ρά­κλη­ση εί­ναι ποί­η­μα κά­ποι­ου α­γνώ­στου υ­μνο­γρά­φου, ο ο­ποί­ος κα­τ' άλ­λους μεν ω­νο­μά­ζον­ταν Θε­ο­στή­ρι­κτος και ή­ταν Μο­να­χός, κα­τ' άλ­λους δε Θε­ο­φά­νης. Ό­πως φαί­νε­ται, ό­μως, πρό­κει­ται πε­ρί του ι­δί­ου προ­σώ­που, το ο­ποί­ο έ­γι­νε Μο­να­χός και α­πό Θε­ο­φά­νης με­τω­νο­μά­σθη­κε σε Θε­ο­στή­ρι­κτο. Η Με­γά­λη Πα­ρά­κλη­ση εί­ναι έρ­γο του Θε­ο­δώ­ρου του Β , του Δου­κός, Βα­σι­λέ­ως της Νι­καί­ας, του ε­πο­νο­μα­ζο­μέ­νου Λα­σκά­ρε­ως, ο ο­ποί­ος έ­ζη­σε πε­ρί τα μέ­σα του 13ου αι­ώ­νος και εί­ναι πο­λύ με­τα­γε­νέ­στε­ρος του Θε­ο­στη­ρί­κτου, του Μο­να­χού.
Οι δύ­ο Πα­ρα­κλή­σεις, πλην του Κα­νό­νος, πε­ρι­λαμ­βά­νουν στην Α­κο­λου­θί­α τους και Ψαλ­μούς, δε­ή­σεις υ­πέρ των ζών­των πι­στών, υ­πέρ των ο­ποί­ων τε­λούν­ται, και Ευ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή. Το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους εί­ναι ι­κε­τευ­τι­κό, συγ­κι­νεί τους πι­στούς, δι­δά­σκει και προ­τρέ­πει αυ­τούς να προ­στρέ­χουν με θάρ­ρος και εμ­πι­στο­σύ­νη πάν­το­τε προς την Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο, την Με­γά­λη Μη­τέ­ρα τους, για να βρί­σκουν πα­ρη­γο­ριά και να λαμ­βά­νουν βο­ή­θεια στις α­νάγ­κες του.
Προς την Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο­νάς ψάλ­λου­με και μεις με πί­στη και εκ βά­θους καρ­δί­ας τις ι­ε­ρές Πα­ρα­κλή­σεις και μα­ζί με τους ι­ε­ρούς υ­μνω­δούς, ας ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με: «Βλέ­ψον ι­λέ­ω όμ­μα­τί σου και ε­πί­σκε­ψαι την κά­κω­σιν, ην έ­χο­μεν, και δει­νών συμ­φο­ρών και βλά­βης και κιν­δύ­νων και πει­ρα­σμών η­μάς λύ­τρω­σαι, α­με­ρή­τω σου ε­λέ­ει», με την α­κρά­δαν­τη βε­βαι­ό­τη­τα ό­τι «δεν θα πα­ρί­δη την πε­νι­χράν δέ­η­σίν μας, τον κλαυθ­μόν και τα δά­κρυ­α και τους στε­ναγ­μούς μας, αλ­λά θα πλη­ρώ­ση τας αι­τή­σεις μας», για να δο­ξά­ζου­με Αυ­τήν με­τά πό­θου πάν­το­τε.

Πρέπει να φιλάμε το χέρι του παπά;

Πέθανε ο γέροντας ιερέας σας. Στη θέση του ήρθε ένας νεαρός ιερέας, που μόλις αποφοίτησε από την ιερατική σχολή. Με χαρά φιλούσατε το χέρι του γέροντα ιερέα. Αλλά τώρα σας ήρθε ένας νεαρός! Πως να του φιλήσετε το χέρι αφού είναι πολύ νεότερός σας;
Θα σας διηγηθώ μια ιστορία για τον σέρβο βασιλιά Μίλος. Κάποτε θα λειτουργούσε ένας όχι ηλικιωμένος, αλλά πολύ νέος ιερέας. Ο γερο - βασιλιάς ήταν πολύ ευσεβής.
Η Θεία Λειτουργία δεν άρχιζε, αν δεν είχε ακόμη πάει και αυτός στην Εκκλησία. Και όταν επήγε, στάθηκε στη μέση στο θρόνο του, και προσευχόταν όπως όλοι.
Όταν τελείωσε η Λειτουργία, ο βασιλιάς πήγε να φιλήσει το χέρι του παπά και να πάρει αντίδωρο. Μα εκείνος από σεβασμό έδωσε το αντίδωρο, και τράβηξε γρήγορα το χέρι του, για να μην το φιλήσει ο γερο – βασιλιάς. Τότε ο βασιλιάς Μίλος τον κοίταξε αυστηρά και του είπε:
-Δος μου το χέρι σου. Δεν φιλάω το δικό σου χέρι, πάτερ. Την ιερωσύνη σου προσκυνώ, που είναι πιο μεγάλη και από μένα και από σένα!
Τώρα το καταλαβαίνεις το νόημα. Ο γερο – βασιλιάς μίλησε στην εκκλησία θεόπνευστα.
Ο ιερέας σας μπορεί να είναι μόλις 25 χρονών. Μα η ιερωσύνη του είναι από καταβολής κόσμου. Όταν λοιπόν του ασπάζεσθε το χέρι, προσκυνάτε την ιερωσύνη του, που φθάνει διαδοχικά από τον Χριστό και τους Αποστόλους μέχρι τον ιερέα σας. Όταν φιλάτε το χέρι του παπά σας, φιλάτε ολόκληρη την αλυσίδα των Οσίων και αγίων ιερέων και Ιεραρχών, από τους Αποστόλους μέχρι σήμερα.
Ασπάζασθε και προσκυνάτε τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον άγιο Νικόλαο, τον άγιο Βασίλειο, τον άγιο Σάββα και “όλους τους επιγείους αγγέλους και ουρανίους ανθρώπους”, που όταν ήταν στη γη εκοσμούσαν την Εκκλησία και τώρα στολίζουν τον ουρανό!
Το φίλημα που κάνουμε στο χέρι του παπά δεν είναι φίλημα φυσικό. Είναι φίλημα άγιον, όπως γράφει στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος.
Να το ασπάζεσθε λοιπόν το χέρι του ιερέα που σας ευλογεί. Είναι ευλογημένο από τον Θεό. Με τη χάρη της ιερωσύνης. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Να το φιλάτε το χέρι του ιερέα σας. Όσο νέος και αν είναι. Και να τον ακούτε.


Μην κρίνεις τους άλλους από αυτό που βλέπεις εξωτερικά!

Την ημέρα της Κρίσεως, όταν ο Θεός θα κρίνει τους ανθρώπους, δε θα κοιτάξει ούτε τα βασιλικά στέμματα, ούτε τα υψηλά αξιώματα.
Θα ζητήσει να εξετάσει τις καρδιές μας. Και τότε, οι πιο ταπεινοί άνθρωποι, ο φτωχός χωριάτης, ο «καραβοτσακισμένος» από τα βάσανα της ζωής άνθρωπος, ο αγράμματος τσοπάνης, ο φυλακισμένος, ο ξενιτεμένος, ο ασθενής, η δυστυχισμένη χήρα, που κάθεται μαζί με τα παιδιά της μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία, γιατί κανείς δεν τους ανοίγει την πόρτα, όλοι αυτοί, αν σήμερα προσεύχονται με δάκρυα στο Θεό, κατά την ημέρα της Κρίσεως θα είναι ανώτεροι από όλους τους ηγεμόνες του κόσμου, τους σημερινούς και τους αυριανούς.
Κάποια μέρα λοιπόν ένας μεγάλος και ένδοξος βασιλιάς έτρεχε στο δρόμο μέσα στη χρυσή του άμαξα, περιστοιχισμένος από τους αυλικούς του. Κι εκεί που πήγαιναν όλοι μαζί, συνάντησαν σε μια γωνιά του δρόμου δύο άνδρες με σκισμένα, βρόμικα ρούχα και πρόσωπα μαραμένα από την άσκηση.
Ο βασιλιάς κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για αγίους ανθρώπους του Θεού, που το σώμα τους είχε λιώσει από τη νηστεία, τους ασκητικούς αγώνες και την αϋπνία, ενώ η ψυχή τους έλαμπε από το φως του Θεού. Σταμάτησε λοιπόν αμέσως, κατέβηκε από την άμαξα και έπεσε γονατιστός στα πόδια τους, κάνοντας μετάνοιες. Στη συνέχεια σηκώθηκε και ασπάστηκε το χέρι τους με σεβασμό. Οι αυλικοί του όμως, δε χάρηκαν καθόλου με αυτό που είδαν. Όλη την ώρα μουρμούριζαν:
-Δες εδώ. Είναι σωστό τώρα αυτό; Ένας ολόκληρος βασιλιάς, και τόσο ένδοξος μάλιστα, να φέρεται έτσι;
-Άκουσον, άκουσον. Να πέσει στα πόδια των ζητιάνων! Πώ πώ ντροπή.
Δεν τολμούσαν όμως να πουν τίποτα στον ίδιο, αλλά πήγαν στον αδελφό του:
-Θα σε παρακαλέσουμε να πεις στο βασιλιά μας, άλλη φορά να μην εξευτελίσει έτσι τη φήμη και το βασιλικό του στέμμα! Αυτό κι αυτό έκανε στο δρόμο που πηγαίναμε.
Κι εκείνος ο καημένος κάποια στιγμή το μετέφερε στον αδελφό του, ο οποίος όμως τον κατσάδιασε για την απερισκεψία και την ανοησία του και τον έδιωξε κακήν κακώς από κοντά του.
Ξέχασα να σας πω ότι ο βασιλιάς αυτός είχε τη συνήθεια, όταν επρόκειτο να τιμωρήσει κάποιον με θάνατο, να στέλνει έξω από το σπίτι του έναν αγγελιαφόρο, για να τον ειδοποιεί με τη σάλπιγγα. Έτσι όποιος άκουγε τον ήχο της σάλπιγγας έξω από την πόρτα του γνώριζε ότι την επόμενη μέρα δε θα ζούσε.
Όταν λοιπόν βράδιασε, ο βασιλιάς έστειλε τον αγγελιαφόρο με τη σάλπιγγα να σαλπίσει έξω από την πόρτα του αδελφού του. Μόλις εκείνος άκουσε τη σάλπιγγα του θανάτου, τρομοκρατήθηκε. Όλη τη νύχτα την πέρασε ξάγρυπνος, μέσα στην αγωνία και την απελπισία! Και ταυτόχρονα, προσπάθησε όπως όπως να τακτοποιήσει όλα τα θέματα του σπιτιού του, ώστε να είναι έτοιμος για ό,τι θα ακολουθούσε.
Όταν ξημέρωσε, φόρεσε όπως και όλα τα μέλη της οικογένειάς του – η γυναίκα και τα παιδιά του – μαύρα, πένθιμα ρούχα κι αμέσως μετά πήγε στον αδελφό του το βασιλιά, κλαίγοντας και στενάζοντας για το τρομερό κακό που τον περίμενε.
Μόλις τον είδε ο βασιλιάς να κλαίει έτσι, τον κάλεσε ιδιαιτέρως, σε κάποιο δωμάτιο.
- Βρε άνθρωπε ανόητε και απερίσκεπτε! του είπε. Εάν εσύ φοβήθηκες τόσο πολύ από τη σάλπιγγα του θανάτου και τον αδελφό σου, που είναι άνθρωπος σαν και σένα και που απέναντί του σε τίποτα δεν έσφαλες ούτε είσαι ένοχος για κάτι, πώς μπόρεσες να κατηγορήσεις εμένα, που ασπάστηκα με ταπείνωση τους αγγελιαφόρους του Θεού μου; Εκείνοι, βρε, μου υπενθυμίζουν τον θάνατο και τη φοβερή κρίση του Θεού, πολύ περισσότερο από όσο η σάλπιγγα αυτή! Διότι άνθρωπος είμαι κι εγώ κι έχω κάνει πολλά λάθη στη ζωή μου και μεγάλες αμαρτίες ενώπιον του Θεού. Ησύχασε λοιπόν. Μόνο την ανοησία σου ήθελα να σου δείξω και γι’ αυτό σε τρόμαξα με τη σάλπιγγα.
- Συγχώρεσε σε με, αδελφέ μου, που τόσο απερίσκεπτα σε κατέκρινα, του απάντησε ανακουφισμένος εκείνος.
-Εντάξει, αδελφέ μου, σε συγχωρώ. Αλλά σε λίγο θα διαπιστώσεις και μόνος σου την ανοησία εκείνων που σε παρακίνησαν να έρθεις και να μου πεις αυτά τα πράγματα.
Και αφού με τον τρόπο αυτό τον καθησύχασε και τον συνέτισε, τον άφησε να πάει στο σπίτι του. Κατόπιν πρόσταξε τους τεχνίτες του να φτιάξουν τέσσερα ξύλινα κιβώτια. Τα δύο από αυτά τους είπε και τα κάλυψαν ολόκληρα με φύλλα χρυσού, τα γέμισαν με δυσώδη οστά και τα σκέπασαν με επίχρυσο καπάκι. Τα άλλα δύο τα άλειψαν εξωτερικά με πίσσα, τα γέμισαν με πολύτιμες πέτρες, μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και αρώματα και τα τύλιξαν με ένα τρίχινο πλεκτό από μαλλί γίδας.
Ύστερα κάλεσε τους άρχοντες και τους φίλους τους, εκείνους δηλαδή που τον είχαν κατακρίνει, επειδή γονάτισε μπροστά στους ανθρώπους του Θεού. Έβαλε λοιπόν μπροστά τους όλα τα κιβώτια και τους ζήτησε να εκτιμήσουν την αξία αυτών που ήταν επικαλυμμένα με φύλλα χρυσού και των άλλων, που είχαν την επίστρωση πίσσας.
Εκείνοι βέβαια του απάντησαν ότι τη μεγαλύτερη αξία την έχουν τα κιβώτια που ήταν επενδυμένα εξωτερικά με φύλλα χρυσού, πιστεύοντας ότι μέσα τους κρύβονταν θησαυροί, πολύτιμα πράγματα και πολυτελή υφάσματα, ενώ για τα άλλα, που ήταν αλειμμένα με πίσσα, είπαν ότι δεν είχαν καμμία αξία.
- Ήξερα πολύ καλά τι θα λέγατε! τους απάντησε ο βασιλιάς. Μόνο που κάνατε λάθος. Διότι ποτέ δεν πρέπει να κρίνουμε ένα πράγμα ή άνθρωπο από αυτό που εκ πρώτης όψεως βλέπουμε, αλλά πρέπει προηγουμένως να εξετάζουμε το εσωτερικό του, εάν είναι άξιο τιμής ή περιφρόνησης.
Οι άρχοντες τον άκουγαν με απορία: «Τί να εννοούσε, άραγε;».
- Ανοίξτε τα χρυσά κιβώτια! πρόσταξε τους υπηρέτες του.
Και μόλις εκείνοι άνοιξαν τα κιβώτια, ξεχύθηκε από μέσα τους μια ανυπόφορη δυσωδία. Παραξενεμένοι οι αυλικοί πλησίασαν κοντά και διαπίστωσαν πως το περιεχόμενο ήταν πράγματι απωθητικό και αξιοκαταφρόνητο.
- Έτσι ακριβώς μοιάζουν κι εκείνοι που είναι ντυμένοι με ωραία και ακριβά ρούχα και υπερηφανεύονται για τη μεγάλη τους περιουσία και για τη δόξα τους, ενώ η καρδιά τους είναι γεμάτη από έργα πονηρά, αμαρτωλά και βρόμικα, είπε με νόημα ο βασιλιάς.
Αμέσως μετά πρόσταξε ν’ ανοίξουν και τα κιβώτια που ήταν αλειμμένα με πίσσα. Όταν τα άνοιξαν, μία εξαίσια ευωδία πλημμύρισε το δωμάτιο και, πλησιάζοντας οι αυλικοί του, διαπίστωσαν ότι περιείχαν πολύτιμα πράγματα, ακριβά και σπάνια.
- Ξέρετε με τι μοιάζουν αυτά τα κιβώτια; συνέχισε ο βασιλιάς. Με εκείνους τους δύο ταπεινούς ανθρώπους, που ήταν ντυμένοι προχθές με σκισμένα ρούχα, που τα μάγουλά τους ήταν ζαρωμένα και τα πρόσωπά τους χλωμά από την άσκηση και τους κόπους. Κι εσείς τους είδατε και αμέσως με κατακρίνατε, επειδή τους έβαλα μετάνοια.
Όμως εγώ, αντιλαμβανόμενος με τα μάτια της ψυχής την καθαρότητα και τη λαμπρότητα των ψυχών τους, που ήταν άγιες και γι’ αυτό πολυτιμότερες και από το στέμμα μου και από τη βασιλική μου δόξα, ώστε όλα μου τα μεγαλεία να είναι μπροστά τους ένα μηδενικό, τους πλησίασα ταπεινά ζητώντας την ευλογία τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο τους δίδαξε ο σοφός βασιλιάς ότι δεν πρέπει ποτέ να κρίνουν την αξία του κάθε πράγματος και του κάθε ανθρώπου από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, αλλά μονάχα από τα εσωτερικά του γνωρίσματα.
Παρόμοια να κάνουμε λοιπόν κι εμείς και να τιμούμε τους δούλους του Θεού, διότι όλοι είναι αδελφοί Του. Και να μην ξεχνάμε ποτέ πως ο Θεός την Ημέρα της Κρίσεως δεν θα εξετάσει κανενός την όψη, όπως είπε και ο προφήτης Σαμουήλ, όταν εξέλεξε για βασιλιά τον Δαβίδ.
Ο Θεός, όπως και τώρα, έτσι και τότε θα ερευνήσει την καρδιά του ανθρώπου. Και τότε θα δοξασθούν οι ταπεινοί, οι περιφρονημένοι, οι περιγελόμενοι, οι διωγμένοι για τη θεία δικαιοσύνη, οι πτωχοί στο πνεύμα, εκείνοι δηλαδή που πιστεύουν ότι τα έργα τους είναι ελεεινά και άχρηστα, εκείνοι που επιθυμούν να εφαρμόζεται στον κόσμο η θεία δικαιοσύνη καθώς και όλοι όσους εμακάρισε ο Κύριος. Τότε θα λάμψουν όλοι οι περιφρονημένοι, αυτοί για τους οποίους πίστευαν πως ήταν το σκουπίδι της κοινωνίας.
Τα ανόητα και περιφρονημένα του κόσμου θα ντροπιάσουν τα σοφά. Τα μικρά και αδύνατα θα ντροπιάσουν τα δήθεν ισχυρά. Γι’ αυτό λέει ο Σωτήρας μας πως οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι.
Εκείνοι οι οποίοι θεωρούνται από εμάς ασήμαντοι και αποτυχημένοι, εάν σ’ αυτή τη ζωή προσεύχονται στον Θεό με όλη την καρδιά τους, στη βασιλεία των ουρανών θα λάμπουν περισσότερο και από τον ήλιο! Ενώ οι βασιλείς του κόσμου και οι δυνατοί της γης, εάν δεν πιστέψουν στο Θεό, θα παρουσιαστούν ενώπιόν Του γυμνοί από αρετές και τελευταίοι απ’ όλους. Και αυτή την αντιστροφή των πραγμάτων μαζί με όλα αυτά τα εκπληκτικά γεγονότα θα τα δούμε όλοι μας να συμβαίνουν, διότι ο Θεός είναι δίκαιος και η δικαιοσύνη Του μένει στον αιώνα.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Ασθενής και ωδιπόρος ή Ασθενής και οδοιπόρος



"Ασθενής και ωδιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει"
και όχι "Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει":
"Σε ποιες περιπτώσεις μπορούμε θεμιτά και νόμιμα να καταλύσουμε την νηστεία; είναι ένα σύνηθες ερώτημα πιστών προς τους ιερείς και ιδιαίτερα προς τους πνευματικούς - εξομολόγους. "Aσθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει", είναι μια εξίσου συνηθισμένη απάντηση.
Πρόκειται όμως για μια παρεξήγηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παροιμίες αποτελούν καταστάλλαγμα της μακρόχρονης εμπειρίας των ανθρώπων. Kαι για τον λόγο αυτό αναγνωρίστηκαν παντού και πάντοτε ως αναμφισβήτητες αλήθειες.
Mία από τις παροιμίες αυτές είναι και η "ασθενής και ωδιπόρος (ή ωδειπόρος) αμαρτίαν ουκ έχει". Mε απλούστερα λόγια: "Ο άρρωστος και η έγκυος γυναίκα δεν αμαρτάνει εάν δεν νηστέψει".
Σήμερα όμως, οι περισσότεροι παρανοούν την έννοια της παραπάνω ρήσης, είτε από άγνοια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, είτε από την ανορθόγραφη καταγραφή της λέξης ωδιπόρος (και όχι οδοιπόρος = ταξιδιώτης). Έτσι, η ρήση μετατράπηκε σε "ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει" δηλαδή: "Ο άρρωστος και ο ταξιδιώτης δεν έχει αμαρτάνει εάν δεν νηστέψει". Σύμφωνα με την παραπάνω λανθασμένη γραφή, ανάγνωση ή ερμηνεία, ο κάθε ταξιδιώτης (άσχετα εάν έχει ταξιδέψει με αεροπλάνο, πλοίο, τρένο ή αυτοκίνητο) μπορεί να καταλύσει κάθε νηστεία, χωρίς να αμαρτήσει.
Bέβαια εάν κάποιος δεν θέλει να νηστέψει, ας φάει, ό,τι θέλει. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Tο θέμα είναι να μην εφευρίσκουμε δικαιολογίες, για να δικαιολογήσουμε την αδυναμία μας. Aκόμη και εάν το κείμενο εννοούσε "οδοιπόρο" και όχι "ωδιπόρο", θα δικαιολογούνταν η κατάλυση μόνον στην περίπτωση που αυτός ο (τέλος πάντων) "οδοιπόρος" ήταν κάποιος που περπάτησε επί πολλές ώρες, κατάκοπος και εξαντλημένος από τις κακουχίες του ταξιδιού. Φτάνουμε όμως στο σημείο να απαλλάσσονται από τη νηστεία και όσοι πηγαίνουν μία εκδρομή. Δεν νηστεύουν με τη δικαιολογία ότι ταξίδεψαν.
Aλλά ας εξηγήσουμε τι σημαίνει το ορθό "ωδιπόρος". Πρόκειται για λέξη σύνθετη από την "ωδι" και "πόρος". Για τη λέξη "πόρος" λίγο - πολύ ξέρουμε ότι έχει διάφορες σημασίες, όπως στις λέξεις εύπορος, άπορος, οι πόροι του σώματος. Aκόμη έχουμε το μοναδικό νησί αρσενικού γένους, τον Πόρο. Πολλά χωριά με το όνομα Πόρος, διάφοροι οικισμοί, κάποιο βουνό στη Λευκάδα και μία νησίδα στον Πατραϊκό κόλπο, κοντά στο Aιτωλικό (βλ. περιοδικό Eπάλξεις, 2004).
H λέξη όμως "ωδι" προέρχεται από το ρήμα "ωδίνω", που έχει αρκετές σημασίες (κυριολεκτικά): Έχω ωδίνες, κοιλοπονώ, τίκτω, γεννώ, αλλά και (μεταφορικά) επιθυμώ πάρα πολύ να φάω, κάτι όπως η εγκυμονούσα, κάνω κάτι να τρέμει, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα (βλ. Aντιλεξικόν ή Oνομαστικόν της Nεοελληνικής Γλώσσης, εκδ. β', Aθήναι 1990). Πόσες φορές λοιπόν έχουμε ακούσει ότι η έγκυος γυναίκα ζητά να φάει κάτι, για να μην "ρίξει" το παιδί, να μην αποβάλλει;
Δικαιολογείται έτσι η έγκυος να μην νηστέψει, αν το ζητά ο οργανισμός της, γιατί κινδυνεύει να αποβάλλει το παιδί της. Άλλωστε το ορθό "ωδιπόρος" έχει και εννοιολογική συνάφεια με το "ασθενής", καθώς και τα δύο αναφέρονται σε καταστάσεις σωματικής ανάγκης και αδυναμίας, που δικαιολογεί την κατάλυση της νηστείας. Γι' αυτό και τίθεται μεταξύ των δύο λέξεων το συνδετικό "και", που συνδέει παρεμφερείς έννοιες, αλλιώς στην περίπτωση του "οδοιπόρου" θα υπήρχε το διαζευκτικό "ή", που συνδέει έννοιες εννοιολογικά διαφορετικές.
Έτσι, ο ταξιδιώτης δεν δικαιολογείται. Aκόμη και αν ο σοφός που είπε την παροιμία εννοούσε τον πολύ κατάκοπο, τότε θα την έλεγε διαφορετικά. Θα χρησιμοποιούσε ενδεχόμενα λέξεις, όπως: Καταβεβλημένος, εξαντλημένος, καταπονημένος, καταπληγωμένος κ.α.
Bέβαια οι δύσπιστοι πρέπει να έχουν πολύ καλή εγκυκλοπαίδεια, για να συμφωνήσουν μαζί μας. Πάντως θα έχουν ακούσει για τις ωδίνες του τοκετού και ίσως το "ώδινεν όρος και έτεκε μυν". Ίσως πάλι να έχουν αντίρρηση στο συντακτικό, γιατί το θέμα του ρήματος "ωδίνω" είναι "ωδιν" και συνεπώς «ωδιν + πόρος = ωδινπόρος». Aλλά το γράμμα "ν" πριν από το "π" εξαφανίζεται, γιατί δεν έχουμε λέξεις με συνεχόμενα τα γράμματα "ν" και "π". Aντίθετα, έχουμε συνεχόμενα τα "π" και "ν", όπως πνοή. Kάποιες φορές το "ν" μετατρέπεται σε "μ", όπως «σύν + πνοια = σύμπνοια».
Έπειτα από όλα αυτά, ιερείς, θεολόγοι, ιεροκήρυκες, εξομολόγοι και κάθε χριστιανός καλής θελήσεως, ας διαφωτίσουμε και τους υπόλοιπους ότι η σωστή παροιμία είναι: "Ασθενής και ωδιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει". Πρόκειται για μια παροιμία πολύ χρήσιμη στην εποχή μας. Είναι πολλοί εκείνοι που νηστεύουν, αλλά δεν λείπουν και εκείνοι που θέλουν να βρίσκουν "νόμιμες" υπεκφυγές, να ζαχαρώνουν το χάπι και να κάνουν την αδυναμία τους ανάγκη.
του Αρχιμ. Γεωργίου Xρυσοστόμου