
Η ύπαρξη του μοναστηριού μνημονεύεται τόσο στην κτητορική επιγραφή,όσο και στο χειρόγραφο Pariw Gr. 1549. Αξιοσημείωτο είναι ότι στη μεν επιγραφή το επώνυμο του μοναστηριού αναγράφεται ως «Αγιασμάτι»,ενώ στο χειρόγραφο μνημονεύεται «του Διοσμάτι εγκένιον του Τιμίου Σταυρού».Ο Μπάρσκυ,που το επισκέφθηκε,το 1735,το αναφέρει ως «Σταυρός των Διοσμάτων ή Αγιασμάτων».Σημειώνει ακόμη, πως πιθανόν να όφειλε το όνομά του στη δύναμη του Σταυρού να μετατρέπει το νερό σε αγίασμα.‘Όπως αναφέρει,το μοναστήρι βρισκόταν σε μια πολύ ωραία τοποθεσία,κατάλληλη για όσους μοναχούς επιθυμούσαν να ζήσουν αναχωρητικό βίο.Ήταν δε πολύ φτωχό και διέμεναν σε αυτό μόνο ένας μοναχός και ένας λαϊκός υπηρέτης.
Μερικά χρόνια μετά την επίσκεψη Μπάρσκυ,η λιγοστή κινητή και ακίνητη περιουσία του μοναστηριού σημειώθηκε στους κτηματικούς κώδικες Α΄ και Β΄,των ετών 1763 και 1773, της Μητροπόλεως Κυρηνείας.Τότε χρονολογείται και η εγκατάλειψή του,αφού δεν γίνεται πια καμία αναφορά σε αυτό σε έγγραφα ή κείμενα μεταγενέστερων χρόνων,όπως στον κατάλογο των μοναστηριών της Κύπρου του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού,του έτους 1788,ή στα κατάστιχα της Αρχιεπισκοπής.