Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Γυνή,
την σην αισθομένη θεότητα,
μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι, προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νυξ μοι, υπάρχει,
οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος,
έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει,
καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν,
τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν,
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα,
τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους,
τις εξιχνιάσει ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σην δούλην παρίδης,
ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.
Πλήθη πιστών κατακλύζουν τους ναούς τη Μ. Τρίτη το βράδυ, για να το παρακολουθήσουν. Ο ύμνος αυτός για πολλούς αποτελεί κραυγή αγωνίας της ποιήτριας που κατέφυγε στο μοναστήρι για να σωθεί από το βάρος των αμαρτιών της. Πρωταγωνίστρια όμως του ποιήματος είναι άλλη, “ η δυσώδης και βεβορβορωμένη” γυναίκα του Ευαγγελίου (Λουκ. 7,37-38) που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού και τα σπόγγισε με τους πλοκάμους της κεφαλής της προ του ενταφιασμού Του. Η σύνθεση του ύμνου από την Κασιανή πρέπει να έγινε στο μοναστήρι. Μάλιστα η παράδοση αναφέρει ότι, όταν κατά τύχην έγραφε το πολυθρύλητο τροπάριο, δέχθηκε την επίσκεψη του Θεόφιλου, ο οποίος αν και νυμφεύτηκε τη Θεοδώρα ποτέ δεν ξέχασε την Κασιανή. Εκείνη τότε φοβήθηκε μήπως και δεν μπορέσει να αντισταθεί στον πειρασμό, έτρεξε να κρυφτεί αφήνοντας μισοτελειωμένο τον ύμνο και συγκεκριμένα στη φράση: “..κρότον τοις ωσίν ηχηθήσα”. Ο Θεόφιλος, ενοχλημένος από την απουσία της Κασιανής, διάβασε το χειρόγραφό της και πρόσθεσε στο τροπάριο τις λέξεις: “Τω φόβω εκρύβη” που ανταποκρινόταν στην περίσταση, χωρίς να διασπά τη συνοχή του ποιήματος. Η Κασιανή επιστρέψασα μετά την αναχώρηση του Θεόφιλου είδε τη φράση, την κράτησε και ολοκλήρωσε τον ύμνο με την ερώτηση: “Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνίασει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλη παρίδης ο αμέτρητον έχων το έλεος”.